Τετάρτη, Δεκεμβρίου 27, 2006

Κεφάλαιο 7ο: ΣΧΟΛΕΙΟ (Α' ΜΕΡΟΣ)

Χρόνια πολλά σε όλους και ευχαριστώ θερμά για τις ηλεκτρονικές ευχές. :)
Συνεχίζουμε με το πρώτο μέρος του 7ου κεφαλαίου. Ο μικρός Χάρης έφτασε επιτέλους σε ηλικία σχολική. Αλλά είναι αυτό για καλό; Ή μήπως για κακό;

To σκεπτικό του εγχειρήματος θα το βρείτε εδώ, ενώ στα παρακάτω λινκ μπορείτε να διαβάσετε:
* την εισαγωγή
* το 1ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 2ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 3ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 4ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 5ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 6ο κεφάλαιο (Α' μέρος)
* το 6ο κεφάλαιο (Β' μέρος)



ΗΞΕΡΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΕΞ. Από το καλοκαίρι του 2004, που είχα ακούσει κείνα τα μυστήρια για το θηρίο (και για τα δυο κεφάλια, θυμάστε), είχαν περάσει δυο ολόκληρα χρόνια. Και μέσα σε δυο χρόνια, μαθαίνεις πολλά πράγματα σ’ αυτήν την ηλικία. Άσε που είχαν μεσολαβήσει και δυο χρονιές στο νηπιαγωγείο. Σιγά, βέβαια, μη βασιζόμουν στο νηπιαγωγείο. Η δασκάλα μάς είχε ζωγραφίσει στον πίνακα κάτι άσπρα διαβολάκια με κέρατα που κολυμπούσαν σβέλτα προς κάτι σαν ωοειδές σχήμα που ’φερνε σε φασόλι, μας είχε πει και κάτι αηδίες για τον Σπερμούλη που ήταν ερωτευμένος με την Αυγουλίτσα, αλλά αυτά ήταν σαχλαμάρες για μωρά. Οι εγκυκλοπαίδειες του μπαμπά μου έμαθαν πολύ περισσότερα πράγματα, με έμπασαν στην ουσία του θέματος. Και κυρίως κάτι παλιά, ξεφτισμένα και ξεβαμμένα τεύχη ενός περιοδικού -ή κάτι σαν περιοδικού- που τα φύλαγε ο μπαμπάς στη βιβλιοθήκη του γραφείου του ως κόρη οφθαλμού. Σεξουαλική Αγωγή, ήταν ο τίτλος τους. Της εποχής του θα πρέπει να ’ταν.
Φυσικά, με το που μελέτησα στη ζούλα τα κεφάλαια για αρχαρίους, κατάλαβα με τη μία τι ακριβώς πρόβλημα είχε ο μπαμπάς. Σεξουαλική ανικανότητα, ήταν η επιστημονική ορολογία. Και η λαϊκή δεν του σηκωνόταν. Βαρύς κι ασήκωτος, επί το πλέον λαϊκότερον Αλλά ο μπαμπάς δεν ανησυχούσε. Πίστευε -ήταν σίγουρος- ότι κάποια στιγμή το θηρίο θα ξυπνούσε. Κι όσο δεν ανησυχούσε ο μπαμπάς, δεν ανησυχούσα κι εγώ.
Ούτε για τον εαυτό μου ανησυχούσα. Τελευταία είχε αρχίσει να ξυπνάει και το δικό μου θηρίο (εκκολαπτόμενο θηρίο, για την ακρίβεια, αλλά, πού θα πήγαινε, θα ωρίμαζε κι αυτό). Παρ’ όλα αυτά, όμως, παρ’ όλο που είχα ανακαλύψει και το δικό μου θηριάκι, παρ’ όλο που ήξερα απ’ έξω κι ανακατωτά τη θεωρία , θεωρούσα εαυτόν ανώριμο ακόμα για την πράξη. Μια πράξη, πάντως, που ήξερα καλά πώς γινόταν. Την είχα παρακολουθήσει, και μάλιστα δυο φορές. Την πρώτη την είχε πάρει το μάτι μου φευγαλέα, ένα βράδυ που έκανα ζάπινγκ κι ο μπαμπάς είχε ξεχάσει ξεκλείδωτο τον αποκωδικοποιητή της Νόβα. Και τη δεύτερη από την κλειδαρότρυπα της κρεβατοκάμαρας των φιλοξενουμένων, που φιλοξενούσε τη θεία Λίνα και το θείο Ηλία κάθε που έρχονταν από το χωριό στην Αθήνα. Ντρέπομαι που το ομολογώ, αλλά από την άλλη δε νομίζω να υπήρξε ποτέ παιδί που να μην έχει κάνει μπανιστήρι στους γονείς του. Και επειδή εγώ ήταν πρακτικά αδύνατον να κάνω μπανιστήρι στους γονείς μου, έκανα μπανιστήρι στους θείους μου -που δεν ήταν ακριβώς θείοι μου, οπότε δεν είχα κανέναν απολύτως λόγο να αισθάνομαι τύψεις.
Ήξερα, λοιπόν, τα πάντα γύρω από το σεξ. Κι όμως, τη στιγμή που άκουσα τη λέξη να βγαίνει από το στόμα της Αννούλας, ένιωσα ένα άνευ προηγουμένου σοκ να με τυλίγει. Κοκκίνισα, χλόμιασα, κιτρίνισα, άλλαξα χίλια χρώματα. Και φυσικά δεν είπα κουβέντα. Και φυσικά η Αννούλα το διασκέδαζε.
«Τι συμβαίνει, Χαρούλη;» σάρκασε. «Δεν την έχεις ξανακούσει τη λέξη;»
«Φυσικά και την έχω ξανακούσει!» Ξαναβρήκα τι λαλιά μου. Μεγάλη υπόθεση ο σαρκασμός. Σου ξυπνάει το θυμό. Και τη ναρκωμένη λαλιά.
«Ναι, φυσικά και την έχεις ξανακούσει, αυτό δα έλειπε, πέντε λεπτά τηλεόραση να δεις, θα την ακούσεις καμιά δεκαριά φορές. Αλλά σίγουρα δεν ξέρεις τι σημαίνει».
«Φυσικά και ξέρω τι σημαίνει!»
«Τότε;» Με κοιτούσε ειρωνικά και υποτιμητικά. Κι αυτό το τελευταίο μ’ ενοχλούσε πολύ περισσότερο από το πρώτο.
«Εεε… να… κοίτα…» ψέλλισα «ξέρω τι σημαίνει… αλλά… να… νομίζω ότι… ότι είμαι… είμαι μικρός για…»
«Δε σου σηκώνεται;»
Κι αυτό ήξερα τι σημαίνει, σας το είπα, κι όχι απλώς το ήξερα, το είχα νιώσει, και μάλιστα κάμποσες φορές. Αλλά όχι αυτή τη φορά.
«Δεν… δεν…» Σκατά τα είχα κάνει.
«Τι ‘‘δεν… δεν’’;» με μιμήθηκε ειρωνικά. «Σου σηκώνεται ή όχι;»
«Μου… μου σ… μου σηκ…» Δεν τολμούσα να το προφέρω. Καθάρισα το λαιμό μου κι αποφάσισα να ξαναβρώ την ψυχραιμία μου. Όσο αυτό ήταν εφικτό, κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες. «Κοίτα, Αννούλα…»
«Και πάψε να με λες Αννούλα!» κραύγασε.
«Πώς να σε λέω;» απόρησα.
«Άννα. Σκέτο, χωρίς υποκοριστικά και μαλακίες. Εσύ μπορεί να είσαι Χαρούλης, αλλά εσύ είσαι μικρούλης! Εγώ είμαι δώδεκα χρονών!» είπε με έπαρση.
Αποφάσισα να πάω με τα νερά της. «Κοίτα, Άννα, νομίζω… εεε… νομίζω ότι είμαστε ακόμα μικροί για…»
«Εσύ είσαι μικρός! Να μιλάς για λογαριασμό σου!»
«Μα νομίζω ότι κι εσύ είσαι μικρή ακόμα για…»
«Μικρό είν’ το μάτι σου!» Κι ύστερα με κοίταξε χαμηλά. «Και το πουλί σου» συμπλήρωσε.
Πήγα κάτι να πω, μα με πρόλαβε,. Κι έβαλε ξαφνικά τα γέλια. «Καλά, το πίστεψες;» με ρώτησε.
«Ποιο πράγμα;»
«Ότι θα έκανα σεξ μαζί σου. Σιγά μη χαράμιζα την παρθενιά για πάρτη σου!» Σαν να το ξανασκέφτηκε, διόρθωσε τον εαυτό της. «Αλλά τι λέω! Ακόμα και να μου τον έβαζες, σιγά μην έφτανε μέχρι τον υμένα!» Κι έπειτα ξέσπασε ξανά σε τρανταχτά γέλια.
Για να είμαι ειλικρινής, αυτό το τελευταίο δεν το πολυκατάλαβα. Αλλά δε μου έδωσε το χρόνο να το σκεφτώ. Ξαναμίλησε. Πιο ήρεμα αυτή τη φορά.
«Το πρώτο πήδημα είναι το παν, Χαρούλη. Το πρώτο πήδημα είναι ιερό!»


Της Γριάς το Πήδημα (που μάλλον δε θα ήταν το πρώτο της, υποθέτω) θεωρείται η ωραιότερη παραλία της Άνδρου. Δεν απέχει και πολύ από το Μπατσί, όπου βρισκόταν το εξοχικό των γονιών της Αννούλας (της Άννας). Εκεί πήγαμε για μπάνιο την επόμενη μέρα. Για την ακρίβεια, εκεί πηγαίναμε για μπάνιο σχεδόν κάθε μέρα. Στης Γριάς το Πήδημα. Όμως της Αννούλας (της Άννας) το πήδημα, θα αργούσε πολύ ακόμα. Προς το παρόν, βολευόταν στης Γριάς το Πήδημα, ξεροσταλιάζοντας με τις ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο, για να πάρει χρώμα. Κι εγώ ξεροστάλιαζα κάτω από τον καυτό ήλιο, μολονότι είχα πάρει ήδη χρώμα, για να βλέπω εκείνη να παίρνει χρώμα. Ώσπου πέρασε το εικοσαήμερο και γυρίσαμε στην Αθήνα, πέρασε ο Αύγουστος και μπήκε ο Σεπτέμβρης, πέρασε και το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη και πήγαμε σχολείο. Εγώ στην πρώτη δημοτικού. Και η Άννα στην πρώτη γυμνασίου.
Τόση ήταν και η διαφορά ηλικίας μας. Ένα ολόκληρο εξατάξιο σχολείο μάς χώριζε. Ωστόσο η διαφορά ήταν πλασματική, εικονική. Για την ακρίβεια ήταν μικρότερη, πολύ μικρότερη. Η Άννα είχε γεννηθεί Δεκέμβρη του ’94 και είχε κερδίσει χρονιά για κάτι μέρες. Κι εγώ είχα γεννηθεί Φλεβάρη του 2000 και είχα χάσει χρονιά για ενάμιση μήνα. Στην ουσία, δηλαδή, μου ’ριχνε μόλις πέντε χρόνια. Και δυο μήνες.
Συνέχισα να τη βλέπω, αραιά και πού. Ο μπαμπάς εξακολουθούσε να συχνάζει στο βιβλιοπωλείο, αλλά σπάνια μ’ έπαιρνε μαζί του. Βλέπετε, τώρα είχα υποχρεώσεις. Σιγά τις υποχρεώσεις, δηλαδή. Όλα αυτά που μας έλεγε ο δάσκαλος στο σχολείο, εγώ τα ήξερα ήδη. Και βαριόμουν αφόρητα. Στην αρχή ασχολιόμουν με τις εργασίες μου στο σπίτι και τις τέλειωνα μέσα σε πέντε λεπτά, αλλά σύντομα τις βαρέθηκα κι αυτές. Κι άρχισα να παρακαλάω τον μπαμπά να με παίρνει πιο συχνά μαζί του στο βιβλιοπωλείο για να διαλύω την ανία μου.
Όσες φορές μου έκανε το χατίρι, η διαδικασία ήταν περίπου η ίδια: έβγαινα από το τζιπ πριν από τον μπαμπά και, μέχρι να τον τακτοποιήσει ο Αποστόλης πάνω στο καροτσάκι, έριχνα μια ματιά στην καταξεσκισμένη τέντα, ύστερα σήκωνα το βλέμμα στον τελευταίο όροφο της γυάλινης πολυκατοικίας και χάζευα το παράθυρο. Η έλξη που ασκούσε πάνω μου δεν είχε μειωθεί στο ελάχιστο, αντίθετα μπορώ να πω ότι αυξανόταν. Η έλξη της αβύσσου… Αισθανόμουν κάτι σαν déjà vu, λες και η άβυσσος ήταν κάποτε το σπίτι μου, η πατρίδα μου, η μήτρα της ύπαρξής μου… Πάνω, όμως, που ένιωθα να εισέρχομαι στο πρώτο στάδιο της ύπνωσης, ο μπαμπάς μου ’ριχνε μια πατρική σφαλιάρα στην πλάτη, έβαζε πρώτη και χωνόταν στο βιβλιοπωλείο. Κι εγώ τίναζα το κεφάλι μου και τον ακολουθούσα. Με την ελπίδα ότι η θέα που θα αντίκριζα μέσα από την πόρτα θα ήταν ελκυστικότερη από τη θέα του παράθυρου. Αλλά η Άννα δεν ήταν εκεί΄ ποτέ δεν ήταν εκεί. Τουλάχιστον όσες φορές πήγαινα εγώ στο βιβλιοπωλείο. Τη μόνη Άννα που έβλεπα πάντα φάτσα κάρτα μπαίνοντας μέσα ήταν η Άννα Φρανκ και το Ημερολόγιό της. Ήταν εδώ και μερικούς μήνες ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία και είχα ζητήσει από τον κυρ Γιάννη να το έχει πάντα σε περίοπτη θέση. Κι εκείνος δε μου χάλαγε ποτέ χατίρι. Κι επειδή με ήξερε καλά, ασφαλώς και δεν απορούσε για την ξαφνική αναγνωστική μου μεταστροφή. Από τον Ιούλιο Βερν και τον Φιλέας Φογκ στην Άννα Φρανκ και το Ημερολόγιό της. Και από τον Τσαρλς Ντίκενς και τον Όλιβερ Τουίστ στον Τσαρλς Μπουκόφσκι και τον Πορνόγερο Χανκ. Σ’ αυτόν τον τελευταίο όφειλα το μεγαλύτερο κομμάτι από τον πλούτο των σεξουαλικών γνώσεων που με είχαν κατακλύσει τελευταία.
Όμως το μόνιμο, το μοναδικό αντικείμενο των καθημερινών σεξουαλικών μου φαντασιώσεων δεν ήταν ποτέ εκεί. Βέβαια, βρεθήκαμε πέντ’ - έξι φορές στη διάρκεια εκείνης της χρονιάς, πότε στο σπίτι μου και πότε στο δικό της. Οι γονείς μας είχαν γίνει κολλητοί και αντάλλασσαν συχνά επισκέψεις και τραπεζώματα. Όμως σε κανένα απ’ αυτά τα λουκούλλεια γεύματα -και δείπνα- δεν κατόρθωσα να την απομονώσω. Όχι, δηλαδή, ότι το επιχείρησα με ιδιαίτερο ζήλο. Άλλωστε, δε μου έδινε τον αέρα. Κι όσες φορές πήγαινα να τον πάρω από μόνος μου, μου τον έκοβε. Για να γίνω πιο σαφής, με αγνοούσε παντελώς. Μπροστά στους δικούς της, βέβαια, εξακολουθούσε να το παίζει ευγενέστατη και χαμηλοβλεπούσα, μα κάθε που ξέφευγε λιγάκι από το γονικό έλεγχο γινόταν ατίθαση, φαρμακόγλωσσα, επιθετική. Κανονική μεταμόρφωση. Ντόκτορ Τζέκιλ και μίσις Χάιντ. Αν και εγώ θα την προτιμούσα μίσις Ρόμπινσον.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006

(B΄ ΜΕΡΟΣ) - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο: ΑΝΝΟΥΛΑ

Συνεχίζουμε, λοιπόν, με το Β' μέρος του 6ου κεφαλαίου. Επαναλαμβάνω ότι, από τώρα και στο εξής, θα ανεβάζω ό,τι ακριβώς έχω γράψει (με μια απλή, πρώτη διόρθωση). Από το 1ο μέχρι και το 5ο κεφάλαιο, τα δείγματα γραφής θα παραμείνουν αποσπασματικά, για λόγους τους οποίους επίσης θα εξηγήσω στην πορεία.

To σκεπτικό του εγχειρήματος θα το βρείτε
εδώ, ενώ στα παρακάτω λινκ μπορείτε να διαβάσετε αποσπάσματα από:
* την εισαγωγή
* το 1ο κεφάλαιο
* το 2ο κεφάλαιο
* το 3ο κεφάλαιο
* το 4ο κεφάλαιο
* το 5ο κεφάλαιο

(Από εδώ κι εξής, τα κεφάλαια θα είναι αυτούσια. Εδώ θα διαβάσετε το πρώτο μέρος του 6ου κεφαλαίου).



Το μόνο πράγμα που έστρωνα για κάμποσο καιρό από τη μέρα εκείνη κι έπειτα ήταν το κρεβάτι μου. Την Αννούλα άργησα να την ξαναδώ, πόσο μάλλον να τη στρώσω. Την επόμενη φορά -την επόμενη μέρα δηλαδή- που ακολούθησα τον μπαμπά στο βιβλιοπωλείο η Αννούλα δεν ήταν εκεί. Τη μεθεπόμενη ο κυρ Γιάννης ο βιβλιοπώλης με πληροφόρησε ότι η κόρη του είχε πάει μαζί με τη μαμά της στο εξοχικό τους στην Άνδρο. Και θα επέστρεφε το Σεπτέμβρη, λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία.
Δε χρειάστηκε καν να το ζητήσω απ’ τον μπαμπά, παρότι τρωγόμουν για μια βδομάδα να του το ξεφουρνίσω. Πάνω που δεν άντεχα άλλο και ήμουν έτοιμος να του το φέρω με τρόπο και με νάζι, με κάλεσε στο γραφείο του, μου έδειξε ένα λευκό μακρόστενο φάκελο και μου ζήτησε να τον ανοίξω. Μέσα υπήρχαν τέσσερα εισιτήρια, ένα παιδικό, δύο για ενήλικες και ένα για τζιπ. Από Ραφήνα για Άνδρο.
«Μας κάλεσε ο κύριος Γιάννης στο εξοχικό του» μου διευκρίνισε. «Θα πάει και ο ίδιος το πρώτο εικοσαήμερο του Αυγούστου. Δεν είναι μεγάλο το σπίτι, αλλά έχει μια έξτρα κρεβατοκάμαρα. Εσύ θα κοιμηθείς στο δωμάτιο της Αννούλας» Με κοίταξε πονηρά και μου ’κλεισε το μάτι. «Αν δεν έχεις αντίρρηση».


Το δωμάτιο της Αννούλας δεν ήταν ιδιαίτερα ευρύχωρο, αλλά είχε κουκέτες. Τη στιγμή που μου το πρωτοπαρουσίασε ο κυρ Γιάννης απογοητεύτηκα, γιατί περίμενα να δω και την Αννούλα μέσα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά είχε τρυπώσει στο μυαλό μου μια πολύ ζωντανή εικόνα: ν’ ανοίγει η πόρτα, να μπαίνω στο δωμάτιο και να βλέπω την Αννούλα σκυμμένη στο γραφείο της μ’ ένα ζευγάρι τεράστια ακουστικά στ’ αυτιά ν’ ακούει στη διαπασών το τελευταίο χιτ της Τάμτας, μασώντας αυθάδικα τσίχλα και διαβάζοντας το τελευταίο τεύχος της Σούπερ Κατερίνας.
Με το που άνοιξε ο κυρ Γιάννης την πόρτα και μπήκα στο δωμάτιο, η εικόνα διαλύθηκε. Αννούλα δεν υπήρχε΄ ούτε ακουστικά ούτε γραφείο ούτε Σούπερ Κατερίνα. Υπήρχαν, βέβαια, κάμποσα περιοδικά -κουτσομπολίστικα ως επί το πλείστον- σωριασμένα ανάκατα δεξιά κι αριστερά, υπήρχαν ένα σωρό αφίσες του Γεωργούλη, του Χειλάκη και, φυσικά, του Καραφώτη, υπήρχαν δυο φρεσκοστρωμένες κουκέτες με τα ολόλευκα σκεπάσματά τους να μυρίζουν ακόμα χλωρίνη Κλινέξ με άρωμα λεμόνι, υπήρχε στριμωγμένη σε μια γωνιά μια ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα από τον καιρό του Νώε και δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο. Αννούλα ούτε για δείγμα.
«Η Αννούλα είναι στην παραλία» με πληροφόρησε ο μπαμπάς της. «Από το πρωί».
Και τώρα ήταν απόγευμα. Κι εγώ ήμουν ακόμα εδώ, ενώ έπρεπε να ήμουν στην παραλία.
Για πότε απαλλάχτηκα από τα ρούχα μου και φόρεσα το μαγιό μου ούτε κι εγώ ο ίδιος το κατάλαβα. Έλα, όμως, που έπρεπε να περιμένω να ετοιμαστούν ο μπαμπάς και η μαμά. Μπορεί η παραλία να απείχε καμιά εκατοστή μέτρα το πολύ, μπορεί να μου είχαν εμπιστοσύνη ότι θα τα κατάφερνα να φτάσω μόνος μου σώος κι αβλαβής, παρ’ όλα αυτά με υποχρέωσαν να τους περιμένω για να με συνοδέψουν, λες κι ήμουν κανένα βυζανιάρικο. Και τους περίμενα. Για κάνα μισάωρο και βάλε. Για την ακρίβεια, περίμενα τη μαμά. Ο μπαμπάς ήταν ανάπηρος, η μαμά έκανε με τις ώρες να ετοιμαστεί. Κάθε φορά που ήταν να βγούμε, μας έβγαζε απ’ τα ρούχα μας μέχρι να μπει εκείνη στα δικά της. Σιγά μην άλλαζε συνήθειες στην Άνδρο… Όση ώρα ήταν στο μπάνιο, εγώ έβραζα στο ζουμί μου κι αναρωτιόμουν πόση ώρα χρειάζεται ένας φυσιολογικός άνθρωπος για να φορέσει ένα μαγιό, έστω και μπικίνι. Και όταν, επιτέλους, βγήκε από το μπάνιο, ήταν πλέον αργά. Την είδα να ’ρχεται. Όχι τη μαμά. Την Αννούλα.
Το αρχικό αίσθημα απογοήτευσης κράτησε ελάχιστα. Διαλύθηκε αμέσως μόλις συνειδητοποίησα κάτι πολύ απλό. Ναι μεν ήταν αργά, αλλά ήταν αργά για την παραλία, όχι για την Αννούλα. Άλλωστε εγώ στην Άνδρο είχα έρθει για την Αννούλα, όχι για την παραλία. Καλό θα ήταν να τα συνδυάζαμε και τα δύο, αλλά μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας από την πρώτη μέρα.
Η Αννούλα με αντιμετώπισε ανάλογα, ακριβώς όπως και στην πρώτη μας συνάντηση. Και αντιστρόφως ανάλογα σε σχέση με τη χρονική σειρά των πραγμάτων. Μπροστά στους δικούς της και στους δικούς μου με υποδέχτηκε με ντροπαλό χαμόγελο και συντριπτική χειραψία κι όταν μείναμε μόνοι με πλάκωσε στους υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς και στις προσβολές. Ωστόσο, εγώ ένιωθα πολύ πιο καλά τη δεύτερη φορά, παρά το μπινελίκι. Το κακό ήταν ότι άργησε πολύ να έρθει η στιγμή που μείναμε μόνοι. Πρώτα έπρεπε να υπομείνω ένα δίωρο στην παραλία (ο μπαμπάς επέμενε να νιώσει τη δροσιά του Αιγαίου στο δεξί του πόδι κι η μαμά να προλάβει λίγο ήλιο (τσάμπα πασαλειφόταν τόση ώρα στο μπάνιο;) έπειτα να υποστώ καρτερικά ένα τρικούβερτο δείπνο που κράτησε κοντά μιάμιση ώρα (με την Αννούλα απέναντί μου να μου ρίχνει κλεφτές, φαρμακερές ματιές κάθε φορά που η προσοχή των μεγάλων ήταν στραμμένη στο φαΐ, στο κρασί ή στην εκρηκτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή) εν συνεχεία να περιμένω να πλύνει τα δόντια της η Αννούλα για να τα πλύνω κι εγώ και στο τέλος, επιτέλους… τέλος τα βάσανα!
Μείναμε μόνοι.
«Τι θες απ’ τη ζωή μου, βρε βλαμμένο;»
Δεν ήταν και η πιο ρομαντική φράση για να ξεκινήσει το τρυφερό τετ α τετ που τόσο καρτερούσα. Μακάρι, βέβαια, να ’ξερα κι εγώ τι καρτερούσα.
Η Αννούλα είχε κλείσει την πόρτα, την είχε κλειδώσει, είχε στήσει αυτί μπας και χάζευε κάνας παρατρεχάμενος απ’ έξω κι όταν διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος να την πιάσουν στα πράσα, μου απηύθυνε τα πρώτα ερωτόλογα. Στ’ αυτιά τα δικά μου έτσι ηχούσαν οι προσβολές της.
«Γιατί δε μιλάς; Σου κατάπιε η γάτα τη γλώσσα; Τι θα γίνει, βρε νιάνιαρο, πάλι τα ίδια; Μέχρι πότε θα με κοιτάς σαν χάχας;»
Αυτή τη φορά δεν την κοιτούσα σαν χάχας, την κοιτούσα σαν χάννος.
«Θα μου πεις τι θες απ’ τη ζωή μου;» επανέλαβε.
«Σ’ αγαπάω».
Μου βγήκε από μόνο του. Κι ούτε που μετάνιωσα που το ξεφούρνισα.
Αυτή τη φορά με κοίταξε αυτή σαν χάννος. Για μια στιγμή μόνο. Κι ύστερα ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια΄ γέλια μέχρι δακρύων.
«Όπα τις, ο μπέμπης!» είπε σκουπίζοντας τα δάκρυά της. «Και πώς ακριβώς, δηλαδή, μ’ αγαπάς;»
«Ερωτικά»
Νέο κύμα γέλιου. Ήταν ένα γέλιο νευρικό, σχεδόν υστερικό, που κράτησε κάνα δίλεπτο. Ώσπου διακόπηκε απότομα. Μαχαίρι, λες και δεν είχε βγει από το λαρύγγι της ποτέ.
Με κοίταξε στα μάτια, σοβαρά αυτή τη φορά, χωρίς ίχνος σαρκασμού ή κοροϊδίας.
«Λοιπόν, τέρμα τ’ αστεία» είπε, χωρίς ν’ αλλάξει ύφος. «Διάλεξε»
«Τι να διαλέξω;»
«Προτιμάς από πάνω ή από κάτω;»
Έριξα μια ματιά στις κουκέτες. «Ε… δεν ξέρω, ό,τι σε βολεύει, δεν έχω πρόβλημα».
«Έλα, άσε τις ντροπές. Εσύ είσαι ο φιλοξενούμενος, εσύ θα διαλέξεις» Πάντα σοβαρή, πάντα αγέλαστη.
«Εεε, κοίτα…» Έριξα μία ακόμα ματιά στις κουκέτες. «Θα προτιμούσα πάνω, αν δε σε πειράζει. Δεν έχω ξανακοιμηθεί ποτέ τόσο ψηλά. Και πάντα ήθελα να κοιμηθώ σε μια τέτοια κουκέτα».
Ξαφνικά με άρπαξε απ’ τους ώμους και σημάδεψε με το φλογερό της βλέμμα τον πυρήνα της κόρης των ματιών μου.
«Ποιος σου μίλησε για κουκέτες;» έκανε βραχνά.
«Ε… είπες από πάνω ή από κάτω και…»
«Εννοώ στο σεξ».

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 18, 2006

Κεφάλαιο 6ο: ΑΝΝΟΥΛΑ (Α' ΜΕΡΟΣ)

Το 6ο κεφάλαιο θα μπει αυτούσιο, σε δύο μέρη (σήμερα το πρώτο, σε λίγες μέρες το δεύτερο). Και ίσως το συνεχίσω έτσι από τώρα και στο εξής. Επαναλαμβάνω ότι η γραφή είναι πρώιμη και θα γίνουν ακόμα μπόλικες διορθώσεις. Αυτό που με ενδιαφέρει από τους -επίσης πρώιμους- αναγνώστες είναι οι παρατηρήσεις και τα σχόλια τους πάνω στις μικρές, καθημερινές λεπτομέρειες του "ξεχωριστού μικρού ήρωα". Με την ευκαιρία, να ευχαριστήσω εκ νέου όλους όσοι με τα σχόλια και τα mail τους έχουν συμβάλει αποφασιστικά στη διάπλαση του χαρακτήρα του μικρού. Ο οποίος (επί της υπόθεσης) στο κεφάλαιο τούτο κάνει τη δεύτερη σημαντική γνωριμία της ως τα τώρα ζωής του.

To σκεπτικό του εγχειρήματος θα το βρείτε
εδώ, ενώ στα παρακάτω λινκ μπορείτε να διαβάσετε αποσπάσματα από:
* την εισαγωγή
* το 1ο κεφάλαιο
* το 2ο κεφάλαιο
* το 3ο κεφάλαιο
* το 4ο κεφάλαιο
* το 5ο κεφάλαιο


Η ΑΚΟΗ ΜΟΥ, όπως θα έχετε αντιληφθεί από την ως τα τώρα εξιστόρηση, ήταν -και είναι- από τις οξύτερες αισθήσεις μου. Η οξύτερη, για την ακρίβεια, μια και την έχω εξασκήσει επανειλημμένα κρυφακούγοντας τις χαμηλόφωνες συζητήσεις του μπαμπά με τη μαμά. Κάθε άλλο, λοιπόν, παρά κουφός ήμουν. Αλλά κουφάθηκα εκείνη ακριβώς τη στιγμή΄ τη στιγμή που σήκωσα το κεφάλι μου από την εφημερίδα και αντίκρισα αυτό που μ’ έκανε να συναισθανθώ για πρώτη φορά την πραγματική έννοια της λέξης «ωραίο». Μέχρι τότε θεωρούσα ωραίο άντρα τον Τζορτζ Κλούνι, σύμφωνα με τη μαμά μου, ωραία γυναίκα τη Μόνικα Μπελούτσι, σύμφωνα με τον μπαμπά μου, και ωραίο πράγμα την κόκα κόλα, σύμφωνα με μένα, σύμφωνα, δηλαδή, με την ανώριμη άποψη περί «ωραίου» που είχα ατυχώς σχηματίσει. Αλλά το αντικειμενικά Ωραίο πρώτη φορά το αντίκριζα. Και θα περνούσαν αρκετά χρόνια μέχρι τη δεύτερη.
Είχα γνωρίσει κάμποσα συνομήλικα κορίτσια τον τελευταίο καιρό. Κορίτσια που ο μπαμπάς και η μαμά τα χαρακτήριζαν «κούκλες». Όμως οι «κούκλες» αυτές έπαιζαν με τις κούκλες. Συνέχιζαν να παίζουν με τις κούκλες, πιο συγκεκριμένα. Και το να συνεχίζεις να παίζεις με τις κούκλες σ’ αυτή την ηλικία είναι, αν μη τι άλλο, δείγμα ανωριμότητας. Κάθε φορά που αντίκριζα μια «κούκλα» να παίζει με τις κούκλες, έλεγα μέσα μου «Κορίτσι μου, οι Μπάρμπι δικαιολογούνται σε μια ηλικία προσχολική, αλλά τώρα; Τώρα που πας σχολείο και πρέπει ν’ αρχίσεις να ωριμάζεις; Τς, τς, τς…» Εγώ, βέβαια, δεν είχα πάει ακόμα σχολείο, αλλά ετοιμαζόμουν να πάω. Για την ακρίβεια, είχα χάσει χρονιά για μόλις ενάμιση μήνα (γεγονός που είχε προκαλέσει την έκρηξη και των δύο παππούδων μου, οι οποίοι σιχτίριζαν εναλλάξ την «κυβέρνηση της δεξιάς» και τον «κωλοεκπαιδευτικό τους νόμο»). Αλλά ήδη είχα πάψει από καιρό να παίζω με τις κούκλες. Τρόπος του λέγειν, ασφαλώς, αφού σεβόμουν το φύλο μου και θα ήταν αδιανόητο να το προδώσω παίζοντας με κάτι τόσο… τόσο ευτελές. Είχα πάψει, κατ’ αντιστοιχία, να παίζω με τα χειροκίνητα αυτοκινητάκια -προτιμούσα τα τηλεκατευθυνόμενα. Και γενικά σιχαινόμουν τις κούκλες. Και τις «κούκλες».
Όμως το κορίτσι που αντίκρισα εκείνη τη μέρα στο βιβλιοπωλείο, το κορίτσι που αναρωτήθηκε αν είμαι κουφός, που με επέπληξε για τον τρόπο που διάβαζα την εφημερίδα, που με κοιτούσε ειρωνικά και επικριτικά με τα τεράστια αμυγδαλωτά της μάτια, που είχε βάλει τα χέρια στη μέση και κουνούσε το δεξί της πόδι νευρικά, δεν ανήκε σ’ αυτήν την κατηγορία. Ή έστω πίστευα ότι δεν ανήκε. Ήταν τουλάχιστον δέκα χρονών, μπορεί και δώδεκα, μπορεί και μεγαλύτερη. Και είχε και στήθος! Κανονικό στήθος, σαν της μαμάς, σαν της θείας Γωγώς. Εντάξει, όχι και τόσο μεγάλο, το στήθος της θείας Γωγώς ήταν εκτός συναγωνισμού, αλλά κι αυτό μια χαρά ήταν. Τουλάχιστον εμένα μου αρκούσε. Και δεν είχε μόνο στήθος. Είχε και μπόι -ένα και πενήντα, τουλάχιστον- είχε και καστανοκόκκινες μπούκλες στα κοντοκουρεμένα μαλλιά της, είχε και μεγάλα, κατακόκκινα χείλια, είχε και μακριά πόδια που ξεχύνονταν κάτω από το τζιν σορτσάκι της, είχε και…
«Τι θα γίνει, μικρέ, θα συνεχίσεις να με κοιτάς για πολλή ώρα ακόμα μ’ ανοιχτό το στόμα; Εκτός από κουφός, είσαι και χάχας;»
Είχε και φωνή! Και τι φωνή. Βαθιά, μπάσα, φωνή έφηβης κοπέλας! Τι έφηβης κοπέλας, λέω, αυτή ήταν φωνή μεγάλης γυναίκας, φωνή ενήλικης γυναίκας!
«Καλά, πλάκα μου κάνεις, μικρέ; Θες να φωνάξω τον μπαμπά σου να σε μαζέψει;».
Μόλις τότε συν συνειδητοποίησα ότι με είχε αποκαλέσει μικρό. Και μάλιστα δυο φορές. Και μάλιστα επιτιμητικά. Και δε συνειδητοποίησα μόνο αυτό. Συνειδητοποίησα όσα είχε συνειδητοποιήσει και ο μπαμπάς όταν είχε αντικρίσει για πρώτη φορά τη μαμά: Τα γόνατά μου είχαν λυγίσει, το στόμα μου ήταν ορθάνοιχτο και, αν είχα έναν καθρέφτη απέναντί μου, θα έβλεπα στη μούρη μου ένα μουρόχαβλο ύφος, ένα ύφος που πρόδιδε την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο κάτοχός του. Πώς το είχε πει ο μπαμπάς; Κατάσταση νιρβάνα. Ναι, αυτό ήταν! Δεν ήξερα τότε ακόμα τι σημαίνει νιρβάνα, αλλά ήμουν απολύτως βέβαιος ότι αυτό είχα πάθει. Όπως ήμουν απολύτως βέβαιος γι’ αυτό που μου συνέβαινε. Κάπως έτσι γεννιούνται οι μεγάλοι έρωτες, σκέφτηκα. Κι αμέσως ένιωσα το στόμα μου να κλείνει κι ένα πανηλίθιο χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλια μου. Αλλά η φωνή της συνομιλήτριας -ή μάλλον της μοναδικής ομιλήτριας μέχρι τότε- μ’ έβγαλε απότομα από την ονειρική κατάσταση. Και από την κατάσταση νιρβάνα.
«Γιατί χαμογελάς έτσι ηλίθια;»
Αποφάσισα ξαφνικά να μιλήσω. Και να πω το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό:
«Παίζεις με τις κούκλες;»
Τα μάτια της άστραψαν. Όχι μεταφορικά, στην κυριολεξία. Ένιωσα τις αστραπές -και τις βροντές- να ξεχύνονται από τις ίριδες των βολβών της και να μπουμπουνίζουν μέσα στον αποχαυνωμένο μου εγκέφαλο.
«Εννοώ…» πήγα να τα μπαλώσω, μα δεν πρόλαβα.
«Κούκλες; Ποιες κούκλες;» μούγκρισε. «Σου μοιάζω για κοριτσάκι; Σαν κι εσένα, δηλαδή;» Το οργισμένο της ύφος είχε οπισθοχωρήσει, παραχωρώντας και πάλι τη θέση του σε κείνο το σαρκαστικά σπινθηροβόλο βλέμμα.
«Δεν είμαι κοριτσάκι!» διαμαρτυρήθηκα. «Είμαι…»
«Είσαι ένα μπασμένο, να τι είσαι! Ένα κουφό, διανοητικά ανάπηρο μόμολο, ένα πιτσιρίκι κακομαθημένο και θηλυπρεπές, ένα…»
Προτού ολοκληρώσει την ετυμηγορία, προτού προλάβω να θαυμάσω το λεκτικό πλούτο που εξακόντιζε εναντίον μου, μπήκε στη μέση ο μπαμπάς της. Και ο μπαμπάς μου.
«Χαρούλη, εδώ είσαι; Σε θέλει ο μπα… Α, βλέπω ότι γνωριστήκατε με την κόρη μου!» έκανε χαρούμενα κυρ Γιάννης, ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου, που είχε ξεπροβάλει ξαφνικά φάντης μπαστούνι πίσω από ένα ράφι παίρνοντας θέση πλάι στη μονάκριβη θυγατέρα του.
«Πρώτη φορά συναντιέστε εσείς οι δυο;». Να ’τος κι ο μπαμπάς μου, που είχε πάρει τη στροφή με τις μπάντες, παρέκαμψε με δεξιοτεχνία πατέρα και κόρη κι ήρθε να παρκάρει πλάι στο μοναχογιό του.
«Ε;» Το βλέμμα μου είχε στραφεί ξανά στη μικρή βιβλιοπώλισσα. Το ύφος της είχε αίφνης γαληνέψει. Κι όχι μόνον αυτό. Είχε χαμηλώσει το προ ολίγου κεραυνοβόλο βλέμμα της στο πάτωμα, παριστάνοντας τη μετανοούσα Μαγδαληνή.
«Δεν είχατε γνωριστεί με την Αννούλα;».
Αννούλα… Αμέσως το μυαλό μου πλημμύρισε με δεκάδες, εκατοντάδες τραγούδια που υμνούσαν το θεϊκό αυτό όνομα. Αλλά κανένα δεν ταίριαζε με την περίσταση. Άννα, μην κλαις… Δεν έκλαιγε. Αχ, Αννούλα του χιονιά… Κατακαλόκαιρα; Τρία παιδιά βολιώτικα μας κλέψαν την Αννούλα… Ναι, τρία παιδιά βολιώτικα και τρία πουλάκια κάθονταν. Άννα - δεν ήμουνα εγώ γι’ αεροπλάνα… Μμμ, αυτό πήγαινε κι ερχόταν, καθότι με είχε απογειώσει -αν και μάλλον ο σκοπός της ήταν να με κάνει αεροπλάνο, τι αεροπλάνο λέω, πύραυλο. Αννούλα μου, Αννίτσα μου, θα πάρω τη βαλίτσα μου… Και να πάω πού; Άσε που κάτι δε μου κολλούσε σ’ αυτόν τον τελευταίο στίχο. «Αννούλα μου» έλεγε; Ή μήπως…
«Δεν προλάβαμε να συστηθούμε, μπαμπά…» Η Αννούλα είχε μιλήσει. Με άλλη φωνή. Εντελώς άλλη. Με μια φωνή που έσταζε μέλι και συστολή. Και με το βλέμμα καρφωμένο πάντα στις φούξια σαγιονάρες της.
«Α, τότε να σας συστήσω εγώ» Ο μπαμπάς της ανέλαβε την πρωτοβουλία. «Άννα, ο Χαρούλης είναι ο γιος του κυρίου Χάρη -τον ξέρεις τον κύριο Χάρη, έτσι;»
«Χάρης είναι ο μπαμπάς και Χαρούλης ο γιος;» Σήκωσε για μια στιγμή τα μάτια και με κοίταξε. Το βλέμμα της σπίθισε και πάλι, έστω και για ένα δέκατο του δευτερολέπτου. Επιτέλους, πάνω που είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ ότι κάτι είχε πάθει. Κι έπειτα προχώρησε με αργά, δειλά -επιτηδευμένα δειλά- βήματα προς το μέρος μου. Μου άπλωσε το χέρι. «Χάρηκα πολύ, Χαρούλη», είπε σεμνά και ταπεινά. Αλλά μέσα της, είμαι βέβαιος, είχε σκάσει στα χέλια. Άκου «Χάρηκα πολύ, Χαρούλη»!
Άπλωσα και το δικό μου χέρι και της το ’σφιξα. Θα της το ’σφιγγα, δηλαδή, έτσι και με άφηνε. Ένιωσα τα κόκαλα της δεξιάς μου παλάμης να λιώνουν, να συνθλίβονται μέσα στη δική της. Το ουρλιαχτό γλίστρησε μέχρι την άκρη της γλώσσας μου, αλλά με κάποιον τρόπο κατάφερα να αποσοβήσω την απόδρασή του.
«Κ… κι εγώ χ… χάρηκα, Αν… Αννούλα» κεκέδισα. Κι αμέσως χάρηκα πολύ περισσότερο, μια και μου άφησε, επιτέλους, το χέρι.


«Μπαμπά, τι σημαίνει ‘‘θηλυπρεπές’’;» Ήμασταν στο τζιπ καθ’ οδόν για το σπίτι κι έβγαλα από μέσα μου το ερώτημα που με έκαιγε αμέσως μόλις ο Αποστόλης -ο οδηγός και νοσοκόμος του μπαμπά- έβαλε στο σι-ντι πλέιερ τα Best of Νταλάρας.
«Πού την άκουσες αυτήν τη λέξη;» Ο μπαμπάς με κοιτούσε με εύθυμη απορία.
«Τι σημαίνει;» επέμεινα
«Θηλυπρεπής σημαίνει… Είναι κάποιος, άντρας κατά κανόνα, με γυναικεία συμπεριφορά»
Προς στιγμή ένιωσα στα μάγουλά μου να απλώνεται το αιμάτινο χρώμα της οργής, αλλά το απόδιωξα. Κατά βάθος, άλλωστε, μου άρεσε. Μου άρεσε αυτή της η συμπεριφορά. Έστω κι αν δεν ήταν καθόλου θηλυπρεπής.
«Δε μου είπες, όμως, πού την άκουσες τη λέξη» ξανάπε ο μπαμπάς.
«Μου την είπε η Αννούλα. Μαζί με άλλες».
«Άλλες; Τι άλλες;»
«Με είπε ‘‘διανοητικά ανάπηρο μόμολο’’, ‘‘πιτσιρίκι κακομαθημένο και θηλυπρεπές’’ κι άλλα παρόμοια»
Ο μπαμπάς έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Η Αννούλα είπε τέτοια πράγματα; Δεν το πιστεύω!» αναφώνησε.
«Ναι, καλά. Μπροστά σας το παίζει οσία Μαρία. Ή μάλλον οσία Αννούλα».
Ο μπαμπάς είχε μείνει κάγκελο. Όχι επειδή μιλούσα κατ’ αυτόν τον τρόπο και χρησιμοποιούσα τέτοιες εκφράσεις, τις είχε συνηθίσει. Όλοι τις είχαν συνηθίσει.
«Δεν το πιστεύω…» επανέλαβε.
«Να το πιστέψεις» τον προέτρεψα.
«Δεν το πιστεύω…». Κόλλησε η βελόνα.
«Σιγά, καλέ, και τι έγινε;» ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους. «Εγώ έτσι κι αλλιώς την αγαπάω».
Τώρα το στόμα του μπαμπά κρέμασε λες κι είχε ξεχειλώσει. «Τι… τι την κάνεις;».
«Την αγαπάω»
«Μα η Αννούλα… η Αννούλα…» Το στόμα του μπαμπά έκλεισε απότομα. Και ξανάνοιξε μόνο για να ξαναμιλήσει. «Είναι δώδεκα χρονών η Αννούλα… η Άννα». Να που η Αννούλα έγινε ξάφνου Άννα. Όχι πως δεν το περίμενα…
«Ε και;» έκανα. «Αυτό σημαίνει ότι έχει πάψει εδώ και καιρό να παίζει με τις κούκλες».
Τώρα ο μπαμπάς με κοίταξε τρυφερά. Η έκπληξη είχε εξαφανιστεί από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. «Πώς το κατάλαβες ότι την αγαπάς;» με ρώτησα.
«Αμέσως μόλις την είδα» είπα χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Ναι, αλλά σου μίλησε άσχημα»
«Θα τη στρώσω»

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006

Κεφάλαιο 5ο: ΣΗΜΑΔΙΑ

Ο μικρός αρχίζει σιγά σιγά να μεγαλώνει. Και να μεγαλώνουν οι ανησυχίες. Και τα σημάδια του...

To σκεπτικό του εγχειρήματος θα το βρείτε εδώ,ενώ στα παρακάτω λινκ μπορείτε να διαβάσετε αποσπάσματα από:
* την εισαγωγή
* το 1ο κεφάλαιο
* το 2ο κεφάλαιο
* το 3ο κεφάλαιο
* το 4ο κεφάλαιο



ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΑ εκδόθηκε πριν από το καλοκαίρι του 2005. Και το δεύτερο μετά το καλοκαίρι του 2006. Μεσολάβησαν, δηλαδή, άλλα δυο καλοκαίρια ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο βιβλίο. Το πρώτο ήταν μάλλον ασήμαντο, το δεύτερο πολύ σημαντικό. Δεν εννοώ τα βιβλία του μπαμπά, εννοώ τα καλοκαίρια τα δικά μου. Άλλωστε, τα βιβλία του μπαμπά ήταν και τα δύο σημαντικότατα. Για κείνον, τουλάχιστον. Σε αντίθεση με ένα άλλο που είχε εκδοθεί πολύ προτού γεννηθώ και που δεν το είχε σε μεγάλη υπόληψη. Το θεωρούσε εμπορικό, λέει. Να φανταστείτε, δεν το είχε καν στη βιβλιοθήκη του. Είχε βάλει φωτιά, λέει, στο τελευταίο αντίτυπο που του είχε μείνει -από τα νεύρα του, μάλλον, όταν είχε φύγει η μαμά- κι ύστερα εξαντλήθηκε και η τελευταία έκδοση και το βιβλίο δεν επανεκδόθηκε. Κι έτσι δεν του ’μεινε ούτε ένα. Και ούτε που νοιάστηκε να το ξαναβρεί. Αν και τον πρώτο καιρό πίστευα ότι το έψαχνε. Κι αυτό γιατί κάθε τόσο και λιγάκι επισκεπτόταν ένα μικρό βιβλιοπωλείο, στους Αμπελόκηπους. Πότε μαζί με τη μαμά, πότε πότε μαζί μου, αλλά τις περισσότερες φορές μόνος του.
Μόνος του… Τρόπος του λέγειν. Ήταν μια κάποια απόσταση για να τσουλήσει το καροτσάκι -έστω και σχεδόν φουτουριστικό καροτσάκι- από το Καλαμάκι ως τους Αμπελόκηπους. Για τις μακρινές μετακινήσεις και τα ταξίδια, ο μπαμπάς είχε αγοράσει ένα τεράστιο, κατάμαυρο τζιπ. Και επειδή δεν μπορούσε να το οδηγήσει μόνος του, είχε μισθώσει και σοφέρ. Ο οποίος διέθετε επαγγελματικό δίπλωμα. Νοσοκόμου. (…)

(…) Το βιβλιοπωλείο ήταν μια τρύπα όλη κι όλη, στο ισόγειο μιας πολυώροφης πολυκατοικίας κοντά στο παλιό γήπεδο του Παναθηναϊκού. Μια τρύπα, ωστόσο, γεμάτη ράφια. Και μάλιστα ράφια ξεχειλισμένα από βιβλία κάθε είδους. Εγώ, φυσικά, δεν άργησα να ξεχωρίσω αυτά που μ’ ενδιέφεραν. Όχι μόνο από τις εικόνες, αλλά και από τα γράμματα. Πεντέμισι χρονών ήμουν, κοτζάμ γαϊδούρι δηλαδή. Απ’ τα τέσσερα είχα μάθει να διαβάζω και να γράφω. Παιχνιδάκι.
Ο μπαμπάς με άφησε να διαλέξω με την ησυχία μου και χώθηκε στο πίσω μέρος του μαγαζιού, πιάνοντας κουβέντα με το βιβλιοπώλη και τη βιβλιοπώλισσα.(…)

(…) Το ζουζούνι της περιέργειας που τιτίβιζε επί μονίμου βάσεως μες στο κεφάλι μου, μου επέβαλλε το καθήκον να αποκωδικοποιήσω την κουβέντα΄ να βγάλω άκρη πάση θυσία. Αλλά δε χρειαζόταν και ιδιαίτερες θυσίες, εδώ που τα λέμε. Απλώς άρπαξα με βιαστικές κινήσεις έναν Μπομπ Σφουγγαράκη, ένα Γουίνι Αρκουδάκι (για ξεκάρφωμα -τα είχα βαρεθεί προ πολλού) τα Άπαντα του Αισώπου και τον Μιχαήλ Στρογκώφ του Ιουλίου Βερν (ανάμεσα στα εμπορικά, διάβαζα πού και πού κι από κανένα ποιοτικό) και πατώντας στα νύχια των ποδιών μου άρχισα να μετακινούμαι τοίχο τοίχο -ή μάλλον ράφι ράφι-, αγνοώντας τα γουρλωμένα βλέμματα δυο πελατών που είχαν πάψει να περιεργάζονται τα Μπελ και είχαν στέψει την προσοχή τους καταπάνω μου.
Το τελευταίο ράφι πριν από το ταμείο με βόλευε μια χαρά. Ήταν μεν πολύ χαμηλό για να κρύβει έναν ενήλικα μετρίου αναστήματος, αλλά ήταν αρκετά ψηλό για να κρύψει ένα παιδάκι πεντέμισι χρονών. Και δε χρειάστηκε καν να κρατήσω την ανάσα μου. Η τελευταία φράση του βιβλιοπώλη έφτασε ολοκάθαρα στ’ αυτιά μου.
«Για μας, αγαπητέ Χάρη, αυτή η τέντα είναι κάτι σαν μνημείο. Έσωσε μια ζωή. Μια πολύ σημαντική ζωή».
Δύο πράγματα μου συνέβησαν, σχεδόν ταυτόχρονα. Κατάλαβα. Και ανατρίχιασα. Αλλά δεν έκατσα ν’ ακούσω περισσότερα. Παράτησα τα βιβλία στο πάτωμα και βγήκα τρέχοντας από το μαγαζί.
Η τέντα ήταν εκεί, ασφαλώς και ήταν εκεί. Απορώ πώς δεν την είχα προσέξει νωρίτερα. Είχε ένα ξεθωριασμένο κιτρινωπό χρώμα και ήταν σκασμένη σε χίλιες δυο μεριές. Άρχισα να υψώνω σιγά σιγά το κεφάλι και τα μάτια μου. Πρώτα είδα την επιβλητική ταμπέλα του καναλιού, που απλωνόταν κάθετα σε ύψος πέντε ορόφων. Κι ύστερα το βλέμμα μου καρφώθηκε στον τελευταίο όροφο. Και στο παράθυρο, στο παραλίγο μοιραίο παράθυρο. Υπήρχαν δεκάδες στον τελευταίο όροφο -δεν υπήρχε και τίποτ’ άλλο, εδώ που τα λέμε, θαρρείς και ολόκληρο το κτίριο ήταν φτιαγμένο από γυαλί- αλλά εγώ ήμουν βέβαιος ότι ήταν αυτό που κοίταζα. Ένα παράθυρο ίδιο κι απαράλλαχτο με τα υπόλοιπα, αλλά παράλληλα τόσο διαφορετικό. Ένα παράθυρο - εφαλτήριο. Για πού; Για μιαν άλλη ζωή, όπως έλεγε ο μπαμπάς. Για μια δεύτερη ευκαιρία. Για μια… (…)

(…) Ο μπαμπάς είχε κλείσει για πάντα το παράθυρο πίσω του, ήμουν σίγουρος γι’ αυτό. Απλώς για μια στιγμή μου πέρασε από το νου η σκέψη ότι κάποια στιγμή θα το ξανάνοιγε. Όχι ο μπαμπάς, όχι. Κάποιος άλλος. Κάποιος που…
Μα τι παρανοϊκές σκέψεις ήταν αυτές που έκανα; Κούνησα το κεφάλι μου μπας και απομαγνητίσω τον μπλοκαρισμένο μου εγκέφαλο. Αλλά μπα, τώρα που τα καλοσκέφτομαι, δεν ήταν ακριβώς σκέψεις. Ήταν κάτι σαν προαίσθημα, κάτι σαν μεταφυσικό δέος, που όμως ήρθε και παρήλθε μέχρι ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια. Το χαμόγελο του μπαμπά το διέλυσε προτού προλάβει ν’ απλωθεί. Εξάλλου ήμουν πολύ μικρός για να δίνω σημασία σε διαισθήσεις. Και παραισθήσεις. (…)

(…) Και τα σημάδια της ζωής μου, κατά ένα μυστήριο τρόπο, ήταν ανέκαθεν καλοκαιρινά. Για μένα ο χρόνος έχει μόνο δύο εποχές: το καλοκαίρι και το επόμενο καλοκαίρι. Τα μεσοδιαστήματα τα θεωρώ ως μη γενόμενα, τα αντιμετωπίζω ως αναγκαίο κακό, ως μια ανεκτή -καθότι απαραίτητη- προπαρασκευαστική διαδικασία για τη θριαμβευτική υποδοχή του επόμενου καλοκαιριού. Δε λέω, καλά και άγια τα δώρα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, νοστιμότατο το αρνί το Πάσχα, αλλά υποκλίνονται με σέβας μπρος στη μαγεία του καλοκαιριού.
Και ειδικά το καλοκαίρι του 2006, το τελευταίο καλοκαίρι προτού κάτσω στα σχολικά θρανία, ήταν γεμάτο από μαγεία. Πρωτόγνωρη.


Στις αρχές του καλοκαιριού του 2006, ο μπαμπάς κι η μαμά μού διηγήθηκαν για πρώτη φορά πώς γνωρίστηκαν. (...).
(...) «Την πρώτη φορά που μπήκε στην τάξη η μαμά σου» είπε ο μπαμπάς «ένιωσα να λύνονται τα γόνατά μου. Θυμάμαι εκείνη τη μέρα σαν τώρα. Ήταν Γενάρης, αλλά ένας Γενάρης σαν καλοκαίρι, απίστευτα ζεστός για τα δεδομένα της Γερμανίας. Είχα τα νεύρα μου εκείνο το πρωί στο σχολείο, δε θυμάμαι για ποιο λόγο. Σύντομα όμως, όχι απλώς ηρέμησα, αλλά πέρασα στην απέναντι μεριά. Νιρβάνα σκέτη!». (…)

(…) Ο μπαμπάς κούνησε αχνά το κεφάλι του πάνω κάτω. Το βλέμμα του στράφηκε πάνω μου, αλλά δε με έβλεπε. Ήταν νοσταλγικό, ονειροπόλο. «Θυμάμαι» είπε. «Θυμάμαι το ταμπούρλο που χτυπούσε μέσα μου όταν πρωτοείδα τη μαμά σου. Όχι μόνο στο στήθος, σ’ όλο μου το κορμί. Θυμάμαι που άνοιγα το στόμα μου να μιλήσω κι έλεγα αρλούμπες. Θυμάμαι…»
Θυμήθηκε κι άλλα πολλά ο μπαμπάς εκείνη τη μέρα. Και τα θυμήθηκα κι εγώ΄ τα θυμήθηκα λες κι ήταν δικές μου αναμνήσεις. Λίγες μέρες αργότερα.


Το βιβλιοπωλείο στους Αμπελόκηπους είχε γίνει κάτι σαν στέκι για τον μπαμπά. Και για μένα. Κάθε φορά που τον έβλεπα να ετοιμάζεται, τον παρακαλούσα να με πάρει μαζί του. Κι εκείνος σπάνια μου χαλούσε χατίρι. Όπως δε μου το χάλασε κι εκείνη τη μέρα. Τη μέρα που ο εσωτερικός μου κόσμος έγινε κουρκούτι μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Πρώτα είχα θυμώσει, ύστερα είχα εξοργιστεί και στο τέλος πέρασα στην εντελώς απέναντι μεριά. Πέρασα -πώς το είχε πει ο μπαμπάς;- σε κατάσταση νιρβάνα.
Είχα δει την εφημερίδα δίπλα στην ταμιακή μηχανή του βιβλιοπωλείου και ρώτησα το βιβλιοπώλη αν θα μπορούσα να της ρίξω μια ματιά. (…) Πήρα, λοιπόν, κι εγώ την εφημερίδα, χώθηκα ανάμεσα στα ράφια με τα παιδικά κι άρχισα να διαβάζω χαμηλόφωνα.
« Ένοχη σιωπή στη Βέροια για τον μικρό Άλεξ. Μια ολόκληρη κοινωνία γεμάτη μυστικά, γεμάτη συνωμοσίες, γεμάτη απανάντ…αναπάντητα ερωτήματα. Οι παιδοχυψο… Οι παιδοψυλο… Οι παιδοψυχολόγοι, πάντως, απευθύνουν έκκληση να μην καταδικάζουμε ελαφρά τη καρδιά… όχι τη καρδιά, τη καρδία… τη καρδία; Λάθος τόνο έβαλαν οι βλάκες… ελαφρά τη καρδία τα παιδιά που…».
Όσο διάβαζα, τόσο φούντωνα. Κι όσο φούντωνα, τόσο δυνάμωνε η φωνή μου. Μια φωνή που ξεχείλιζε θυμό, οργή, αγανάκτηση. Μόνο που δεν το είχα συνειδητοποιήσει όση ώρα ήμουν απορροφημένος στις αράδες της εφημερίδες. Άλλος φρόντισε να μου το επισημάνει.
Ή μάλλον άλλη.
«Γιατί διαβάζεις τόσο δυνατά; Κουφός είσαι;».
Η φωνή που ακούστηκε πίσω μου με τίναξε. Γύρισα ξαφνιασμένος ν’ αντικρίσω την πηγή της και…
Και αμέσως θυμήθηκα όλα όσα είχε θυμηθεί ο πατέρας μου λίγες μέρες πριν.
Κι όχι μόνο τα θυμήθηκα. Τα ένιωσα.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

Επιτέλους, καιρός ήταν!


Βρέθηκε, επιτέλους, εφημερίδα να κάνει πρώτο θέμα τους... φωστήρες - πεφωτισμένους του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και τα νέα... σιχτιρολογήματα που τα έχουν ονομάσει "εκπαιδευτικά βιβλία"... Το "Έθνος" (Δευτέρα, 11/12/06), υπό τον τίτλο "ΧΑΟΣ ΜΕ ΤΑ ΝΕΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ" αφιερώνει ένα ολόκληρο δισέλιδο σ' αυτό το χάλι που έχει κάνει άνω κάτω γονείς - μαθητές - δασκάλους εδώ κι ένα τρίμηνο.Και, για όσους πιθανόν υποθέτουν ότι υπερβάλλω που φωνάζω τόσον καιρό για τα μαθηματικά - παθηματικά της δευτέρας δημοτικού, ιδού τι δήλωσε στην ίδια εφημερίδα ένας καθ' ύλην αρμόδιος:

"Aπαράδεκτο το βιβλίο Mαθηματικών της B΄ τάξης

Bαγγέλης Kαπράλος, δάσκαλος 9ο Δημοτικού Kορδελιού: Eγώ μπορώ να μιλήσω για τα Mαθηματικά B τάξης, βιβλίο που το θεωρώ απαράδεκτο. H φιλοσοφία του βιβλίου είναι να κατακερματίσει την ύλη σε μικρές ενότητες και να την επαναλαμβάνει σε τακτά διάστημα. Oι ενότητες είναι εντελώς ετερόκλητες μεταξύ τους και χωρίς συνάφεια, πράγμα που αποδιοργανώνει πλήρως τη σκέψη των παιδιών. Tο μάθημα για το ευρώ είναι εντελώς ακατανόητο για τους μαθητές. Oταν έκανα αυτό το μάθημα, ένιωσα να «χάνω» την τάξη μου. Aπό τα 23 παιδιά μόνο δύο ή τρία καταλάβαιναν τι τους έλεγα. Tα παιδιά χάνουν την επαφή τους με τα Mαθηματικά μαζί και την αυτοπεποίθησή τους. Oι γονείς έχουν πελαγώσει και απελπιστεί. Tι να κάνω, δεύτερο μάθημα για γονείς; Eίμαστε συνέχεια με το ρολόι στο χέρι. Tα 45 λεπτά δεν φτάνουν με τίποτα. Πιέζουμε τα παιδιά πολύ και μέσα στην τάξη επικρατούν φέτος ένταση και νευρικότητα".



H παραπάνω εικόνα (κάντε κλικ εδώ για να δείτε την ηλιθιότητα των "φωστήρων" σε όλο της το μέγεθος) είναι ενδεικτική της ορθότητας της μαρτυρίας του δασκάλου. Κι άντε να βγάλει άκρη ένα παιδάκι εφτά χρονών...

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

Κεφάλαιο 4ο: ΘΗΡΙΟ

Το 4ο κεφάλαιο είναι και το τελευταίο που αναφέρεται στο καλοκαίρι του 2004 και στους πρώτους πρώιμους προβληματισμούς του μικρού. Από το επόμενο κεφάλαιο, ο μικρός αρχίζει και μεγαλώνει. Πολύ πιο γρήγορα από το μέσο όρο...

(Στα παρακάτω λινκ μπορείτε να διαβάσετε:
* Το σκεπτικό του όλου εγχειρήματος
* Την εισαγωγή
* Το 1ο κεφάλαιο
* Το 2ο κεφάλαιο
* Το 3ο κεφάλαιο)



ΤΟ ΘΗΡΙΟ ΕΙΧΕ ΔΥΟ ΚΕΦΑΛΙΑ. Το ένα ήταν το κεφάλι του μπαμπά. Το άλλο… Το άλλο δεν το θυμάμαι. Ήταν αδιευκρινίστου σχήματος, χρώματος και μεγέθους. Ή μάλλον το μέγεθος είναι το μόνο που θυμάμαι: ήταν μικρό, πολύ μικρό. Το πρώτο κεφάλι, το κεφάλι του μπαμπά, του έδινε συνέχεια την ίδια εντολή: «Μεγάλωσε!». Αλλά εκείνο δε μεγάλωνε ούτε μια σταλιά. Παρέμενε μικρούλι, τοσοδούλι, αγνοώντας επιδεικτικά την εντολή. Ώσπου ανάμεσα στα δυο κεφάλια ξεφύτρωνε ξάφνου κι ένα άλλο κεφάλι, το ξανθομάλλικο κεφάλι της μαμάς, ενώνοντας τη φωνή του με τη φωνή του γκριζόμαυρου κεφαλιού του μπαμπά. Και καθώς το μικρό κεφάλι συνέχιζε να κάνει του κεφαλιού του, το στόμα του κεφαλιού της μαμάς άνοιγε άγρια, διάπλατα, άρπαζε το μικρό κεφάλι ανάμεσα στα δόντια του και…
Και μετά ξύπνησα. Ήμουν τρομαγμένος, αλαφιασμένος, αλλά προφανώς δεν είχα ουρλιάξει, αν κρίνω από το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν τα μάτια μου: τον μπαμπά και τη μαμά να κοιμούνται μακαρίως ξαπλωμένοι στην αμμουδιά δυο βήματα μακριά μου. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Πρώτα είχαν φροντίσει με τα ακαταλαβίστικα που έλεγαν -και έκαναν- να βάλουν φωτιά στο άγουρο υποσυνείδητό μου κι ύστερα αγκαλιά και πλάι πλάι κοιμηθήκανε στην άμμο… (…)

(…) «Σαν να λες, δηλαδή, ότι δεν είναι οργανική η αναπ… το… το πρόβλημά σου, αλλά ψυχολογικό».
«Υποθέτω ότι είναι συνδυασμός και των δύο».
«Ναι, αλλά ο γιατρός λέει…».
«Ξέρω τι λέει ο γιατρός, Αλίκη. Ο Θωμάς είναι φίλος μου και του έχω εμπιστοσύνη, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ο καλύτερος γιατρός είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Ακόμα κι ο Θωμάς το δέχεται αυτό. Άλλωστε, μην ξεχνάς ότι ούτε αυτός μπορεί να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις. Η βλάβη βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του εγκεφάλου κι έχει νεκρωθεί η αριστερή πλευρά του κορμιού μου. Όμως το επίμαχο σημείο δε βρίσκεται ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Βρίσκεται ακριβώς στη μέση, έτσι δεν είναι;»
Το θηρίο… Το επίμαχο σημείο… Το πάνω κεφάλι, το κάτω κεφάλι… Το μεγάλο κεφάλι, το μικρό κεφάλι… Η αριστερή πλευρά του εγκεφάλου… Ποιανού εγκεφάλου, όμως; Του πάνω ή του κάτω; Έχουν εγκεφάλους και τα δύο κεφάλια;
Σε όλα αυτά τα αγωνιώδη ερωτήματα προσπαθούσα να δώσω νυσταγμένες απαντήσεις. Τελικά η νύστα αποδείχτηκε ισχυρότερη της αγωνίας. Κι ο ύπνος που με τύλιξε έφερε στα όνειρά μου το θηρίο με τα δύο κεφάλια. Για να τιμωρήσει κι εμένα, προφανώς. Επειδή είχα κρυφακούσει.
Παρ’ όλα αυτά, κρυφάκουσα κι άλλα περίεργα τις επόμενες μέρες -και νύχτες, κυρίως νύχτες. Κάμποσα απ’ αυτά αφορούσαν το θηρίο. Όμως στον ύπνο μου δεν ξανάρθε. Άλλωστε να έρθει και να κάνει τι; Αν ο στόχος του ήταν να με τρομάξει, τα είχε καταφέρει μια χαρά την πρώτη φορά, η δεύτερη δε θα είχε νόημα, θα του έπαιρνα σιγά σιγά τον αέρα. Αν ο στόχος του ήταν να με επιμορφώσει, είχε αποτύχει παταγωδώς. Και προφανώς δεν ήταν από τους θερμούς υποστηρικτές του ρητού επανάληψις μήτηρ πάσης μαθήσεως ή τέλος πάντων είχε συνειδητοποιήσει πως το συγκεκριμένο ρητό δεν έβρισκε εφαρμογή στη δική μου περίπτωση. Εδώ δεν καταλάβαινα αυτά που άκουγα στον ξύπνο μου, θα τα εμπέδωνα στον ύπνο μου; Τι να καταλάβω, άλλωστε; Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν από κοινού μπαμπάς και μαμά, ύστερα από ατέλειωτες νυχτερινές συζητήσεις -ατέλειωτες για μένα, αφού πάντα με έπιανε ο ύπνος προτού τελειώσουν- ήταν ότι, όπως ακριβώς λειτουργούσε το κορμί του μπαμπά, έτσι ακριβώς λειτουργούσε και το θηρίο (το επίμαχο σημείο): κατά το ήμισυ. Κι έτσι ακριβώς το καταλάβαινα κι εγώ. Κατά το ήμισυ. Από τη μία καταλάβαινα ότι ο μπαμπάς πήγαινε τουαλέτα κανονικά και δίχως πρόβλημα. Κι από την άλλη δεν καταλάβαινα σε τι άλλο θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο το θηρίο εκτός από το να κάνει πιπί του. Από το δικό μου θηρίο δεν μπορούσα να βγάλω άκρη, ακριβώς επειδή δεν ήταν θηρίο -σε καμία περίπτωση. Κι έτσι δεν άργησα να τα παρατήσω, αφού πρώτα έκανα δυο ευχές: α) Να σχηματίσω κάποια στιγμή πλήρη εικόνα για όλες τις λειτουργίες που μπορεί να έχει το θηρίο. β) Να αποκτήσω κι εγώ το συντομότερο δυνατόν το δικό μου θηρίο.


Θηρίο δεν απέκτησα σύντομα, αλλά απέκτησα σκύλο, που κατά μία έννοια ήταν θηρίο -ένας μπασταρδεμένος γόνος λευκού λυκόσκυλου και κόλεϊ. Τον βρήκαμε να περιφέρεται πεινασμένος και εξαθλιωμένος στην παραλία γλείφοντας τα βράχια, τον ταΐσαμε, τον ποτίσαμε και αυτό ήταν. (…) Του φτιάξαμε και σπιτάκι στο πίσω μέρος της αυλής του σπιτιού στο Καλαμάκι, τον βαφτίσαμε Έρικ από το μικρό όνομα ενός ποδοσφαιριστή που θαύμαζε κάποτε ο μπαμπάς (Καντονά νομίζω τον λέγανε) κι εγώ ανέλαβα με μεγάλη μου χαρά την καθημερινή του φροντίδα. Μόνο βόλτα δεν τον πήγαινα, γιατί η αυλή ήταν τεράστια και δεν ήταν απαραίτητο να κατουράει τα δέντρα του δήμου. Μια χαρά τον βόλευαν και τα δικά μας.
Είχε κι ο Έρικ, βλέπετε, το δικό του θηρίο, καθότι άντρας κι αυτός. Σκύλος άντρας, βέβαια, αλλά φαίνεται ότι δεν υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στους άντρες, σε όποιο είδος, σε όποια φυλή, σε όποια συνομοταξία ή ράτσα και αν ανήκουν. Και μπορεί η ράτσα του δικού μου σκύλου να χανόταν κάμποσες γενιές νωρίτερα, αλλά για το γένος του δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία. Σήκωνε το πόδι του κάθε φορά που κατουρούσε. Και πάντοτε καλωσόριζε τους νεοφερμένους επισκέπτες αγκαλιάζοντας με τα μπροστινά του πόδια το μπούτι τους και κουνώντας τον κώλο του μπρος πίσω.
Το ίδιο έκανε και τη μέρα που μια αδέσποτη σκυλίτσα, με τη δική μου σκανταλιάρικη συνδρομή, μπούκαρε στην αυλή μας. Δεν την άφησε σε χλωρό κλαρί την κακομοίρα, ώσπου η μαμά πήρε χαμπάρι το νταραβέρι και έδιωξε τη σκυλίτσα κακήν κακώς. Εγώ, ασφαλώς, δεν είχα κάνει το παραμικρό όση ώρα ο σκύλος είχε πάρει στο κυνήγι τη σκυλίτσα (τη σκυλίτσα που στην αρχή καμωνόταν τη δύσκολη, αλλά μετά άφηνε μετά χαράς το σκύλο να τη καβαλήσει). Και να ’θελα να κάνω -που δεν ήθελα- δεν μπορούσα. Είχα μείνει να χάσκω με το στόμα ορθάνοιχτο, παρατηρώντας τον Έρικ να ορμάει, παρατηρώντας τον Έρικ να καβαλάει, παρατηρώντας το θηρίο του Έρικ να γίνεται ακόμα πιο θηρίο και να…
Και να μην προλαβαίνει να κάνει τίποτε άλλο. Η μαμά ανέλαβε δράση πάνω στην κρίσιμη στιγμή, έβγαλε τη σκυλίτσα στο δρόμο και μου αφαίρεσε το δικαίωμα στη γνώση. Στην πρόωρη γνώση, έστω, μια και, πού θα πήγαινε, θα ’ρχόταν κάποτε η κατάλληλη ώρα και θα μάθαινα αυτά που ήθελα (αυτά που έπρεπε) να μάθω.
Και τα έμαθα. Έστω και αργότερα απ’ όσο λογάριαζα. Όπως αργότερα απ’ όσο λογάριαζα απέκτησε καινούριο νόημα η ζωή μου. Το τρέχον νόημα, εξυπακούεται, εκείνη την εποχή, την εποχή που τέλειωνε το καλοκαίρι και έμπαινε το φθινόπωρο του 2004, ήταν ο Έρικ. Το προηγούμενο νόημα ήταν ο μπαμπάς. Και το επόμενο…
Το επόμενο νόημα που απέκτησε η ζωή μου άργησε να έρθει. Δυο ολόκληρα χρόνια. Και δυο καλοκαίρια.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006

Kεφάλαιο 3ο: ΒΡΑΧΙΑ

Συνεχίζουμε με αποσπάσματα από το 3ο κεφάλαιο. Ο μικρός είναι πάντα 4,5 χρονών, προς το τέλος του καλοκαιριού του 2004, του καλοκαιριού που άλλαξε ριζικά τη ζωή του.
Όσοι επισκέφτεστε για πρώτη φορά το μπλογκ κι αναρωτιέστε τι τρέχει, μπορείτε να το διαπιστώσετε εδώ. Κι αν δε βαριέστε, διαβάστε την εισαγωγή και τ' αποσπάσματα από το 1ο κεφάλαιο και από το 2ο κεφάλαιο.


(…) Ακριβώς έτσι έμαθα να μετράω. Απαριθμώντας τα κύματα, τα κοχύλια και τα βράχια. Τα κύματα με δυσκόλευαν λίγο, μια και, σαν μωρό παιδί κι εγώ, πίστευα ακράδαντα ότι δεν υπάρχουν αριθμοί πάνω από το εκατό. Όμως αυτά συνέχιζαν να σκάνε στην ακτή και μετά το εκατό, εγώ έπιανα το μέτρημα απ’ την αρχή, ώσπου βαριόμουν και το γυρνούσα στα κοχύλια που ξέβραζε η θάλασσα στην αμμουδιά. Η καλύτερή μου ήταν τα βράχια της ακτής, που ο αριθμός τους παρέμενε σταθερός καθημερινά: Σαράντα τρία. Όσα και τα χρόνια του μπαμπά εκείνο το καλοκαίρι.
Στα τέλη του Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, διαπίστωσα με μεγάλη μου χαρά ότι τα βράχια παρέμεναν σαράντα τρία. Το ίδιο και τα χρόνια του μπαμπά. Με τη μόνη διαφορά ότι τη μέρα που φτάσαμε στη Φολέγανδρο ο μπαμπάς είχε γενέθλια. Δηλαδή έκλεινε τα σαράντα τρία και μετά από ένα χρόνο θα γινόταν σαράντα τέσσερα. Και μετά από δύο χρόνια σαράντα πέντε. Όμως τα βράχια θα παρέμεναν σαράντα τρία, και του χρόνου και του παραχρόνου και στον αιώνα τον άπαντα…
Στη σκέψη αυτή, η χαρά πήγε περίπατο και μ’ έπιασε μελαγχολία. Άρχισα να ξαναμετράω, μπας κι είχα κάνει λάθος, μπας και τα βράχια είχαν αυγατίσει, μπας κι είχαν γίνει περισσότερα απ’ τα χρόνια του μπαμπά. Μα όσες φορές κι αν τα μέτρησα, τα βράχια παρέμειναν σαράντα τρία, παρέμειναν σταθερά κι αμετάβλητα, αδιόρατα διαβρωμένα από τα κύματα που ’σκαγαν πάνω τους, ανεπαίσθητα διαβρωμένα από το χρόνο
Μα δεν ήταν άδικο αυτό; Δεν είναι άδικο ένα ξερό, ψυχρό, άψυχο κι ασάλευτο πράγμα όπως είναι ο βράχος να μένει σταθερό κι αδιάβρωτο όσα χρόνια κι αν περάσουν, ενώ ένα πλάσμα με ψυχή, νου, λογική και κίνηση να αλλοιώνεται μέρα με τη μέρα, να γερνάει, να πεθαίνει;
Αυτά ήταν και τα πρώτα φιλοσοφικά σκιρτήματα της ζωής μου -αν είχα κι άλλα πριν απ’ αυτά, δεν τα θυμάμαι. Υποθέτω ότι τα προκάλεσε η σχέση μου με τον μπαμπά και το πόσο πολύ με είχε επηρεάσει αυτή η σχέση. Αλλά κυρίως οι συνειρμοί που άρχισαν να στροβιλίζονται μες στο μυαλό μου, παρατηρώντας τον μπαμπά καθισμένο ανάμεσα στα βράχια της ακρογιαλιάς.
Σταθερός σαν βράχος… Και ακούνητος σαν βράχος, εδώ που τα λέμε. Μονάχα ό,τι έλεγχε το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου του, σύμφωνα με το γιατρό -τον εξαιρετικό επιστήμονα-, μπορούσε να κουνήσει. Όμως εκείνη τη στιγμή, τη στιγμή που αγνάντευε το πέλαγος βολεμένος στην πολυθρόνα του, ήταν εντελώς ακίνητος, ασάλευτος σαν κέρινη κούκλα, φυτεμένος θαρρείς στην άμμο μαζί με τον αχώριστο σύντροφό του, αυτήν την καταραμένη την αναπηρική του πολυθρόνα, που ένας θεός ξέρει πώς στην ευχή κατάφερε να την κουλαντρίσει και να την τσουλήσει στην αμμουδιά. Εντάξει, είπαμε, ήταν η τελευταία λέξη της τεχνολογίας, αλλά δεν έχει τύχει ν’ ακούσω ποτέ για αναπηρική πολυθρόνα με κίνηση στους τέσσερις τροχούς.
Τη στιγμή που γύρισε απότομα το κεφάλι του και με κοίταξε, γύρισα κι εγώ απότομα το δικό μου κι άρχισα ξανά να μετράω το βράχια. Για μη δει τα δάκρυα στα μάγουλά μου.
«Τι κάνεις, αγόρι μου;» με ρώτησε. Τότε ακόμα με φώναζε ακόμα αγόρι του ή φιλαράκο. Μαγκάκο άρχισε να με φωνάζει αργότερα.
Δεν απάντησα, για να μη χάσω το μέτρημα. Απλώς συνέχισα να μετράω μεγαλόφωνα.
«Μετράς τα βράχια;» Αυτό το κακό συνήθειο -και ο μπαμπάς δεν αποτελούσε εξαίρεση- το έχουν όλοι οι μεγάλοι: να ρωτάνε το αυτονόητο.
Αντί γι’ απάντηση, απλώς συνέχισα να μετράω. Αλλά ο μπαμπάς δε συνέχισε να ρωτάει. Το γύρισε στο τραγούδι.

«Είναι βαριά η μοναξιά είναι πικρά τα βράχια
παράπονο η θάλασσα και μου ’πνιξε τα μάτια
παράπονο η θάλασσα και μου ’πνιξε τα μάτια…

Βράχο βράχο τον καημό μου - τον μετράω και πονώ
κι είναι το παράπονό μου - πότε μάνα θα σε δω…»

Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτό τα τραγούδι. Ο μπαμπάς δε διέθετε και την πιο μελωδική φωνή στον κόσμο, αλλά οι στίχοι μιλούσαν για μοναξιά, καημό, πόνο, παράπονο. Και βράχους. Άρα με άγγιζαν, άρα αντιπροσώπευαν πλήρως τον εσωτερικό μου κόσμο, άρα από εκείνη ακριβώς τη στιγμή έγινε το αγαπημένο μου τραγούδι. Μακάρι να το ήξερα και τα προηγούμενα χρόνια, να το ήξερα και να το τραγουδούσα τις ατέλειωτες εκείνες μέρες που την έπεφτα μονάχος μου στην παραλία και μετρούσα βράχους, καημούς, πόνους, παράπονα. Τις μέρες που δεν ήξερα, όχι πότε θα δω τη μάνα μου -σάμπως έβλεπα και κάναν άλλον;- αλλά πότε θα δω τον πατέρα μου. Τις μέρες που δεν ήξερα καν ότι έχω πατέρα… (…)


(…) «Ώστε εδώ κρυβόσουν όλα αυτά τα χρόνια…»
Ήταν το τέλος της πρώτης υπέροχης μέρας από τις εφτά υπέροχες μέρες που περάσαμε στην υπέροχη -για πρώτη και τελευταία φορά- Φολέγανδρο. Πριν από λίγη ώρα, κάτω από μιλιούνια ασημένια αστέρια κι ένα υποτυπώδες φεγγάρι που μου θύμιζε μπαγιάτικη φέτα μανταρινιού, ο μπαμπάς είχε σβήσει στην παραλία τα δύο κεράκια των γενεθλίων του (το «4» και το «3», που είχα μάθει ότι σχημάτιζαν το σαράντα τρία). Κι ύστερα από λίγο, αφού καταβρόχθισα δύο μεγάλα κομμάτια της σοκολατένιας τούρτας, έγειρα στη σεζ λονγκ κι αποκοιμήθηκα. Αυτό τουλάχιστον πίστεψαν οι μέχρι προ ολίγου συνδαιτυμόνες μου. Η μαμά κι ο μπαμπάς δηλαδή.
«Όμορφο μέρος» συνέχισε ο μπαμπάς. «Απομονωμένο, βέβαια. Και φαντάζομαι ότι το χειμώνα δε θα υπήρχε ψυχή»
«Υπήρχε» είπε η μαμά. «Εγώ και ο μικρός» (…)

(…) Η μαμά τον διέκοψε μ’ ένα φιλί στο στόμα. Δεν το είδα, βέβαια, πού να το δω, αφού παρίστανα τον ψόφιο κοριό, τα μάτια μου ήταν θεόκλειστα. Αλλά το άκουσα μια χαρά. Και ήμουν ήδη αρκετά καλός στο να διακρίνω τις ακουστικές διαφορές ανάμεσα στο ένα φιλί και στο άλλο. Αργότερα, με τον καιρό, έγινα ακόμα καλύτερος, μέχρι και διατριβή θα μπορούσα να κάνω. Τα είχα κατατάξει σε κατηγορίες, ανάλογα με ξεχωριστό ήχο του καθενός. Αλλιώς, για παράδειγμα, ακουγόταν ένα φιλί στο στόμα κι αλλιώς ένα φιλί στο μάγουλο. Αλλιώς ένα φιλί στο μάγουλο κι αλλιώς ένα φιλί στον αέρα σαν κι αυτά που δίνουν οι γυναίκες αναμεταξύ τους όταν, υποτίθεται, φιλιούνται σταυρωτά. Αλλιώς ένα φιλί φιλικό κι αλλιώς ένα φιλί ερωτικό. Όμως και τα ερωτικά φιλιά έχουν διαφορές μεταξύ τους. Άλλον ήχο, λόγου χάρη, βγάζει ένα φιλί πεταχτό και τρυφερό και άλλον ένα φιλί παθιάρικο και άγριο. Άλλος ο ήχος από ένα φιλί σβουριχτό και άλλος από ένα φιλί ρουφηχτό. Άλλο πράγμα το φιλί με δάγκωμα και άλλο το φιλί με γλώσσα. Σαν αυτό, δηλαδή, που έδωσε η μαμά στον μπαμπά.
Το φιλί κράτησε πέντ’ - έξι δευτερόλεπτα. Το δεύτερο πολύ περισσότερο. Ξεκίνησε ως τρυφερό, συνεχίστηκε πιο άγριο, εξελίχτηκε σε ρουφηχτό και κατέληξε σε γλωσσόφιλο. Κι όταν η μαμά -επιτέλους!- τραβήχτηκε, την άκουσα πρώτα να ξεφυσάει σαν τον Τόμας το τρενάκι -λογικό, τόση ώρα που την κρατούσε την ανάσα στα πνευμόνια της- κι έπειτα ν’ αναστενάζει βαριά, λες κι ήταν μοιρολογίστρα σε τούρκικο αμανέ.
«Μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου» άκουσα τον μπαμπά να λέει. «Όχι ότι με χαλάει, δηλαδή, αλλά…»
«…αλλά δε σε φτιάχνει κιόλας» συμπλήρωσε τη φράση του η μαμά. Κι ύστερα αναστέναξε για μία ακόμα φορά. «Πού θα πάει, θα ξυπνήσει…».
Πανικοβλήθηκα, νομίζοντας ότι εννοεί εμένα, κι έριξα μια αξιοπρεπή δόση ροχαλητού. Αλλά δεν εννοούσε εμένα. Τουλάχιστον απ’ όσο κατάλαβα, ακούγοντας τη συνέχεια του διαλόγου. Ανάθεμα, βέβαια, κι αν κατάλαβα τίποτα.
«Ποιος ξέρει;» είπε ο μπαμπάς γελώντας. «Αν είναι, πάντως, να κάνει αυτά που έκανε όταν ήταν ξύπνιο, καλύτερα να κοιμάται ες αεί τον ύπνο του δικαίου»
«Εξακολουθείς να μην του έχεις εμπιστοσύνη;» Η φωνή της μαμάς ακουγόταν κι αυτή γελαστή, όμως κάπου στο βάθος της σαν να διέκρινα μια σκιά ανησυχίας
«Τώρα που κοιμάται, Αλίκη, του έχω τυφλή εμπιστοσύνη. Έτσι και ξυπνήσει, όμως… Έχεις ακούσει τη φράση ‘ξύπνησε το θεριό;’. Μπορείς ποτέ να έχεις εμπιστοσύνη στο θηρίο;» (…)

(…) Όχι, δεν εννοούσαν εμένα, σιγουρεύτηκα πια για τα καλά. Μπορεί οι μεγάλοι να με αποκαλούσαν συχνά θηρίο ανήμερο, αλλά για άλλο θηρίο μιλούσαν. Και μακάρι να ’ξερα ποιο.
«Ε, αν είναι έτσι» είπε η μαμά ναζιάρικα «ας κάνω μια ακόμα προσπάθεια μπας και καταφέρω να το ξυπνήσω το θηρίο».
Ο μπαμπάς δε μίλησε αυτή τη φορά -ούτε το θηρίο. Και οι ήχοι που άκουσα στη συνέχεια ήταν πολύ μπερδεμένοι για να καταφέρω να τους διακρίνω (…)

(…) Ο πειρασμός ν’ ανοίξω έστω και μια χαραμάδα τα μάτια μου ήταν πολύ μεγάλος, αλλά τελικά δεν το αποτόλμησα. Ήμουν σίγουρος ότι το πρώτο πράγμα που θα αντίκριζα θα ήταν δυο ζευγάρια αυστηρά μάτια, τα γκριζοπράσινα της μαμάς και τα καστανά του μπαμπά, να μη κοιτάνε επικριτικά. Κι έτσι, συνέχισα να τεντώνω περισσότερο τ’ αυτιά μου μπας και καταφέρω να βγάλω άκρη. Αλλά δεν έβγαλα.
Το μόνο που κατάλαβα στο τέλος ήταν ότι το θηρίο δεν ξύπνησε. Τουλάχιστον μέχρι που κοιμήθηκα.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 01, 2006

Οι φωστήρες ανακάλυψαν το... τρίευρο!


Λοιπόν, παιδάκια, πάμε όλοι μαζί: Αυτό είναι ένα ευρώ! 
Το θέμα είναι ποια "παιδάκια" πρέπει να κάτσουν (ξανά) στα θρανία... Από την πρώτη δημοτικού. Ή μάλλον από το προνήπιο...



Και να που οι φωστήρες του εκπαιδευτικού μας συστήματος ανακάλυψαν το... τρίευρο!
Ιδού το θαυμαστό παράδειγμα από το βιβλίο μαθηματικών - παθηματικών της δευτέρας δημοτικού:
Πάει, λέει, ο Κωστάκης ή ξέρω γω πώς τον λένε και αγοράζει ένα αυτοκινητάκι. Δίνει στον πωλητή τρία ευρώ και παίρνει ρέστα ένα ευρώ. Πόσο κάνει το αυτοκινητάκι;
Το αυτοκινητάκι δεν ξέρω πόσο κάνει, κύριοι πάνσοφοι πεφωτισμένοι, το μυαλό σας όμως ξέρω πόσο κάνει.
Το μυαλό σας και μια λίρα! Τρίλιρη...

ΥΓ: Για να έχετε πληρέστερη εικόνα του τι εστί "σοφοί - πεφωτισμένοι", ρίξτε μια ματιά εδώ και εδώ.