Δευτέρα, Νοεμβρίου 27, 2006

Κεφάλαιο 2ο - ΣΤΙΧΑΚΙΑ

Συνεχίζουμε με αποσπάσματα από το 2ο κεφάλαιο. Ο πιτσιρικάς είναι τεσσεράμισι χρονών. Τα πρώτα δείγματα ευφυίας του είναι σαφή, αν και είναι φανερό ότι το μόνο που ουσιαστικά τον απασχολεί προς το παρόν είναι ο μπαμπάς του. Η ξαφνική γνωριμία είναι ακόμα φρέσκια και το σοκ της αναπηρίας δεν μπορεί να ξεοπεραστεί από τη μια στιγμή στην άλλη.
(Την εισαγωγή μπορείτε να τη διαβάζετε εδώ και το πρώτο κεφάλαιο εδώ).

(…) Εκείνο το βράδυ, καμιά ώρα περίπου πριν από τον τελικό του Euro, η μαμά μου η Αλίκη και η καμαριέρα μας η Σαν έβγαλαν στη βεράντα τη Φίλιπς την πλάσμα, τακτοποίησαν τον μπαμπού τον καναπέ και τον μπαμπά πάνω του, τακτοποίησαν και τα καναπεδάκια σε κάτι αστραφτερούς ασημένιους δίσκους, γέμισαν μια τεράστια παγωνιέρα με μπίρες και πέντ’ έξι φοντανιέρες με ξηρούς καρπούς και η κατάλληλη ατμόσφαιρα φτιάχτηκε στο πιτς φυτίλι. (…)

(…) Στην αρχή, η βεγγέρα ήταν καθαρά ποδοσφαιρική, όπως και οι συζητήσεις. Οι άντρες, δηλαδή, κραύγαζαν «Πού πάς, ρε Ρονάλντο, εκεί είν’ η στάση Ζαγοράκη», οι γυναίκες μουρμούριζαν «Καλός ο Ζαγοράκης αλλά τάπα, ο Νικοπολίδης είναι δυο μέτρα άντρας», οι άντρες φωνασκούσαν «Καλά, βρε μπαγλαμά λάινσμαν, δεν το βλέπεις το οφσάιντ;» κι οι γυναίκες ρωτούσαν «Τι είναι οφσάιντ;». Κι όταν το κάρφωσε ο Χαριστέας, όλοι, άντρες και γυναίκες και παιδιά, πεταχτήκαμε σαν ελατήρια από τις θέσεις μας και…
Όλοι; Όχι ακριβώς. Πρώτο ήταν το δικό μου βλέμμα που στράφηκε στον μπαμπά. Κι έπειτα, λες κι είχαν συνεννοηθεί με τηλεπάθεια, άλλα έντεκα ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν πάνω του. (…)

(…) Είχα την τύχη να δω ολόκληρη τη διαδικασία της κίνησης, από την αρχή. Και μου φαινόταν σαν την έβλεπα σε σλόου μόσιον, μια κίνηση πιο αργή και από τα αμέτρητα ριπλέι του γκολ του Χαριστέα που πρόβαλλε την ίδια ώρα η τηλεόραση. Όμως εμένα η κίνηση του χεριού του μπαμπά με είχε μαγέψει πολύ περισσότερο από την κίνηση του Χαριστέα μέσα στην περιοχή, πολύ περισσότερο από την κίνηση της μπάλας που σταμάτησε μόλις κατέληξε στα δίχτυα…
Όμως η κίνηση του μπαμπά δε σταμάτησε όταν η μπάλα κύλησε στα δίχτυα. Για την ακρίβεια, τότε ακριβώς άρχισε. Πρώτα τον είδα να σηκώνει με κόπο το δεξί του χέρι΄ ύστερα να το σέρνει αργά αλλά σταθερά πάνω στην κοιλιά του΄ και μετά να το σηκώνει πάνω από το ακίνητο αριστερό του χέρι. Για λίγες στιγμές έμεινε εκεί, ασάλευτο, χωρίς καν να τρεμουλιάζει. Την πρώτη φορά η δεξιά του παλάμη κατέβηκε αργά, πολύ αργά, ίσα που άγγιξε την αριστερή του. Τη δεύτερη πιο γρήγορα΄ την τρίτη ακόμα πιο γρήγορα. Κι όσο πήγαινε, ο ρυθμός επιταχυνόταν και το χτύπημα γινόταν όλο και πιο δυνατό. Ώσπου ο ήχος από το χειροκρότημα επισκίασε ακόμα και τα ουρλιαχτά του εκφωνητή και του πλήθους, που ωρύονταν στερεοφωνικά από τα ηχεία της Φίλιπς…


Ήταν η πρώτη φορά που ο μπαμπάς κούνησε το δεξί του χέρι. Συν Χαριστέα και χείρα κίνει, που λένε. Μέχρι τότε αντιδρούσε απλώς σε εξωτερικά ερεθίσματα, στο κρύο και στο ζεστό, στα τσιμπήματα και στα γαργαλητά. Άντε να είχε κουνήσει λιγάκι τα δάχτυλα μέχρι τη βραδιά εκείνη. Χρειάστηκαν βέβαια από κει κι ύστερα αμέτρητες ώρες φυσικοθεραπείας και κινησιοθεραπείας για να επανέλθει πλήρως, αλλά, ως γνωστόν, η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Ή έστω το ήμισυ του μισού, μια και μόνο η δεξιά πλευρά έγινε όπως ήταν πριν. Η αριστερή παρέμενε σε κώμα. (…)

(…) Η ώρα κόντευε τρεις τα χαράματα, αλλά εγώ δεν είχα πέσει ακόμα στο κρεβάτι. Δε μου κολλούσε ύπνος. Την προηγούμενη μέρα είχε κοιμηθεί σερί από τις δύο το μεσημέρι ως τις οχτώ το βράδυ, μια και δε θα το συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου να με πάρει ο ύπνος την ώρα του τελικού. Άσε που οι γονείς μου ποτέ δε με πίεζαν ιδιαίτερα στο θέμα του ύπνου, αφού κατά κανόνα έπεφτα στο κρεβάτι από νωρίς. Μόνο που εκείνο το βράδυ ήταν η εξαίρεση στον κανόνα. Βέβαια, μόλις έφυγαν οι καλεσμένοι κι η Σαν αποσύρθηκε στα ενδότερα, άκουσα το κλασικό «Χαρούλη, δόντια και ύπνο» από τη μαμά, αλλά εγώ κατόρθωσα με τις γνωστές, αστείες δικαιολογίες και καμώματα να ξεκλέψω λίγο χρόνο ακόμα. Υποσχέθηκα να πέσω στο κρεβάτι αφού άκουγα πρώτα το αγαπημένο μου τραγούδι. Έβαλα, λοιπόν, τ’ ακουστικά στ’ αυτιά, δυνάμωσα τον ήχο, κι αμέσως τον χαμήλωσα.. Και την επόμενη στιγμή άκουσα τον μπαμπά να λέει στη μαμά:
«Αλίκη, ανησυχώ για τη μάνα μου. Μου φαίνεται ότι έχει αρχίσει να τα χάνει».
Με την άκρη του ματιού, είδα τη μαμά να πλησιάζει την αναπηρική πολυθρόνα, να αγκαλιάζει τον μπαμπά και να του σκάει φιλάκι στο μάγουλο -το δεξί.. «Μην την ξεσυνερίζεσαι, αγάπη μου» του είπε τρυφερά. «Γριά γυναίκα είναι. Τόσα πέρασε. Λογικό είναι να ανησυχεί για το γιο της».
«Λογικό είναι ν’ ανησυχεί για το γιο της, αλλά δεν είναι λογικό να της μιλάει το ταψί!».
Η μαμά τραβήχτηκε και κοίταξε τον μπαμπά λες και τον έβλεπε για πρώτη φορά. «Το ταψί; Ποιο ταψί;»
«Έτσι μου είπε λίγο πριν φύγει. Ότι της μίλησε το ταψί».
Η μαμά προσπάθησε να πνίξει ένα γελάκι. Το ίδιο κι εγώ -γι’ αυτό και τραγούδησα με πάθος το ρεφρέν.
«Δεν καταλαβαίνω» είπε η μαμά που κατάφερε να βρει αμέσως την αυτοκυριαρχία της. «Της μίλησε το ταψί;»
«Έτσι μου είπε, σοβαρά σου μιλάω»
«Και τι της είπε;».
«Ένα ποίημα, λέει»
«Ποίημα; Τι ποίημα;»
«Ένα στιχάκι, για την ακρίβεια. Μου του έλεγε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός. ‘‘Τώρα το βράδυ βράδυ, τώρα το δειλινό - αντάμωσα την πούλια και τον αυγερινό’’». (…)

(…) Το σπίτι δεν έλεγε και πολλά πράγματα, ούτε το χωριό. Πολύ περισσότερο μου άρεσε ο Βόλος που δεν απείχε ούτε είκοσι λεπτά με το αυτοκίνητο. Και η παραλία μου άρεσε, που απείχε επίσης είκοσι λεπτά, με το ποδήλατο. Ασφαλώς δε με άφηναν να πηγαίνω μόνος μου, παρ’ όλο που είχα μάθει από τριών χρονών να ποδηλατώ χωρίς βοηθητικές ρόδες και να κολυμπάω χωρίς μπρατσάκια. Συνήθως με συνόδευε η μαμά, που καβαλούσε το σαραβαλιασμένο ποδήλατο του παππού. Η γιαγιά δε με συνόδεψε ποτέ, καθότι δεν ήξερε ποδήλατο. Ούτε κολύμπι. Γενικά η γιαγιά δεν ήξερα πολλά πράγματα. Μόνο τους στίχους που της απάγγελνε το ταψί μάθαινε απ’ έξω κι ανακατωτά.
«Ξέρεις τι μου είπε τις προάλλες;» μου είπε ένα απόγευμα που ο μπαμπάς κι η μαμά έλειπαν απ’ το σπίτι.
«Ποιος;» ρώτησα.
«Μα το ταψί, φυσικά»
Φυσικά… «Τι σου είπε, γιαγιά;» Προσπάθησα να κρύψω το αίσθημα του οίκτου κάτω από τη μάσκα της περιέργειας.
«Μου είπε ‘‘Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή’’».
«Μα αυτό, καλέ γιαγιά» έκανα αυθόρμητα «το έχει πει ο Λήγας Φελαίος!»
Ρήγας Φεραίος εννοούσα, αλλά δε χρειάστηκε να της το διευκρινίσω -δεν υπήρχε, άλλωστε, η παραμικρή πιθανότητα να της το διευκρίνιζα από τη στιγμή που δεν μπορούσα να προφέρω το ρο. (…) Η γιαγιά το μόνο που έκανε ήταν να με κοιτάξει για λίγες στιγμές. Όχι έκπληκτη, γιατί ακόμα κι εκείνη είχε συνηθίσει ν’ ακούει από το στόμα μου πράγματα αταίριαστα για την ηλικία μου. Με κοίταξε σαν να την είχε προβληματίσει αυτό που της είχα πει. Τελικά αναστέναξε κι ανασήκωσε τους ώμους της.
«Ποιος ξέρει, παιδάκι μου;» είπε. «Ο παππούς αγόρασε το ταψί από ένα πανηγύρι στο Βελεστίνο». (…)

(…) Όταν ήρθε στο χωριό, ο γιατρός δε μίλησε στον μπαμπά για την αριστερή του πλευρά, ούτε για τη δεξιά. Του μίλησε για τη μεσαία. Για το σημείο, δηλαδή, που αποτελεί το κέντρο βάρους του ανθρώπινου σώματος, την αρχή και το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό, βέβαια, το συνειδητοποίησα μερικά χρόνια αργότερα, αφού τη στιγμή που κρυφάκουσα την κουβέντα τους δεν είχα καταλάβει την τύφλα μου.
Ο μπαμπάς, η μαμά κι ο γιατρός ήταν καθισμένοι στην ευρύχωρη βεράντα κι εγώ στην άλλη άκρη του σπιτιού έπαιζα πλέι στέισον. Αλλά όχι για πολύ. Σιγά μην έχανα μια τέτοια ευκαιρία.
Όταν έφτασα μπουσουλώντας κάτω από το ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στη βεράντα, οι γονείς μου συζητούσαν με το γιατρό περί ανέμων και υδάτων΄ στην κυριολεξία, μια και ανέλυσαν την ποιότητα των θαλασσών του Πηλίου και τις παραλίες που δεν τις πιάνει ο μαΐστρος. Αλλά πολύ σύντομα η κουβέντα γύρισε στο προκείμενο.
Κανείς δε ρώτησε΄ ούτε ο μπαμπάς ούτε η μαμά. Αλλά η σιωπή που επικράτησε κάποια στιγμή μου έδωσε την εντύπωση ότι και οι δυο τους περίμεναν εδώ και καιρό την απάντηση από το γιατρό. Δεν τους έβλεπα, αφού ήμουν σκυμμένος κάτω από το παράθυρο, αλλά ήμουν βέβαιος ότι κοιτούσαν το γιατρό επίμονα και ταυτόχρονα αμήχανα. Κι εκείνος υποθέτω ότι σκούπιζε τα γυαλιά του με την άκρη της μπλούζας του, όπως έκανε σε κάθε στιγμή αμηχανίας.
Η σιωπή πρέπει να κράτησε τουλάχιστον δυο λεπτά. Την έσπασε ο ξερόβηχας του γιατρού.
«Εεε… χμ, όσο για το… για το άλλο…». Σταμάτησε για λίγο. Νέο σκούπισμα των γυαλιών, προφανώς. «Δεν έχω ακόμα πλήρη εικόνα από τις τελευταίες εξετάσεις».
«Μίλα ξεκάθαρα, γιατρέ». Η φωνή του μπαμπά ήταν αποφασιστική. «Σου έχω αποδείξει, νομίζω, ότι αντέχω τα πάντα».
Νέα σιωπή, νέο σκούπισμα των γυαλιών. Αυτή τη φορά ο γιατρός μίλησε γρήγορα και χωρίς να κομπιάσει. Σαν να βιαζόταν να βγάλει από πάνω του το βάρος. «Κοίτα, Χάρη, μπορεί κάποια στιγμή να λειτουργήσει. Αλλά το γεγονός ότι ακόμα δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη, δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικό».
Η μαμά δάγκωσε τα χείλια της. Δεν την είδα, αλλά είμαι σίγουρος ότι το έκανε.
Ο μπαμπάς χαμογέλασε αχνά. Δεν τον είδα, αλλά είμαι σίγουρος ότι το έκανε.
«Ποιος σου είπε ότι δε λειτουργεί, γιατρέ;» είπε περιπαικτικά. «Αφού κατουράω κανονικά».

Δευτέρα, Νοεμβρίου 20, 2006

(Ξανα-μανά) Kεφάλαιο 1ο: ΕΙΚΟΝΕΣ

Τι διάολο συμβαίνει ώρες ώρες μ' αυτόν τον blogger δεν μπορώ να καταλάβω... Ξαφνικά, το τελευταίο μου ποστ χάθηκε, εξαφανίστηκε! Μέσα στη "μονταζιέρα" (πώς αλλιώς να την πω;) το βλέπω κανονικά, αλλά στο μπλογκ ήταν αόρατο! Γ' αυτό κι εγώ έκανα edit κι ο θεός βοηθός...
Με την ευκαιρία, να ευχαριστήσω για άλλη μια φορά τους φίλους και τις φίλες που με έχουν βοηθήσει αφάνταστα με τα μηνύματα -κυρίως e-mail. Και το πιο σημαντικό απ' όλα είναι ότι έχω βοηθηθεί από γνώμες και απόψεις απλών, καθημερινών ανθρώπων που, όχι απλώς δεν είχαν ποτέ συναναστροφή με παιδιά - διάνοιες, αλλά δεν έχουν καν παιδιά...
Γ' αυτό σας λέω: πάσα γνώμη δεκτή. Εξαπανέκαθεν, που λένε, είχα την αρχή να μην απορρίπτω εκ προοιμίου απολύτως τίποτα, να έχω πάντα τ' αυτιά ανοιχτά -τα μάτια, στην προκειμένη περίπτωση.
Περιμένω απόψεις και σχόλια, λοιπόν! Απ' όλους όσοι θεωρούν ότι κάτι έχουν να πουν Οτιδήποτε.

Λοιπόν, συνεχίζω με κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το πρώτο κεφάλαιο.
Όσοι μπαίνουν στο μπλογκ για πρώτη φορά, μπορούν να πάρουν μια ιδέα περί τίνος πρόκειται κάνοντας κλικ εδώ και να διαβάσουν την εισαγωγή εδώ.


" (…) Κληρονομικό χάρισμα ήταν και τα δυο μπροστινά λαγουδίσια δόντια μου -που αργότερα θα τα ’χανα και θα πανηγύριζα, θα τα ξανάβγαζα και θα μελαγχολούσα, μια και θα ήταν ίδια κι απαράλλαχτα με τα πρωτότυπα, λες και τα ’χαν σκανάρει σε υψηλή ανάλυση. Του μπαμπά τα δόντια ήταν βέβαια πολύ μεγαλύτερα απ’ τα δικά μου, μεγαλύτερα κατά σαράντα χρόνια, όση και η διαφορά ηλικίας μας. Τα ’βλεπα σχεδόν να δαγκώνουν το κάτω χείλι του, να προεξέχουν κάτασπρα κι αστραφτερά -λογικό, αφού ήταν σε αχρησία για εννιά ολόκληρους μήνες. Τα ’βλεπα να μου χαμογελάνε μαζί με τα χείλια του, μαζί με τα καστανά του μάτια, που όμως αυτά δεν τα ’χε πάρει από μένα. Τα δικά μου ήταν γκιζοπράσινα, σαν της μαμάς, αν και τα ’νιωθα να σκουραίνουν και να σκοτεινιάζουν όταν θύμωνα ή απογοητευόμουν.
Ή όταν βρισκόμουν σε αμηχανία. Κάπως έτσι αισθανόμουν κι εκείνη τη στιγμή, τη στιγμή που πρόφερα ελεεινά τ’ όνομά μου. Κατέβασα το κεφάλι μου στο πάτωμα κι άρχισα να χαζεύω τα ολοκαίνουργια μοκασίνια που μου ’χε αγοράσει η μαμά, μην αντέχοντας τα μάτια του μπαμπά καρφωμένα πάνω στα δικά μου. Τα είχε μισόκλειστα στην αρχή. Τη στιγμή όμως που έκανα την αποτυχημένη προσπάθεια να ψελλίσω τ’ όνομά μου, σπίθισαν ξαφνικά κι άνοιξαν διάπλατα. Όμως ο ίδιος δεν κουνήθηκε ρούπι. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, όπως έμαθα αργότερα. Μόνο το κεφάλι του σάλεψε ανεπαίσθητα -ή μπορεί και να μου φάνηκε.
Κι ύστερα πρόσεξα ότι τα μάτια του θάμπωσαν. Γέμισαν από δάκρυα που είχαν στήσει τρελό, αφρισμένο χορό λίγο παραέξω απ’ την εκβολή τους, αλλά αρνιόνταν να σπάσουν το φράγμα που τα συγκρατούσε και να ξεχυθούν ελεύθερα στα χλωμά του μάγουλα. (…)


(…) «Ποιος σου τα είπε όλα αυτά;»
«Η μαμά»
«Σου είπε και κάτι άλλο η μαμά;» Η φωνή του μπαμπά έτρεμε όλο και περισσότερο.
«Ότι είσαι ο μπαμπάς μου»
Κάπου εκεί τελειώνει η πρώτη ανάμνηση που έχω από τον μπαμπά, τουλάχιστον το έντονο κομμάτι της. Το μόνο που θυμάμαι από κει και πέρα είναι κάτι σκόρπιες, θολές εικόνες: τα μάτια του μπαμπά ξαφνικά να κλείνουν, κάμποσους περίεργους και περίεργες με άσπρες μπλούζες και ρόμπες να πηγαινοέρχονται στο δωμάτιο με φούρια, μηχανήματα να βουίζουν, λαμπάκια ν’ αναβοσβήνουν, τη μαμά, τον παππού Κώστα, τη γιαγιά Μαρίνα, τον παππού Χρήστο, την γιαγιά Κατίνα και κάτι φίλους και φίλες του μπαμπά που τους γνώρισα αργότερα αλλά που τότε τους έβλεπα για πρώτη φορά να μπαινοβγαίνουν, να στέκονται πάνω απ’ το κρεβάτι του μπαμπά και να του χαμογελάνε. Μόνο που εκείνος δεν τους χαμογελούσε πίσω΄ δεν τους έβλεπε. Τα μάτια του ήταν σφαλιστά. (…)


(…) Τώρα θα μου πείτε τι σόι ζωή είν’ αυτή αν είσαι αναγκασμένος να την περάσεις σε μια πολυθρόνα που τσουλάει. Έστω και μια πολυθρόνα δερμάτινη, μια πολυθρόνα τελευταία λέξη της τεχνολογίας (με τρεις μπροστινές ταχύτητες και μία όπισθεν, παρακαλώ), μια πολυθρόνα πολυτελείας, μια πολυθρόνα που κόστιζε μια μικρή περιουσία. Όμως οι γονείς μου δεν έχουν μια μικρή περιουσία, έχουν μια μεγάλη περιουσία. Τουλάχιστον μεγαλύτερη από το μέσο όρο. Μόνο τη δίπατη μεζονέτα μας στο Καλαμάκι με το κοντοκουρεμένο γκαζόν και τα περιποιημένα παρτέρια με τα λουλούδια γύρω γύρω να έβλεπε κανείς, θα καταλάβαινε ότι το φυσάμε το παραδάκι΄ για την ακρίβεια, ο μπαμπάς κι η μαμά το φυσάνε, εμένα απλώς μου το εξαργυρώνουν σε είδος -ίσα με μια ντουζίνα πλέι στέισον θα πρέπει να ’χω ξεπαστρέψει τα τελευταία χρόνια.
Για μένα όλ’ αυτά ήταν μια πολύ απότομη αλλαγή. Για βάλτε τα κάτω: η Αθήνα, το Καλαμάκι, η μεζονέτα, τα πλέι στέισον και πάνω απ’ όλα ο μπαμπάς, μπήκαν στη ζωή μου μονοκοπανιά, έτσι αναπάντεχα κι αλλόκοτα, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Δεν μπορώ να πω ότι θυμάμαι και πολλά πράγματα από τη ζωή μου μέχρι τότε΄ όμως θυμάμαι πολύ καλά την αλλαγή, θυμάμαι ότι η ζωή μου γέμισε ξαφνικά. Όχι ότι έως τότε ήταν άδεια, αλλά, όσο να ’ναι, ένα παιδάκι δυο - τριών χρονών δεν έχει και πολλά πράγματα να κάνει ζώντας με τη μαμά του σ’ ένα ξερονήσι της άγονης γραμμής… Δε λέω, με βάση κάποιες θαμπές εικόνες που έχω ακόμα μες στο κεφάλι μου, η αγροικία όπου μέναμε κολυμπούσε, θαρρείς, μεσ' στη θάλασσα, η ξανθιά αμμουδιά ήταν ατέλειωτη, η μαμά μού άλλαζε τα κουβαδάκια πιο συχνά κι από τις πάνες και τ’ άλλα παιδάκια που έπαιζαν μαζί μου άφηναν να έχω εγώ τον πρώτο λόγο. Με τη μόνη διαφορά ότι η αγροικία όπου μέναμε βρισκόταν στη μέση του πουθενά, η θάλασσα τον περισσότερο καιρό ήταν άγρια και μπούζι, η ξανθιά αμμουδιά στροβιλιζόταν κάθε τόσο απ’ τους αέρηδες και γινόταν αμμοθύελλα, τα κουβαδάκια ήταν ουσιαστικά τα μόνα μου χρηστικά παιχνίδια και τ’ άλλα παιδάκια άφηναν να έχω εγώ τον πρώτο λόγο επειδή δεν τον καταλάβαιναν΄ ούτε κι εγώ καταλάβαινα το δικό τους΄ μιλούσαν άλλη γλώσσα΄ κι έρχονταν στο νησί μόνο τα καλοκαίρια.
Εκείνο το καλοκαίρι, το καλοκαίρι του 2004, ήταν το πρώτο που δεν το πέρασα στη Φολέγανδρο, αλλά στην Αθήνα. Δεν έμενα πια στην αγροικία πλάι στη θάλασσα, αλλά στη μεζονέτα απέναντι από τη θάλασσα. Δε διέσχιζα την ξανθιά αμμουδιά για να πάω να κολυμπήσω, αλλά τη Λεωφόρο Ποσειδώνος. Δεν έπαψα να παίζω με τα κουβαδάκια, αλλά προτιμούσα την ηλεκτρονική τεχνολογία. Και αυτός που μ’ άφηνε να έχω τον πρώτο λόγο όταν έπαιζα μαζί του δεν ήταν κάποιος συνομήλικός μου που μιλούσε άλλη γλώσσα, αλλά ένας σαρανταπεντάρης που μιλούσε την ίδια γλώσσα με τη δικιά μου, μια γλώσσα απόλυτα κατανοητή, σχεδόν παιδική. Ήταν ο άνθρωπος που θα γινόταν σύντομα ο καλύτερός μου φίλος. Ήταν ο μπαμπάς μου. (…)


(…) Πέντε χρόνια… Η μαμά είχε φύγει κουβαλώντας κι εμένα μαζί της. Το ίδιο κι όταν γύρισε. Με τη μόνη διαφορά ότι φεύγοντας με κουβαλούσε στην κοιλιά της και γυρίζοντας με κουβαλούσε απ’ το χέρι. Κι ύστερα, με παρέδωσε στον μπαμπά, που όμως δεν μπορούσε να με πάρει απ’ το χέρι, γιατί είχε μείνει παράλυτος απ’ το «ατύχημα» -ή απ’ «τη βραδιά που είχε αλλάξει η ζωή του», σύμφωνα με τη δική του εκδοχή.
Λίγες μέρες προτού υπογράψει το εξιτήριο από το νοσοκομείο, ο γιατρός που κούραρε τον μπαμπά έκατσε και του μίλησε «με πάσα ειλικρίνεια». Του είπε, δηλαδή, με μασημένα λόγια ότι ήδη είχε βιώσει ένα θαύμα παραμένοντας ζωντανός μετά από ένα τέτοιο στραπάτσο, καλό θα ήταν να μην περιμένει κι ένα δεύτερο. Η δεξιά πλευρά του κορμιού του, βέβαια, είχε αρχίσει ήδη ν’ αντιδρά σε εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά το πρόβλημα ήταν η αριστερή πλευρά. Και η πρόβλεψη ήταν ακριβώς φίφτι-φίφτι: στη δεξιά πλευρά η αποκατάσταση θα ’ταν πλήρης, αλλά η αριστερή για να ζωντανέψει θα ’πρεπε να ζωντανέψουν και του σπανού τα γένια, όπως θα ’λεγε κι ο παππούς Κώστας. Κοινώς, ο μπαμπάς θα έμενε μισός άνθρωπος. Για όλη του τη ζωή. (…) »

Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2006

Αϊ σιχτίρ, πια, κύριοι "σοφοί - πεφωτισμένοι"!


Τελικά, μήπως ο ήρωας του βιβλίου μου δεν είναι διάνοια και τσάμπα παιδεύομαι; Μήπως είναι ένα φυσιολογικό παιδί; Μήπως εγώ είμαι ηλίθιος; Μήπως η κόρη μου είναι ηλίθια; Ή μήπως όλα τα παιδιά είναι ηλίθια;...
Τι άλλο να πω, δηλαδή, με βάση αυτά που βλέπουν τα ματάκια μου στη σχολική ύλη της δευτέρας δημοτικού; Και κυρίως στην ύλη των μαθηματικών...
Τι είπατε; Ότι οι υπεύθυνοι της νέας ύλης των σχολικών βιβλίων είναι οι ηλίθιοι; Όχι, βρε! Ηλίθιοι οι σοφοί; Οι πεφωτισμένοι; Μην το ξαναπείτε, αυτό πιπέρι στο στόμα! Άλλωστε, η προϊσταμένη τους, ως γνωστόν, δε... μασάει!
Ρίχτε μια ματιά στην παραπάνω εικόνα. Κάντε κλικ για να την ανοίξετε σε όλο της το μέγεθος, για να ανακαλύψετε και το μέγεθος της ηλιθιότητας των... σοφών!
Τι να πω... Οι άνθρωποι νομίζουν ότι απευθύνονται σε Αϊνστάιν και βάλε... Ρε μπαγλαμάδες, παιδάκια 7 χρονών είναι αυτά που υποτίθεται ότι πρέπει να διδαχθούν από τα κωλοβιβλία σας, το 'χετε πάρει χαμπάρι; Κι αν είστε άσχετοι περί ΠΑΙΔΙΚΗΣ αντίληψης και ΠΑΙΔΙΚΗΣ νοημοσύνης, συμβουλευτείτε και κάναν παιδοψυχολόγο, δεν είναι κόπος. Ναι, αλλά είναι χρήμα, τώρα που το σκέφτομαι. Και ο Αλογοσκούφειος κορβανάς δε σηκώνει "περιττά έξοδα"...
Οι παιδοψυχολογικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι τα εφτάχρονα παιδιά ίσα που αρχίζουν σιγά σιγά να έχουν νοητικές παραστάσεις πέρα από το φυσικό κόσμο που τους περιβάλλει. Κι αυτοί θέλουν να τους κάνουν από τώρα… λογιστές και οικονομολόγους, μπας και λύσουν το δημοσιονομικό πρόβλημα! Αλλά τι λέω, είναι πολύ σοφοί για να ασχοληθούν με τόσο κοινότοπες έρευνες…
Δε θέλω να κάνω άλλα σχόλια, τ’ αφήνω σε σας. Δείτε, όμως, και την άλλη εικόνα, ανοίξτε την κι αυτήν.

Από την ύλη της Β’ δημοτικού είναι κι αυτή. Να βρουν, λέει, τα παιδιά την… ακροστιχίδα της τηλεόρασης! Και η… ακροστιχίδα -για ένα εφτάχρονο παιδί, επαναλαμβάνω- αποτελείται από την… ξενική ονομασία του δημοσιογράφου (την οποία, λόγω ιδιαζουσών συνθηκών -επαγγέλματος μπαμπά, δηλαδή- γνώριζε μόνον η κόρη μου και ως εκ τούτου έκανε φροντιστήριο στους συμμαθητές της) και από… Το μικρό σπίτι στο Λιβάδι (που ήταν η αγαπημένη παιδική σειρά της μακαρίτισσας της νουνάς μου)!
Έ-λε-ος!
Ή μάλλον όχι, τι έλεος...
ΑΪ ΣΙΧΤΙΡ ΠΙΑ!

Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

Εισαγωγή: ΜΠΑΜΠΑΣ (και μία προσημείωση)

(Αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω όλους όσους (και όλες όσες, εξυπακούεται) επικοινωνούν... ομαδόν μαζί μου (με σχόλια στο μπλογκ, αλλά κυρίως με e-mail), βοηθώντας με -αφάνταστα, ομολογώ- στην έρευνά μου. Αισθάνομαι επίσης την ανάγκη να ομολογήσω ότι είμαι... μπαγλαμάς! Τόσον καιρό το μυαλό μου δεν είχε πάει καθόλου στη Mensa! Για την ακρίβεια, δεν ήξερα καν ότι υπάρχει ελληνικό τμήμα της... Μου το επισήμανε μια καλή φίλη και, φυσικά, το πρώτο πράγμα που έκανα (αφού έπαψα πρώτα να χάσκω...) ήταν να αναζητήσω στοιχεία στο Ίντερνετ. Βρήκα αρκετά και αύριο πρωί πρωί θα επικοινωνήσω με τους υπεύθυνους. Και, από εκεί και πέρα, βλέπουμε. Ευχαριστώ ξανά!) :)


Λοιπόν, ξεκινάμε με την εισαγωγή. Την οποία παραθέτω αυτούσια. Επαναλαμβάνω, η γραφή είναι ακόμα πρώιμη, θ' αλλάξουν κάμποσα πράγματα μέχρι το τέλος.
Για όσους έχουν απορίες περί τίνος πρόκειται, μπορούν να διαβάσουν το αμέσως προηγούμενο ποστ.


Φύγαμε, λοιπόν!


"ΤΟΝ ΜΠΑΜΠΑ ΜΟΥ τον γνώρισα όταν ήμουν τεσσάρων χρονών και κάτι. Μέχρι τότε τον έκρυβε η μαμά μου. Όχι από μένα, αλλά από τον ίδιο της τον εαυτό.
Ήθελε να μείνει μόνη της, λέει. Να κάνει ένα διάλειμμα. Έτσι μου είπε. Έτσι μου λέει από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Όχι, δηλαδή, ότι έχει περάσει και πολύς καιρός από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Παιδί είμαι ακόμα. Τουλάχιστον παιδί με λένε όλοι οι άλλοι. Ακόμα και ο μπαμπάς μου, ώρες ώρες. Και η μαμά μου. Και ο παππούς και η γιαγιά μου. Και οι φίλοι του παππού και της γιαγιάς και του μπαμπά και της μαμάς μου. Και οι φίλοι οι δικοί μου (η φίλη η δική μου, με ήτα, θηλυκού γένους δηλαδή, το όμικρον γιώτα προδίδει πολλούς φίλους. Κι εγώ δεν έχω πολλούς φίλους. Δεν έχω ούτε ένα φίλο, για την ακρίβεια. Παρά μόνον μία φίλη. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω).
Έτσι με λένε, λοιπόν, όλοι: παιδί. Ή, ακόμα χειρότερα, παιδάκι. Και διάφορα άλλα, όπως πιτσιρίκι, μόμολο, μικρούλι, νιάνιαρο, μπασμένο… Ανάλογα, δηλαδή, με την ψυχική διάθεση στην οποία βρίσκονται όταν μου μιλάνε ή όταν μιλάνε για μένα. Όμως εγώ δε νιώθω παιδάκι. Ούτε πιτσιρίκι ούτε μόμολο ούτε μικρούλι ούτε μπασμένο. Είμαι δώδεκα στα δεκατρία, γαμώτο μου! Όσο ακριβώς είναι κι ο σκύλος μου, ο Έρικ. Αυτόν, όμως, δεν τον λένε παιδάκι, τον λένε γέρο! Ε, δεν είναι αδικία αυτό;
Ο κόσμος, όμως, είναι γεμάτος αδικίες, πολύ χειρότερες απ’ αυτήν. Το ξέρω, το βλέπω, το αντιμετωπίζω καθημερινά. Και το ακούω καθημερινά. Από τον μπαμπά μου. Ο οποίος μου το επαναλαμβάνει σταθερά με κείνη την ήρεμη, γεμάτη σιγουριά φωνή του κάθε φορά που καταλαβαίνει ότι αισθάνομαι να μ’ έχουν αδικήσει κατάφωρα. Όχι, δηλαδή, ότι νιώθω πολύ συχνά αδικημένος, καμιά δεκαριά φορές την ημέρα κατά μέσο όρο -περισσότερες τις εργάσιμες, λιγότερες τα Σαββατοκύριακα.
Κανονικά θα ’πρεπε να μ’ εκνευρίζει. Όπως εκνευρίζονται όλοι οι συνομήλικοί μου όταν κάποιος μεγάλος τούς κάνει κήρυγμα («συνομήλικοι»; Χα!). Όμως τα λόγια του πατέρα μου δεν ακούγονται σαν κήρυγμα, κάθε άλλο. Χίλιες δυο φορές τα ’χω ακούσει σε χίλιες δυο παραλλαγές και ποτέ δε μ’ έχουν κάνει να τα πάρω στο κρανίο.
Μα τι λέω, μωρέ, ίσα ίσα, τα παίρνω στο κρανίο, στην κυριολεξία: τα λόγια του μπαμπά βγαίνουν απ’ το στόμα του γαλήνια, μαγευτικά, μπουκάρουν κατευθείαν μες στο μυαλό μου, το μουδιάζουν, το συναρπάζουν, το αιχμαλωτίζουν! Μέχρι, βέβαια, να τα ξεχάσω. Αλλά εκείνος δεν είναι απ’ τους μπαμπάδες που έχουν για παιδαγωγικό τους πρότυπο την επίκληση της παροιμίας «απ’ τα ένα αυτί μπαίνουν, απ’ το άλλο βγαίνουν». Βέβαια, χρησιμοποιεί κι αυτός συχνά παροιμίες, αλίμονο, τι σόι παιδί του μπαμπά του θα ήταν (κι ο μπαμπάς του, ο παππούς ο μεγάλος -ο μπαμπάς της μαμάς μου είναι ο παππούς ο μικρός- είναι ικανός να σου βρει στο πιτς φυτίλι παροιμία για το πιο απίθανο πράγμα που μπορείς να σκεφτείς). Όμως ο μπαμπάς ο δικός μου έχει κάνει ξεσκαρτάρισμα: χρησιμοποιεί μόνο εκείνες τις παροιμίες που πιστεύει, βρε παιδάκι μου, ότι κάτι καλό έχουν να πουν, ότι εκπέμπουν θετικά μηνύματα, όπως θα’ λεγε κι ο άλλος μου ο παππούς, ο παππούς ο μικρός. Εκείνες με τ’ αρνητικά μηνύματα τις έχει διαγράψει απ’ το ρεπερτόριό του.
Κάθε φορά, λοιπόν, που ο μπαμπάς διαπιστώνει ότι μ’ έχει κυριεύσει πάλι αυτό το αίσθημα του αδικημένου, ότι αυτά που μου ’χε πει, δηλαδή, πριν από κάτι ώρες πήγαν στο βρόντο, κάθεται υπομονετικά και μου τα ξαναλέει΄ μου τα ξαναλέει με άλλα λόγια, με διαφορετικές παροιμίες, με ατέλειωτα παραδείγματα και συναρπαστικές παραβολές -όχι σαν κι εκείνες του Χριστού, ο μπαμπάς δεν είναι της εκκλησίας. Κι εγώ, φυσικά, μετά από λίγο τον αναγκάζω με τη στάση μου να μου τα ξαναπεί. Ώρες ώρες, μου φαίνεται ότι αυτό το μυστήριο, ανεξερεύνητο τμήμα του εγκεφάλου μου το κάνει επίτηδες: ρουφάει σαν σφουγγάρι τα λόγια του μπαμπά κι ύστερα από λίγο τα κρύβει πίσω απ’ τα θεόρατα τείχη της λησμονιάς, ώστε να τον αναγκάσει να μου τα ξαναπεί. Κι εκείνος, σαν να καταλαβαίνει τα περίεργα παιχνίδια που γίνονται μες στο ξεροκέφαλό μου, χαμογελάει, μου χαϊδεύει τα μαλλιά κι αρχίζει ξανά να μιλάει…
Σας είπα ήδη ποιο είναι το αγαπημένο μας θέμα στις συζητήσεις που κάνουμε με τον μπαμπά: οι αδικίες του κόσμου. Το δικό μου αγαπημένο θέμα, δηλαδή, αφού πάντα εγώ το προκαλώ, συνειδητά ή όχι. Το κάνω, εξυπακούεται, για να αισθάνομαι καλύτερα, ακούγοντας ότι υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα στον κόσμο απ’ το να με αποκαλούν οι μεγάλοι παιδάκι ή απ’ το να μη μ’ αφήνουν να δω στην τηλεόραση τη νυχτερινή ζώνη του Φίλμνετ. (Εντάξει, μην το παίρνετε και τοις μετρητούς ό,τι λέω. Ασφαλώς κι έχω βιώσει χειρότερες αδικίες απ’ αυτές. Αλλά ακόμα είναι εισαγωγή, αν σας τα πω όλα από τώρα, τι διάολο θα σας πω μετά;).
Εκτός από παιδάκι, βέβαια, οι μεγάλοι με αποκαλούν και «διαβόλου κάλτσα». Καταλαβαίνω τι σημαίνει, σας το είπα, δεν είμαι κάνα παιδάκι -άλλωστε τι σόι διαβόλου κάλτσα θα ήμουν αν δεν καταλάβαινα τι σημαίνει; Έτσι, λοιπόν, τις περισσότερες φορές δεν προκαλώ μόνο τις συζητήσεις με τον μπαμπά, αλλά και τον ίδιο τον μπαμπά. Όπως κάθε φορά που του θίγω το περιβόητο «διάλειμμα» της μαμάς.
Θυμάμαι σχεδόν αυτούσια μία απ’ τις πρώτες συζητήσεις που είχαμε κάνει σχετικά. Πριν από κάμποσα χρόνια…
«Μα, βρε μπαμπά, αφού είσαι τόσο καλός!» του είχα πει γαλίφικα. «Δεν μπορώ να το καταλάβω. Πώς μπόρεσε και σ’ άφησε μόνο για τόσα χρόνια η μαμά;»
Ο μπαμπάς μού χαμογέλασε και μου χάιδεψε τα μαλλιά -όπως κάνει πάντα, αλλά εγώ το νιώθω σαν να ’ναι η πρώτη, η μοναδική φορά.
«Είχε τους λόγους της», είπε. «Και, πίστεψέ με μαγκάκο, ήταν πολύ σοβαροί λόγοι».
«Δεν μπορώ να τους μάθω κι εγώ αυτούς τους λόγους;»
«Θα τους μάθεις σύντομα. Ή μάλλον, για να το πω πιο σωστά, θα τους καταλάβεις σύντομα».
«Τώρα, δηλαδή, δεν μπορώ να τους καταλάβω;»
«Ίσως και να μπορείς. Ίσως, όμως, και να τους παρερμηνεύσεις, να μην τους καταλάβεις σωστά, δηλαδή».
«Ξέρω τι σημαίνει ‘‘παρερμηνεύω’’, δεν είμαι παιδάκι!»
«Τι είσαι; Εκτός από μαγκάκος, βέβαια»
«Σχεδόν έφηβος!» είπα με καμάρι, μολονότι δεν είχα τελειώσει καλά καλά την πρώτη δημοτικού. «Και πρέπει να μου φέρεστε αναλόγως, κι εσύ και η μαμά. Και κυρίως η μαμά».
«Η οποία σου φέρεται πώς;»
«Πώς μου φέρεται; Σαν να είμαι ακόμα μωρό! Σαν να μ’ έχει στην κούνια και με νανουρίζει! Έτσι ακριβώς αισθάνομαι όταν απαντάει στις ερωτήσεις μου».
«Ποιες ερωτήσεις;»
«Γιατί σε είχε εγκαταλείψει πριν καν γεννηθώ».
«Αυτή είναι μία ερώτηση»
«Που τη ρωτάω και την ξαναρωτάω!» είπα πεισματάρικα. «Οπότε γίνονται πολλές ερωτήσεις!»
«Και τι σου λέει;»
«Τίποτα δε μου λέει! Αερολογίες! Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα!» Πες πες, με είχε κάνει εξπέρ στις παροιμίες ο μπαμπάς. «Το μόνο που μου τσαμπουνάει συνέχεια» συνέχισα με έπαρση «είναι ότι ήθελε να κάνει ένα ‘‘διάλειμμα’’… Ακούς εκεί διάλειμμα! Αν θες διάλειμμα, κυρά μου, πάρε ένα Κιτ Κατ!» Αυτό δεν ήταν παροιμία, ήταν διαφήμιση.
Ο μπαμπάς με κοίταξε στην αρχή έκπληκτος. Αλλά, καθώς την επόμενη στιγμή θυμήθηκε ότι τίποτα απ’ αυτά που λέει ή κάνει μια «διαβόλου κάλτσα» δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν, μου χαμογέλασε ξανά. Κι ύστερα άρχισε να μιλάει. Και να μιλάει και να μιλάει… Προσπαθώντας να με πείσει με γενικόλογα -αλλά τόσο γλυκά και πειστικά γενικόλογα- ότι η μαμά είχε δίκιο κι αυτός άδικο… Είχε δίκιο η μαμά, που τον είχε αφήσει μόνο κι έρμο για πέντε ολόκληρα χρόνια, κι είχε άδικο αυτός που εξαιτίας της είχε στερηθεί τα πρώτα νάζια, τα πρώτα λόγια, τα πρώτα βήματα του ίδιου του παιδιού του -της αφεντιάς μου δηλαδή.
Μυστήρια πράγματα, θα μου πείτε. Μπα, καθόλου μυστήρια δεν είναι. Γιατί, μπορεί ο μπαμπάς να μιλάει ώρες ατέλειωτες για τις αδικίες του κόσμου, αλλά ποτέ δε μιζεριάζει, ποτέ δε δείχνει να αισθάνεται ο ίδιος αδικημένος. Απλώς κάθεται στην πολυθρόνα του και μιλάει για τις αδικίες του κόσμου. Κι όταν δεν κάθεται και μιλάει για τις αδικίες του κόσμου, κάθεται και γράφει για τις αδικίες του κόσμου.
Ή τουλάχιστον φαντάζομαι ότι γράφει για τις αδικίες του κόσμου. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά δεν έχω διαβάσει κανένα από τα βιβλία του. Προσπάθησα κάποτε να ξεκινήσω ένα από τα τέσσερα που έχει εκδώσει τα τελευταία χρόνια, αλλά η εισαγωγή μου προκάλεσε ημικρανίες, μου ’μοιαζε λες κι ήταν γραμμένη σε άλλη γλώσσα κι έτσι τα παράτησα. Και δεν επιχείρησα να τα ξαναπιάσω από τότε. Μου φαίνονται, πώς να το πω, πολύ… πολύ κουλτουριάρικα, ρε παιδί μου! Προτιμώ ασυζητητί τον προφορικό του λόγο. Και τον γραπτό του Τσαρλς (του Μπουκόβσκι, βρε, ποιου Ντίκενς; Για κάνα παιδάκι με περάσατε; Επίσης μ’ αρέσει και ο… Αλλά, κάτσε, δεν πρόκειται να σας αναλύσω με το καλημέρα τις λογοτεχνικές μου προτιμήσεις!).
Τώρα θα μου πείτε ότι σας έχω ζαλίσει με τον μπαμπά, ενώ τη μαμά την έχω περάσει ξώφαλτσα. Μη βιάζεστε, θα τη γνωρίσετε και τη μαμά στην πορεία. Και τους παππούδες μου και τις γιαγιάδες μου, όσο χρειάζεται. Και όλα τ’ άλλα πρόσωπα της ιστορίας αυτής. Μιας ιστορίας μισοτελειωμένης, που ελπίζω κάποτε να την τελειώσω. Μιας ιστορίας που θα προσπαθήσω να σας την πω με το δικό μου τρόπο. Όχι τον τρόπο του μπαμπά, ο οποίος λέει άλλες ιστορίες. Για τις αδικίες του κόσμου.
Αυτό, άλλωστε, είναι κατά μία έννοια και το θέμα της δικής μου ιστορίας. Όχι οι αδικίες του κόσμου, αλλά ο μπαμπάς που κάθεται και μιλάει για τις αδικίες του κόσμου. Κι όποτε δεν κάθεται και μιλάει, κάθεται και γράφει για τις αδικίες του κόσμου. Έτσι τον θυμάμαι, από τότε που θυμάμαι και τον εαυτό μου: να κάθεται στην πολυθρόνα του και να…
Να κάθεται στην πολυθρόνα του… Ναι, σωστά, αυτό θα έπρεπε να το είχα διευκρινίσει από πιο νωρίς. Για να μην έχετε απορίες προτού καλά καλά ξεκινήσει η ιστορία.
Ο μπαμπάς κάθεται συνέχεια στην ίδια πολυθρόνα. Θα μπορούσε να είναι η αγαπημένη του, αλλά δε θα το έλεγα με σιγουριά. Αν και μπορεί να έχει γίνει η αγαπημένη του, ύστερα από τόσα χρόνια που τη χρησιμοποιεί καθημερινά.
Και τη χρησιμοποιεί καθημερινά, επειδή η πολυθρόνα είναι αναπηρική.
Και η πολυθρόνα είναι αναπηρική, επειδή ο μπαμπάς είναι ανάπηρος".

Δευτέρα, Νοεμβρίου 06, 2006

Συγγραφική έρευνα με... διαδικτυακή συνεργασία!

                           

Δεν τον φαντάζομαι έτσι ακριβώς τον ήρωά μου, αλλά με ενέπνευσε η... φάτσα (και το φυσικό περιβάλλον)!



Λοιπόν, το πήρα απόφαση. Δεν πρόκειται να πρωτοτυπήσω, βέβαια, μια και κάτι ανάλογο κάνει ήδη εδώ και καιρό η Λεία Βιτάλη. Μοιράζεται, δηλαδή, μέσω του μπλογκ της τις σκέψεις, τους προβληματισμούς, την έρευνα, καθώς και την -έστω και πρώιμη- συγγραφή του επόμενου βιβλίου της. Κομμάτι κομμάτι, κεφάλαιο προς κεφάλαιο.
Προσωπικά δε θα κάνω το ίδιο ακριβώς. Έχοντας προβληματιστεί από το γεγονός ότι δεν έχω καταφέρει εδώ και μήνες να βρω τον κατάλληλο παιδοψυχολόγο για να με βοηθήσει να κρίνω -και να "σουλουπώσω", αν χρειαστεί (που σίγουρα θα χρειαστεί)- τη συμπεριφορά του κεντρικού ήρωα του τρίτου μου βιβλίου, αποφάσισα να αποταθώ σε σας, σύντροφοι μπλόγκερς! Και κυρίως στο σημαντικό κομμάτι υμών που έχει παιδιά, έστω και όχι... διάνοιες. Τώρα, βέβαια, έτσι και βρω και κάποιους που έχουν παιδιά - μεγαλοφυΐες, δε θα μου... κακοπέσει, εδώ που τα λέμε! Πόσο μάλλον δε αν πετύχω διαδικτυακώς τον... ειδικό παιδοψυχολόγο που ψάχνω μετ' επιτάσεως!
Επαναλαμβάνω (για όσους δε διάβασαν το προηγούμενο ποστ) ότι ο κεντρικός ήρωας - αφηγητής μου είναι ένα χαρισματικό αγόρι΄ κοινώς διάνοια, με όλα τα συνακόλουθά της, θετικά και αρνητικά.
Σε πρώτη φάση, το αγόρι αφηγείται τις εμπειρίες του, όντας στην ηλικία των 12 ετών (σε δεύτερη φάση μεγαλώνει, ως είθισται, αλλά... μέχρις εκεί, μια και ανάθεμα κι αν ξέρω ακόμα τι θα γίνει όταν μεγαλώσει...). Είναι ένα παιδί που φαίνεται από μωρό ότι είναι ξεχωριστό. Μαθαίνει να γράφει και να διαβάζει από τα 4, έχει εμφανή κλίση στη λογοτεχνία από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, με αποτέλεσμα το σχολείο να μην του λέει απολύτως τίποτα (αντίθετα, τον κάνει να βαριέται και να πλήττει του θανατά). Μεγαλώνει χωρίς αδέλφια σε ένα ευχάριστο, άνετο, πολιτισμένο οικογενειακό περιβάλλον. Ο πατέρας του είναι συγγραφέας κι η μητέρα του ζωγράφος, και οι δύο πετυχημένοι στους τομείς τους. Νιώθει πιο κοντά στον πατέρα του, τον οποίο δεν είχε γνωρίσει μέχρι να γίνει τεσσάρων χρονών, μια και η μητέρα του είχε εγκαταλείψει τη συζυγική στέγη. Και ο μικρός δεν μπορεί να της συγχωρήσει τον εγκατάλειψη, θεωρώντας την υπεύθυνη για το ατύχημα που είχε ο πατέρας του΄ ένα ατύχημα που τον έχει αφήσει παράλυτο από την αριστερή πλευρά.
Μολολότι ανάπηρος, ο πατέρας είναι ένας ιδιαίτερα αισιόδοξος άνθρωπος, προσπαθώντας να εμφυσήσει στο γιο του τη θετική πλευρά της ζωής. Ο μικρός, ωστόσο, μεγαλώνοντας πολύ πιο γρήγορα από τα χρόνια του σε όλους τους τομείς, αρχίζει σιγά σιγά να ξεπερνάει τα όρια του προβληματικού παιδιού και ν' αγγίζει εκείνα της παράνοιας.
Κι αυτή ακριβώς η συμπεριφορά του μικρού είναι που με προβληματίζει. Έχω διαβάσει πάρα πολλά πράγματα για χαρισματικά παιδιά, αλλά εμπειρική γνώση δυστυχώς δεν έχω. Δε θα ήθελα, λοιπόν, ούτε κατά διάνοια να είμαι ανακριβής στις περιγραφές των καταστάσεων που βιώνει ο πιτσιρικάς.
Κι επειδή το διαδίκτυο είναι η μεγαλύτερη ανά τον κόσμο εγκυκλοπαίδεια, σκέφτηκα να κάνω ένα σημαντικό κομμάτι της συγκεκριμένης έρευνας σε άμεση συνεργασία με τους χρήστες του. Είναι κάτι που γίνεται κατά κόρον στο εξωτερικό, αλλά στην Ελλάδα και σ' αυτόν τον τομέα είμαστε ακόμα στα σπάργανα.
Αυτό που θα κάνω, λοιπόν, είναι το εξής: σε τακτά χρονικά διαστήματα, θα ανεβάζω ποστ με αποσπάσματα που έχω γράψει ήδη και που θα αφορούν αποκλειστικά τη συμπεριφορά του παιδιού. Προσοχή, η γραφή είναι ακόμα πρώιμη και μάλλον πρόχειρη -θ' αλλάξουν πολλά, εξυπακούεται, μέχρι να πάρει την τελική μορφή της. Δεν είν' αυτό, ασφαλώς, που μ’ ενδιαφέρει. Αυτό που θέλω από τους φίλους επισκέπτες - αναγνώστες του μπλογκ είναι οι απόψεις και οι κρίσεις τους (εμπειρικές και μη) γύρω από τη συμπεριφορά του παιδιού αυτού, που τυγχάνει να είναι και ο βασικός ήρωας - αφηγητής του βιβλίου.

Λοιπόν, αυτά γι' αρχή. Μέσα στις προσεχείς μέρες θα κοπιάρω την εισαγωγή και θ' ακολουθήσουν τμηματικά τα επιλεκτικά αποσπάσματα.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 01, 2006

Περί νοημοσύνης και διάνοιας

                                                         

Κάνοντας την έρευνα για το τρίτο μου βιβλίο, ανακάλυψα ένα μικρό θησαυρό. Λέγεται "Η Νοημοσύνη του Παιδιού σε 40 Ερωτήσεις" και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτης. Συγγραφέας του είναι ο Αλέν Λιερύ, καθηγητής Γενικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ρεν.
Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των ανά τον κόσμο ψυχολόγων, ο Λιερύ δεν επιχείρησε να γράψει ένα βιβλίο που θα το καταλάβαινε μόνον αυτός και πέντ' - έξι ακόμα επιφανείς συνάδελφοί του. Επιχείρησε να γράψει ένα βιβλίο απλό και κατανοητό σε όλον τον κόσμο. Και νομίζω ότι, όχι απλώς τα κατάφερε, αλλά δημιούργησε ένα εύπεπτο (με την καλή έννοια), ευχάριστο, χιουμοριστικό και παράλληλα εξαιρετικά χρήσιμο -και χρηστικό- επιστημονικό ανάγνωσμα. Χρήσιμο, βέβαια, για όλους τους σύγχρονους (ή τους επίδοξους) γονείς. Και ιδιαίτερα για τους χαζομπαμπάδες (Μπαμπάκη μ' ακούς;), οι οποίοι, κάθε φορά που το καμάρι τους τούς εκπλήσσει με μια ερώτηση ή παρατήρηση, εκείνοι θεωρούν ότι έχουν γεννήσει τον επίγονο του Κομφούκιου. Ή και για κείνους που τα βάφουν μαύρα θεωρώντας ότι το βλαστάρι τους είναι καθυστερημένο, επειδή δεν κατάλαβε την άσκηση που τους έβαλε η δασκάλα στο σχολείο.
Κλασικά ερωτήματα (που, λίγο ή πολύ, έχουμε όλοι οι γονείς) όπως «Αποκαλύπτεται η νοημοσύνη μέσα από το γραφικό χαρακτήρα;», «Τι σημαίνει να είναι ένα παιδί χαρισματικό;», «Τι είναι η νοητική καθυστέρηση», «Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο οικογενειακό περιβάλλον που να ευνοεί την ανάπτυξη της νοημοσύνης του παιδιού;», «Οι δοκιμασίες νοημοσύνης (IQ) είναι καλές ή κακές;», «Είμαστε έξυπνοι από τη γέννησή μας» και άλλα πολλά, απαντώνται με γλώσσα οικεία, καθημερινή, μακριά από ακατανόητους επιστημονικούς όρους και βαρύγδουπες ψυχαναλυτικές εκφράσεις. Πραγματικά, αξίζει τον κόπο (αν και μόνο περί κόπου δεν πρόκειται) να το διαβάσουν όλοι οι γονείς.
Α, παρεμπιπτόντως, η ανάγνωση της «Νοημοσύνης του Παιδιού» με βοήθησε σημαντικά στην έρευνα για το βιβλίο μου, αλλά όχι απόλυτα. Επειδή ο κεντρικός ήρωας - αφηγητής μου είναι ένα χαρισματικό - προβληματικό παιδί (κοινώς διάνοια, με όλα τα επαγωγές της, θετικές και αρνητικές) δυσκολεύομαι να βρω την κατάλληλη βιβλιογραφία, αλλά κυρίως τον κατάλληλο παιδοψυχολόγο που να έχει εμπειρική γνώση για τη συμπεριφορά ξεχωριστών παιδιών (με δείκτη νοημοσύνης, δηλαδή, πολύ πάνω από το μέσο όρο). Ειδικά τον παιδοψυχολόγο τον αναζητά μετ’ επιτάσεως εδώ και καιρό για να διαβάσει τα όσα έχω γράψει μέχρι τώρα και να μου κάνει τις υποδείξεις του. Έχω βρει κάμποσους, δηλαδή, οι οποίοι ωστόσο είναι ειδικοί όχι σε περιπτώσεις διάνοιας, αλλά σε περιπτώσεις… παράνοιας -αν και, εδώ που τα λέμε, η γραμμή ανάμεσα στους δύο αυτούς όρους είναι εξαιρετικά λεπτά…).

Πάσα βοήθεια, λοιπόν, δεκτή!