Πέμπτη, Οκτωβρίου 26, 2006

Τι θέλω να γίνω άμα μεγαλώσω...



Μια ζωή Μικρούτσικος. Ακόμα και μεγαλούτσικος...
 
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδάκι πολύ συνειδητοποιημένο. Ήτανε πολύ παιδάκι, βέβαια, για να ξέρει ότι είναι πολύ συνειδητοποιημένο, αλλά παρ’ όλα αυτά ήτανε -και παιδάκι και συνειδητοποιημένο. Να φανταστείτε πως, όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν, σ’ όλους όσους το ρωτούσαν ή ακόμα και σε κείνους που δεν το ρωτούσαν, επαναλάμβανε το ίδιο ποίημα: «Εγώ, άμα μεγαλώσω, θέλω να γίνω ιστορικός. Ή φυσιοδίφης». Το ’λεγε και το εννοούσε….
Όταν το πρωτάκουσαν οι γονείς του, αφού πρώτα συνήλθαν από το σοκ, φρόντισαν να πάρουν δραστικότατα μέτρα. Αρχικά το απείλησαν με άμεση διακοπή του Α’ ΓΠΣ (πρώτο Γονικό Πλαίσιο Στήριξης είν’ αυτό) και εν συνεχεία το τιμώρησαν πολύ παραδειγματικά. Του απαγόρεψαν να βλέπει τα προγράμματα που έβλεπε ως τότε στην τηλεόραση. Κι η τηλεόραση, ως γνωστόν, είναι πολύ άτιμο πράγμα και στρεβλώνει τις αθώες, παιδικές ψυχούλες έτσι και δεν την παρακολουθείς σωστά. Και, εδώ που τα λέμε, το παιδάκι αυτό είχε πολύ κακές τηλεοπτικές συνήθειες. Έβλεπε μόνο κάτι περίεργα προγράμματα που ο μπαμπάς τα αποκαλούσε «περιθωριακά» και η μαμά «αντιπαιδαγωγικά». Πού διάολο πήγαινε και τα ’βρισκε όλα αυτά, ένας θεός ήξερε -αν και αυτό είναι συζητήσιμο, καθότι κοτζάμ πανάγαθος έχει σίγουρα πολύ καλύτερα πράγματα να κάνει από το βλέπει τηλεόραση.
Εξυπακούεται ότι το PVR της Nova κλειδώθηκε και ο κωδικός ξεκλειδώματος κλειδαμπαρώθηκε στο συρτάρι του κλειδωμένου γραφείου του μπαμπά. Καθότι, καλά κι άγια τα Supersport, τα Eurosport και το Filmnet 3 με τα μεταμεσονύχτια αριστουργήματα, αλλά αυτή η ρημάδα η συνδρομητική γίνεται ώρες ώρες πολύ οπισθοδρομική. Καθότι διαθέτει κάτι αναχρονιστικά κανάλια, όπως το National Geographic, το Discovery, το History, το Animal Planet και κάτι άλλα με εξίσου περίεργα ονόματα που είναι ακόμα πιο αυστηρώς ακατάλληλα δι’ ανηλίκους. Καθότι αποτελούν κακή επιρροή. Κάκιστη.
Το παιδάκι, όμως, ήταν ανεπίδεκτο μαθήσεως. Η στέρηση της τηλεοπτικής ντόπας την οποία ελάμβανε επί καθημερινής βάσης του έκανε περισσότερο κακό παρά καλό. Κι έτσι, αντί να συνέλθει, η κατάστασή του επιδεινώθηκε: από την -πολλή- τηλεόραση, το ’ριξε στο -πολύ- διάβασμα. Και να πεις ότι διάβαζε τίποτα χρήσιμα βιβλία, πάει στο διάολο. Αυτό το καταραμένο πιτσιρίκι διάβαζε μόνο κάτι περίεργους προϊστορικούς συγγραφείς με κάτι περίεργα προϊστορικά ονόματα που συνήθως κατέληγαν σε -έφσκι ή σε -όι. «Όι, όι», αναφώνησαν οι έρμοι γονείς και παρέδωσαν τα καταραμένα βιβλία στο πυρ το εξώτερον τη μέρα που άκουσαν το καμάρι τους ν’ αλλάζει τροπάρι: «Θέλω να γίνω συγγραφέας. Ή ποιητής». Το ’λεγε και το εννοούσε…
Το πυρ, όμως, μπορεί να ήταν εξώτερον, αλλά από μόνο του δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να συμπληρωθεί το τρίο. Έβαλε, λοιπόν, το χεράκι της η γυνή (η μαμά, δηλαδή) και άνοιξε εκ νέου την τηλεόραση (η θάλασσα, όπως αντιλαμβάνεσθε, ήταν πλέον περιττή κι αχρείαστη). Και η τηλεόραση ήταν πλέον ανοιχτή μονίμως στο κανάλι 69 της Nova, το οποίο, παρά τον υπαινικτικό συμβολισμό του αριθμητικού του συμβόλου, περιελάμβανε ένα εξόχως εκπαιδευτικό πρόγραμμα και μάλιστα επί καθημερινής βάσης: μια ντουζίνα ευφυέστατοι και πνευματώδεις νεολαίοι, κλεισμένοι απ’ το πρωί ως το άλλο πρωί ανάμεσα σε τέσσερα στενά ντουβάρια, βίωναν την ευγενή άμιλλα, η οποία περιελάμβανε τους εξής ανταγωνιστικούς τομείς: ποιος θα βρίσει χυδαιότερα, ποιος θα ρουφιανέψει κρυφότερα, ποιος θα ρευτεί ηχηρότερα και ποιος θα κλάσει βρομερότερα. Και είχαν και καλούς δασκάλους, οι οποίοι μια φορά την εβδομάδα έβγαζαν τους ευφυείς και πνευματώδεις νεολαίους από τους τέσσερις στενούς τοίχους και τους έβαζαν σε τέσσερις φαρδιούς τοίχους, εντός των οποίων εξέταζαν με αυστηρότητα και αντικειμενικότητα το κατά πόσον η σκληρή πλην επιμορφωτική εκπαίδευση που είχαν υποστεί όλες τις προηγούμενες μέρες είχε πιάσει τόπο. Μόνο που αυτή τη φορά οι ευφυείς και πνευματώδεις νεολαίοι δεν έβριζαν (το προνόμιο ανήκε πλέον αποκλειστικώς σε έναν εκ των διδασκόντων -μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, που λένε…) ούτε ρουφιάνευαν ούτε ρεύονταν ούτε έκλαναν, παρά μόνον τραγουδούσαν.
Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζαν.
Ήταν μια κοπιαστική σεζόν για το έως τότε ανεπίδεκτο μαθήσεως παιδάκι. Αλλά επειδή τα αγαθά κόποις κτώνται, επειδή τιμωρίαι γονέων εκπαιδεύουσιν τέκνα, ήρθε η ιστορική εκείνη μέρα που μπαμπάς και μαμά ρώτησαν με μία φωνή το καμάρι τους: «Τι θέλεις να γίνεις, παιδί μου, άμα μεγαλώσεις;» Κι εκείνο απάντησε με μία φωνή επίσης: «Άμα μεγαλώσω, θέλω να γίνω Μικρούτσικος. Ή τραγουδιστής».
Το’ λεγε και το εννοούσε.
Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε.
Κι ύστερα απ’ όλα αυτά, εξυπακούεται ότι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Ή έτσι τουλάχιστον νομίζουμε…

ΥΓ:
                                                     
Σιγά που θα μου τη φέρνανε... Αυτόν τον Μικρούτσικο εννοούσα! Χε, χε, χε...



Σάββατο, Οκτωβρίου 21, 2006

Διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις...

Καλά, αυτός δεν συνεμορφώθη ποτέ...


Άλλα ήθελα να γράψω, άλλα μου βγήκαν...
Σχήμα πρωθύστερον είν' αυτό. Κοινώς, έγραψα τον πρόλογο αφού τελείωσα το ποστ. Ακριβώς επειδή ξεκίνησα να γράφω παθιασμένα (μανιασμένα μάλλον, ταιριάζει καλύτερα) με αφορμή κάποια ανώνυμα σχόλια που διάβασα σε ποστ του Αλέξη Σταμάτη. Σχετικά με την κυκλοφορία του τελευταίου του βιβλίου και κατά πόσο είναι "θεμιτό" -λέξη κι αυτή!- να "ανεβάσει" δυο λόγια όλα και όλα στο μπλογκ του. Έκατσα κι έγραψα, λοιπόν, κάπου πεντακόσιες -οργισμένες- λέξεις, ώσπου μου την έδωσε και τις έσβησα μονομιάς. Κατάλαβα ξαφνικά ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να δημοσιοποιήσω τις συγκεκριμένες -και μάλιστα εν θερμώ- απόψεις μου. Δεν έχει νόημα. Οι στενοκέφαλοι δεν πείθονται με επιχειρήματα. Κι ούτε μ' ενδιαφέρει, άλλωστε, να πειστούν.
Η τελευταία ημιτελής πρόταση του -διαγραμμένου ες αεί, πλέον- ποστ ήταν η εξής: "Δεν είμαι εγώ αυτός που θα κάνω υποδείξεις σε όλους όσους...". Κι εκεί ακριβώς έπαθα κάτι σαν μπλακάουτ. Και παράλληλα κάτι σαν επιφοίτηση. Και αυτή η κατάσταση εμπνευσμένης σύγχυσης με οδήγησε στην -πηγαία μεν, ορθή δε- απόφαση να σβήσω όλα όσα είχα γράψει.
Ναι, αυτή ακριβώς η σύγχυση με πιάνει όταν χρησιμοποιώ την καταταλαιπωρημένη αυτή λέξη. Την "υπόδειξη", δηλαδή, και τα παράγωγά της. Ταλαιπωρημένη από την πλειονότητα των ποδοσφαιρικών σπορτκάστερ, σύμφωνα με τους οποίους ο διαιτητής δεν αποφασίζει, αλλά υποδεικνύει...
Τι είναι η υπόδειξη; Καθοδήγηση, συμβουλή, προτροπή. Τουλάχιστον σύμφωνα με το λεξικό. Τινί τρόπω, λοιπόν, γίνεται να υποδείξει ένα φάουλ ο διαιτητής στον παίχτη;
Φανταστείτε σκηνικό: Ο διαιτητής σφυρίζει. Ο παίχτης τον κοιτάει λοξά. "Τι σφυράς (sic) ρε;", τον ρωτάει. "Σας υποδεικνύω ότι κάνατε φάουλ", του απαντάει ο ρέφερι. Κι ο παίχτης, φυσικά, του υποδεικνύει τι να την κάνει την υπόδειξη...
Εφόσον, λοιπόν, ο διαιτητής δεν αποφασίζει αλλά απλώς και μόνο υποδεικνύει, ο παίχτης σαφώς και θα τον γράψει στις τάπες των υποδημάτων του (ενδεχομένως και κάνα μέτρο παραπάνω) και θα συνεχίσει να παίζει. Τι μπορεί να του κάνει, δηλαδή, ο ρέφερι; Να τον αποβάλει: Για ποιο λόγο; Διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις;
Και μακάρι να ήταν αυτό το μοναδικό παράδειγμα κατακρεούργησης της γλώσσας από τους τηλεοπτικούς "αστέρες" της δημοσιογραφίας. Υπάρχουν και -πολύ- χειρότερα.
Θα επανέλθουμε...

Τρίτη, Οκτωβρίου 17, 2006

"Εγγεγραμμένοι... Έλαβον..."

Την εποχή του ζιβάγκο, τα exit polls ήταν ακόμα επιστημονική φαντασία -κι οι εκλογολόγοι άνεργοι...

Ούτε σ’ αυτές τις εκλογές, φυσικά, έχασε κανείς. Όλοι κέρδισαν.
Κι εμείς κερδίσαμε. Οι απέχοντες. Πρωτοφανές, λέει, το ποσοστό της αποχής. Αλλά, προσωπικά, δε θεωρώ εαυτόν κερδισμένο. Ποτέ δεν τον θεώρησα. Κι ούτε πρόκειται να τον θεωρήσω. Είτε ψηφίσω είτε δεν ψηφίσω.
Θυμάμαι σαν τώρα τις πρώτες εκλογές που ψήφισα: το ’81. Καθώς επίσης και τις πρώτες εκλογές που αψήφησα: το ’90. Σημαδιακές, και οι δύο. Όχι τόσο για τις αλλαγές που έφεραν ή δεν έφεραν στο πολιτικό σκηνικό, αλλά για τις ξεχωριστές αναμνήσεις που κατάφεραν να μου χαρίσουν.
Σου μένει στο μυαλό, θες δε θες, όλο αυτό το κλίμα. Οι ένρινες ατάκες του Καραμανλή (που τις επαναλάμβανε πέντ’ έξι φορές μπας και τις πιάσουν οι παραληρούντες συγκεντρωμένοι), τα βροντερά μπινελίκια του Παπανδρέου (του πατρός, ασφαλώς -ο υιός αποτελεί παροιμιώδη εξαίρεση της παροιμίας «το μήλο πέφτει κάτω απ’ τη μηλιά»), οι ευγενείς γητογείες (ρητορείες πάει να πει αυτό) του Ράλλη, οι εξαρθρώσεις ωμοπλάτης του Μητσοτάκη, η πολωμένη ατμόσφαιρα, τα στολισμένα σαν πολύχρωμες μπομπονιέρες πούλμαν τα Καλλιμάρμαρο, οι αλχημείες του Μπιρσίμ στις συγκεντρώσεις…
Και, κυρίως, οι τηλεοπτικές εκλογές. Από το κλασικό «Εγγεγραμμένοι…- Έλαβον…» ως τα exit polls και από τον Χούντα ως τον Νικολακόπουλο…
Μέσα από το πρώτο μου βιβλίο -και εν μέρει από το δεύτερο- προσπάθησα να καταγράψω την ένταση των εκλογικών αναμνήσεων. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Τουλάχιστον, πάντως, έβγαλα το άχτι μου, ρε παιδί μου!
Τα δύο παρακάτω αποσπάσματα αναφέρονται στις δύο σημαντικότερες μεταπολιτευτικές εκλογικές αναμετρήσεις. Εντάξει, δεν ήταν δύο ακριβώς, ήταν τέσσερις. Μία για την περιβόητη «Αλλαγή». Και τρεις για τη λεγόμενη «Απαλλαγή»…

Εκλογές ’81

«(…) Νέκρα… Το συνειδητοποίησα μόλις κάθισα στην αγαπημένη μου γωνία, στον καναπέ. Ο μοναδικός ήχος που ακουγόταν ήταν η φωνή του εκφωνητή στην τηλεόραση, ο οποίος ανήγγειλε με στόμφο ότι σε λίγα λεπτά θα ξεκινήσει η παρουσίαση των πρώτων επίσημων αποτελεσμάτων (την εποχή εκείνη τα exit polls ήταν ακόμα επιστημονική φαντασία κι οι εκλογολόγοι άνεργοι). (…)
« (…) Ο κυρ Χρήστος γύρισε με δυο μπίρες και γέμισε τα ποτήρια. Τσουγκρίσαμε δίχως να πούμε λέξη. Και ξαφνικά ανέβηκε στο βήμα.
«Που λες, Χαρούλη, ο Αντρέας θα τους πάρει και τα σώβρακα! Ο γυαλάκιας θα τρέχει και δε θα φτάνει. ‘‘Δε θέλω ουου, δε θέλω ουου…’’. Ου να μου χαθεί, κι αυτός κι όλοι οι ρεμπεσκέδες! Άιντε, καιρός ήτανε με τους απατεώνες που ρημάξανε τη χώρα! Τώρα που ο Ανδρέας θα κάνει την αλλαγή και θα φέρει το σοσιαλισμό…»
Το ’λεγε και το πίστευε, ο φουκαράς... Τόσο πολύ είχε παθιαστεί με το λόγο που έβγαζε, ώστε ξέχασε για ποιο σκοπό ήμουν εκεί. Μπορεί και να είχε αρχίσει να πιστεύει ότι πήγα σπίτι του για να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια στην υγειά του σοσιαλισμού που όλο ερχόταν σ’ αυτό τον τόπο κι όλο στον τόπο έμενε. Πού να τον άκουγε ο πατέρας μου… Κάποτε στη Γερμανία σχεδίαζαν οι δυο τους σφυροδρέπανα πάνω στις χαρτοπετσέτες των ελληνικών ρεστοράν, μια και ήταν κοινή η πεποίθησή τους ότι ο σοσιαλισμός είχε χρώμα κόκκινο. Και ύστερα από μερικά χρόνια ο κυρ Χρήστος έσκισε τις χαρτοπετσέτες με τα κόκκινα σφυροδρέπανα κι άρχισε να σχεδιάζει πράσινους ήλιους –και πράσινα άλογα. Είχε κουραστεί πια να περιμένει πότε επιτέλους θα το πάρουν απόφαση οι προλετάριοι όλου του κόσμου να ενωθούν. Προσδοκούσε μια πιο άμεση, μια εδώ και τώρα σοσιαλιστική μεταρρύθμιση, οπότε επόμενο ήταν να πάθει βαριάς μορφής αχρωματοψία. Όπως άλλωστε κι η μισή Ελλάδα εκείνη τη χρονιά.
Είχα παρασυρθεί τόσο πολύ από την έπαρση του αγορητή, που παρά λίγο να ξεχάσω κι εγώ το σκοπό της επίσκεψής μου. Μόνο όταν η τηλεόραση μετέδωσε τα αποτελέσματα του δύο τα εκατό της επικράτειας, συνειδητοποίησα ότι η ενδελεχής πολιτική ανάλυση του κυρ Χρήστου είχε κρατήσει κάμποση ώρα.
«Εγγεγραμμένοι: 141.536. Ψήφισαν: 112.722. Άκυρα - λευκά:1.153. Έλαβον…»
Ο κυρ Χρήστος αλύχτησε θριαμβευτικά. Κι ύστερα πήδηξε πάνω στην πολυθρόνα, που μέσα στον ενθουσιασμό του την πέρασε για τραμπολίνο. (…)
(…) Απ’ έξω άρχισαν ν’ ακούγονται οι πρώτες ρυθμικές κόρνες. Ο κόσμος έβγαινε στους δρόμους να πανηγυρίσει για την αλλαγή. Κι εγώ…
Τελικά, ίσως θα ’πρεπε κι εγώ να πανηγυρίσω για την αλλαγή΄ τη δική μου αλλαγή. Που δεν ήταν απλώς αλλαγή, ήταν πλήρης μεταλλαγή, μετάλλαξη σκέτη. Ένα μεταλλαγμένο είδος που τρύπωσε κρυφά ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα για να εφαρμόσει τα μοχθηρά του σχέδια. Θα ’πρεπε κι εγώ να το γλεντήσω λοιπόν. Θα ’πρεπε να το ρίξω έξω, να το κάψω, να τα σπάσω, να ξεδώσω! Είχα προσπαθήσει σκληρά για να πετύχω αυτό που πέτυχα. Πιο σκληρά κι από τον κυρ Χρήστο και τους συντρόφους του που πάλευαν με όλες τους τις δυνάμεις μια ζωή ολόκληρη για να διώξουν τη δεξιά.
Κι εγώ το είχα παλέψει με όλες μου τις δυνάμεις. Επιτέλους, λοιπόν, τα κατάφερα! Κατάφερα να βάλω την Αλίκη στο χρονοντούλαπο της ιστορίας… (…)»

Εκλογές ’89-90

«(…)Κάπου είχε βάση, πάντως, η δικαιολογία. Από το προηγούμενο καλοκαίρι, το καλοκαίρι του ’89, ο όγκος της δουλειάς είχε πάρει ασυνήθιστες διαστάσεις κι όλοι όσοι βγάζαμε το ψωμί μας με το πολιτικό ρεπορτάζ σιχτιρίζαμε τον Παπανδρέου και τον εκλογικό του νόμο. Αν και, εδώ που τα λέμε, δεν έφταιγε ο Παπανδρέου. Οι πρώην ψηφοφόροι του έφταιγαν. Αυτοί δηλαδή που πρώτα μόστραραν το αλήστου μνήμης σύνθημα της αλλαγής κι έπειτα του κότσαραν μια μικρή πρόθεση και το έκαναν απαλλαγή. Για να τους τιμωρήσει, λοιπόν, ο αρχηγός, μετέβαλε την ψήφο σε ρουτίνα. Από κάθε τετραετία που ήταν, την έκανε κάθε τετραμηνία. Και οι ψηφοφόροι έτρεχαν πανικόβλητοι στις κάλπες, χωρίς να μπορούν να βγάλουν κυβέρνηση. Κι ύστερα πλάκωσαν κι οι ανίερες συμμαχίες και τα ειδικά δικαστήρια, που κλόνισαν για πρώτη φορά την πίστη του πατέρα μου στο Κόμμα και φόρτωσαν κι άλλο το δικό μου φόρτο εργασίας. Επόμενο ήταν ότι κάποια στιγμή θα έφτανα στα όριά μου. Και πολύ άργησα, εδώ που τα λέμε. Χρειάστηκε να περάσουν δυο άκαρπες εκλογικές αναμετρήσεις, να γίνει η τρίτη –και φαρμακερή– τον Απρίλη του ’90 και να βγει αυτοδύναμη κυβέρνηση, μέχρι να το πάρω επιτέλους απόφαση να ξεφορτώσω τα βάρη από το φόρτο εργασίας. Και να τα φορτώσω στον κόκορα. (…)
(…)Δεν ήθελα ν’ ακούσω περισσότερα. Ούτε να πω. Άλλωστε, τις αποφάσεις μου τις είχα πάρει. Ευτυχώς που η κούκλα, εκτός από γκριζοπράσινα μάτια, διέθετε και πολιτική άποψη και δεν άργησε ν’ αλλάξει κουβέντα.
«Ο Μητσοτάκης, λέει, θα ξεκινήσει άμεσα εκκαθαρίσεις. Και πολύ καλά θα κάνει. Άντε, να τελειώνουμε μια και καλή με τους πρασινοφρουρούς! Αυτοί φταίνε για όλα».
Εκείνη την εποχή οι μισοί Έλληνες έλεγαν ότι φταίγανε οι άλλοι μισοί. Έφταιγε ο απέναντι, ο από κάτω, ο από πάνω, ο ψηλός, ο κοντός... Και κυρίως ο χοντρός, που είχε μοιράσει τα τούβλα στα λαμόγια κι όλοι οι υπόλοιποι τον σιχτιρίζαμε επειδή σε δεν μας είχε πετάξει ούτε ένα τόσο δα κοκαλάκι... Κι ύστερα, επειδή ο χοντρός την είχε κοπανήσει, έφταιγαν οι πρασινοφρουροί που τους είχαμε πλέον πρόχειρους.
«Θα τους διαλύσει ο ψηλός!» συνέχισε η κούκλα. «Αρκετά πια με τους πρασινορουφιάνους που διαλύσανε τη χώρα».

«…ο Αντρέας θα τους πάρει και τα σώβρακα… Άιντε, καιρός ήτανε, με τους απατεώνες που ρημάξανε τη χώρα…»

Λες κι είχαν περάσει αιώνες από τότε… Λες και ήταν σε μια άλλη ζωή… Ο κυρ Χρήστος αγόρευε κι εγώ τον άκουγα με προσοχή. Κι ύστερα τελείωσε το λόγο του κι άρχισαν να βαράνε οι κόρνες...
Δεν τον είχα δει από τότε. Στην αρχή μιλούσαμε αραιά και πού στο τηλέφωνο, αλλά είχα ξεκόψει σιγά σιγά. Μπορεί να είχαν περάσει χρόνια, αλλά η φωνή του μου θύμιζε πράγματα που δεν μπορούσα ν’ αντέξω…
«…δε θ’ αντέξει για πολύ ακόμα ο Αντρέας. Έχει την καρδιά του, τον έχει ξεπατώσει κι εκείνη η αεροσυνοδός που πήγε και παντρεύτηκε…»
Έστρεψα το κεφάλι και την κοίταξα βαθιά μες στα μάτια. Με κοίταξε κι εκείνη χαμογελώντας. Άνετος και κουλ… Δεν απέστρεψα το βλέμμα. Συνέχισα να την κοιτάζω, ακόμα κι όταν το μέτωπο άρχισε να με πονάει αφόρητα. Δεν ήθελα να δω τίποτα άλλο. Μόνο μάτια, μόνο γκριζοπράσινα μάτια… (…)»

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Τα κόκκινα, τα πράσινα, τα θαλασσιά τα πούλμαν


Προς ετεροδημότες:
Έχει πάρει κανείς χαμπάρι, αλήθεια, ότι την Κυριακή έχουμε εκλογές;
Εντάξει, ξέρω ότι προγραμματίζετε ηρωική έξοδο.
Για να πάτε να ψηφίσετε (το πρόσχημα).
Για ένα έκτακτο Σαββατοκύριακο (η πραγματικότητα).
Αλλά, επαναλαμβάνω, το ’χετε πάρει μυρουδιά ότι έχουμε εκλογές;
Πώς θα πάτε, δηλαδή, στο χωριό σας για να ψηφίσετε; Με το αμάξι; Με το ΚΤΕΛ; Με το αεροπλάνο; Με το πλοίο; Με το τρένο;
Όπως πάει όλος ο κόσμος, δηλαδή. Όπως πάντα. Μόνο που τώρα δεν είναι «πάντα». Είναι εκλογές. Και οι εκλογές είναι ιερή στιγμή, συγκινητική, μοναδική, πρέπει να τη ζεις, να την αισθάνεσαι, να τη βλέπεις, να τη μυρίζεις παντού τριγύρω σου.
Πού ’ναι τα πούλμαν, λοιπόν; Πού ’ναι τα πράσινα, τα κόκκινα, τα θαλασσιά τα πούλμαν; Πού ’ναι οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σημαιούλες που μοιράζανε οι κόβες της γειτονιάς, μαζί με τα λογής λογής ταξιδιωτικά φυλλάδια που περιείχαν αναλυτικά τις ώρες αναχώρησης και επιστροφής και τις υποχρεώσεις των επιβατών κατά τη διάρκεια του ταξιδιού;
Πάνε αυτά τώρα, περάσανε... Ανεπιστρεπτί, φοβάμαι. Κι η θεια μου έχει πέσει σε κατάθλιψη. Η θεια μου που μάθαινε απ’ έξω κι ανακατωτά όλα τα δρομολόγια και διάλεγε αυτό που τη βόλευε. Δεν είχε πρόβλημα αν ήταν το πράσινο, το κόκκινο ή το θαλασσί, ούτε να κουνάει έξω απ’ το παράθυρο την πράσινη, την κόκκινη ή τη γαλάζια σημαιούλα. Φτάνει να τη βόλευαν οι ώρες και να ’πιανε θέση στα πίσω πίσω καθίσματα για να μπορεί ν’ απλώνει τα ποδάρια της, μια κι αυτή η ρημάδα η αρθρίτιδα την είχε ταράξει.
Το παρακάτω μικρό απόσπασμα από το πρώτο μου βιβλίο είναι εξαιρετικά αφιερωμένο στη θεια μου, καθώς και σ' όλους τους ρομαντικούς ετεροδημότες - νοσταλγούς του ένδοξου παρεθλόντος:

" (...) Τον Οκτώβρη αναγκάστηκα να περάσω ένα Σαββατοκύριακο στο χωριό. Όχι ότι καιγόμουν για τη μεγάλη επιστροφή, αλλά ας όψεται η αφηρημάδα μου. Από καιρό γνώριζα ότι στις εκλογές του ’81 το ελληνικό κράτος, ως ανταπόδοση για τις ανεκτίμητες υπηρεσίες που του είχα προσφέρει, θα με επιβράβευε με το ιερό δικαίωμα της ψήφου. Εντούτοις ανέβαλλα συνεχώς τη μεταφορά των εκλογικών μου δικαιωμάτων στην Καλλιθέα, ώσπου τελικά παρουσιάστηκα λαχανιασμένος στο δημαρχείο την Παρασκευή πριν από τις εκλογές και μου είπαν να ξαναπεράσω από Δευτέρα.
Για καλό και για κακό, η Λίνα είχε ήδη κλείσει θέσεις στο πούλμαν΄ όχι στο ΚΤΕΛ, αλλά στην κομματική οργάνωση βάσης της γειτονιάς της. Το κορίτσι ήταν αστέρι στον τομέα της πολιτικής. Να φανταστεί κανείς ότι ο πατέρας της την τσιγκλούσε συνεχώς να ψηφίσει το Κόμμα κι αυτή είχε καταλάβει ότι έπρεπε να ψηφίσει το Κόμμα του εσωτερικού, μια και το Κόμμα το άλλο ήταν του εξωτερικού κι αναρωτιόταν πώς διάολο ένα κόμμα από το εξωτερικό μπορεί και κατεβαίνει στις ελληνικές εκλογές. Παρ’ όλα αυτά, ήξερε πολύ καλά την κόβα της γειτονιάς της, καθότι οι σύντροφοι είχαν μοιράσει ταξιδιωτικές προκηρύξεις, διαφημίζοντας δωρεάν ταξίδια σ’ όλη τη χώρα. (...)"


Α, παρεμπιπτόντως, φεύγω κι εγώ Παρασκευή πρωί (με το αμάξι -δυστυχώς). Παρόλο που δεν είμαι ετεροδημότης. Και γ’ αυτό ακριβώς το λόγο, άλλωστε, φεύγω.
Δε φεύγω, δηλαδή, για να ψηφίσω. Φεύγω για να μην ψηφίσω…

Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006

Μπάτσοι, Απάτσι και τραμπούκοι

"Όσο είστε μπάτσοι, θα 'μαστε Απάτσι..." Ξέρετε ποιοι πρωτοφώναξαν το περίφημο αυτό το σύνθημα; Και επί χούντας, μάλιστα. Όχι, δεν ήταν διαδηλωτές, ούτε αντιστασιακοί. Ήταν οι... βάζελοι της θύρας 13! Δεν κάνω πλάκα, αυτοί ήταν οι πρώτοι που αποκάλεσαν εαυτούς "Απάτσι" (μακρυμάλληδες γαρ οι περισσότεροι εξ αυτών)...


Κάποτε οι μπάτσοι ήταν αγνοί. Δεν τις είχαν, δηλαδή, ανάγκη τις σιδερογροθιές. Μια χαρά τους βολεύανε και τα γκλομπ. Κι ούτε κρυβόντουσαν σα βρεγμένες γάτες πίσω από τους συμμπάτσους (από το συν+μπάτσος βγαίνει αυτό) αν τους έπαιρναν χαμπάρι οι κάμερες. Ίσα ίσα, διατυμπάνιζαν προς κάθε κατεύθυνση τις προθέσεις τους. "Κομούνια, θα σας γαμήσουμε", κραύγαζαν, κοπανώντας ρυθμικά τα γκλομπ πάνω στις ασπίδες. Κι επειδή οι ασπίδες δεν έβγαζαν αίμα, δεν αργούσαν να κοπανήσουν και κεφάλια.
Άλλες εποχές τότε. Οι συγκρούσεις με τους μπάτσους ήταν σχεδόν καθημερινές -ακριβώς επειδή ήταν καθημερινές και οι διαδηλώσεις. Δεν νοούνταν να είσαι διαδηλωτής που σέβεται τον εαυτό του και να μην παίξεις ξύλο με τα ΜΑΤ. (Θυμάμαι, παρεμπιπτόντως, σε μια φοιτητική διαδήλωση στα τέλη του '79, είχα αρπάξει έναν μπάτσο από τη στολή και του 'χα ξηλώσει ένα κουμπί. Φυσικά και το 'χω κάτι σαν κειμήλιο, σε τραπεζική θυρίδα το 'χω βάλει, μαζί με τα χρυσαφικά της προγιαγιάς της γυναίκας μου).
Σιδερογροθιές... Δεν ήταν τόσο προχωρημένοι οι μπάτσοι τω καιρώ εκείνω. Άλλοι ήταν αυτοί που χρησιμοποιούσαν σιδερογροθιές (και σιδερολοστούς και καδρόνια και μαδέρια): οι λογής λογής τραμπούκοι, που 'βρισκαν στέγη σε κάθε παράταξη, ακόμα και σε κείνες που είχαν κορώνα στο κεφάλι τους την απέχθεια προς κάθε μορφή βίας...
Έτσι γινόταν τότε. Όποτε δεν παίζαμε ξύλο με τους μπάτσους, παίζαμε ξύλο αναμεταξύ μας. Οι πιο πολλοί, βέβαια, προτιμούσαμε τα γιαούρτια (ληγμένα, κατά προτίμηση, καθότι δεν προορίζονταν προς βρώσιν, αλλά προς γνώσιν -και συμμόρφωσιν). Υπήρχαν, όμως, και κάποια καλόπαιδα που πάθαιναν αλλεργία απ' τα γιαούρτια και απαντούσαν με σιδερολοστούς και καδρόνια.

Τα δυο κειμενάκια που θα παραθέσω πιο κάτω, αναφέρονται σε δύο πραγματικά περιστατικά των μεταδικατορικών χρόνων. Είναι από το πρώτο μου βιβλίο, το οποίο δεν πραγματεύεται κάποια αληθινή ιστορία (ούτε είναι αυτοβιογραφικό), απλώς, μέσα από τα σχόλια του ήρωά του, καταγράφει κάπου στο βάθος την ιστορία της μεταπολεμικής (και κυρίως μεταπολιτευτικής) Ελλάδας.
Λοιπόν, περιμένω από τους... γηραιότερους εξ υμών να αναγνωρίσουν από τις λίγες -αλλά αρκετά χαρακτηριστικές- αυτές αράδες, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία αναφέρονται.
Οι δε νικητές θα κερδίσουν από μια... Μαλαματένια σιδερογροθιά!

"(...) Κανείς μας δε θα μπορούσε να ξεχάσει ποτέ εκείνη τη νύχτα… (...) Τη νύχτα που οι μπάτσοι είχαν αλαλιάσει… Τη νύχτα που έπρεπε να κοπανήσουν κεφάλια για να αυτοϊκανοποιηθούν... Τη νύχτα που έπρεπε ν’ ανοίξουν κεφάλια για να νιώσουν ότι ολοκλήρωσαν (το έργο τους)… Τη νύχτα που αιματοκύλησαν μια πορεία ειρηνική, τη νύχτα που τρέχαμε αλαφιασμένοι χέρι χέρι με τη Στέλλα για να γλιτώσουμε, όχι απλώς από τους μπάτσους, αλλά την ίδια μας τη ζωή. Κι ύστερα τρέχαμε στα ξεχειλισμένα από τραυματίες νοσοκομεία, μπας κι εντοπίσουμε τον Αντώνη. Ευτυχώς που ήταν κι εκείνος από τους τυχερούς…(...)"

" (...) Μια βραδιά του Δεκέμβρη, ύστερα από μια γενική συνέλευση στο Χημείο γεμάτη ένταση –εννοείται πως είχα ξεπουλήσει–, αποφάσισα να εξομολογηθώ την περιπέτεια της Αλίκης στους φίλους μου τους Ρηγάδες που τους είχα γνωρίσει όταν ακόμα πήγαινα σχολείο.
Την είχαμε πέσει πάνω στο βάθρο της έδρας του αμφιθεάτρου και καπνίζαμε άφιλτρα, εκτός από έναν που κάπνιζε φούντα. Μόλις ολοκλήρωσα την εξιστόρηση του δράματος, η Στέλλα, το μοναδικό θηλυκό μέλος της παρέας, εκδήλωσε τον ενθουσιασμό της.
«Έχω ένα θείο ορθοπεδικό!» είπε γεμάτη έξαψη. «Στο Λονδίνο. Είναι διευθυντής του Τμήματος Κακώσεων, νομίζω, σε μια πολυκλινική. Μου έχει πει ότι οι γιατροί εκεί πέρα κάνουν θαύματα».
«Δεν πιστεύω στα θαύματα» είπα σκυθρωπά.
«Έλα, βρε Χάρη, δε μιλάω για τα θαύματα του Ιησού Χριστού! Ο θείος μου μου ’χει πει ότι έχουν χειρουργήσει κόσμο και κοσμάκη και κανείς δεν έμεινε παραπονεμένος».
«Οι παραπονεμένοι δεν μπορούν να παραπονεθούν, επειδή είναι στον άλλο κόσμο» πετάχτηκε ο Αντώνης, ξεμπλοκάροντας για λίγο τη φυσαρμόνικα απ’ τα χείλια του.
Η Στέλλα δεν πτοήθηκε, συνέχισε ακάθεκτη: «Μου έχει πει ότι έχουν πολύ μεγάλο ποσοστό επιτυχιών ακόμα και σε περιπτώσεις που έχουν χαρακτηριστεί ανίατες».
Η περίπτωση της Αλίκης δεν ήταν ανίατη. Πήγα να της το πω, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή η πύλη του αμφιθεάτρου άνοιξε με πάταγο. Μπούκαραν κάτι τραμπούκοι μουστακαλήδες, που είχαν σκυλιάσει επειδή η πλειοψηφία των φοιτητών είχε αμφισβητήσει το δικαίωμα της παράταξής τους να το παίζει δερβέναγας. Έβγαλαν κάτω από τα χακί μπουφάν τους τα καδρόνια και τους σιδερολοστούς και μας έκαναν τόπι στο ξύλο. (...)"

Δευτέρα, Οκτωβρίου 02, 2006

ET(s) go home!


Εμείς μάθαμε το "Λόλα να ένα μήλο". Τώρα, σώνει και καλά, θέλουν να τους μάθουν το "Λόλα να 94+6+7 μήλα και 666+555+444 εσπεριδοειδή"...

H κόρη μου είναι εφτά χρονών. Και φέτος πάει δευτέρα. Για την ακρίβεια, φιλοδοξεί να πάει δευτέρα. Προς το παρόν, πάει - δεν πάει. Τη μία είναι κλειστό το σχολείο, την άλλη είναι ανοιχτό. Λες κι είναι φλας. Ανάλογα, δηλαδή, με το τι φλασάκι βαράει τους απεργούς δασκάλους, οι οποίοι Δευτέρα και Παρασκευή αποφασίζουν να περιφρουρήσουν την απεργία, Τρίτη και Πέμπτη δεν ασχολούνται, Τετάρτη το παίζουν α-μπε-μπα-μπλομ και πάει λέγοντας...

Μην παρεξηγηθώ, δεν έχω τίποτα με τους ανθρώπους. Ίσα ίσα, μαζί τους είμαι -σιγά μην ήμουν με τη Γιαννάκου! Αλλά, πώς να το κάνουμε βρε παιδί μ0υ, από οργάνωση σκίζουν! Στο σχολείο της κόρης μου τρεις είναι όλοι κι όλοι οι απεργοσπάστες, οι οποίοι -κατά διαβολική σύμπτωση- "απεργούν" Δευτέρα και Παρασκευή, ενώ δουλεύουν τις υπόλοιπες μέρες που δεν "κολλάνε" στο Σαββατοκύριακο...

Τέλος πάντων, το θέμα μου δεν είναι η απεργία. Το θέμα μου είναι οι (αν)εγκέφαλοι που έχουν επιμεληθεί τη νέα διαδακτέα ύλη των δημοτικών σχολείων. Και ειδικά τα μαθηματικά. Δεν ξέρω τι γίνεται στις μεγαλύτερες τάξεις, αλλά όσοι έχουν παιδιά στην ηλικία μου είμαι βέβαιος ότι θα συμφωνήσουν μαζί μου απόλυτα.

(64+9)=64+6=70+3=73 (!!!)

Για όσους έχουν χάσει επεισόδια, ναι βρε, άσκηση δευτέρας δημοτικού είναι (δόξα τω θεώ, δεν τα 'χω χάσει -ακόμα- παντελώς, ξέρω τι τάξη πάει η κόρη μου). Τι δευτέρας δημοτικού λέω, στην ουσία είναι άσκηση ΠΡΩΤΗΣ δημοτικού! Απλώς πέρσι, προς το τέλος της τάξης, οι αριθμοί ήταν μέχρι το 20. Τώρα, ξάφνου, τα παιδάκια υποχρεώνονται απ' τη μια μέρα στην άλλη να μάθουν να κάνον πράξεις μέχρι το 100... Και τι πράξεις!

Πρόκειται για το περιβόητο "να πατήσετε πάνω στη δεκάδα". Υποχρεώνουν, δηλαδή, εξάχρονα κι εφτάχρονα μωρά να στύψουν το μυαλουδάκι τους μπας και καταλάβουν ότι μεταξύ του 64 και του 73 μεσολαβεί το 70, πάνω στο οποίο πρέπει να "πατήσουν" για να κάνουν την πράξη. Χέσε ψηλά κι αγνάνευε, δηλαδή...

Εξυπακούεται ότι τα πιτσιρίκια δεν καταλαβαίνουν την τύφλα τους. Μόνο η μετενσάρκωση του Αϊνστάιν θα έμπαινε στο νόημα -αν και αυτό ακόμα είναι συζητήσιμο. Και Αϊνστάιν, ως γνωστόν, δε γεννιούνται κάθε μέρα. Οι δάσκαλοι, βέβαια, βάζουν τα δυνατά τους, αλλά ό,τι κι αν κάνουν πάει στο βρόντο. Το έχουν επισημάνει και στα... τζιμάνια που έχουν επιμεληθεί τη σχολική ύλη, αλλά εκείνοι, λέει, τους σνομπάρουν. Και, ούτε λίγο ούτε πολύ, τους ρίχνουν πίσω το μπαλάκι. "Καρφώνουν", κοινώς, τους δασκάλους, υπονοώντας πως δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους...

Κοίτα ποιος μιλάει, δηλαδή... Τα τζιμάνια! Οι"εγκέφαλοι"! Οι... πεφωτισμένοι!

Τι λέτε, ρε αητόπουλα; Από πού διάολο σας κατέβασαν εσάς και μας το παίζετε έτη φωτός μπροστά; Από το υπερπέραν; Ε, όχι λοιπόν, εμείς δεν θέλουμε εξωγήινους να μάθουν στα παιδιά μας γράμματα! Γήινους θέλουμε, ανθρώπινους, που να καταλαβαίνουν το αυτονόητο, ότι απευθύνονται σε εξάχρονα και εφτάχρονα παιδάκια και όχι σε εξάχρονους και εφτάχρονους Extra Terrestrial!

ET(s) GO HOME!