Κεφάλαιο 5ο: ΣΗΜΑΔΙΑ
Ο μικρός αρχίζει σιγά σιγά να μεγαλώνει. Και να μεγαλώνουν οι ανησυχίες. Και τα σημάδια του...
To σκεπτικό του εγχειρήματος θα το βρείτε εδώ,ενώ στα παρακάτω λινκ μπορείτε να διαβάσετε αποσπάσματα από:
* την εισαγωγή
* το 1ο κεφάλαιο
* το 2ο κεφάλαιο
* το 3ο κεφάλαιο
* το 4ο κεφάλαιο
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΑ εκδόθηκε πριν από το καλοκαίρι του 2005. Και το δεύτερο μετά το καλοκαίρι του 2006. Μεσολάβησαν, δηλαδή, άλλα δυο καλοκαίρια ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο βιβλίο. Το πρώτο ήταν μάλλον ασήμαντο, το δεύτερο πολύ σημαντικό. Δεν εννοώ τα βιβλία του μπαμπά, εννοώ τα καλοκαίρια τα δικά μου. Άλλωστε, τα βιβλία του μπαμπά ήταν και τα δύο σημαντικότατα. Για κείνον, τουλάχιστον. Σε αντίθεση με ένα άλλο που είχε εκδοθεί πολύ προτού γεννηθώ και που δεν το είχε σε μεγάλη υπόληψη. Το θεωρούσε εμπορικό, λέει. Να φανταστείτε, δεν το είχε καν στη βιβλιοθήκη του. Είχε βάλει φωτιά, λέει, στο τελευταίο αντίτυπο που του είχε μείνει -από τα νεύρα του, μάλλον, όταν είχε φύγει η μαμά- κι ύστερα εξαντλήθηκε και η τελευταία έκδοση και το βιβλίο δεν επανεκδόθηκε. Κι έτσι δεν του ’μεινε ούτε ένα. Και ούτε που νοιάστηκε να το ξαναβρεί. Αν και τον πρώτο καιρό πίστευα ότι το έψαχνε. Κι αυτό γιατί κάθε τόσο και λιγάκι επισκεπτόταν ένα μικρό βιβλιοπωλείο, στους Αμπελόκηπους. Πότε μαζί με τη μαμά, πότε πότε μαζί μου, αλλά τις περισσότερες φορές μόνος του.
Μόνος του… Τρόπος του λέγειν. Ήταν μια κάποια απόσταση για να τσουλήσει το καροτσάκι -έστω και σχεδόν φουτουριστικό καροτσάκι- από το Καλαμάκι ως τους Αμπελόκηπους. Για τις μακρινές μετακινήσεις και τα ταξίδια, ο μπαμπάς είχε αγοράσει ένα τεράστιο, κατάμαυρο τζιπ. Και επειδή δεν μπορούσε να το οδηγήσει μόνος του, είχε μισθώσει και σοφέρ. Ο οποίος διέθετε επαγγελματικό δίπλωμα. Νοσοκόμου. (…)
(…) Το βιβλιοπωλείο ήταν μια τρύπα όλη κι όλη, στο ισόγειο μιας πολυώροφης πολυκατοικίας κοντά στο παλιό γήπεδο του Παναθηναϊκού. Μια τρύπα, ωστόσο, γεμάτη ράφια. Και μάλιστα ράφια ξεχειλισμένα από βιβλία κάθε είδους. Εγώ, φυσικά, δεν άργησα να ξεχωρίσω αυτά που μ’ ενδιέφεραν. Όχι μόνο από τις εικόνες, αλλά και από τα γράμματα. Πεντέμισι χρονών ήμουν, κοτζάμ γαϊδούρι δηλαδή. Απ’ τα τέσσερα είχα μάθει να διαβάζω και να γράφω. Παιχνιδάκι.
Ο μπαμπάς με άφησε να διαλέξω με την ησυχία μου και χώθηκε στο πίσω μέρος του μαγαζιού, πιάνοντας κουβέντα με το βιβλιοπώλη και τη βιβλιοπώλισσα.(…)
(…) Το ζουζούνι της περιέργειας που τιτίβιζε επί μονίμου βάσεως μες στο κεφάλι μου, μου επέβαλλε το καθήκον να αποκωδικοποιήσω την κουβέντα΄ να βγάλω άκρη πάση θυσία. Αλλά δε χρειαζόταν και ιδιαίτερες θυσίες, εδώ που τα λέμε. Απλώς άρπαξα με βιαστικές κινήσεις έναν Μπομπ Σφουγγαράκη, ένα Γουίνι Αρκουδάκι (για ξεκάρφωμα -τα είχα βαρεθεί προ πολλού) τα Άπαντα του Αισώπου και τον Μιχαήλ Στρογκώφ του Ιουλίου Βερν (ανάμεσα στα εμπορικά, διάβαζα πού και πού κι από κανένα ποιοτικό) και πατώντας στα νύχια των ποδιών μου άρχισα να μετακινούμαι τοίχο τοίχο -ή μάλλον ράφι ράφι-, αγνοώντας τα γουρλωμένα βλέμματα δυο πελατών που είχαν πάψει να περιεργάζονται τα Μπελ και είχαν στέψει την προσοχή τους καταπάνω μου.
Το τελευταίο ράφι πριν από το ταμείο με βόλευε μια χαρά. Ήταν μεν πολύ χαμηλό για να κρύβει έναν ενήλικα μετρίου αναστήματος, αλλά ήταν αρκετά ψηλό για να κρύψει ένα παιδάκι πεντέμισι χρονών. Και δε χρειάστηκε καν να κρατήσω την ανάσα μου. Η τελευταία φράση του βιβλιοπώλη έφτασε ολοκάθαρα στ’ αυτιά μου.
«Για μας, αγαπητέ Χάρη, αυτή η τέντα είναι κάτι σαν μνημείο. Έσωσε μια ζωή. Μια πολύ σημαντική ζωή».
Δύο πράγματα μου συνέβησαν, σχεδόν ταυτόχρονα. Κατάλαβα. Και ανατρίχιασα. Αλλά δεν έκατσα ν’ ακούσω περισσότερα. Παράτησα τα βιβλία στο πάτωμα και βγήκα τρέχοντας από το μαγαζί.
Η τέντα ήταν εκεί, ασφαλώς και ήταν εκεί. Απορώ πώς δεν την είχα προσέξει νωρίτερα. Είχε ένα ξεθωριασμένο κιτρινωπό χρώμα και ήταν σκασμένη σε χίλιες δυο μεριές. Άρχισα να υψώνω σιγά σιγά το κεφάλι και τα μάτια μου. Πρώτα είδα την επιβλητική ταμπέλα του καναλιού, που απλωνόταν κάθετα σε ύψος πέντε ορόφων. Κι ύστερα το βλέμμα μου καρφώθηκε στον τελευταίο όροφο. Και στο παράθυρο, στο παραλίγο μοιραίο παράθυρο. Υπήρχαν δεκάδες στον τελευταίο όροφο -δεν υπήρχε και τίποτ’ άλλο, εδώ που τα λέμε, θαρρείς και ολόκληρο το κτίριο ήταν φτιαγμένο από γυαλί- αλλά εγώ ήμουν βέβαιος ότι ήταν αυτό που κοίταζα. Ένα παράθυρο ίδιο κι απαράλλαχτο με τα υπόλοιπα, αλλά παράλληλα τόσο διαφορετικό. Ένα παράθυρο - εφαλτήριο. Για πού; Για μιαν άλλη ζωή, όπως έλεγε ο μπαμπάς. Για μια δεύτερη ευκαιρία. Για μια… (…)
(…) Ο μπαμπάς είχε κλείσει για πάντα το παράθυρο πίσω του, ήμουν σίγουρος γι’ αυτό. Απλώς για μια στιγμή μου πέρασε από το νου η σκέψη ότι κάποια στιγμή θα το ξανάνοιγε. Όχι ο μπαμπάς, όχι. Κάποιος άλλος. Κάποιος που…
Μα τι παρανοϊκές σκέψεις ήταν αυτές που έκανα; Κούνησα το κεφάλι μου μπας και απομαγνητίσω τον μπλοκαρισμένο μου εγκέφαλο. Αλλά μπα, τώρα που τα καλοσκέφτομαι, δεν ήταν ακριβώς σκέψεις. Ήταν κάτι σαν προαίσθημα, κάτι σαν μεταφυσικό δέος, που όμως ήρθε και παρήλθε μέχρι ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια. Το χαμόγελο του μπαμπά το διέλυσε προτού προλάβει ν’ απλωθεί. Εξάλλου ήμουν πολύ μικρός για να δίνω σημασία σε διαισθήσεις. Και παραισθήσεις. (…)
(…) Και τα σημάδια της ζωής μου, κατά ένα μυστήριο τρόπο, ήταν ανέκαθεν καλοκαιρινά. Για μένα ο χρόνος έχει μόνο δύο εποχές: το καλοκαίρι και το επόμενο καλοκαίρι. Τα μεσοδιαστήματα τα θεωρώ ως μη γενόμενα, τα αντιμετωπίζω ως αναγκαίο κακό, ως μια ανεκτή -καθότι απαραίτητη- προπαρασκευαστική διαδικασία για τη θριαμβευτική υποδοχή του επόμενου καλοκαιριού. Δε λέω, καλά και άγια τα δώρα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, νοστιμότατο το αρνί το Πάσχα, αλλά υποκλίνονται με σέβας μπρος στη μαγεία του καλοκαιριού.
Και ειδικά το καλοκαίρι του 2006, το τελευταίο καλοκαίρι προτού κάτσω στα σχολικά θρανία, ήταν γεμάτο από μαγεία. Πρωτόγνωρη.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 2006, ο μπαμπάς κι η μαμά μού διηγήθηκαν για πρώτη φορά πώς γνωρίστηκαν. (...).
(...) «Την πρώτη φορά που μπήκε στην τάξη η μαμά σου» είπε ο μπαμπάς «ένιωσα να λύνονται τα γόνατά μου. Θυμάμαι εκείνη τη μέρα σαν τώρα. Ήταν Γενάρης, αλλά ένας Γενάρης σαν καλοκαίρι, απίστευτα ζεστός για τα δεδομένα της Γερμανίας. Είχα τα νεύρα μου εκείνο το πρωί στο σχολείο, δε θυμάμαι για ποιο λόγο. Σύντομα όμως, όχι απλώς ηρέμησα, αλλά πέρασα στην απέναντι μεριά. Νιρβάνα σκέτη!». (…)
(…) Ο μπαμπάς κούνησε αχνά το κεφάλι του πάνω κάτω. Το βλέμμα του στράφηκε πάνω μου, αλλά δε με έβλεπε. Ήταν νοσταλγικό, ονειροπόλο. «Θυμάμαι» είπε. «Θυμάμαι το ταμπούρλο που χτυπούσε μέσα μου όταν πρωτοείδα τη μαμά σου. Όχι μόνο στο στήθος, σ’ όλο μου το κορμί. Θυμάμαι που άνοιγα το στόμα μου να μιλήσω κι έλεγα αρλούμπες. Θυμάμαι…»
Θυμήθηκε κι άλλα πολλά ο μπαμπάς εκείνη τη μέρα. Και τα θυμήθηκα κι εγώ΄ τα θυμήθηκα λες κι ήταν δικές μου αναμνήσεις. Λίγες μέρες αργότερα.
Το βιβλιοπωλείο στους Αμπελόκηπους είχε γίνει κάτι σαν στέκι για τον μπαμπά. Και για μένα. Κάθε φορά που τον έβλεπα να ετοιμάζεται, τον παρακαλούσα να με πάρει μαζί του. Κι εκείνος σπάνια μου χαλούσε χατίρι. Όπως δε μου το χάλασε κι εκείνη τη μέρα. Τη μέρα που ο εσωτερικός μου κόσμος έγινε κουρκούτι μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Πρώτα είχα θυμώσει, ύστερα είχα εξοργιστεί και στο τέλος πέρασα στην εντελώς απέναντι μεριά. Πέρασα -πώς το είχε πει ο μπαμπάς;- σε κατάσταση νιρβάνα.
Είχα δει την εφημερίδα δίπλα στην ταμιακή μηχανή του βιβλιοπωλείου και ρώτησα το βιβλιοπώλη αν θα μπορούσα να της ρίξω μια ματιά. (…) Πήρα, λοιπόν, κι εγώ την εφημερίδα, χώθηκα ανάμεσα στα ράφια με τα παιδικά κι άρχισα να διαβάζω χαμηλόφωνα.
« Ένοχη σιωπή στη Βέροια για τον μικρό Άλεξ. Μια ολόκληρη κοινωνία γεμάτη μυστικά, γεμάτη συνωμοσίες, γεμάτη απανάντ…αναπάντητα ερωτήματα. Οι παιδοχυψο… Οι παιδοψυλο… Οι παιδοψυχολόγοι, πάντως, απευθύνουν έκκληση να μην καταδικάζουμε ελαφρά τη καρδιά… όχι τη καρδιά, τη καρδία… τη καρδία; Λάθος τόνο έβαλαν οι βλάκες… ελαφρά τη καρδία τα παιδιά που…».
Όσο διάβαζα, τόσο φούντωνα. Κι όσο φούντωνα, τόσο δυνάμωνε η φωνή μου. Μια φωνή που ξεχείλιζε θυμό, οργή, αγανάκτηση. Μόνο που δεν το είχα συνειδητοποιήσει όση ώρα ήμουν απορροφημένος στις αράδες της εφημερίδες. Άλλος φρόντισε να μου το επισημάνει.
Ή μάλλον άλλη.
«Γιατί διαβάζεις τόσο δυνατά; Κουφός είσαι;».
Η φωνή που ακούστηκε πίσω μου με τίναξε. Γύρισα ξαφνιασμένος ν’ αντικρίσω την πηγή της και…
Και αμέσως θυμήθηκα όλα όσα είχε θυμηθεί ο πατέρας μου λίγες μέρες πριν.
Κι όχι μόνο τα θυμήθηκα. Τα ένιωσα.
12 σχόλια:
Na kai o erwtas, loipon! Anypomonw na ma8w poia einai, poso xronwn einai, pws thn lene! Kai poso dynato h synh8ismeno einai to ais8hma!.....
Where do I begin?....
:^)
Χμ. Σκοπεύεις να παίξεις και με πρόωρες ορμόνες μήπως; Εφηβεία από τα 5 1/2;
ΥΓ: Περιμένω και σωστή αναφορά στην ιερότητα του χώρου του γηπέδου! χαχαχα
vicky, όσο συνηθισμένος είναι ο μικρός, άλλο τόσο είναι και τα αισθήματά του...
(Μήπως μπορείς να γράφεις ελληνικά; Tα greeglish δεν τα μπορώ)
Φίλε μπαμπάκη, όχι ακριβώς εφηβεία. Προεφηβεία. Ίσως... Και... χωρίς ορμόνες!
:)
Όσο για το γήπεδο, μπαμπάκη, όταν (θα) τα γράφει ο πιτσιρικάς αυτά που γράφει, θα είναι μνημείο (το... ελπίζω, αν μη τι άλλο!)
Εχω συνηθισει πιοπολύ στα greeklish αλλα θα κάνω μια εξαίρεση για εσας :-)
Μοιάζει να γίνεται κάπως πιό σκοτεινό, τώρα- γοητευτικό...
"ο χρόνος έχει μόνο δύο εποχές: το καλοκαίρι και το επόμενο καλοκαίρι": χαριτωμένο είναι αυτό!
Ναι, Ντόντο, καλοκαίρια. Σκοτεινά...
Μετά τη ψηφοφορία (12/12/2006) από την πλειοψηφία στη Βουλή της Αλβανίας, η χώρα δεν έχει πλέον την Ακαδημία των Επιστημόνων! Αργά τη νύχτα, ψηφίστηκε το νομοσχέδιο της κυβέρνησης(;) «Για την Ακαδημία των Επιστημόνων» με 75 ψήφους υπέρ(!) 2 κατά και 3 παρών! Σύσσωμη η αντιπολίτευση, απείχε της διαδικασίας, διαμαρτυρόμενη για το πρωτοφανές αυτό γεγονός. Η επιστημονική, ακαδημαϊκή και εκπαιδευτική κοινότητα, εκλιπαρούσανε, θεωρώντας την πράξη αυτή ως έγκλημα κατά της επιστήμης, η κυβέρνηση ωστόσο επέμενε και κατάφερε τελικά, να κλειδώσει τις πόρτες τον Ερευνητικών Ινστιτούτων που ήταν υπό την Ακαδημία!
Οι βουλευτές του PBDNJ(Κόμμα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα) Spiro Peçi και Leonard Solis ήταν αυτοί που ψήφισαν κατά του νομοσχεδίου και οι Leonard Demi(PD), Ymer Tola(PDK, Niko Nerenxi(PAA) δήλωσαν παρών!
Παρακαλώ πολύ, αν το γεγονός αυτό σε αγγίζει κι εσένα, είτε κάνε μια αναφορά είτε ανέβασε την είδηση στο δικό σου μπλογκ! Έτσι, η φωνή της διαμαρτυρίας, θα δυναμώσει και θα κάνει τους παχύδερμους και αυταρχικούς κυβερνώντες στην Αλβανία, να σκεφτούνε καλά, πριν οριστικοποιήσουν την ειδεχθή τους πράξη!
Φιλικά Ν.Ago
Φίλε n. ago, μην απολογείσαι (δεν εννοώ εδώ, εννοώ στο μπλογκ σου). Όσο περισσότερες φωνές, τόσο το καλύτερο. Παρ' όλα αυτά, έχω την αίσθηση ότι μια τέτοια πρωτοφανής (και δη κυβερνητική!) απόφαση δεν πρόκειται να περάσει. Ή έστω δεν το βλέπω να διαρκεί για πολύ. Άσχετα αν κάποιοι εξακολουθούν να μετενσαρκώνονται στις εποχές που, για να ζεσταθούν, άναβαν φωτιές με προσάναμα επιστημονικά -και όχι μόνο- συγγράμματα....
Τι άλλο να πω... Στην περίπτωση αυτή, ταιριάζει γάντι αυτό που λένε. Ότι δηλαδή εδώ ακόμα κι η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά...
Εκείνο το παράθυρο, γιατί με πάει στο άλλο παράθυρο; Δεν νομίζω να το δέσεις και με το άλλο σου βιβλίο και να γίνει κάτι παρόμοιο;
Μ΄αρέσει που έγραψες και για τον Άλεξ!
Τελικά Χρήστο έχω μπερδευτεί με τα τμηματικά κεφάλαια. Μέχρι να διαβάσω το επόμενο, ξεχνάω τα παλιά. Πότε διαδραματίζεται η ιστορία; Το 2006 το παιδί είναι 5μιση χρονών;(εφόσον αναφέρεις τον Άλεξ) Το παιδί θα μεγαλώσει και θα μιλάς για μέλλον ή γεγονότα του σήμερα θα τα αναφέρεις σαν παλιά;
Κάπου μπερδεύτηκα.Δεν βάζεις μερικά κεφάλαια ακόμα; Δεν το αντέχω το λίγο λίγο.
Αν και θα το προτιμούσα ολόκληρο, να το διαβάσω σε ένα βράδυ,αλλά εσύ θέλεις να με παιδέψεις!
Χαλάλι όμως το παίδεμα, γιατί κάνεις καλή δουλειά!
Καλές γιορτές Χρήστο μου! Υγεία και Ευτυχία σε σένα και στην οικογένειά σου!
Καλές εμπνεύσεις και πάντα επιτυχίες!
Ελπίδα μου, κάνε υπομονή. Όλες σου οι απορίες θα λυθούν στην πορεία. Μια, πάντως, κι έχεις διαβάσει το πρώτο βιβλίο, σίγουρα έχεις περισσότερα ερωτήματα. Σαφώς και έχει αναφορές στο πρώτο, αλλά κατά τ' άλλα... καμία σχέση!
Ευχαριστώ για τις ευχές. Ανταποδίδω :)
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα