Δευτέρα, Δεκεμβρίου 18, 2006

Κεφάλαιο 6ο: ΑΝΝΟΥΛΑ (Α' ΜΕΡΟΣ)

Το 6ο κεφάλαιο θα μπει αυτούσιο, σε δύο μέρη (σήμερα το πρώτο, σε λίγες μέρες το δεύτερο). Και ίσως το συνεχίσω έτσι από τώρα και στο εξής. Επαναλαμβάνω ότι η γραφή είναι πρώιμη και θα γίνουν ακόμα μπόλικες διορθώσεις. Αυτό που με ενδιαφέρει από τους -επίσης πρώιμους- αναγνώστες είναι οι παρατηρήσεις και τα σχόλια τους πάνω στις μικρές, καθημερινές λεπτομέρειες του "ξεχωριστού μικρού ήρωα". Με την ευκαιρία, να ευχαριστήσω εκ νέου όλους όσοι με τα σχόλια και τα mail τους έχουν συμβάλει αποφασιστικά στη διάπλαση του χαρακτήρα του μικρού. Ο οποίος (επί της υπόθεσης) στο κεφάλαιο τούτο κάνει τη δεύτερη σημαντική γνωριμία της ως τα τώρα ζωής του.

To σκεπτικό του εγχειρήματος θα το βρείτε
εδώ, ενώ στα παρακάτω λινκ μπορείτε να διαβάσετε αποσπάσματα από:
* την εισαγωγή
* το 1ο κεφάλαιο
* το 2ο κεφάλαιο
* το 3ο κεφάλαιο
* το 4ο κεφάλαιο
* το 5ο κεφάλαιο


Η ΑΚΟΗ ΜΟΥ, όπως θα έχετε αντιληφθεί από την ως τα τώρα εξιστόρηση, ήταν -και είναι- από τις οξύτερες αισθήσεις μου. Η οξύτερη, για την ακρίβεια, μια και την έχω εξασκήσει επανειλημμένα κρυφακούγοντας τις χαμηλόφωνες συζητήσεις του μπαμπά με τη μαμά. Κάθε άλλο, λοιπόν, παρά κουφός ήμουν. Αλλά κουφάθηκα εκείνη ακριβώς τη στιγμή΄ τη στιγμή που σήκωσα το κεφάλι μου από την εφημερίδα και αντίκρισα αυτό που μ’ έκανε να συναισθανθώ για πρώτη φορά την πραγματική έννοια της λέξης «ωραίο». Μέχρι τότε θεωρούσα ωραίο άντρα τον Τζορτζ Κλούνι, σύμφωνα με τη μαμά μου, ωραία γυναίκα τη Μόνικα Μπελούτσι, σύμφωνα με τον μπαμπά μου, και ωραίο πράγμα την κόκα κόλα, σύμφωνα με μένα, σύμφωνα, δηλαδή, με την ανώριμη άποψη περί «ωραίου» που είχα ατυχώς σχηματίσει. Αλλά το αντικειμενικά Ωραίο πρώτη φορά το αντίκριζα. Και θα περνούσαν αρκετά χρόνια μέχρι τη δεύτερη.
Είχα γνωρίσει κάμποσα συνομήλικα κορίτσια τον τελευταίο καιρό. Κορίτσια που ο μπαμπάς και η μαμά τα χαρακτήριζαν «κούκλες». Όμως οι «κούκλες» αυτές έπαιζαν με τις κούκλες. Συνέχιζαν να παίζουν με τις κούκλες, πιο συγκεκριμένα. Και το να συνεχίζεις να παίζεις με τις κούκλες σ’ αυτή την ηλικία είναι, αν μη τι άλλο, δείγμα ανωριμότητας. Κάθε φορά που αντίκριζα μια «κούκλα» να παίζει με τις κούκλες, έλεγα μέσα μου «Κορίτσι μου, οι Μπάρμπι δικαιολογούνται σε μια ηλικία προσχολική, αλλά τώρα; Τώρα που πας σχολείο και πρέπει ν’ αρχίσεις να ωριμάζεις; Τς, τς, τς…» Εγώ, βέβαια, δεν είχα πάει ακόμα σχολείο, αλλά ετοιμαζόμουν να πάω. Για την ακρίβεια, είχα χάσει χρονιά για μόλις ενάμιση μήνα (γεγονός που είχε προκαλέσει την έκρηξη και των δύο παππούδων μου, οι οποίοι σιχτίριζαν εναλλάξ την «κυβέρνηση της δεξιάς» και τον «κωλοεκπαιδευτικό τους νόμο»). Αλλά ήδη είχα πάψει από καιρό να παίζω με τις κούκλες. Τρόπος του λέγειν, ασφαλώς, αφού σεβόμουν το φύλο μου και θα ήταν αδιανόητο να το προδώσω παίζοντας με κάτι τόσο… τόσο ευτελές. Είχα πάψει, κατ’ αντιστοιχία, να παίζω με τα χειροκίνητα αυτοκινητάκια -προτιμούσα τα τηλεκατευθυνόμενα. Και γενικά σιχαινόμουν τις κούκλες. Και τις «κούκλες».
Όμως το κορίτσι που αντίκρισα εκείνη τη μέρα στο βιβλιοπωλείο, το κορίτσι που αναρωτήθηκε αν είμαι κουφός, που με επέπληξε για τον τρόπο που διάβαζα την εφημερίδα, που με κοιτούσε ειρωνικά και επικριτικά με τα τεράστια αμυγδαλωτά της μάτια, που είχε βάλει τα χέρια στη μέση και κουνούσε το δεξί της πόδι νευρικά, δεν ανήκε σ’ αυτήν την κατηγορία. Ή έστω πίστευα ότι δεν ανήκε. Ήταν τουλάχιστον δέκα χρονών, μπορεί και δώδεκα, μπορεί και μεγαλύτερη. Και είχε και στήθος! Κανονικό στήθος, σαν της μαμάς, σαν της θείας Γωγώς. Εντάξει, όχι και τόσο μεγάλο, το στήθος της θείας Γωγώς ήταν εκτός συναγωνισμού, αλλά κι αυτό μια χαρά ήταν. Τουλάχιστον εμένα μου αρκούσε. Και δεν είχε μόνο στήθος. Είχε και μπόι -ένα και πενήντα, τουλάχιστον- είχε και καστανοκόκκινες μπούκλες στα κοντοκουρεμένα μαλλιά της, είχε και μεγάλα, κατακόκκινα χείλια, είχε και μακριά πόδια που ξεχύνονταν κάτω από το τζιν σορτσάκι της, είχε και…
«Τι θα γίνει, μικρέ, θα συνεχίσεις να με κοιτάς για πολλή ώρα ακόμα μ’ ανοιχτό το στόμα; Εκτός από κουφός, είσαι και χάχας;»
Είχε και φωνή! Και τι φωνή. Βαθιά, μπάσα, φωνή έφηβης κοπέλας! Τι έφηβης κοπέλας, λέω, αυτή ήταν φωνή μεγάλης γυναίκας, φωνή ενήλικης γυναίκας!
«Καλά, πλάκα μου κάνεις, μικρέ; Θες να φωνάξω τον μπαμπά σου να σε μαζέψει;».
Μόλις τότε συν συνειδητοποίησα ότι με είχε αποκαλέσει μικρό. Και μάλιστα δυο φορές. Και μάλιστα επιτιμητικά. Και δε συνειδητοποίησα μόνο αυτό. Συνειδητοποίησα όσα είχε συνειδητοποιήσει και ο μπαμπάς όταν είχε αντικρίσει για πρώτη φορά τη μαμά: Τα γόνατά μου είχαν λυγίσει, το στόμα μου ήταν ορθάνοιχτο και, αν είχα έναν καθρέφτη απέναντί μου, θα έβλεπα στη μούρη μου ένα μουρόχαβλο ύφος, ένα ύφος που πρόδιδε την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο κάτοχός του. Πώς το είχε πει ο μπαμπάς; Κατάσταση νιρβάνα. Ναι, αυτό ήταν! Δεν ήξερα τότε ακόμα τι σημαίνει νιρβάνα, αλλά ήμουν απολύτως βέβαιος ότι αυτό είχα πάθει. Όπως ήμουν απολύτως βέβαιος γι’ αυτό που μου συνέβαινε. Κάπως έτσι γεννιούνται οι μεγάλοι έρωτες, σκέφτηκα. Κι αμέσως ένιωσα το στόμα μου να κλείνει κι ένα πανηλίθιο χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλια μου. Αλλά η φωνή της συνομιλήτριας -ή μάλλον της μοναδικής ομιλήτριας μέχρι τότε- μ’ έβγαλε απότομα από την ονειρική κατάσταση. Και από την κατάσταση νιρβάνα.
«Γιατί χαμογελάς έτσι ηλίθια;»
Αποφάσισα ξαφνικά να μιλήσω. Και να πω το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό:
«Παίζεις με τις κούκλες;»
Τα μάτια της άστραψαν. Όχι μεταφορικά, στην κυριολεξία. Ένιωσα τις αστραπές -και τις βροντές- να ξεχύνονται από τις ίριδες των βολβών της και να μπουμπουνίζουν μέσα στον αποχαυνωμένο μου εγκέφαλο.
«Εννοώ…» πήγα να τα μπαλώσω, μα δεν πρόλαβα.
«Κούκλες; Ποιες κούκλες;» μούγκρισε. «Σου μοιάζω για κοριτσάκι; Σαν κι εσένα, δηλαδή;» Το οργισμένο της ύφος είχε οπισθοχωρήσει, παραχωρώντας και πάλι τη θέση του σε κείνο το σαρκαστικά σπινθηροβόλο βλέμμα.
«Δεν είμαι κοριτσάκι!» διαμαρτυρήθηκα. «Είμαι…»
«Είσαι ένα μπασμένο, να τι είσαι! Ένα κουφό, διανοητικά ανάπηρο μόμολο, ένα πιτσιρίκι κακομαθημένο και θηλυπρεπές, ένα…»
Προτού ολοκληρώσει την ετυμηγορία, προτού προλάβω να θαυμάσω το λεκτικό πλούτο που εξακόντιζε εναντίον μου, μπήκε στη μέση ο μπαμπάς της. Και ο μπαμπάς μου.
«Χαρούλη, εδώ είσαι; Σε θέλει ο μπα… Α, βλέπω ότι γνωριστήκατε με την κόρη μου!» έκανε χαρούμενα κυρ Γιάννης, ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου, που είχε ξεπροβάλει ξαφνικά φάντης μπαστούνι πίσω από ένα ράφι παίρνοντας θέση πλάι στη μονάκριβη θυγατέρα του.
«Πρώτη φορά συναντιέστε εσείς οι δυο;». Να ’τος κι ο μπαμπάς μου, που είχε πάρει τη στροφή με τις μπάντες, παρέκαμψε με δεξιοτεχνία πατέρα και κόρη κι ήρθε να παρκάρει πλάι στο μοναχογιό του.
«Ε;» Το βλέμμα μου είχε στραφεί ξανά στη μικρή βιβλιοπώλισσα. Το ύφος της είχε αίφνης γαληνέψει. Κι όχι μόνον αυτό. Είχε χαμηλώσει το προ ολίγου κεραυνοβόλο βλέμμα της στο πάτωμα, παριστάνοντας τη μετανοούσα Μαγδαληνή.
«Δεν είχατε γνωριστεί με την Αννούλα;».
Αννούλα… Αμέσως το μυαλό μου πλημμύρισε με δεκάδες, εκατοντάδες τραγούδια που υμνούσαν το θεϊκό αυτό όνομα. Αλλά κανένα δεν ταίριαζε με την περίσταση. Άννα, μην κλαις… Δεν έκλαιγε. Αχ, Αννούλα του χιονιά… Κατακαλόκαιρα; Τρία παιδιά βολιώτικα μας κλέψαν την Αννούλα… Ναι, τρία παιδιά βολιώτικα και τρία πουλάκια κάθονταν. Άννα - δεν ήμουνα εγώ γι’ αεροπλάνα… Μμμ, αυτό πήγαινε κι ερχόταν, καθότι με είχε απογειώσει -αν και μάλλον ο σκοπός της ήταν να με κάνει αεροπλάνο, τι αεροπλάνο λέω, πύραυλο. Αννούλα μου, Αννίτσα μου, θα πάρω τη βαλίτσα μου… Και να πάω πού; Άσε που κάτι δε μου κολλούσε σ’ αυτόν τον τελευταίο στίχο. «Αννούλα μου» έλεγε; Ή μήπως…
«Δεν προλάβαμε να συστηθούμε, μπαμπά…» Η Αννούλα είχε μιλήσει. Με άλλη φωνή. Εντελώς άλλη. Με μια φωνή που έσταζε μέλι και συστολή. Και με το βλέμμα καρφωμένο πάντα στις φούξια σαγιονάρες της.
«Α, τότε να σας συστήσω εγώ» Ο μπαμπάς της ανέλαβε την πρωτοβουλία. «Άννα, ο Χαρούλης είναι ο γιος του κυρίου Χάρη -τον ξέρεις τον κύριο Χάρη, έτσι;»
«Χάρης είναι ο μπαμπάς και Χαρούλης ο γιος;» Σήκωσε για μια στιγμή τα μάτια και με κοίταξε. Το βλέμμα της σπίθισε και πάλι, έστω και για ένα δέκατο του δευτερολέπτου. Επιτέλους, πάνω που είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ ότι κάτι είχε πάθει. Κι έπειτα προχώρησε με αργά, δειλά -επιτηδευμένα δειλά- βήματα προς το μέρος μου. Μου άπλωσε το χέρι. «Χάρηκα πολύ, Χαρούλη», είπε σεμνά και ταπεινά. Αλλά μέσα της, είμαι βέβαιος, είχε σκάσει στα χέλια. Άκου «Χάρηκα πολύ, Χαρούλη»!
Άπλωσα και το δικό μου χέρι και της το ’σφιξα. Θα της το ’σφιγγα, δηλαδή, έτσι και με άφηνε. Ένιωσα τα κόκαλα της δεξιάς μου παλάμης να λιώνουν, να συνθλίβονται μέσα στη δική της. Το ουρλιαχτό γλίστρησε μέχρι την άκρη της γλώσσας μου, αλλά με κάποιον τρόπο κατάφερα να αποσοβήσω την απόδρασή του.
«Κ… κι εγώ χ… χάρηκα, Αν… Αννούλα» κεκέδισα. Κι αμέσως χάρηκα πολύ περισσότερο, μια και μου άφησε, επιτέλους, το χέρι.


«Μπαμπά, τι σημαίνει ‘‘θηλυπρεπές’’;» Ήμασταν στο τζιπ καθ’ οδόν για το σπίτι κι έβγαλα από μέσα μου το ερώτημα που με έκαιγε αμέσως μόλις ο Αποστόλης -ο οδηγός και νοσοκόμος του μπαμπά- έβαλε στο σι-ντι πλέιερ τα Best of Νταλάρας.
«Πού την άκουσες αυτήν τη λέξη;» Ο μπαμπάς με κοιτούσε με εύθυμη απορία.
«Τι σημαίνει;» επέμεινα
«Θηλυπρεπής σημαίνει… Είναι κάποιος, άντρας κατά κανόνα, με γυναικεία συμπεριφορά»
Προς στιγμή ένιωσα στα μάγουλά μου να απλώνεται το αιμάτινο χρώμα της οργής, αλλά το απόδιωξα. Κατά βάθος, άλλωστε, μου άρεσε. Μου άρεσε αυτή της η συμπεριφορά. Έστω κι αν δεν ήταν καθόλου θηλυπρεπής.
«Δε μου είπες, όμως, πού την άκουσες τη λέξη» ξανάπε ο μπαμπάς.
«Μου την είπε η Αννούλα. Μαζί με άλλες».
«Άλλες; Τι άλλες;»
«Με είπε ‘‘διανοητικά ανάπηρο μόμολο’’, ‘‘πιτσιρίκι κακομαθημένο και θηλυπρεπές’’ κι άλλα παρόμοια»
Ο μπαμπάς έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Η Αννούλα είπε τέτοια πράγματα; Δεν το πιστεύω!» αναφώνησε.
«Ναι, καλά. Μπροστά σας το παίζει οσία Μαρία. Ή μάλλον οσία Αννούλα».
Ο μπαμπάς είχε μείνει κάγκελο. Όχι επειδή μιλούσα κατ’ αυτόν τον τρόπο και χρησιμοποιούσα τέτοιες εκφράσεις, τις είχε συνηθίσει. Όλοι τις είχαν συνηθίσει.
«Δεν το πιστεύω…» επανέλαβε.
«Να το πιστέψεις» τον προέτρεψα.
«Δεν το πιστεύω…». Κόλλησε η βελόνα.
«Σιγά, καλέ, και τι έγινε;» ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους. «Εγώ έτσι κι αλλιώς την αγαπάω».
Τώρα το στόμα του μπαμπά κρέμασε λες κι είχε ξεχειλώσει. «Τι… τι την κάνεις;».
«Την αγαπάω»
«Μα η Αννούλα… η Αννούλα…» Το στόμα του μπαμπά έκλεισε απότομα. Και ξανάνοιξε μόνο για να ξαναμιλήσει. «Είναι δώδεκα χρονών η Αννούλα… η Άννα». Να που η Αννούλα έγινε ξάφνου Άννα. Όχι πως δεν το περίμενα…
«Ε και;» έκανα. «Αυτό σημαίνει ότι έχει πάψει εδώ και καιρό να παίζει με τις κούκλες».
Τώρα ο μπαμπάς με κοίταξε τρυφερά. Η έκπληξη είχε εξαφανιστεί από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. «Πώς το κατάλαβες ότι την αγαπάς;» με ρώτησα.
«Αμέσως μόλις την είδα» είπα χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Ναι, αλλά σου μίλησε άσχημα»
«Θα τη στρώσω»

6 σχόλια:

Τη 3:32 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger ladybug είπε...

Σκληρός άντρας ο Χαρούλης.:))
Πω πω θα σκάσω από την περιέργεια μέχρι το επόμενο κεφάλαιο!

 
Τη 3:48 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

Πασχαλίτσα, εγώ να δεις! :)

 
Τη 5:18 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Eroviana είπε...

Αυτό μου άρεσε περισσότερο απ'το προηγούμενο. Για κάποιο λόγο, που δεν μπορώ να εξηγήσω ακόμα, με ξίνησε το 5ο κεφάλαιο. Σα να μιλούσε άλλος κι όχι ο Χαρούλης. Κι εδώ ξαφνικά επανέρχεται! Θα επανέλθω μόλις το ξεκαθαρίσω στο μυαλό μου - αφού δηλαδή ξαναδιαβάσω όλα τα κεφάλαια-αποσπάσματα. Άντε να δούμε τι γίνεται με την Αννούλα:)

 
Τη 6:45 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

Eroviana, μόλις το ξεκαθαρίσεις, θέλω λεπτομέρειες (τι, πώς και γιατί)! Αυτές ακριβώς είναι που μ΄ ενδιαφέρουν
:)

 
Τη 10:57 μ.μ. , Ο χρήστης Anonymous Ανώνυμος είπε...

Κάποια στιγμή(σύντομα)θα σχολιάσω εκτενώς...Προς το παρόν,με ξετρέλανε το "«Θα τη στρώσω»"!!;)

 
Τη 11:30 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

Evelina, περιμένω τα... εκτενή! :)

 

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα