Kεφάλαιο 3ο: ΒΡΑΧΙΑ
Συνεχίζουμε με αποσπάσματα από το 3ο κεφάλαιο. Ο μικρός είναι πάντα 4,5 χρονών, προς το τέλος του καλοκαιριού του 2004, του καλοκαιριού που άλλαξε ριζικά τη ζωή του.
Όσοι επισκέφτεστε για πρώτη φορά το μπλογκ κι αναρωτιέστε τι τρέχει, μπορείτε να το διαπιστώσετε εδώ. Κι αν δε βαριέστε, διαβάστε την εισαγωγή και τ' αποσπάσματα από το 1ο κεφάλαιο και από το 2ο κεφάλαιο.
(…) Ακριβώς έτσι έμαθα να μετράω. Απαριθμώντας τα κύματα, τα κοχύλια και τα βράχια. Τα κύματα με δυσκόλευαν λίγο, μια και, σαν μωρό παιδί κι εγώ, πίστευα ακράδαντα ότι δεν υπάρχουν αριθμοί πάνω από το εκατό. Όμως αυτά συνέχιζαν να σκάνε στην ακτή και μετά το εκατό, εγώ έπιανα το μέτρημα απ’ την αρχή, ώσπου βαριόμουν και το γυρνούσα στα κοχύλια που ξέβραζε η θάλασσα στην αμμουδιά. Η καλύτερή μου ήταν τα βράχια της ακτής, που ο αριθμός τους παρέμενε σταθερός καθημερινά: Σαράντα τρία. Όσα και τα χρόνια του μπαμπά εκείνο το καλοκαίρι.
Στα τέλη του Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, διαπίστωσα με μεγάλη μου χαρά ότι τα βράχια παρέμεναν σαράντα τρία. Το ίδιο και τα χρόνια του μπαμπά. Με τη μόνη διαφορά ότι τη μέρα που φτάσαμε στη Φολέγανδρο ο μπαμπάς είχε γενέθλια. Δηλαδή έκλεινε τα σαράντα τρία και μετά από ένα χρόνο θα γινόταν σαράντα τέσσερα. Και μετά από δύο χρόνια σαράντα πέντε. Όμως τα βράχια θα παρέμεναν σαράντα τρία, και του χρόνου και του παραχρόνου και στον αιώνα τον άπαντα…
Στη σκέψη αυτή, η χαρά πήγε περίπατο και μ’ έπιασε μελαγχολία. Άρχισα να ξαναμετράω, μπας κι είχα κάνει λάθος, μπας και τα βράχια είχαν αυγατίσει, μπας κι είχαν γίνει περισσότερα απ’ τα χρόνια του μπαμπά. Μα όσες φορές κι αν τα μέτρησα, τα βράχια παρέμειναν σαράντα τρία, παρέμειναν σταθερά κι αμετάβλητα, αδιόρατα διαβρωμένα από τα κύματα που ’σκαγαν πάνω τους, ανεπαίσθητα διαβρωμένα από το χρόνο…
Μα δεν ήταν άδικο αυτό; Δεν είναι άδικο ένα ξερό, ψυχρό, άψυχο κι ασάλευτο πράγμα όπως είναι ο βράχος να μένει σταθερό κι αδιάβρωτο όσα χρόνια κι αν περάσουν, ενώ ένα πλάσμα με ψυχή, νου, λογική και κίνηση να αλλοιώνεται μέρα με τη μέρα, να γερνάει, να πεθαίνει;
Αυτά ήταν και τα πρώτα φιλοσοφικά σκιρτήματα της ζωής μου -αν είχα κι άλλα πριν απ’ αυτά, δεν τα θυμάμαι. Υποθέτω ότι τα προκάλεσε η σχέση μου με τον μπαμπά και το πόσο πολύ με είχε επηρεάσει αυτή η σχέση. Αλλά κυρίως οι συνειρμοί που άρχισαν να στροβιλίζονται μες στο μυαλό μου, παρατηρώντας τον μπαμπά καθισμένο ανάμεσα στα βράχια της ακρογιαλιάς.
Σταθερός σαν βράχος… Και ακούνητος σαν βράχος, εδώ που τα λέμε. Μονάχα ό,τι έλεγχε το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου του, σύμφωνα με το γιατρό -τον εξαιρετικό επιστήμονα-, μπορούσε να κουνήσει. Όμως εκείνη τη στιγμή, τη στιγμή που αγνάντευε το πέλαγος βολεμένος στην πολυθρόνα του, ήταν εντελώς ακίνητος, ασάλευτος σαν κέρινη κούκλα, φυτεμένος θαρρείς στην άμμο μαζί με τον αχώριστο σύντροφό του, αυτήν την καταραμένη την αναπηρική του πολυθρόνα, που ένας θεός ξέρει πώς στην ευχή κατάφερε να την κουλαντρίσει και να την τσουλήσει στην αμμουδιά. Εντάξει, είπαμε, ήταν η τελευταία λέξη της τεχνολογίας, αλλά δεν έχει τύχει ν’ ακούσω ποτέ για αναπηρική πολυθρόνα με κίνηση στους τέσσερις τροχούς.
Τη στιγμή που γύρισε απότομα το κεφάλι του και με κοίταξε, γύρισα κι εγώ απότομα το δικό μου κι άρχισα ξανά να μετράω το βράχια. Για μη δει τα δάκρυα στα μάγουλά μου.
«Τι κάνεις, αγόρι μου;» με ρώτησε. Τότε ακόμα με φώναζε ακόμα αγόρι του ή φιλαράκο. Μαγκάκο άρχισε να με φωνάζει αργότερα.
Δεν απάντησα, για να μη χάσω το μέτρημα. Απλώς συνέχισα να μετράω μεγαλόφωνα.
«Μετράς τα βράχια;» Αυτό το κακό συνήθειο -και ο μπαμπάς δεν αποτελούσε εξαίρεση- το έχουν όλοι οι μεγάλοι: να ρωτάνε το αυτονόητο.
Αντί γι’ απάντηση, απλώς συνέχισα να μετράω. Αλλά ο μπαμπάς δε συνέχισε να ρωτάει. Το γύρισε στο τραγούδι.
«Είναι βαριά η μοναξιά είναι πικρά τα βράχια
παράπονο η θάλασσα και μου ’πνιξε τα μάτια
παράπονο η θάλασσα και μου ’πνιξε τα μάτια…
Βράχο βράχο τον καημό μου - τον μετράω και πονώ
κι είναι το παράπονό μου - πότε μάνα θα σε δω…»
Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα αυτό τα τραγούδι. Ο μπαμπάς δε διέθετε και την πιο μελωδική φωνή στον κόσμο, αλλά οι στίχοι μιλούσαν για μοναξιά, καημό, πόνο, παράπονο. Και βράχους. Άρα με άγγιζαν, άρα αντιπροσώπευαν πλήρως τον εσωτερικό μου κόσμο, άρα από εκείνη ακριβώς τη στιγμή έγινε το αγαπημένο μου τραγούδι. Μακάρι να το ήξερα και τα προηγούμενα χρόνια, να το ήξερα και να το τραγουδούσα τις ατέλειωτες εκείνες μέρες που την έπεφτα μονάχος μου στην παραλία και μετρούσα βράχους, καημούς, πόνους, παράπονα. Τις μέρες που δεν ήξερα, όχι πότε θα δω τη μάνα μου -σάμπως έβλεπα και κάναν άλλον;- αλλά πότε θα δω τον πατέρα μου. Τις μέρες που δεν ήξερα καν ότι έχω πατέρα… (…)
(…) «Ώστε εδώ κρυβόσουν όλα αυτά τα χρόνια…»
Ήταν το τέλος της πρώτης υπέροχης μέρας από τις εφτά υπέροχες μέρες που περάσαμε στην υπέροχη -για πρώτη και τελευταία φορά- Φολέγανδρο. Πριν από λίγη ώρα, κάτω από μιλιούνια ασημένια αστέρια κι ένα υποτυπώδες φεγγάρι που μου θύμιζε μπαγιάτικη φέτα μανταρινιού, ο μπαμπάς είχε σβήσει στην παραλία τα δύο κεράκια των γενεθλίων του (το «4» και το «3», που είχα μάθει ότι σχημάτιζαν το σαράντα τρία). Κι ύστερα από λίγο, αφού καταβρόχθισα δύο μεγάλα κομμάτια της σοκολατένιας τούρτας, έγειρα στη σεζ λονγκ κι αποκοιμήθηκα. Αυτό τουλάχιστον πίστεψαν οι μέχρι προ ολίγου συνδαιτυμόνες μου. Η μαμά κι ο μπαμπάς δηλαδή.
«Όμορφο μέρος» συνέχισε ο μπαμπάς. «Απομονωμένο, βέβαια. Και φαντάζομαι ότι το χειμώνα δε θα υπήρχε ψυχή»
«Υπήρχε» είπε η μαμά. «Εγώ και ο μικρός» (…)
(…) Η μαμά τον διέκοψε μ’ ένα φιλί στο στόμα. Δεν το είδα, βέβαια, πού να το δω, αφού παρίστανα τον ψόφιο κοριό, τα μάτια μου ήταν θεόκλειστα. Αλλά το άκουσα μια χαρά. Και ήμουν ήδη αρκετά καλός στο να διακρίνω τις ακουστικές διαφορές ανάμεσα στο ένα φιλί και στο άλλο. Αργότερα, με τον καιρό, έγινα ακόμα καλύτερος, μέχρι και διατριβή θα μπορούσα να κάνω. Τα είχα κατατάξει σε κατηγορίες, ανάλογα με ξεχωριστό ήχο του καθενός. Αλλιώς, για παράδειγμα, ακουγόταν ένα φιλί στο στόμα κι αλλιώς ένα φιλί στο μάγουλο. Αλλιώς ένα φιλί στο μάγουλο κι αλλιώς ένα φιλί στον αέρα σαν κι αυτά που δίνουν οι γυναίκες αναμεταξύ τους όταν, υποτίθεται, φιλιούνται σταυρωτά. Αλλιώς ένα φιλί φιλικό κι αλλιώς ένα φιλί ερωτικό. Όμως και τα ερωτικά φιλιά έχουν διαφορές μεταξύ τους. Άλλον ήχο, λόγου χάρη, βγάζει ένα φιλί πεταχτό και τρυφερό και άλλον ένα φιλί παθιάρικο και άγριο. Άλλος ο ήχος από ένα φιλί σβουριχτό και άλλος από ένα φιλί ρουφηχτό. Άλλο πράγμα το φιλί με δάγκωμα και άλλο το φιλί με γλώσσα. Σαν αυτό, δηλαδή, που έδωσε η μαμά στον μπαμπά.
Το φιλί κράτησε πέντ’ - έξι δευτερόλεπτα. Το δεύτερο πολύ περισσότερο. Ξεκίνησε ως τρυφερό, συνεχίστηκε πιο άγριο, εξελίχτηκε σε ρουφηχτό και κατέληξε σε γλωσσόφιλο. Κι όταν η μαμά -επιτέλους!- τραβήχτηκε, την άκουσα πρώτα να ξεφυσάει σαν τον Τόμας το τρενάκι -λογικό, τόση ώρα που την κρατούσε την ανάσα στα πνευμόνια της- κι έπειτα ν’ αναστενάζει βαριά, λες κι ήταν μοιρολογίστρα σε τούρκικο αμανέ.
«Μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου» άκουσα τον μπαμπά να λέει. «Όχι ότι με χαλάει, δηλαδή, αλλά…»
«…αλλά δε σε φτιάχνει κιόλας» συμπλήρωσε τη φράση του η μαμά. Κι ύστερα αναστέναξε για μία ακόμα φορά. «Πού θα πάει, θα ξυπνήσει…».
Πανικοβλήθηκα, νομίζοντας ότι εννοεί εμένα, κι έριξα μια αξιοπρεπή δόση ροχαλητού. Αλλά δεν εννοούσε εμένα. Τουλάχιστον απ’ όσο κατάλαβα, ακούγοντας τη συνέχεια του διαλόγου. Ανάθεμα, βέβαια, κι αν κατάλαβα τίποτα.
«Ποιος ξέρει;» είπε ο μπαμπάς γελώντας. «Αν είναι, πάντως, να κάνει αυτά που έκανε όταν ήταν ξύπνιο, καλύτερα να κοιμάται ες αεί τον ύπνο του δικαίου»
«Εξακολουθείς να μην του έχεις εμπιστοσύνη;» Η φωνή της μαμάς ακουγόταν κι αυτή γελαστή, όμως κάπου στο βάθος της σαν να διέκρινα μια σκιά ανησυχίας
«Τώρα που κοιμάται, Αλίκη, του έχω τυφλή εμπιστοσύνη. Έτσι και ξυπνήσει, όμως… Έχεις ακούσει τη φράση ‘ξύπνησε το θεριό;’. Μπορείς ποτέ να έχεις εμπιστοσύνη στο θηρίο;» (…)
(…) Όχι, δεν εννοούσαν εμένα, σιγουρεύτηκα πια για τα καλά. Μπορεί οι μεγάλοι να με αποκαλούσαν συχνά θηρίο ανήμερο, αλλά για άλλο θηρίο μιλούσαν. Και μακάρι να ’ξερα ποιο.
«Ε, αν είναι έτσι» είπε η μαμά ναζιάρικα «ας κάνω μια ακόμα προσπάθεια μπας και καταφέρω να το ξυπνήσω το θηρίο».
Ο μπαμπάς δε μίλησε αυτή τη φορά -ούτε το θηρίο. Και οι ήχοι που άκουσα στη συνέχεια ήταν πολύ μπερδεμένοι για να καταφέρω να τους διακρίνω (…)
(…) Ο πειρασμός ν’ ανοίξω έστω και μια χαραμάδα τα μάτια μου ήταν πολύ μεγάλος, αλλά τελικά δεν το αποτόλμησα. Ήμουν σίγουρος ότι το πρώτο πράγμα που θα αντίκριζα θα ήταν δυο ζευγάρια αυστηρά μάτια, τα γκριζοπράσινα της μαμάς και τα καστανά του μπαμπά, να μη κοιτάνε επικριτικά. Κι έτσι, συνέχισα να τεντώνω περισσότερο τ’ αυτιά μου μπας και καταφέρω να βγάλω άκρη. Αλλά δεν έβγαλα.
Το μόνο που κατάλαβα στο τέλος ήταν ότι το θηρίο δεν ξύπνησε. Τουλάχιστον μέχρι που κοιμήθηκα.
18 σχόλια:
Arxizei kai "therievei" o pitsirikas. Yperoxo! :-)
Giota, να 'τος πετιέται από ξαρχής, έτσι;
Τhanks :)
Μ' αρέσει πολύ ο συνειρμός βράχια-χρόνια-πατέρας-βράχος!
Λεπτομέρεια που δεν "πιάνω": "...δίτροχο με κίνηση στους τέσσερις τροχούς";
Γεια σας. Απλά να ρωτήσω κάτι, το μυθιστόρημα αυτό πότε θα κυκλοφορήσει;
Βίκυ Κ.
Ντόντο, ευφυολόγημα είναι. Όχι και τόσο πετυχημένο, υποθέτω, αν κρίνω από το ότι δεν το 'πιασες. :)
Βίκυ, καλωσήρθες :) Αλλά πολύ... βιιαστική μου είσαι! Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μέχρι να κυκλοφορήσει. Τώρα γράφεται.
Αντελήφθην ότι πρόκειται γιά ευφυολόγημα, γέλασα μάλιστα με την διατύπωση- ποιό είναι το δίτροχο δεν "πιάνω", αλλά μάλλον φταίει η σχολαστικότητά μου...:)
Χρήστο μου, έχω χάσει επεισόδια. Αύριο με ποιο καθαρό μυαλό θα τα διαβάσω. Καλό σου μήνα και καλό βράδυ!
Ίσως πάλι να φταίει η δική μου διατύπωση, φίλε Ντόντο. Το μυαλό, όταν ακούει "δίτροχο", πάει κατευθείαν σε μηχανή ή ποδόλατο. Μάλλον εξεζητημένο το ότι κι η αναπηρική πολυθρόνα δύο τροχούς διαθέτει.
:)
Ελπίδα μου, χαίρομαι που είσαι ξανά εδώ :)
"η αναπηρική πολυθρόνα δύο τροχούς διαθέτει"
Διαθέτει τέσσαρες- μάλλον γι' αυτό δεν μπρούσαμε να συνεννοηθούμε (η σχολαστικότητά μου, που σού έλεγα :)
dodo, χαίρομαι που είσαι σχολαστικός. Για να διορθώνεις τις... γκάφες μου!
:)
Όπως βλέπεις, φίλε Ντόντο, το διόρθωσα ήδη :)
;D
Χρήστο, ΑΠΙΘΑΝΟ!
Μ΄αρέσει πολύ πολύ!
Στο έχω ξαναπεί πόσο μά ρέσει η γραφή σου και απ΄το άλλο σου βιβλίο,
"ο έρωτας δεν κάνει για πιλότος", αλλά εδώ έχεις άλλη ανάπτυξη, που πολύ μ΄αρέσει!
Θα σκίσει αυτός ο πιτσιρικάς!
Συνέχισε. Πας πολύ καλά!
Εδώ κι εγώ να διαβάζω την συνέχεια.
Eλπίδα μου, να 'σαι καλά. Από κάθε άποψη :)
Απλά τέλειο!!! Αυτή τη φορά πείθει ότι τα αφηγείται ένα παιδί!
Αn-Lu, θες να πεις ότι τις προηγούμενες φορές δεν έπειθε; :)
(Πέρα από την πλάκα, αυτό είναι το ζόρι του όλου εγχειρήματος: το "πάντρεμα" της αναπόφευκτης παιδικότητας με την πρόωρη ενηλικίωση του μυαλού. Γιατί συνήθως ένα ξεχωριστό πλάσμα είναι, κατά μία έννοια, διπλή προσωπικότητα. Πότε παιδί και πότε ενήλικας...)
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα