Εισαγωγή: ΜΠΑΜΠΑΣ (και μία προσημείωση)
(Αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω όλους όσους (και όλες όσες, εξυπακούεται) επικοινωνούν... ομαδόν μαζί μου (με σχόλια στο μπλογκ, αλλά κυρίως με e-mail), βοηθώντας με -αφάνταστα, ομολογώ- στην έρευνά μου. Αισθάνομαι επίσης την ανάγκη να ομολογήσω ότι είμαι... μπαγλαμάς! Τόσον καιρό το μυαλό μου δεν είχε πάει καθόλου στη Mensa! Για την ακρίβεια, δεν ήξερα καν ότι υπάρχει ελληνικό τμήμα της... Μου το επισήμανε μια καλή φίλη και, φυσικά, το πρώτο πράγμα που έκανα (αφού έπαψα πρώτα να χάσκω...) ήταν να αναζητήσω στοιχεία στο Ίντερνετ. Βρήκα αρκετά και αύριο πρωί πρωί θα επικοινωνήσω με τους υπεύθυνους. Και, από εκεί και πέρα, βλέπουμε. Ευχαριστώ ξανά!) :)
Λοιπόν, ξεκινάμε με την εισαγωγή. Την οποία παραθέτω αυτούσια. Επαναλαμβάνω, η γραφή είναι ακόμα πρώιμη, θ' αλλάξουν κάμποσα πράγματα μέχρι το τέλος.
Για όσους έχουν απορίες περί τίνος πρόκειται, μπορούν να διαβάσουν το αμέσως προηγούμενο ποστ.
Φύγαμε, λοιπόν!
"ΤΟΝ ΜΠΑΜΠΑ ΜΟΥ τον γνώρισα όταν ήμουν τεσσάρων χρονών και κάτι. Μέχρι τότε τον έκρυβε η μαμά μου. Όχι από μένα, αλλά από τον ίδιο της τον εαυτό.
Ήθελε να μείνει μόνη της, λέει. Να κάνει ένα διάλειμμα. Έτσι μου είπε. Έτσι μου λέει από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Όχι, δηλαδή, ότι έχει περάσει και πολύς καιρός από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Παιδί είμαι ακόμα. Τουλάχιστον παιδί με λένε όλοι οι άλλοι. Ακόμα και ο μπαμπάς μου, ώρες ώρες. Και η μαμά μου. Και ο παππούς και η γιαγιά μου. Και οι φίλοι του παππού και της γιαγιάς και του μπαμπά και της μαμάς μου. Και οι φίλοι οι δικοί μου (η φίλη η δική μου, με ήτα, θηλυκού γένους δηλαδή, το όμικρον γιώτα προδίδει πολλούς φίλους. Κι εγώ δεν έχω πολλούς φίλους. Δεν έχω ούτε ένα φίλο, για την ακρίβεια. Παρά μόνον μία φίλη. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω).
Έτσι με λένε, λοιπόν, όλοι: παιδί. Ή, ακόμα χειρότερα, παιδάκι. Και διάφορα άλλα, όπως πιτσιρίκι, μόμολο, μικρούλι, νιάνιαρο, μπασμένο… Ανάλογα, δηλαδή, με την ψυχική διάθεση στην οποία βρίσκονται όταν μου μιλάνε ή όταν μιλάνε για μένα. Όμως εγώ δε νιώθω παιδάκι. Ούτε πιτσιρίκι ούτε μόμολο ούτε μικρούλι ούτε μπασμένο. Είμαι δώδεκα στα δεκατρία, γαμώτο μου! Όσο ακριβώς είναι κι ο σκύλος μου, ο Έρικ. Αυτόν, όμως, δεν τον λένε παιδάκι, τον λένε γέρο! Ε, δεν είναι αδικία αυτό;
Ο κόσμος, όμως, είναι γεμάτος αδικίες, πολύ χειρότερες απ’ αυτήν. Το ξέρω, το βλέπω, το αντιμετωπίζω καθημερινά. Και το ακούω καθημερινά. Από τον μπαμπά μου. Ο οποίος μου το επαναλαμβάνει σταθερά με κείνη την ήρεμη, γεμάτη σιγουριά φωνή του κάθε φορά που καταλαβαίνει ότι αισθάνομαι να μ’ έχουν αδικήσει κατάφωρα. Όχι, δηλαδή, ότι νιώθω πολύ συχνά αδικημένος, καμιά δεκαριά φορές την ημέρα κατά μέσο όρο -περισσότερες τις εργάσιμες, λιγότερες τα Σαββατοκύριακα.
Κανονικά θα ’πρεπε να μ’ εκνευρίζει. Όπως εκνευρίζονται όλοι οι συνομήλικοί μου όταν κάποιος μεγάλος τούς κάνει κήρυγμα («συνομήλικοι»; Χα!). Όμως τα λόγια του πατέρα μου δεν ακούγονται σαν κήρυγμα, κάθε άλλο. Χίλιες δυο φορές τα ’χω ακούσει σε χίλιες δυο παραλλαγές και ποτέ δε μ’ έχουν κάνει να τα πάρω στο κρανίο.
Μα τι λέω, μωρέ, ίσα ίσα, τα παίρνω στο κρανίο, στην κυριολεξία: τα λόγια του μπαμπά βγαίνουν απ’ το στόμα του γαλήνια, μαγευτικά, μπουκάρουν κατευθείαν μες στο μυαλό μου, το μουδιάζουν, το συναρπάζουν, το αιχμαλωτίζουν! Μέχρι, βέβαια, να τα ξεχάσω. Αλλά εκείνος δεν είναι απ’ τους μπαμπάδες που έχουν για παιδαγωγικό τους πρότυπο την επίκληση της παροιμίας «απ’ τα ένα αυτί μπαίνουν, απ’ το άλλο βγαίνουν». Βέβαια, χρησιμοποιεί κι αυτός συχνά παροιμίες, αλίμονο, τι σόι παιδί του μπαμπά του θα ήταν (κι ο μπαμπάς του, ο παππούς ο μεγάλος -ο μπαμπάς της μαμάς μου είναι ο παππούς ο μικρός- είναι ικανός να σου βρει στο πιτς φυτίλι παροιμία για το πιο απίθανο πράγμα που μπορείς να σκεφτείς). Όμως ο μπαμπάς ο δικός μου έχει κάνει ξεσκαρτάρισμα: χρησιμοποιεί μόνο εκείνες τις παροιμίες που πιστεύει, βρε παιδάκι μου, ότι κάτι καλό έχουν να πουν, ότι εκπέμπουν θετικά μηνύματα, όπως θα’ λεγε κι ο άλλος μου ο παππούς, ο παππούς ο μικρός. Εκείνες με τ’ αρνητικά μηνύματα τις έχει διαγράψει απ’ το ρεπερτόριό του.
Κάθε φορά, λοιπόν, που ο μπαμπάς διαπιστώνει ότι μ’ έχει κυριεύσει πάλι αυτό το αίσθημα του αδικημένου, ότι αυτά που μου ’χε πει, δηλαδή, πριν από κάτι ώρες πήγαν στο βρόντο, κάθεται υπομονετικά και μου τα ξαναλέει΄ μου τα ξαναλέει με άλλα λόγια, με διαφορετικές παροιμίες, με ατέλειωτα παραδείγματα και συναρπαστικές παραβολές -όχι σαν κι εκείνες του Χριστού, ο μπαμπάς δεν είναι της εκκλησίας. Κι εγώ, φυσικά, μετά από λίγο τον αναγκάζω με τη στάση μου να μου τα ξαναπεί. Ώρες ώρες, μου φαίνεται ότι αυτό το μυστήριο, ανεξερεύνητο τμήμα του εγκεφάλου μου το κάνει επίτηδες: ρουφάει σαν σφουγγάρι τα λόγια του μπαμπά κι ύστερα από λίγο τα κρύβει πίσω απ’ τα θεόρατα τείχη της λησμονιάς, ώστε να τον αναγκάσει να μου τα ξαναπεί. Κι εκείνος, σαν να καταλαβαίνει τα περίεργα παιχνίδια που γίνονται μες στο ξεροκέφαλό μου, χαμογελάει, μου χαϊδεύει τα μαλλιά κι αρχίζει ξανά να μιλάει…
Σας είπα ήδη ποιο είναι το αγαπημένο μας θέμα στις συζητήσεις που κάνουμε με τον μπαμπά: οι αδικίες του κόσμου. Το δικό μου αγαπημένο θέμα, δηλαδή, αφού πάντα εγώ το προκαλώ, συνειδητά ή όχι. Το κάνω, εξυπακούεται, για να αισθάνομαι καλύτερα, ακούγοντας ότι υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα στον κόσμο απ’ το να με αποκαλούν οι μεγάλοι παιδάκι ή απ’ το να μη μ’ αφήνουν να δω στην τηλεόραση τη νυχτερινή ζώνη του Φίλμνετ. (Εντάξει, μην το παίρνετε και τοις μετρητούς ό,τι λέω. Ασφαλώς κι έχω βιώσει χειρότερες αδικίες απ’ αυτές. Αλλά ακόμα είναι εισαγωγή, αν σας τα πω όλα από τώρα, τι διάολο θα σας πω μετά;).
Εκτός από παιδάκι, βέβαια, οι μεγάλοι με αποκαλούν και «διαβόλου κάλτσα». Καταλαβαίνω τι σημαίνει, σας το είπα, δεν είμαι κάνα παιδάκι -άλλωστε τι σόι διαβόλου κάλτσα θα ήμουν αν δεν καταλάβαινα τι σημαίνει; Έτσι, λοιπόν, τις περισσότερες φορές δεν προκαλώ μόνο τις συζητήσεις με τον μπαμπά, αλλά και τον ίδιο τον μπαμπά. Όπως κάθε φορά που του θίγω το περιβόητο «διάλειμμα» της μαμάς.
Θυμάμαι σχεδόν αυτούσια μία απ’ τις πρώτες συζητήσεις που είχαμε κάνει σχετικά. Πριν από κάμποσα χρόνια…
«Μα, βρε μπαμπά, αφού είσαι τόσο καλός!» του είχα πει γαλίφικα. «Δεν μπορώ να το καταλάβω. Πώς μπόρεσε και σ’ άφησε μόνο για τόσα χρόνια η μαμά;»
Ο μπαμπάς μού χαμογέλασε και μου χάιδεψε τα μαλλιά -όπως κάνει πάντα, αλλά εγώ το νιώθω σαν να ’ναι η πρώτη, η μοναδική φορά.
«Είχε τους λόγους της», είπε. «Και, πίστεψέ με μαγκάκο, ήταν πολύ σοβαροί λόγοι».
«Δεν μπορώ να τους μάθω κι εγώ αυτούς τους λόγους;»
«Θα τους μάθεις σύντομα. Ή μάλλον, για να το πω πιο σωστά, θα τους καταλάβεις σύντομα».
«Τώρα, δηλαδή, δεν μπορώ να τους καταλάβω;»
«Ίσως και να μπορείς. Ίσως, όμως, και να τους παρερμηνεύσεις, να μην τους καταλάβεις σωστά, δηλαδή».
«Ξέρω τι σημαίνει ‘‘παρερμηνεύω’’, δεν είμαι παιδάκι!»
«Τι είσαι; Εκτός από μαγκάκος, βέβαια»
«Σχεδόν έφηβος!» είπα με καμάρι, μολονότι δεν είχα τελειώσει καλά καλά την πρώτη δημοτικού. «Και πρέπει να μου φέρεστε αναλόγως, κι εσύ και η μαμά. Και κυρίως η μαμά».
«Η οποία σου φέρεται πώς;»
«Πώς μου φέρεται; Σαν να είμαι ακόμα μωρό! Σαν να μ’ έχει στην κούνια και με νανουρίζει! Έτσι ακριβώς αισθάνομαι όταν απαντάει στις ερωτήσεις μου».
«Ποιες ερωτήσεις;»
«Γιατί σε είχε εγκαταλείψει πριν καν γεννηθώ».
«Αυτή είναι μία ερώτηση»
«Που τη ρωτάω και την ξαναρωτάω!» είπα πεισματάρικα. «Οπότε γίνονται πολλές ερωτήσεις!»
«Και τι σου λέει;»
«Τίποτα δε μου λέει! Αερολογίες! Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα!» Πες πες, με είχε κάνει εξπέρ στις παροιμίες ο μπαμπάς. «Το μόνο που μου τσαμπουνάει συνέχεια» συνέχισα με έπαρση «είναι ότι ήθελε να κάνει ένα ‘‘διάλειμμα’’… Ακούς εκεί διάλειμμα! Αν θες διάλειμμα, κυρά μου, πάρε ένα Κιτ Κατ!» Αυτό δεν ήταν παροιμία, ήταν διαφήμιση.
Ο μπαμπάς με κοίταξε στην αρχή έκπληκτος. Αλλά, καθώς την επόμενη στιγμή θυμήθηκε ότι τίποτα απ’ αυτά που λέει ή κάνει μια «διαβόλου κάλτσα» δεν πρέπει να εκπλήσσει κανέναν, μου χαμογέλασε ξανά. Κι ύστερα άρχισε να μιλάει. Και να μιλάει και να μιλάει… Προσπαθώντας να με πείσει με γενικόλογα -αλλά τόσο γλυκά και πειστικά γενικόλογα- ότι η μαμά είχε δίκιο κι αυτός άδικο… Είχε δίκιο η μαμά, που τον είχε αφήσει μόνο κι έρμο για πέντε ολόκληρα χρόνια, κι είχε άδικο αυτός που εξαιτίας της είχε στερηθεί τα πρώτα νάζια, τα πρώτα λόγια, τα πρώτα βήματα του ίδιου του παιδιού του -της αφεντιάς μου δηλαδή.
Μυστήρια πράγματα, θα μου πείτε. Μπα, καθόλου μυστήρια δεν είναι. Γιατί, μπορεί ο μπαμπάς να μιλάει ώρες ατέλειωτες για τις αδικίες του κόσμου, αλλά ποτέ δε μιζεριάζει, ποτέ δε δείχνει να αισθάνεται ο ίδιος αδικημένος. Απλώς κάθεται στην πολυθρόνα του και μιλάει για τις αδικίες του κόσμου. Κι όταν δεν κάθεται και μιλάει για τις αδικίες του κόσμου, κάθεται και γράφει για τις αδικίες του κόσμου.
Ή τουλάχιστον φαντάζομαι ότι γράφει για τις αδικίες του κόσμου. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά δεν έχω διαβάσει κανένα από τα βιβλία του. Προσπάθησα κάποτε να ξεκινήσω ένα από τα τέσσερα που έχει εκδώσει τα τελευταία χρόνια, αλλά η εισαγωγή μου προκάλεσε ημικρανίες, μου ’μοιαζε λες κι ήταν γραμμένη σε άλλη γλώσσα κι έτσι τα παράτησα. Και δεν επιχείρησα να τα ξαναπιάσω από τότε. Μου φαίνονται, πώς να το πω, πολύ… πολύ κουλτουριάρικα, ρε παιδί μου! Προτιμώ ασυζητητί τον προφορικό του λόγο. Και τον γραπτό του Τσαρλς (του Μπουκόβσκι, βρε, ποιου Ντίκενς; Για κάνα παιδάκι με περάσατε; Επίσης μ’ αρέσει και ο… Αλλά, κάτσε, δεν πρόκειται να σας αναλύσω με το καλημέρα τις λογοτεχνικές μου προτιμήσεις!).
Τώρα θα μου πείτε ότι σας έχω ζαλίσει με τον μπαμπά, ενώ τη μαμά την έχω περάσει ξώφαλτσα. Μη βιάζεστε, θα τη γνωρίσετε και τη μαμά στην πορεία. Και τους παππούδες μου και τις γιαγιάδες μου, όσο χρειάζεται. Και όλα τ’ άλλα πρόσωπα της ιστορίας αυτής. Μιας ιστορίας μισοτελειωμένης, που ελπίζω κάποτε να την τελειώσω. Μιας ιστορίας που θα προσπαθήσω να σας την πω με το δικό μου τρόπο. Όχι τον τρόπο του μπαμπά, ο οποίος λέει άλλες ιστορίες. Για τις αδικίες του κόσμου.
Αυτό, άλλωστε, είναι κατά μία έννοια και το θέμα της δικής μου ιστορίας. Όχι οι αδικίες του κόσμου, αλλά ο μπαμπάς που κάθεται και μιλάει για τις αδικίες του κόσμου. Κι όποτε δεν κάθεται και μιλάει, κάθεται και γράφει για τις αδικίες του κόσμου. Έτσι τον θυμάμαι, από τότε που θυμάμαι και τον εαυτό μου: να κάθεται στην πολυθρόνα του και να…
Να κάθεται στην πολυθρόνα του… Ναι, σωστά, αυτό θα έπρεπε να το είχα διευκρινίσει από πιο νωρίς. Για να μην έχετε απορίες προτού καλά καλά ξεκινήσει η ιστορία.
Ο μπαμπάς κάθεται συνέχεια στην ίδια πολυθρόνα. Θα μπορούσε να είναι η αγαπημένη του, αλλά δε θα το έλεγα με σιγουριά. Αν και μπορεί να έχει γίνει η αγαπημένη του, ύστερα από τόσα χρόνια που τη χρησιμοποιεί καθημερινά.
Και τη χρησιμοποιεί καθημερινά, επειδή η πολυθρόνα είναι αναπηρική.
Και η πολυθρόνα είναι αναπηρική, επειδή ο μπαμπάς είναι ανάπηρος".
14 σχόλια:
Pairnontas thn prwth entypwsiakh geysh, elpizw kai eyxomai na ftasete ws to telos!
Kalhspera kai kalh synexeia :-)
@ giota
Καλωσήρθες και σ' ευχαριστώ.
Ως το τέλος; Μμμ... Θα το δούμε στην πορεία :)
Πρώτα απ' όλα τις ευχές μου για τη συγγραφή. Μου αρέσει το πλάνο. Ξεφεύγει από τα συνηθισμένα οικογενειακά και φαίνεται τολμηρό. Λοιπόν ο μικρός είναι μπελάς. Αλλά ωραίος μπελάς, τουλάχιστον προς το παρόν. Αναμφίβολα τα χαρισματικά παιδιά γεννιούνται και δεν γίνονται. Είναι παιδιά που από την αρχή έχουν μία διαφορετική αίσθηση του κόσμου και μαθησιακά προχωρούν πολύ γρήγορα. Πιστεύω ότι μία καλή πηγή θα είναι να διαβάσετε σχετικά με τον εγκέφαλο και τις λειτουργίες του. Υπάρχουν άνθρωποι που τα εγκεφαλικά τους κύτταρα πολλαπλασιάζονται ταχύτατα και το παραμικρό ερέθισμα είναι ικανό να δημιουργεί γρήγορα συνάψεις ( να ενώνει δηλαδή τα κενά ανάμεσα στους νευρώνες ). Αυτόματα αυτές οι ικανότητες δημιουργούν και την ανάλογη ψυχολογία. Χαρακτηριστικό των παιδιών αλλά και των ανθρώπων αυτών, είναι η απίστευτη ικανότητα συγκέντρωσης, η πολύπλοκη αντίληψη των καταστάσεων και η ταχύτατη αντίδραση σε συμπεράσματα κασι απόψεις. Είναι αυτό που λέμε απαρτιωτική ικανότητα. Γρήγορα έρχεται η απομυθοποίηση και φυσικά ο κυνισμός. Βλέπετε όλα έχουν γι' αυτούς το χαρακτήρα του πεπερασμένου και πιστέψτε με ο κόσμος είναι πολύ μικρός. Ελπίζω να σας βοήθησα προς το παρόν
Πρώτα απ' όλα τις ευχές μου για τη συγγραφή. Μου αρέσει το πλάνο. Ξεφεύγει από τα συνηθισμένα οικογενειακά και φαίνεται τολμηρό. Λοιπόν ο μικρός είναι μπελάς. Αλλά ωραίος μπελάς, τουλάχιστον προς το παρόν. Αναμφίβολα τα χαρισματικά παιδιά γεννιούνται και δεν γίνονται. Είναι παιδιά που από την αρχή έχουν μία διαφορετική αίσθηση του κόσμου και μαθησιακά προχωρούν πολύ γρήγορα. Πιστεύω ότι μία καλή πηγή θα είναι να διαβάσετε σχετικά με τον εγκέφαλο και τις λειτουργίες του. Υπάρχουν άνθρωποι που τα εγκεφαλικά τους κύτταρα πολλαπλασιάζονται ταχύτατα και το παραμικρό ερέθισμα είναι ικανό να δημιουργεί γρήγορα συνάψεις ( να ενώνει δηλαδή τα κενά ανάμεσα στους νευρώνες ). Αυτόματα αυτές οι ικανότητες δημιουργούν και την ανάλογη ψυχολογία. Χαρακτηριστικό των παιδιών αλλά και των ανθρώπων αυτών, είναι η απίστευτη ικανότητα συγκέντρωσης, η πολύπλοκη αντίληψη των καταστάσεων και η ταχύτατη αντίδραση σε συμπεράσματα κασι απόψεις. Είναι αυτό που λέμε απαρτιωτική ικανότητα. Γρήγορα έρχεται η απομυθοποίηση και φυσικά ο κυνισμός. Βλέπετε όλα έχουν γι' αυτούς το χαρακτήρα του πεπερασμένου και πιστέψτε με ο κόσμος είναι πολύ μικρός. Ελπίζω να σας βοήθησα προς το παρόν
@ so_far
Eυχαριστώ για τις ευχές. Ελπίζω να... πιάσουν! :)
Έχω διαβάσει πολλά για τις λειτουργίες του εγκεφάλου, τόσα που προς στιγμήν... στάμησε να λειτουργεί ο δικός μας εγκέφαλος! Αντίθετα, διαβάζοντας τις σκέψεις, τις απόψεις, τις υποδείξεις όλων υμών, η έρευνα γίνεται πολύ πιο ευχάριστη και ξεκούραστη. Και, πραγματικά, με βοηθάει περισσότερο.
:))
Από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνομε γιά τον ήρωά σου, είναι ότι νιώθει αδικημένος- και διαπιστώνει συνολικά τις αδικίες στον κόσμο. Μ' αρέσει αυτή η πρώτη προσέγγιση.
Στο προηγούμενο σχόλιο (so_far), συνοψίζονται πολύ καλά τα χαρακτηριστικά αυτών τών παιδιών.
Ας προσθέσω, ότι η συνειδητοποίηση τής διαφορετικότητάς τους από τα ίδια δεν είναι αυτονόητη, χρειάζεται χρόνο γιά να αποκτηθεί.
Τον υπαινιγμό τής μοναχικής πορείας τον βλέπω- έχει μόνον μία φίλη. Υποθέτω, επειδή δεν βρίσκει άλλους "συνομιλητές" τής ηλικίας του. Αρχίζει να κάνει παρέα με κάποιον και, σύντομα, τον βαριέται. Ως παιδί (γιατί ΕΙΝΑΙ παιδί ακόμη), δεν έχει την συναισθηματική ωριμότητα να αποδεχθεί συμβιβασμούς στις σχέσεις του.
Πολύ θέλω να δω πώς θα εξελιχθεί- θα τον παρακολουθώ!
Φίλε Ντόντο, νομίζω ότι όλα τα παιδιά νιώθουν -λίγο ως πολύ- αδικημένα, πόσο μάλλον ένα "μεγάλο" παιδί. Είναι ξεκάθαρο ότι ένα τέτοιο παιδί αργεί να συνειδητοποιήσει τη διαφορετικότητά του. Συχνά, ωτόσο, έχω την εντύπωση πως θεωρεί εαυτόν φυσιολογικό και τους συνομήλικούς του διαφορετικούς...
Έχεις ξεκινήσει πολύ καλά!
Ο τρόπος γραφής είναι αρκετά αληθοφανής και πείθει.
An-lu, σ' ευχαριστώ! Ελπίζω να διατηρήσεις την άποψή σου και στη συνέχεια :)
Μ' αρέσει που ξεκινάς με το παιδί να αφηγείται τα της καθημερινότητας και της ζωής του όπως τα αντιλαμβάνεται μέσα απ' τον δικό του προσωπικό καθρέφτη. "Από μικρό κι από "τρελό" μαθαίνεις την αλήθεια" που λέει και η παροιμία. Επίσης, τα παιδιά κάνουν γκελ όπως και στα θεάματα (κινηματογράφος, θέατρο). Κλέβουν συνήθως την παράσταση.
Aλεπού, έννοια σου κι ο μικρός δεν είναι τρελός! Αλλά ούτε και... μικρός, εδώ που τα λέμε...
Σου έχουν πει ποτέ ότι είσαι φτυστός ο Θοδωρής Ρακιντζής? Αλήθεια!
:-)
Ανώνυμε, ναι, μου το 'χουν πει άλλη μια φορά, πολύ παλιά.
Και τι, δηλαδή, θα πρέπει να με κολακεύει αυτό;..
:)
@ ανώνυμο; (2)
Κι ύστερα απ' αυτή τη δεύτερη τραυματική εμπειρία της ζωής μου, πρέπει να επισπεύσω αυτό που σκοπεύω από καιρό:
Ν' αλλάξω φωτογραφία!
:)
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα