(B΄ ΜΕΡΟΣ) - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο: ΑΝΝΟΥΛΑ
Συνεχίζουμε, λοιπόν, με το Β' μέρος του 6ου κεφαλαίου. Επαναλαμβάνω ότι, από τώρα και στο εξής, θα ανεβάζω ό,τι ακριβώς έχω γράψει (με μια απλή, πρώτη διόρθωση). Από το 1ο μέχρι και το 5ο κεφάλαιο, τα δείγματα γραφής θα παραμείνουν αποσπασματικά, για λόγους τους οποίους επίσης θα εξηγήσω στην πορεία.
To σκεπτικό του εγχειρήματος θα το βρείτε εδώ, ενώ στα παρακάτω λινκ μπορείτε να διαβάσετε αποσπάσματα από:
* την εισαγωγή
* το 1ο κεφάλαιο
* το 2ο κεφάλαιο
* το 3ο κεφάλαιο
* το 4ο κεφάλαιο
* το 5ο κεφάλαιο
(Από εδώ κι εξής, τα κεφάλαια θα είναι αυτούσια. Εδώ θα διαβάσετε το πρώτο μέρος του 6ου κεφαλαίου).
Το μόνο πράγμα που έστρωνα για κάμποσο καιρό από τη μέρα εκείνη κι έπειτα ήταν το κρεβάτι μου. Την Αννούλα άργησα να την ξαναδώ, πόσο μάλλον να τη στρώσω. Την επόμενη φορά -την επόμενη μέρα δηλαδή- που ακολούθησα τον μπαμπά στο βιβλιοπωλείο η Αννούλα δεν ήταν εκεί. Τη μεθεπόμενη ο κυρ Γιάννης ο βιβλιοπώλης με πληροφόρησε ότι η κόρη του είχε πάει μαζί με τη μαμά της στο εξοχικό τους στην Άνδρο. Και θα επέστρεφε το Σεπτέμβρη, λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία.
Δε χρειάστηκε καν να το ζητήσω απ’ τον μπαμπά, παρότι τρωγόμουν για μια βδομάδα να του το ξεφουρνίσω. Πάνω που δεν άντεχα άλλο και ήμουν έτοιμος να του το φέρω με τρόπο και με νάζι, με κάλεσε στο γραφείο του, μου έδειξε ένα λευκό μακρόστενο φάκελο και μου ζήτησε να τον ανοίξω. Μέσα υπήρχαν τέσσερα εισιτήρια, ένα παιδικό, δύο για ενήλικες και ένα για τζιπ. Από Ραφήνα για Άνδρο.
«Μας κάλεσε ο κύριος Γιάννης στο εξοχικό του» μου διευκρίνισε. «Θα πάει και ο ίδιος το πρώτο εικοσαήμερο του Αυγούστου. Δεν είναι μεγάλο το σπίτι, αλλά έχει μια έξτρα κρεβατοκάμαρα. Εσύ θα κοιμηθείς στο δωμάτιο της Αννούλας» Με κοίταξε πονηρά και μου ’κλεισε το μάτι. «Αν δεν έχεις αντίρρηση».
Το δωμάτιο της Αννούλας δεν ήταν ιδιαίτερα ευρύχωρο, αλλά είχε κουκέτες. Τη στιγμή που μου το πρωτοπαρουσίασε ο κυρ Γιάννης απογοητεύτηκα, γιατί περίμενα να δω και την Αννούλα μέσα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά είχε τρυπώσει στο μυαλό μου μια πολύ ζωντανή εικόνα: ν’ ανοίγει η πόρτα, να μπαίνω στο δωμάτιο και να βλέπω την Αννούλα σκυμμένη στο γραφείο της μ’ ένα ζευγάρι τεράστια ακουστικά στ’ αυτιά ν’ ακούει στη διαπασών το τελευταίο χιτ της Τάμτας, μασώντας αυθάδικα τσίχλα και διαβάζοντας το τελευταίο τεύχος της Σούπερ Κατερίνας.
Με το που άνοιξε ο κυρ Γιάννης την πόρτα και μπήκα στο δωμάτιο, η εικόνα διαλύθηκε. Αννούλα δεν υπήρχε΄ ούτε ακουστικά ούτε γραφείο ούτε Σούπερ Κατερίνα. Υπήρχαν, βέβαια, κάμποσα περιοδικά -κουτσομπολίστικα ως επί το πλείστον- σωριασμένα ανάκατα δεξιά κι αριστερά, υπήρχαν ένα σωρό αφίσες του Γεωργούλη, του Χειλάκη και, φυσικά, του Καραφώτη, υπήρχαν δυο φρεσκοστρωμένες κουκέτες με τα ολόλευκα σκεπάσματά τους να μυρίζουν ακόμα χλωρίνη Κλινέξ με άρωμα λεμόνι, υπήρχε στριμωγμένη σε μια γωνιά μια ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα από τον καιρό του Νώε και δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο. Αννούλα ούτε για δείγμα.
«Η Αννούλα είναι στην παραλία» με πληροφόρησε ο μπαμπάς της. «Από το πρωί».
Και τώρα ήταν απόγευμα. Κι εγώ ήμουν ακόμα εδώ, ενώ έπρεπε να ήμουν στην παραλία.
Για πότε απαλλάχτηκα από τα ρούχα μου και φόρεσα το μαγιό μου ούτε κι εγώ ο ίδιος το κατάλαβα. Έλα, όμως, που έπρεπε να περιμένω να ετοιμαστούν ο μπαμπάς και η μαμά. Μπορεί η παραλία να απείχε καμιά εκατοστή μέτρα το πολύ, μπορεί να μου είχαν εμπιστοσύνη ότι θα τα κατάφερνα να φτάσω μόνος μου σώος κι αβλαβής, παρ’ όλα αυτά με υποχρέωσαν να τους περιμένω για να με συνοδέψουν, λες κι ήμουν κανένα βυζανιάρικο. Και τους περίμενα. Για κάνα μισάωρο και βάλε. Για την ακρίβεια, περίμενα τη μαμά. Ο μπαμπάς ήταν ανάπηρος, η μαμά έκανε με τις ώρες να ετοιμαστεί. Κάθε φορά που ήταν να βγούμε, μας έβγαζε απ’ τα ρούχα μας μέχρι να μπει εκείνη στα δικά της. Σιγά μην άλλαζε συνήθειες στην Άνδρο… Όση ώρα ήταν στο μπάνιο, εγώ έβραζα στο ζουμί μου κι αναρωτιόμουν πόση ώρα χρειάζεται ένας φυσιολογικός άνθρωπος για να φορέσει ένα μαγιό, έστω και μπικίνι. Και όταν, επιτέλους, βγήκε από το μπάνιο, ήταν πλέον αργά. Την είδα να ’ρχεται. Όχι τη μαμά. Την Αννούλα.
Το αρχικό αίσθημα απογοήτευσης κράτησε ελάχιστα. Διαλύθηκε αμέσως μόλις συνειδητοποίησα κάτι πολύ απλό. Ναι μεν ήταν αργά, αλλά ήταν αργά για την παραλία, όχι για την Αννούλα. Άλλωστε εγώ στην Άνδρο είχα έρθει για την Αννούλα, όχι για την παραλία. Καλό θα ήταν να τα συνδυάζαμε και τα δύο, αλλά μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας από την πρώτη μέρα.
Η Αννούλα με αντιμετώπισε ανάλογα, ακριβώς όπως και στην πρώτη μας συνάντηση. Και αντιστρόφως ανάλογα σε σχέση με τη χρονική σειρά των πραγμάτων. Μπροστά στους δικούς της και στους δικούς μου με υποδέχτηκε με ντροπαλό χαμόγελο και συντριπτική χειραψία κι όταν μείναμε μόνοι με πλάκωσε στους υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς και στις προσβολές. Ωστόσο, εγώ ένιωθα πολύ πιο καλά τη δεύτερη φορά, παρά το μπινελίκι. Το κακό ήταν ότι άργησε πολύ να έρθει η στιγμή που μείναμε μόνοι. Πρώτα έπρεπε να υπομείνω ένα δίωρο στην παραλία (ο μπαμπάς επέμενε να νιώσει τη δροσιά του Αιγαίου στο δεξί του πόδι κι η μαμά να προλάβει λίγο ήλιο (τσάμπα πασαλειφόταν τόση ώρα στο μπάνιο;) έπειτα να υποστώ καρτερικά ένα τρικούβερτο δείπνο που κράτησε κοντά μιάμιση ώρα (με την Αννούλα απέναντί μου να μου ρίχνει κλεφτές, φαρμακερές ματιές κάθε φορά που η προσοχή των μεγάλων ήταν στραμμένη στο φαΐ, στο κρασί ή στην εκρηκτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή) εν συνεχεία να περιμένω να πλύνει τα δόντια της η Αννούλα για να τα πλύνω κι εγώ και στο τέλος, επιτέλους… τέλος τα βάσανα!
Μείναμε μόνοι.
«Τι θες απ’ τη ζωή μου, βρε βλαμμένο;»
Δεν ήταν και η πιο ρομαντική φράση για να ξεκινήσει το τρυφερό τετ α τετ που τόσο καρτερούσα. Μακάρι, βέβαια, να ’ξερα κι εγώ τι καρτερούσα.
Η Αννούλα είχε κλείσει την πόρτα, την είχε κλειδώσει, είχε στήσει αυτί μπας και χάζευε κάνας παρατρεχάμενος απ’ έξω κι όταν διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος να την πιάσουν στα πράσα, μου απηύθυνε τα πρώτα ερωτόλογα. Στ’ αυτιά τα δικά μου έτσι ηχούσαν οι προσβολές της.
«Γιατί δε μιλάς; Σου κατάπιε η γάτα τη γλώσσα; Τι θα γίνει, βρε νιάνιαρο, πάλι τα ίδια; Μέχρι πότε θα με κοιτάς σαν χάχας;»
Αυτή τη φορά δεν την κοιτούσα σαν χάχας, την κοιτούσα σαν χάννος.
«Θα μου πεις τι θες απ’ τη ζωή μου;» επανέλαβε.
«Σ’ αγαπάω».
Μου βγήκε από μόνο του. Κι ούτε που μετάνιωσα που το ξεφούρνισα.
Αυτή τη φορά με κοίταξε αυτή σαν χάννος. Για μια στιγμή μόνο. Κι ύστερα ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια΄ γέλια μέχρι δακρύων.
«Όπα τις, ο μπέμπης!» είπε σκουπίζοντας τα δάκρυά της. «Και πώς ακριβώς, δηλαδή, μ’ αγαπάς;»
«Ερωτικά»
Νέο κύμα γέλιου. Ήταν ένα γέλιο νευρικό, σχεδόν υστερικό, που κράτησε κάνα δίλεπτο. Ώσπου διακόπηκε απότομα. Μαχαίρι, λες και δεν είχε βγει από το λαρύγγι της ποτέ.
Με κοίταξε στα μάτια, σοβαρά αυτή τη φορά, χωρίς ίχνος σαρκασμού ή κοροϊδίας.
«Λοιπόν, τέρμα τ’ αστεία» είπε, χωρίς ν’ αλλάξει ύφος. «Διάλεξε»
«Τι να διαλέξω;»
«Προτιμάς από πάνω ή από κάτω;»
Έριξα μια ματιά στις κουκέτες. «Ε… δεν ξέρω, ό,τι σε βολεύει, δεν έχω πρόβλημα».
«Έλα, άσε τις ντροπές. Εσύ είσαι ο φιλοξενούμενος, εσύ θα διαλέξεις» Πάντα σοβαρή, πάντα αγέλαστη.
«Εεε, κοίτα…» Έριξα μία ακόμα ματιά στις κουκέτες. «Θα προτιμούσα πάνω, αν δε σε πειράζει. Δεν έχω ξανακοιμηθεί ποτέ τόσο ψηλά. Και πάντα ήθελα να κοιμηθώ σε μια τέτοια κουκέτα».
Ξαφνικά με άρπαξε απ’ τους ώμους και σημάδεψε με το φλογερό της βλέμμα τον πυρήνα της κόρης των ματιών μου.
«Ποιος σου μίλησε για κουκέτες;» έκανε βραχνά.
«Ε… είπες από πάνω ή από κάτω και…»
«Εννοώ στο σεξ».
16 σχόλια:
Ο σαρκασμός (αυτοσαρκασμός) του μικρού είναι άλλο πράγμα!!! Και μου άρεσε πολύ που τοποθετείτε την δράση στην Ανδρο! Οι γονείς μου κατάγονται από εκεί!!! Εχετε καμία σχέση εσείς με την Ανδρο;
Vicky, όπως το είπες: καμία σχέση! Επέλεξα την Ανδρο επειδή με εξυπηρετεί (δραματουργικά και αφηγηματικά)
Ωραία Χριστούγεννα θα περάσουμε :))
@ladybug
Μακάρι! :)
Ωωωωπ! Φθάσαμε στα κρίσιμα!
@ dodos
Και τα κρίσιμα, συχνά, προκαλούν κρίσεις...
Χρήστο, τα διάβασα και τα δυο μαζί.
Πέθανα στα γιέλια! Είσαι απίθανος συγγραφέας! Δεν περίμενα όμως να τον βλέπει η Αννούλα έτσι. Θα 'θελα να τον βλέπει πιο ρομαντικά. Θα μου πεις αυτή είναι η φυσιολογική. Μόνο μην μου βγάλεις
τον ήρωα χαζούλη, απ΄την πολύ εξυπνάδα!Κανόνισε!
Άντε προχώρα! Βάλε κι άλλο!
"Καλά Χριστούγεννα" αν και θα τα ξαναπούμε!
Ελπίδα μου, σ' ευχαριστώ :)
Όχι, χαζούλης δε θα γίνει, κάθε άλλο. Αλλά και η πολλή εξυπνάδα, όπως λες, δε βγαίνει δα και σε καλό...
Καλά Χριστούγεννα και σε σένα :)
Χρόνια σου πολλά Χρήστο και για την γιορτή σου και για τα Χριστούγεννα. Να είσαι γερός, ευτυχισμένος και πάντα επιτυχίες!
Να χαίρεσαι την οικογένειά σου και καλά να περνάς!
Επί τη ευκαιρία λέω και να τα πω:
Καλήν ημέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού την θεία γέννησιν, να πω στ΄αρχοντικό σας!
Και του χρόνου!
Και του χρόνου, ελπίδα μου!
Να 'σαι καλά, γερή δυνατή και εμπνευσμένη :)
Χρόνια σου Πολλά Χρήστο κι Ευτυχισμένος ο Καινούργιος Έτος...
:Ο)
Χρόνια πολλά,Αννούλα του Χιονιά :)
Να συνεχίσεις, έτσι, δημιουργικά! Γίνεται απίθανη δουλειά εδώ. :)
Simon, Ergotelina, Hμίαιμε, ευχαριστώ και ανταποδίδω :))
ΥΓ. Εργοτελίνα, με έκανες... ρόμπα! Στους μη αναγνώστες, αν μη τι άλλο. Τι θα υποθέσει, άραγε, για το άτομό μου όποιος δεν έχει διαβάσει το συγκεκριμένο κομμάτι;
:))
Αχ βρε Χρήστο με αιφνιδίασες...! Διαβάζοντας το "πάνω-κάτω" πίστεψα ότι η σειρά κατανόησης θα ήταν ανάποδα...! Το επιδίωξες; (σ.σ. καλά τρελαίνομαι που μπορώ να απευθύνω αμέσως τις απορίες μου στο συγγραφέα...!) ;-)
Αdomiel, τι εννοείς τσα "πάνω-κάτω";
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα