Δευτέρα, Νοεμβρίου 20, 2006

(Ξανα-μανά) Kεφάλαιο 1ο: ΕΙΚΟΝΕΣ

Τι διάολο συμβαίνει ώρες ώρες μ' αυτόν τον blogger δεν μπορώ να καταλάβω... Ξαφνικά, το τελευταίο μου ποστ χάθηκε, εξαφανίστηκε! Μέσα στη "μονταζιέρα" (πώς αλλιώς να την πω;) το βλέπω κανονικά, αλλά στο μπλογκ ήταν αόρατο! Γ' αυτό κι εγώ έκανα edit κι ο θεός βοηθός...
Με την ευκαιρία, να ευχαριστήσω για άλλη μια φορά τους φίλους και τις φίλες που με έχουν βοηθήσει αφάνταστα με τα μηνύματα -κυρίως e-mail. Και το πιο σημαντικό απ' όλα είναι ότι έχω βοηθηθεί από γνώμες και απόψεις απλών, καθημερινών ανθρώπων που, όχι απλώς δεν είχαν ποτέ συναναστροφή με παιδιά - διάνοιες, αλλά δεν έχουν καν παιδιά...
Γ' αυτό σας λέω: πάσα γνώμη δεκτή. Εξαπανέκαθεν, που λένε, είχα την αρχή να μην απορρίπτω εκ προοιμίου απολύτως τίποτα, να έχω πάντα τ' αυτιά ανοιχτά -τα μάτια, στην προκειμένη περίπτωση.
Περιμένω απόψεις και σχόλια, λοιπόν! Απ' όλους όσοι θεωρούν ότι κάτι έχουν να πουν Οτιδήποτε.

Λοιπόν, συνεχίζω με κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το πρώτο κεφάλαιο.
Όσοι μπαίνουν στο μπλογκ για πρώτη φορά, μπορούν να πάρουν μια ιδέα περί τίνος πρόκειται κάνοντας κλικ εδώ και να διαβάσουν την εισαγωγή εδώ.


" (…) Κληρονομικό χάρισμα ήταν και τα δυο μπροστινά λαγουδίσια δόντια μου -που αργότερα θα τα ’χανα και θα πανηγύριζα, θα τα ξανάβγαζα και θα μελαγχολούσα, μια και θα ήταν ίδια κι απαράλλαχτα με τα πρωτότυπα, λες και τα ’χαν σκανάρει σε υψηλή ανάλυση. Του μπαμπά τα δόντια ήταν βέβαια πολύ μεγαλύτερα απ’ τα δικά μου, μεγαλύτερα κατά σαράντα χρόνια, όση και η διαφορά ηλικίας μας. Τα ’βλεπα σχεδόν να δαγκώνουν το κάτω χείλι του, να προεξέχουν κάτασπρα κι αστραφτερά -λογικό, αφού ήταν σε αχρησία για εννιά ολόκληρους μήνες. Τα ’βλεπα να μου χαμογελάνε μαζί με τα χείλια του, μαζί με τα καστανά του μάτια, που όμως αυτά δεν τα ’χε πάρει από μένα. Τα δικά μου ήταν γκιζοπράσινα, σαν της μαμάς, αν και τα ’νιωθα να σκουραίνουν και να σκοτεινιάζουν όταν θύμωνα ή απογοητευόμουν.
Ή όταν βρισκόμουν σε αμηχανία. Κάπως έτσι αισθανόμουν κι εκείνη τη στιγμή, τη στιγμή που πρόφερα ελεεινά τ’ όνομά μου. Κατέβασα το κεφάλι μου στο πάτωμα κι άρχισα να χαζεύω τα ολοκαίνουργια μοκασίνια που μου ’χε αγοράσει η μαμά, μην αντέχοντας τα μάτια του μπαμπά καρφωμένα πάνω στα δικά μου. Τα είχε μισόκλειστα στην αρχή. Τη στιγμή όμως που έκανα την αποτυχημένη προσπάθεια να ψελλίσω τ’ όνομά μου, σπίθισαν ξαφνικά κι άνοιξαν διάπλατα. Όμως ο ίδιος δεν κουνήθηκε ρούπι. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, όπως έμαθα αργότερα. Μόνο το κεφάλι του σάλεψε ανεπαίσθητα -ή μπορεί και να μου φάνηκε.
Κι ύστερα πρόσεξα ότι τα μάτια του θάμπωσαν. Γέμισαν από δάκρυα που είχαν στήσει τρελό, αφρισμένο χορό λίγο παραέξω απ’ την εκβολή τους, αλλά αρνιόνταν να σπάσουν το φράγμα που τα συγκρατούσε και να ξεχυθούν ελεύθερα στα χλωμά του μάγουλα. (…)


(…) «Ποιος σου τα είπε όλα αυτά;»
«Η μαμά»
«Σου είπε και κάτι άλλο η μαμά;» Η φωνή του μπαμπά έτρεμε όλο και περισσότερο.
«Ότι είσαι ο μπαμπάς μου»
Κάπου εκεί τελειώνει η πρώτη ανάμνηση που έχω από τον μπαμπά, τουλάχιστον το έντονο κομμάτι της. Το μόνο που θυμάμαι από κει και πέρα είναι κάτι σκόρπιες, θολές εικόνες: τα μάτια του μπαμπά ξαφνικά να κλείνουν, κάμποσους περίεργους και περίεργες με άσπρες μπλούζες και ρόμπες να πηγαινοέρχονται στο δωμάτιο με φούρια, μηχανήματα να βουίζουν, λαμπάκια ν’ αναβοσβήνουν, τη μαμά, τον παππού Κώστα, τη γιαγιά Μαρίνα, τον παππού Χρήστο, την γιαγιά Κατίνα και κάτι φίλους και φίλες του μπαμπά που τους γνώρισα αργότερα αλλά που τότε τους έβλεπα για πρώτη φορά να μπαινοβγαίνουν, να στέκονται πάνω απ’ το κρεβάτι του μπαμπά και να του χαμογελάνε. Μόνο που εκείνος δεν τους χαμογελούσε πίσω΄ δεν τους έβλεπε. Τα μάτια του ήταν σφαλιστά. (…)


(…) Τώρα θα μου πείτε τι σόι ζωή είν’ αυτή αν είσαι αναγκασμένος να την περάσεις σε μια πολυθρόνα που τσουλάει. Έστω και μια πολυθρόνα δερμάτινη, μια πολυθρόνα τελευταία λέξη της τεχνολογίας (με τρεις μπροστινές ταχύτητες και μία όπισθεν, παρακαλώ), μια πολυθρόνα πολυτελείας, μια πολυθρόνα που κόστιζε μια μικρή περιουσία. Όμως οι γονείς μου δεν έχουν μια μικρή περιουσία, έχουν μια μεγάλη περιουσία. Τουλάχιστον μεγαλύτερη από το μέσο όρο. Μόνο τη δίπατη μεζονέτα μας στο Καλαμάκι με το κοντοκουρεμένο γκαζόν και τα περιποιημένα παρτέρια με τα λουλούδια γύρω γύρω να έβλεπε κανείς, θα καταλάβαινε ότι το φυσάμε το παραδάκι΄ για την ακρίβεια, ο μπαμπάς κι η μαμά το φυσάνε, εμένα απλώς μου το εξαργυρώνουν σε είδος -ίσα με μια ντουζίνα πλέι στέισον θα πρέπει να ’χω ξεπαστρέψει τα τελευταία χρόνια.
Για μένα όλ’ αυτά ήταν μια πολύ απότομη αλλαγή. Για βάλτε τα κάτω: η Αθήνα, το Καλαμάκι, η μεζονέτα, τα πλέι στέισον και πάνω απ’ όλα ο μπαμπάς, μπήκαν στη ζωή μου μονοκοπανιά, έτσι αναπάντεχα κι αλλόκοτα, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Δεν μπορώ να πω ότι θυμάμαι και πολλά πράγματα από τη ζωή μου μέχρι τότε΄ όμως θυμάμαι πολύ καλά την αλλαγή, θυμάμαι ότι η ζωή μου γέμισε ξαφνικά. Όχι ότι έως τότε ήταν άδεια, αλλά, όσο να ’ναι, ένα παιδάκι δυο - τριών χρονών δεν έχει και πολλά πράγματα να κάνει ζώντας με τη μαμά του σ’ ένα ξερονήσι της άγονης γραμμής… Δε λέω, με βάση κάποιες θαμπές εικόνες που έχω ακόμα μες στο κεφάλι μου, η αγροικία όπου μέναμε κολυμπούσε, θαρρείς, μεσ' στη θάλασσα, η ξανθιά αμμουδιά ήταν ατέλειωτη, η μαμά μού άλλαζε τα κουβαδάκια πιο συχνά κι από τις πάνες και τ’ άλλα παιδάκια που έπαιζαν μαζί μου άφηναν να έχω εγώ τον πρώτο λόγο. Με τη μόνη διαφορά ότι η αγροικία όπου μέναμε βρισκόταν στη μέση του πουθενά, η θάλασσα τον περισσότερο καιρό ήταν άγρια και μπούζι, η ξανθιά αμμουδιά στροβιλιζόταν κάθε τόσο απ’ τους αέρηδες και γινόταν αμμοθύελλα, τα κουβαδάκια ήταν ουσιαστικά τα μόνα μου χρηστικά παιχνίδια και τ’ άλλα παιδάκια άφηναν να έχω εγώ τον πρώτο λόγο επειδή δεν τον καταλάβαιναν΄ ούτε κι εγώ καταλάβαινα το δικό τους΄ μιλούσαν άλλη γλώσσα΄ κι έρχονταν στο νησί μόνο τα καλοκαίρια.
Εκείνο το καλοκαίρι, το καλοκαίρι του 2004, ήταν το πρώτο που δεν το πέρασα στη Φολέγανδρο, αλλά στην Αθήνα. Δεν έμενα πια στην αγροικία πλάι στη θάλασσα, αλλά στη μεζονέτα απέναντι από τη θάλασσα. Δε διέσχιζα την ξανθιά αμμουδιά για να πάω να κολυμπήσω, αλλά τη Λεωφόρο Ποσειδώνος. Δεν έπαψα να παίζω με τα κουβαδάκια, αλλά προτιμούσα την ηλεκτρονική τεχνολογία. Και αυτός που μ’ άφηνε να έχω τον πρώτο λόγο όταν έπαιζα μαζί του δεν ήταν κάποιος συνομήλικός μου που μιλούσε άλλη γλώσσα, αλλά ένας σαρανταπεντάρης που μιλούσε την ίδια γλώσσα με τη δικιά μου, μια γλώσσα απόλυτα κατανοητή, σχεδόν παιδική. Ήταν ο άνθρωπος που θα γινόταν σύντομα ο καλύτερός μου φίλος. Ήταν ο μπαμπάς μου. (…)


(…) Πέντε χρόνια… Η μαμά είχε φύγει κουβαλώντας κι εμένα μαζί της. Το ίδιο κι όταν γύρισε. Με τη μόνη διαφορά ότι φεύγοντας με κουβαλούσε στην κοιλιά της και γυρίζοντας με κουβαλούσε απ’ το χέρι. Κι ύστερα, με παρέδωσε στον μπαμπά, που όμως δεν μπορούσε να με πάρει απ’ το χέρι, γιατί είχε μείνει παράλυτος απ’ το «ατύχημα» -ή απ’ «τη βραδιά που είχε αλλάξει η ζωή του», σύμφωνα με τη δική του εκδοχή.
Λίγες μέρες προτού υπογράψει το εξιτήριο από το νοσοκομείο, ο γιατρός που κούραρε τον μπαμπά έκατσε και του μίλησε «με πάσα ειλικρίνεια». Του είπε, δηλαδή, με μασημένα λόγια ότι ήδη είχε βιώσει ένα θαύμα παραμένοντας ζωντανός μετά από ένα τέτοιο στραπάτσο, καλό θα ήταν να μην περιμένει κι ένα δεύτερο. Η δεξιά πλευρά του κορμιού του, βέβαια, είχε αρχίσει ήδη ν’ αντιδρά σε εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά το πρόβλημα ήταν η αριστερή πλευρά. Και η πρόβλεψη ήταν ακριβώς φίφτι-φίφτι: στη δεξιά πλευρά η αποκατάσταση θα ’ταν πλήρης, αλλά η αριστερή για να ζωντανέψει θα ’πρεπε να ζωντανέψουν και του σπανού τα γένια, όπως θα ’λεγε κι ο παππούς Κώστας. Κοινώς, ο μπαμπάς θα έμενε μισός άνθρωπος. Για όλη του τη ζωή. (…) »

8 σχόλια:

Τη 3:09 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger An-Lu είπε...

Μέχρι στιγμής αρκετά αληθοφανές, πείθει ότι τα αφηγείται ένα παιδί.
Δύο μόνο σημεία με "πέταξαν έξω":



1)"αν και τα ’νιωθα να σκουραίνουν και να σκοτεινιάζουν"
Πως νοιώθει κανείς να σκουραίνουν τα μάτια του;

"η αγροικία όπου μέναμε έγλειφε τη θάλασσα"
Μήπως ήθελες να πεις το αντίθετο;

 
Τη 3:17 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

an_lu, σ' ευχαριστώ που διαβάζεις τόσο προσεκτικά ώστε να εντοπίζεις λάθη (ειδικά το δεύτερο που θα το διορθώσω άμεσα -το πρώτο, χμ, είναι ορισμένες εκφράσεις που "παίζουν", "λογοτεχνική αδεία"!
Αυτό, ωστόσο, που επαναλαμβάνω είναι ότι το κείμενο είναι πρώιμο, πρόχειρο, μόνο μια ανάγνωση το έχω "περάσει". Άλλα πράγματα μ' ενδιαφέρουν στην παρούσα φάση: καθημερινή συμπεριφορά του ήρωα, ύφος, λόγος, πειθώ.
Και μην ξεχνάς το σημαντικότερο: δεν τα αφηγείται ένα ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ παιδί...

 
Τη 12:55 μ.μ. , Ο χρήστης Anonymous Ανώνυμος είπε...

Kai o mikros sou hrwas exei houmor pantws! Opws kai oi megaloi :-)

 
Τη 2:16 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

Giota, το στιλ δεν αλλάζει :)

 
Τη 10:50 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Adomiel είπε...

Χρήστο δυνατά...! περιμένω το επόμενο post...! :-)

 
Τη 10:50 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

@ adomiel
Σύντομα!
Ευχαριστώ για την παρότρυνση :)

 
Τη 1:29 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Eroviana είπε...

Οκ, διάβασα και τα προηγούμενα και τώρα είμαι έτοιμη να σχολιάσω. Πρώτα-πρώτα, ευχαριστώ για το link (έτσι σε ανακάλυψα βασικά). Στο θέμα μας τώρα.

Σχόλιο στο σχόλιο της an-lu: φυσικά και νοιώθουμε τις αλλαγές πάνω μας, είτε αυτές συμβαίνουν όντως είτε απλά τις φανταζόμαστε. Είναι η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και το σώμα μας. Κάποιες φορές ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, πολλές άλλες όχι. Στην περίπτωση ενός τέτοιου παιδιού -αλήθεια πώς τον λένε το διαβολάκο;- η εικόνα του είναι μάλλον αποδεκατισμένη. Έχει μια εικόνα του μπαμπά του που ταυτίζει με τον ίδιο, αλλά όχι σωματική. Έχει μια άλλη εικόνα του "διαλείμματος" που κι αυτό συνδέεται με τις πρώτες του αναμνήσεις. Επίσης, έχει την εικόνα του μεγάλου-παιδιού που νοιώθει ότι είναι. Όλα αυτά, και άλλα φυσικά, συνθέτουν τη γενική εικόνα του η οποία όμως δεν είναι ομοιογενής. Έτσι, κάποιες φορές, δεν μπορεί να ξεχωρίσει τις δικές του σκέψεις από εκείνες του πατέρα του.

Αυτό που θα περίμενα εγώ, είναι οργή. Και δεν εννοώ τη δικαιολογημένη - κατά τα δεδομένα του - οργή προς τη μητέρα του. Εννοώ προς τον πατέρα του. Που δεν ήταν μαζί του τα πρώτα χρόνια. Που τον έχει "κάνει" να τον αγαπήσει τόσο πολύ και δεν ξέρει πώς θα επιβιώσει μόνος του. Γιατί είναι όντως μια σκέψη που κάνει συχνά. Επίσης, ασυνείδητα, φαίνεται να τον κατηγορεί για την παθητικότητά του. Το πώς δέχεται "τις αδικίες του κόσμου", το πώς "κάθεται στην πολυθρόνα του".

Απ'αυτά που μας μαθαίνουν εμάς (τις εν δυνάμει νηπιαγωγούς) τα παιδιά με ανεπτυγμένες ικανότητες και γνώσεις, αντιδρούν στο σύστημα του σχολείου. Δηλαδή, είναι συνηθισμένο "προεφηβικό" φαινόμενο η αντίδραση στη σχολική ζωή, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση θα'πρεπε να'ναι υπερβολική. Π.χ.ξαφνικά ξεσπάσματα, αναιτιολόγητο κλάμμα, υπερβολική ηρεμία στο σπίτι κλπ.

Βγάζουν κανένα νόημα τα παραπάνω;

Υ.Γ1:είμαι 23 ετών, δεν έχω παιδιά, δεν έχω αποφοιτήσει ακόμα και η συγγραφική μου καριέρα(χα,χα) βρίσκεται ακόμα στα σκαρία. Θυμάμαι όμως πολύ καλά τη συγκεκριμένη ηλικία(ίσως και να'χω ξεμείνει εκεί) και το μυαλό μου είναι μια απίστευτη βιβλιοθήκη εφηβικής οργής και απόγνωσης. Μ'αυτές τις ιδιότητες μιλάω, λοιπόν.

Υ.Γ2:οι αναφορές σε διαφημίσεις είναι ωραίες και προσθέτον αληθοφάνεια, αλλά αυτό σημαίνει ότι κάποια πράγματα δε θα γίνονται απόλυτα κατανοητά απ'όλους. Δηλαδή, σε μερικά χρόνια κανείς δε θυμάται την "κάνε ένα διάλειμμα κάνε ένα κιτ-κατ". Ταπεινή μου άποψη...

Καλή συνέχεια. Έχω ενθουσιαστεί!

 
Τη 10:44 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

@ eroviana
Σ' ευχαριστώ πολύ. Για τα εγκώμια και τις απόψεις. Λίγο πολύ αυτό είναι το πνεύμα. Άλλωστε, έχουμε πολύ δρόμο μπροστά. Θα χαρώ να συνεχίσουμε να τα λέμε στξν πορεία :)

 

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα