Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 15, 2008

Ένας "Μάγος" που... πουλάει!


Μάλιστα... Να που το έζησα κι αυτό... Και μάλιστα άρτι αφιχθείς εν Αθήναις από το Λόγγο:
Ο "Μάγος της Μπάλας", το τελευταίο μου βιβλίο (και πρώτο μου παιδικό μυθιστόρημα) που κυκλοφόρησε τέλος Μαΐου, ήταν όλο το καλοκαίρι στα ευπώλητα (best sellers, επί το ελληνικότερον) του Ελευθερουδάκη...
Ειδικά τον Ιούλιο ήταν στα 15 πρώτα όλων των παιδικών λογοτεχνικών -ελληνικών και ξένων. Και τον Αύγουστο ήταν 11ο ανάμεσα στα ελληνικά -πιο πάνω και από βιβλία του... Τριβιζά, αν έχετε το θεό σας!!!
Και για του λόγου (μου) το αληθές δείτε εδώ και εδώ (Ιούλιος) και εδώ (Αύγουστος).
Βρε, μπας και πρέπει ν' ασχοληθώ αποκλειστικά με την παιδική λογοτεχνία;
Μπα... Όσο η τρέλα μου (να καταγράφω τα στραβά κι ανάποδα της ενηλικίωσης) παραμένει κι όσο τα σχόλιά σας εξακολουθούν να μου κρατούν ψηλά το ηθικό, θα συνεχίσω να γράφω για μεγάλους. Κάθε ηλικίας.
Και, εννοείται, σας ευχαριστώ πολύ όλους! :)
ΥΓ: Κάποια από τα σχόλια μπορείτε να τα δείτε εδώ ("Ό Έρωτας δεν κάνει για πιλότος")
...και εδώ ("Με Λένε Μοίρα")

Σάββατο, Ιουλίου 05, 2008

O μάγος της μπάλας:

Δυο δημοσιεύματα


Δυο δημοσιεύματα για το τελευταίο μου βιβλίο (το παιδικό μυθιστόρημα "Ο μάγος της μπάλας"):





Παρασκευή, Ιουνίου 27, 2008

Ιδού... η Ρόδος!


Τη Δευτέρα 30 Ιουνίου και την Τρίτη 1 Ιουλίου στις 8 το βράδυ θα βρίσκομαι στην καφετέρια Kon Tiki της Ρόδου για συνάντηση-συζήτηση με αναγνώστες και υπογραφή βιβλίων.Όσοι... Ροδίτες, λοιπόν (ή έστω όσοι ενδεχομένως θα τύχει να βρίσκεστε εκεί εκείνες τις μέρες), είστε ασφαλώς ευπρόσδεκτοι :)



Θα μα βρείτε και εδώ:
http://www.fasoulasonline.com/

Τετάρτη, Μαΐου 28, 2008

Δύο νέα βιβλία: Για ποδοσφαιρικές

-και όχι μόνο- αποδράσεις!























Για ένα συγγραφέα, η συγκίνηση είναι πάντα ξεχωριστή κάθε φορά που πιάνει στα χέρια του φρεσκοτυπωμένο ένα καινούριο του βιβλίο. Πόσο μάλλον... δύο καινούρια του βιβλία!
Δύο βιβλία για παιδιά κάθε ηλικίας (από εννέα... έως εκατόν εννέα χρονών)! Κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα και βρίσκονται ήδη στα βιβλιοπωλεία.
Φαινομενικά είναι άσχετα μεταξύ τους, αλλά και τα δυο έχουν έναν κοινό παρονομαστή: το Euro της Πορτογαλίας!
Το πρώτο ("Ο Μάγος της Μπάλας" - Εκδόσεις Μίνωας) είναι μυθιστόρημα. Πραγματεύεται τη ζωή ενός παιδιού που γεννιέται ακριβώς τη στιγμή που ο Χαριστέας πετυχαίνει το γκολ της νίκης επι της Πορτογαλίας. Και 30 χρόνια αργότερα, το 2034, το παιδί αυτό... ( η συνέχεια επί του βιβλίου!).
Το δεύτερο ("Εθνική Ελλάδος γεια σου" - Εκδόσεις Παπαδόπουλος) είναι απλώς η εκατοντάχρονη ιστορία της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου. Εντάσσεται στο πλαίσιο της σειράς "Ομάδες που έγραψαν ιστορία" και της οποίας επιμελείται ο Μάνος Κοντολέων.
Όσο για το επόμενο μυθιστόρημα ενηλίκων, του χρόνου τέτοια εποχή εδώ θα 'μαστε και θα τα ξαναπούμε!


Η ιστοσελίδα μου: http://www.fasoulasonline.com/
Το λογοτεχνικό μου γκρουπ: http://www.facebook.com/group.php?gid=16485631758

Δευτέρα, Μαΐου 19, 2008

Ο Πρίγκιπας, η Κιτρινούλα, η Κοκκινούλα

(και στο βάθος… Πρασινούλα!)


Το παρακάτω "ποδοσφαιρικό παραμύθι" δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της εφημερίδας "Πρώτο Θέμα". Και αφορά, ασφαλώς, τον Ντούσαν Μπάγεβιτς. Τον μόνο προπονητή που, έχοντας δουλέψει σε ΑΕΚ, Ολυμπιακό, ΠΑΟΚ, Άρη (και τώρα ετοιμάζεται για Παναθηναϊκό) ενώνει... όλους τους ποδοσφαιρόφιλους. Ή, ενδεχομένως, τους χωρίζει. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο...


Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολύ μακρινή χώρα του Γαλαξία, στο βασίλειο του Ελλαδιστάν, ζούσε μια μικρή, φτωχή -πλην τίμια- και μόνη κοπελίτσα. Πανέμορφη και απαστράπτουσα, παρά τα δύο της κεφάλια (άλλωστε το ένα συμπλήρωνε τις ατέλειες του άλλου). Γλυκύτατη και χαριτωμένη, παρά το κιτρινωπό χρώμα που χρύσιζε απαλά κάτω από το κίτρινο τι-σερτ της και το μαύρο σορτσάκι της -με κίτρινη ρίγα στο πλάι, φυσικά. Όταν θύμωνε, κιτρίνιζε -κι άλλο- από το κακό της, όταν χαιρόταν, έπαιρνε το χρώμα της ώχρας. Εξ ου και το όνομά της: Κιτρινούλα.
Η Κιτρινούλα ήταν μόνη (και φτωχή -πλην τίμια, όπως είπαμε), ώσπου διαπίστωσε ότι το χρώμα της κάθε άλλο παρά απωθούσε τους εραστές -επαγγελματίες και μη. Αρχικά φλέρταρε με κάμποσους, κι ύστερα, μια νύχτα με φεγγάρι, έχασε την παρθενιά της, κατόπιν άρχισε να βγάζει τα μάτια της. Μέχρι που άρχισε να αλλάζει άντρες -και εραστές- σαν τα πουκάμισα (τα οποία, βεβαίως, ήταν κίτρινα, όπως το τι-σερτ της). Με την ίδια συχνότητα που άλλαζε και πατεράδες -υιοθετημένη γαρ, με τους πατεράδες της ξηλώνονται κανονικά για πάρτη της.

Παιδιά -και αποπαίδια

Με τον καιρό, η Κιτρινούλα απέκτησε πολλά παιδιά -και άλλα τόσα αποπαίδια. Που ήθελαν να μοιάσουν πολύ με τη μαμά τους. Γι’ αυτό φορούσαν κι αυτά κίτρινα ρούχα, κίτρινα κασκόλ (όταν έκανε κρύο -αλλά κι όταν δεν έκανε) και την ακολουθούσαν όπου κι αν πήγαινε. Μόνο που η Κιτρινούλα από ένα σημείο και μετά δεν ήξερε πού πήγαινε. Είχε βαρεθεί να αλλάζει τους άντρες -και τους εραστές- σαν τα πουκάμισα -έστω κι αν ήταν κίτρινα.
Μια ωραία πρωία -που μπορεί να ήταν και βράδυ, δεν έχει σημασία- το αποφάσισε:
«Βαρέθηκα πια τους άντρες», είπε στον εαυτό της. «Ή μάλλον δεν βαρέθηκα τους άντρες», συμπλήρωσε, «αλλά τους συγκεκριμένους άντρες. Κοινοί άντρες, κοινοί εραστές, πάει χαράμι η ζωή μου. Σεξουαλικώς, αν μη τι άλλο. Χάθηκε να βρεθεί και για μένα, τη φτωχή -πλην τίμια- και μόνη κοπελίτσα ένας Πρίγκιπας, να έρθει καβάλα πάνω στο άσπρο άτι του και να με βγάλει από την πλήξη και τη μονοτονία;».
Με το που ξεστόμισε αυτά τα λόγια, αμέσως to μετάνιωσε. Για το άσπρο άτι. Καθότι τα άσπρα -και τα λοιπά πράσινα- άλογα έρχονται μόνο στα παραμύθια. Ενώ αν το άλογο ήταν κίτρινο, θα ταίριαζε και με το περιβάλλον.

Τζάμπα μόνο στα παραμύθια

Ο Πρίγκιπας, φυσικά, ήρθε. Από ένα μυθικό βασίλειο, που το ’λεγαν Νερέτβα. Καβάλα, εννοείται, στο κίτρινο to άτι του -το οποίο μπορεί να το είχε περάσει μια δυο στρώσεις μπογιά, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Και ο Πρίγκιπας ήρθε, αφού τον έφερε ο τελευταίος από τους πατεράδες της Κιτρινούλας. Που είχε ακούσει το μονόλογό της, τη συμπόνεσε και ξηλώθηκε για άλλη μια φορά. Καθότι οι Πρίγκιπες έρχονται τσάμπα μόνο στα παραμύθια.
Και πέρασαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…
Μόνο που δεν τελειώνει εδώ η ιστορία μας. Είπαμε, έτσι τελειώνουν τα παραμύθια. Κι αυτό εδώ δεν είναι παραμύθι (άλλωστε δεν έχει δράκο -ή μήπως έχει;)…
Η ευτυχία, λοιπόν, της Κιτρινούλας ήταν μεγάλη δίπλα στον Πρίγκιπα. Το ίδιο ευτυχισμένα ήταν και τα παιδιά -και τ’ αποπαίδια- της. Που λάτρευαν τον Πρίγκιπα πιο πολύ κι από την Κιτρινούλα. Έκοβαν φλέβες για πάρτη τους. Που λέει ο λόγος, βέβαια, μια και άμα κόψεις φλέβες βγαίνει αίμα. Και το αίμα είναι κόκκινο. Και τα παιδιά -και αποπαίδια- της Κιτρινούλας μισούσαν το κόκκινο χρώμα.

Ο Πρίγκιπας και η Κοκκινούλα

Γι’ αυτό, λοιπόν, μίσησαν και τον Πρίγκιπα όταν αποφάσισε να αφήσει την Κιτρινούλα στα κρύα του -κίτρινου- λουτρού και να τα φτιάξει με την Κοκκινούλα.
Πώς έγινε αυτό, θα αναρωτηθείτε. Όπως γίνεται πάντα. Δηλαδή, μια ωραία πρωία -που μπορεί να ήταν απόγευμα, αλλά αυτό δεν έχει σημασία- η Κοκκινούλα τον κάλεσε στο φτωχικό της (λέμε, τώρα) και τον ρώτησε:
«Τα φτιάχνουμε; Χο-χο!».
Η Κοκκινούλα ήταν εξίσου όμορφη και απαστράπτουσα, αλλά είχε πάθει σεξουαλική στέρηση για μια δεκαετία. Και ήθελε κι αυτή την Πρίγκιπά της, για να θυμηθεί τι εστί ηδονή (και τι εστί βερίκοκο, καθότι στο σπίτι της Κοκκινούλας υπήρχαν… άλλα φρούτα). Και, φυσικά, ο Πρίγκιπας (που είχε βαρεθεί να τσακώνεται με το νέο πεθερό του -άσε που, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν και πολύ φημισμένος για τη μονογαμία του) της απάντησε:
«Και δεν τα φτιάχνουμε»;
Και τα έφτιαξαν (χο-χο!).
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Τον βαρέθηκε ο μπαμπάς

Μόνο που η Κιτρινούλα δεν έζησε καλά. Ούτε τα παιδιά -και αποπαίδια- της. Που, όπου κι αν πετύχαιναν τον Πρίγκιπα, προδότη τον ανέβαζαν, προδότη τον κατέβαζαν. Και, εδώ που τα λέμε, ούτε ο Πρίγκιπας έζησε καλά. Δεν έζησε καλά για πολύ καιρό, τουλάχιστον. Καθότι κάποια στιγμή ο μπαμπάς της Κοκκινούλας τον βαρέθηκε και έβαλε το γιο του να τον ξαποστείλει από εκεί που ’ρθε.
Μόνο που ο Πρίγκιπας δεν πήγε από εκεί που ’ρθε. Γιατί μπορεί η Κιτρινούλα να τον αγαπούσε ακόμα, αλλά δεν τον ήθελαν τα παιδιά -και αποπαίδια- της. Έλα, όμως, που ο Πρίγκιπας είχε νοσταλγήσει τα δύο της κεφάλια. Κι επειδή δεν μπορούσε να έχει τα συγκεκριμένα δύο κεφάλια, πήγε και τα ’φτιαξε με άλλη γκόμενα που είχε επίσης δύο κεφάλια. Την Ασπρομαυρούλα.
Όπως και να το κάνουμε, όμως, άλλα τα μάτια της Ασπρομαυρούλας κι άλλα της Κιτρινούλας. Ή μάλλον τα κεφάλια. Πόσο μάλλον όταν ο νέος πεθερός του Πρίγκιπα, ο μπαμπάς της Ασπρομαυρούλας, έβαζε το χέρι στην τσέπη του μόνο όταν είχε φαγούρα στ’ αποτέτοια του.
Στο μεταξύ, η Κιτρινούλα περνούσε δύσκολες στιγμές. Ο μπαμπάς, που έγινε η αιτία να χάσει τον Πρίγκιπά της, ξεπούλησε τη θετή του κόρη σε μια ξενόφερτη κοινοπραξία μπαμπάδων, οι οποίοι επέβαλαν στην Κιτρινούλα να αλλάζει συνεχώς εραστές, τους οποίους η Κιτρινούλα δεν γούσταρε. Και μαράζωνε συνεχώς.

Ο σωτήρας, ο μουστακαλής

Μια ωραία πρωία -που μπορεί να ήταν και μεσημέρι, δεν έχει σημασία- οι ξενόφερτοι μπαμπάδες την πούλεψαν και ήρθε ο σωτήρας, ο μουστακαλής με τις χρυσές καδένες και τις πολλές του αγαπούλες, ο οποίος κάλεσε αμέσως τη θετή του κόρη και της ’ξηγήθηκε σπαθί:
«Εγώ θα σε σώσω, αγαπούλα. Εγώ θα σου φέρω τον Πρίγκιπα καβάλα στο άσπρο άλογο, όπως έλεγε κι ένας πρώην μπαμπάς σου».
Η Κιτρινούλα πέταξε από τη χαρά της -αφού, φυσικά, προηγουμένως έκανε στο νέο μπαμπά της την αναγκαία επισήμανση ότι το άλογο πρέπει να είναι κίτρινο και όχι άσπρο.

Ορίτζιναλ παιδιά και αποπαίδια

Έλα, όμως, που μπαμπάς και κόρη λογάριαζαν χωρίς τα παιδιά -και αποπαίδια- της Κιτρινούλας. Ή, εν πάση περιπτώσει, λογάριαζαν χωρίς κάποια από τα παιδιά -και αποπαίδια- της, που δεν ήθελαν να δουν τον Πρίγκιπα ούτε ζωγραφιστό -για το άλογο αδιαφορούσαν. Υπήρχαν, όμως, άλλα παιδιά -και αποπαίδια- της Κιτρινούλας που είχαν συγχωρήσει τον Πρίγκιπα και τον υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Έτσι, λοιπόν, τα παιδιά -και αποπαίδια- της Κιτρινούλας χωρίστηκαν σε δύο φράξιες: τα παιδιά και τ’ αποπαίδια της. Κοινώς, οι μεν αποκαλούσαν τους εαυτούς τους παιδιά της και τους άλλους αποπαίδια. Υπήρχαν, δηλαδή, τα ορίτζιναλ παιδιά της, που για την άλλη φράξια ήταν τα ορίτζιναλ αποπαίδια της.
Η Κιτρινούλα, βέβαια, ήταν πια πολύ ευτυχισμένη για να ασχολείται μ’ όλα αυτά. Μπορεί να μην είχε πλέον το -μουστακαλή- μπαμπά της που την πούλεψε κι αυτός (ή μάλλον τον πούλεψαν κάποιοι άλλοι) αλλά είχε ξανά τον Πρίγκιπά της. Νέος μπαμπάς δεν εμφανίστηκε στον ορίζοντα (παρά μόνο ένας παππούς που το μόνο που έκανε ήταν να ανεμίζει συνεχώς ένα χαρτί με κάτι αρχιτεκτονικά σχέδια για το νέο σπίτι της Κιτρινούλας -το παλιό το είχε γκρεμίσει ο ίδιος) λεφτά δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα, αλλά, είπαμε, η Κιτρινούλα είχε ξανά τον Πρίγκιπά της.
Και ο Πρίγκιπας είχε την Κιτρινούλα του. Αρχικά το μόνο που ενοχλούσε τον Πρίγκιπα ήταν το πανό που σήκωναν εναντίον του τα ορίτζιναλ παιδιά της γκόμενάς του -που οι άλλοι αποκαλούσαν ορίτζιναλ αποπαίδια- και ζήτησε από τον παππού να μεριμνήσει ώστε να κατέβει. Αλλά δεν κατέβηκε.
Μπορεί ο έρωτας, λοιπόν, ήταν πολύ ισχυρός, αλλά από μόνος του δεν τρέφει στόματα. Και ο Πρίγκιπας, στενοχωρημένος, είπε στην καλή του ότι ίσως είναι καλύτερα να φύγει. Η καλή του έμπηξε τις τσιρίδες και ο Πρίγκιπας, συγκινημένος, έμεινε. Μέχρι να φύγει.

Και ξανά Κοκκινούλα (χο-χο!)

Η Κοκκινούλα, βλέποντας αυτό το σαματά, κρυφογελούσε κάτω απ’ τα μουστάκια της (χο-χο!). Βέβαια, τότε δεν είχε μουστάκια, είχε μούσια, τα οποία ξύρισε για να είναι ευπρεπής όταν αποφάσισε να (ξανα)κάνει πρόταση στον καλό της Πρίγκιπα. Βλέπετε, ο έρως χρόνια δεν κοιτά. Κι ο έρως της Κοκκινούλας για τον πρίγκιπά της παρέμενε αναλλοίωτος από το πέρασμα των χρόνων.
Αναλλοίωτος, βέβαια, παρέμενε και ο χαρακτήρας της Κοκκινούλας, που την έβρισκε ν’ αλλάζει τους εραστές της σαν τα –κόκκινα- πουκάμισά της. Και παρόλο που ο Πρίγκιπας δεν το πολυσκέφτηκε κι έπεσε ξανά στη θερμή της αγκάλη, η Κοκκινούλα τον βαρέθηκε στο χρόνο πάνω. Και τον ξαπόστειλε πίσω στο βασίλειό του΄ όχι του Νερέτβα, του Μπέλγκαρντ, όπου ο Πρίγκιπας φρόντισε να βρει μια καινούρια Κοκκινούλα, που θα τον βοηθούσε να ξεχάσει την παλιά.

Κι άλλη Κιτρινούλα (και στο βάθος… Πρασινούλα)

Μόνο που τα υποκατάστατα δεν βόλευαν ποτέ τον Πρίγκιπα. Που ξάφνου αποφάσισε ν’ αλλάξει γούστα (και χρώματα). Και γι’ αυτό καλοείδε την έστω και εξ αποστάσεως πρόταση που του έκανε με e-mail η Πρασινούλα, η οποία αίφνης είχε αποφασίσει ότι το μίσος που έτρεψε ανέκαθεν για τον Πρίγκιπα, μολονότι ήταν άσβεστο, είχε, παραδόξως, σβήσει.
Ο Πρίγκιπας είπε το μεγάλο «ναι» μάλλον με e-mail (ενδεχομένως και μέσω Facebook –εδώ οι απόψεις διίστανται). Έλα μου, όμως, που η Κοκκινούλα τού Μπέλγκραντ δεν του ’δινε διαζύγιο… Κι όταν αποφάσισε τελικά να του το δώσει, η Πρασινούλα είχε αρχίσει να ψιλοβολεύεται με τους εφήμερους εραστές της (τους οποίους, ως είθισται στο βασίλειο του Ελλαδιστάν, άλλαζε κι εκείνη σαν τα -πράσινα- πουκάμισά της).
Κι έτσι, λοιπόν, όταν ο Πρίγκιπας αποφάσισε να επιστρέψει στο βασίλειο του Ελλαδιστάν, η Πρασινούλα δεν ήταν πια διαθέσιμη. Ήταν όμως η Κιτρινούλα. Όχι αυτή με τα δύο κεφάλια (που ο καινούργιος της μπαμπάς της ήταν απ’ τα πρώην ορίτζιναλ παιδιά και νυν αποπαίδια του Πρίγκιπα), αλλά μια άλλη, που κατοικοέδρευε καμιά πεντακοσαριά χιλιόμετρα μακριά, πιο κοντά στ’ Αστέρι του Βορρά.
Ήταν ένας έρωτας σφοδρός, ένα πάθος ανείπωτο. Αλλά μάλλον μονόπλευρο. Καθότι ο Πρίγκιπας, όπως φαίνεται, δεν την έχει ξεχάσει την Πρασινούλα. Και ούτε η Πρασινούλα τον έχει ξεχάσει τον πρίγκιπα. Ειδικά τώρα, που πάει ν’ αποκτήσει μπαμπά–Πατέρα όνομα και πράμα κι ένα σωρό θεούς, νονούς και κουμπάρους.Και θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Αλλά το παραμύθι δεν πρόκειται να τελειώσει εδώ. Καθότι αυτό το παραμύθι, έχει - δεν έχει δράκο, δεν τελειώνει ποτέ…


Θα με βρείτε και εδώ: http://www.fasoulasonline.com/










Δευτέρα, Μαΐου 05, 2008

Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες της ζωής μου

(και γαμώ τις πρωτοτυπίες, ξέρω

μα είχε στερέψει το μυαλό μου...)

Χαζεύοντας τα παλιά φωτογραφικά μου άλμπουμ, ξαφνικά μου την κάρφωσε.
Δουλειά δεν είχε ο διάολος, θα μου πείτε, αλλά...
Έτσι και μου καρφωθεί κάτι στο μυαλό, δεν ξεκαρφώνεται ούτε με λοβοτομή...
Ιδού, λοιπόν, το αποτέλεσμα...
Το αποτέλεσμα 46 χρόνων (και κάτι) περιπλάνησης σε τούτο τον πλανήτη...
Και... δε θέλω σχόλια!
Ή μάλλον θέλω...
Γράψτε ό,τι γουστάρετε, ελεύθερα, βγάλτε τα... απωθημένα σας!
Μα να ξέρετε πως θα σας απαντήσω... αναλόγως!


Στρουμπουλό και συνοφρυωμένο...

...που 'σκασε, επιτέλους, χαμόγελο...

...επειδή κατούρησε τον παππού του!


Τω καιρώ εκείνω, με μια γκλίτσα και μια φουστανέλα έβγαζες γκόμενα...

...μα η μαμά σε θεωρούσε "μικρό" και δε σ' άφηνε να τη χαρείς... Δε βαριέσαι, γράφ' τα στο χιόνι (αδερφή μου είναι, βρε, μην τρελαίνεστε!)


Το 'χα μάθει καλά το ποίημα, πάντως...

Μην τηράτε ζερβά΄ τηράτε δεξά. Τον πιο λεβέντη. Με το μουστάκι το τσιγκελωτό...


Τώρα τηράτε ζερβά. Άκρα ζερβά. (όπως τηράτε, βρε, όχι όπως στέκομαι!). Πάνω πάνω. Στα ορεινά. Βοηθάει και το... μπόι!


Μάνα είναι μόνο μία (ειδικά αν έχεις... μόνο ένα χέρι!)


Παντειακό φρικιό... Ανήμερα φοιτητικών εκλογών. Με τα σήματα όλων των παρατάξεων στο ένα πέτο. Και τη φωτογραφία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο άλλο...

Κι ύστερα, άρχισαν τα ζόρια... Όχι, εδώ δεν υπήρχαν ζόρια. Αλλά όταν τελείωνε το ματς του πρωταθλήματος Τύπου και γυρίζαμε στην εφημερίδα, πού σε πονεί και πού σε σφάζει... (Αυτή είν' η ομάδα του "Φίλαθλου". Το '83)

Ξύρισ' το μούσι, ρε! Ρεπορτάζ Παναθηναϊκού με τον Ζάετς στο πλάι κι εσύ είσαι ένα κράμα Βελουχιώτη και καπετάν Γιώτη (όχι ένα κράμα... Ζάετς και Ρότσα, αυτό το 'χε πει ο Καλογεράς, για κάποιον απίθανο Αυστραλό, ονόματι Πόλακ)


Το ξύρισα. Όχι επειδή φοβόμουν τους σύντεκνους στην Κρήτη (την οποία γύρισα μ' αυτόν τον κουβά που βλέπετε!), αλλά επειδή λίγους μήνες μετά...

...πήγα φαντάρος. Ή μάλλον ναύτης. Στου Μπαλάσκα

Στην κλούβα... Δεν είχα σκοτώσει κανέναν, αλλά με χώσαν εκεί μέσα μη... με σκοτώσουν! Με κλούβα μας πήγαν όλους τους δημοσιογράφους το '89 στο γήπεδο της Σουόνσι. Οι Ουαλλοί είχαν λυσσάξει...

Το πρώτο κινητό. Μουσειακό είδος...

Κι ύστερα Sportime... Κι έρωτας μέχρι τα μπούνια. Όχι, βρε, με το Sportime! Υπεύθυνος των μαθητευόμενων ήμουν, ε, ερωτεύθηκα μία απ' αυτές. Την πιο... όμορφη, ασφαλώς!

Και σα να μην έφτανε που την ερωτεύτηκα, πήγα και την παντρεύτηκα κιόλας... Αν μη τι άλλο, πάντως, στην Τζαμάικα ήταν μια χαρά... Καλύτερα κι απ' το Μαϊάμι κι απ' το Λονδίνο (ταξίδι μέλιτος... εις τριπλούν!)

Εγώ χαζομπαμπάς; Κι όμως, το καλύτερο που μου συνέβη ποτέ... (Κάντε κλικ να διαβάσετε τους... στίχοι, τους συντάξαμε από κοινού μετά της συμβίας μου...)

Τώρα το λιονταράκι έχει πια μεγαλώσει...

Εγώ να δεις!...


Και ζήσανε αυτοί καλά...


Θα με βρείτε και εδώ: http://www.fasoulasonline.com/

Δευτέρα, Απριλίου 14, 2008

Ποδοσφαιρικές (και όχι μόνο)... νοσταλγίες!


Μ' έχουν πιάσει κάτι νοσταλγίες τελευταία...
Πάσης φύσεως.
Μόνο που την "ποδοσφαιρικής φύσεως" νοσταλγία μου τη συζήτησα με τον αρχισυντάκτη μου στο σάιτ του "Πρώτου Θέματος".
Κι εκείνος... μ' έβαλε να την αποτυπώσω και γραπτώς!
Όχι ότι με χάλασε, δηλαδή...
Εξάλλου είναι μια απ' τις ωραιότερες αναμνήσεις της ζωής μου.
Η οποία πλέον... εκτίθεται δημόσια στο σάιτ της εφημερίδας...
Οπότε, δε βαριέσαι, είπα να την εκθέσω και εδώ...


Οκτώβρης, 1982. Ο καιρός ψυχρός. Όχι στην Ελλάδα, στην Αγγλία. Αλλά ούτε που το ’νιωθα το κρύο. Το σλίπιν μπαγκ που είχα πάρει στην ξευτίλα απ’ το Μοναστηράκι ήταν… παντός καιρού. Όπως, άλλωστε, και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ…
Το λέει και το –ποδοσφαιρικό- τραγούδι, εξάλλου: «Και με κρύο και με χιόνι, η … (εδώ βάζεις την ομάδα της αρεσκείας σου) με πωρώνει». Υπάρχει κι ένα αντίστοιχο αγγλικό τραγουδάκι –δε θυμάμαι ακριβώς τα λόγια. Δεν έχει, πάντως, και μεγάλη σημασία. Όταν η ομάδα σου σε ζεσταίνει, όταν χοροπηδάς σαν κατσίκι στην εξέδρα, σιγά μη χαμπαριάσεις από κρύα κι από χιόνια…
Όπως ακριβώς δε χαμπάριασα κι εγώ τον Οκτώβρη του ’82. Τότε που, με το που τελείωσε η εξεταστική του Σεπτέμβρη στην Πάντειο, πήρα παραμάσχαλα ένα σλίπιν μπαγκ της κακιάς ώρας, μπήκα στο τρένο με το InterRail στην κωλότσεπη και πήρα σβάρνα όλους τους ευρωπαϊκούς σταθμούς των πόλεων όπου τύχαινε να ζουν οι περιστασιακές γνωριμίες του περασμένου καλοκαιριού…
Μόνο που η αποβίβασή μου στο Πικαντίλι του Μάντσεστερ εκείνο τον Οκτώβρη δεν είχε να κάνει με καμία Αγγλιδούλα τουρίστρια. Είχε να κάνει με την εκπλήρωση του ονείρου της παιδικής μου ηλικίας: Να δω από κοντά την ομάδα – θρύλο, τη μεγάλη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, την ομάδα που μέχρι τότε την έβλεπα μόνο στην ΥΕΝΕΔ, σε περιγραφή Κώστα Σισμάνη…
Και την είδα… Και μάλιστα με εισιτήριο της μισής λίρας, που με οδήγησε κατευθείαν στην εξέδρα των φανατικών, στην εξέδρα των ορθίων του «Stretford End». Κι από κει παρακολούθησα σχεδόν κλαίγοντας από τη συγκίνηση τους αγαπημένους μου «Κόκκινους Διαβόλους»: τον Μπράιαν Ρόμπσον, τον Στιβ Κόπελ, τον Φρανκ Στέιπλετον, τον Λου Μακάρι, τον Γκόρντον ΜακΚουίν…
Άσε δε το παιχνίδι… Κλασικό ντέρμπι: Man Utd v Man City… Μια πόλη χωρισμένη στα δύο… Και τα συνθήματα, κλασικά: «You are the shit of Manchester», «Fuck of City» και άλλα πολλά, λιγότερο… κομψά. Το «Old Trafford» αναμμένο καζάνι. Και, παρόλο που ήμουν… παστωμένος επί ένα δίωρο ανάμεσα σε χιλιάδες τρελαμένους United Fans, απόλαυσα κάθε λεπτό, κάθε στιγμή της πρωτόγνωρης, της μοναδικής για μένα εμπειρίας. Απόλαυσα –φαντάσου, δηλαδή…- ακόμα και το σκορ, μολονότι η Γιουνάιτεντ δε νίκησε τη μισητή της αντίπαλο: 2-2. Η Σίτι είχε προηγηθεί 0-2, αλλά είχε ισοφαρίσει ο Στέιπλετον με δυο προσωπικά του γκολ στο τελευταίο δεκάλεπτο.
Από τότε έχουν περάσει κοντά είκοσι έξι χρόνια. Αλλά η… καψούρα καψούρα! Καμία σχέση με τις περιστασιακές γνωριμίες του καλοκαιριού που σας έλεγα πιο πάνω. Έτσι και μπλέξεις με τη Man United δεν ξεμπλέκεις εύκολα. Γιατί η Man United δεν είναι… one night stand. Είναι μια σχέση έρωτα και πάθους, αγάπης και στοργής, μια σχέση μόνιμη, μια σχέση διαρκείας…
Με τη μόνη διαφορά ότι τώρα πια δεν παίρνω το σλίπιν μπαγκ παραμάσχαλα, ούτε παστώνομαι στο «Stretford End». Η δημοσιογραφική ιδιότητα, βλέπεις, σου παρέχει ανέσεις…
Έλα, όμως, που εγώ αναπολώ εκείνες τις στιγμές…
Κι εύχομαι να μπορούσα κάποτε να τις ξαναζήσω…
Έστω και στα πιο τρελά μου όνειρα…


ΥΓ: Ναι, εγώ είμ' αυτός στη φωτογραφία!



Θα με βρείτε και εδώ:
http://www.fasoulasonline.com/