Η "Μοίρα", η παρουσίαση και...
ο Νίνης (κατά κόσμον Φασούλας)!

Πάει κι αυτή η παρουσίαση...
Η ατμόσφαιρα ήταν δροσερή (όχι ζεστή, προς θεού, μας φτάνει ο καύσωνας!), η παρέα φιλική, οι ομιλητές ουσιαστικοί. Και ιδιαίτερα κολακευτικοί. Όχι για μένα, βέβαια, για τη Μοίρα (μου), την οποία -το ξεκαθαρίζω- δεν έγραψα εγώ, εκείνη με... έγραψε -ευτυχώς που δε με... ξέγραψε, δε λες;
Ευχαριστώ από καρδιάς όλους όσοι άφησαν το κλιματιστικό του σπιτιού τους και ήρθαν στο... κλιματιστικό του Ελευθερουδάκη. Και ειδικά τους μπλόγκερς Alef, Adomiel, Ioeu, Μπαμπάκη, Mαριαλένα, τους συγγραφείς και μπλόγκερς Λεία Βιτάλη, Λένα Μαντά και Γιάννη Παλαβό, καθώς και τους συγγραφείς Νίκο Βλαντή και Δημήτρη Φύσσα, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν μπλογκ, αλλά έχουν σάιτ. Η Νίνα μάς έλειψε, βέβαια, αλλά η απουσία της ήταν επιβεβλημένη (το δε σχετικό της ποστ επιβεβαιώνει πόσο της λείψαμε κι εκείνης -να 'σαι καλά, βρε Νινάκι!).
(Επί τη ευκαιρία, ευχαριστώ από καρδιάς τη Μαριαλένα για το τόσο όμορφο -αν εξαιρέσει κανείς τη... φάτσα τη δική μου- ποστ που ανέβασε, όπως επίσης και την Adomiel για το δικό της πολύ γλυκό ποστ)
Άφησα τελευταίους τους ομιλητές. Τη συγγραφέα και δημοσιογράφο Ελένη Γκίκα και το δημοσιογράφο Αλέξη Σπυρόπουλο που μου έκαναν την τεράστια τιμή να μιλήσουν για τη "Μοίρα". Ένα απλό "ευχαριστώ" δεν είναι αρκετό για να βγάλω από μέσα μου αυτό που αισθάνομαι. Αν διαβάσετε τα παρακάτω αποσπάσματα από τις ομιλίες τους, ίσως και να καταλάβετε τι εννοώ...
Έχουμε και λέμε, λοιπόν:
Αλέξης Σπυρόπουλος:
«Εγώ θα μιλήσω ποδοσφαιρικά, γιατί μόνο έτσι ξέρω να μιλάω. Όταν διάβασα το πρώτο βιβλίο του, ο Χρήστος ήταν όπως ήταν στο ποδόσφαιρο ο… Νίνης, κατά την περίοδο που πέρασε. Γα όσους δε γνωρίζουν, ο Νίνης είναι ένα παιδί που δεν τον ήξερε κανείς, πέρα από τους γονείς του και τους δασκάλους του. Προερχόμενος από το πουθενά, έκανε όλη την ποδοσφαιρόφιλη χώρα να μιλάει γι’ αυτόν με τα καλύτερα λόγια.
Το δεύτερο βιβλίο του Χρήστου είναι η δεύτερη χρονιά του Νίνη στο πρωτάθλημα. Πλέον όλοι τον ξέρουν και έχουν πια την περιέργεια, όχι να δουν ποιος είναι αυτός, αλλά να επιβεβαιώσουν αυτά που είδαν φέτος σ’ ένα βάθος χρόνου.
Εκείνο που προκύπτει από το δεύτερο βήμα, είναι η κατοχύρωση του πρώτου. Ότι δεν ήταν, δηλαδή, το θαύμα της μιας φοράς, αλλά πως το κερδισμένο έδαφος κατοχυρώνεται. Το έχω ξαναπεί και το επαναλαμβάνω ότι μ’ αρέσει πολύ το παιχνίδι με την πλοκή, μ’ αρέσει πάρα πολύ το παιχνίδι με τις λέξεις, τις ελληνικές λέξεις, γιατί δε νοείται για μένα να είσαι συγγραφέας και να μην παίζεις με τον πλούτο των ελληνικών λέξεων, ακριβώς επειδή η γλώσσα μας σου προσφέρει απλόχερα αυτή τη δυνατότητα. Επίσης μ’ αρέσει πάρα πολύ το, όχι ακριβώς αδιόρατο, αλλά το με διακριτικό τρόπο βρετανικό φλέγμα, που διακρίνω στα βιβλία του Χρήστου. Εξάλλου λατρεύω τις αγγλικές εφημερίδες, τα δημοσιογραφικά αγγλικά κείμενα, τα οποία έχουν αυτή τη δόση της λεπτής ειρωνείας, του σαρκασμού, που συχνά μετατρέπεται σε αυτοσαρκασμό. Έτσι, λοιπόν, δεν μπορώ να πω ότι αιφνιδιάστηκα από την ποιότητα της γραφής σ’ αυτό το δεύτερο βιβλίο του Χρήστου.
Εκείνο που παρατήρησα, χωρίς να είμαι ειδικός, ήταν μια μεγαλύτερη ψυχαναλυτική εμβάθυνση στα πράγματα σε σχέση με το πρώτο βιβλίο. Στις σελίδες της «Μοίρας», το σκύψιμο μέσα στη φύση του ανθρώπου, στις ανθρώπινες σχέσεις είναι πολύ βαθύ. Εγώ λιγάκι τα φοβάμαι αυτά τα ψυχαναλυτικά, προσπαθώ να τα αποφεύγω, να τα βάζω στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Αν μου πεις να πάω σε ψυχολόγο μαζεύομαι. Σε… ουρολόγο πάω πολύ ευχαρίστως, αλλά στον ψυχολόγο αισθάνομαι ότι είμαι άρρωστος πολύ για να χρειαστεί να πάω. Παρ’ όλα ταύτα, το βιβλίο μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω πράγματα. Συνέβη να το διαβάσω μέρες που συμπληρώνω έντεκα χρόνια με τη γυναίκα μου. Και μιλώντας για μοίρα, σκέφτηκα διαβάζοντας τις σελίδες του βιβλίου, πόσο διαφορετική θα μπορούσε να είναι η ζωή μου ή πόσο διαφορετική έγινε αυτά τα έντεκα χρόνια επειδή ένα Σάββατο απόγευμα σήκωσα ένα τηλέφωνο και από το πουθενά, που λένε, γνώρισα τη γυναίκα μου. Ένα απλό τηλεφώνημα, λοιπόν, με έφτασε στο σημείο να μεγαλώνω αυτή τη στιγμή τέσσερα παιδιά και να έχω πάρει… επταθέσιο αυτοκίνητο για να τα χωρέσω!
Η ζωή μας τελικά είν’ αυτό: οι αποφάσεις μας. Από τις πιο απλές, το να στρίβουμε αριστερά ή δεξιά, ως τις πιο πολύπλοκες. Καταλαβαίνει εύκολα κανείς ότι το νόημα δεν είναι το τέρμα΄ το νόημα είναι το ταξίδι. Και, ναι, είμαστε οι αποφάσεις μας.
Θα ξαναπώ ότι, όπως και το ποδόσφαιρο, έτσι και το βιβλίο, είναι για να περνάς καλά μαζί του. Εγώ πέρασα πολύ καλά τις όποιες ώρες μπόρεσα να ξεκλέψω όταν ησυχάζει το σπίτι για να το διαβάσω. Και με πολλή χαρά είμαι εδώ απόψε. Η αλήθεια είναι ότι την πρώτη φορά είχα πει πάρα πολλά καλά λόγια, γι’ αυτό ο Χρήστος μ’ έφερε εδώ και για το δεύτερο. Σταματάω, λοιπόν, εδώ για να μην τον καλομάθω και με φωνάξει και για το τρίτο!»
Ελένη Γκίκα:
«Οι τυχαίες συναντήσεις είναι ραντεβού...
Αυτή η μικρή τοξική φρασούλα μου είχα καρφωθεί από την αρχή του βιβλίου, από την πρώτη σελίδα, από την πρώτη κιόλας γραμμή:
‘‘Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Να ‘μαστε πάλι εδώ!’’
Όλα μου φαίνονταν ραντεβού: το καινούργιο βιβλίο, η παρουσίαση, ο παραπλανητικός τίτλος «Με λένε Μοίρα» λες και την ηρωίδα να την λένε Μοίρα, ή μήπως είναι η Μοίρα αυτή που τελικά πρωταγωνιστεί; ο επεισοδιακός τρόπος με τον οποίο μπήκε ο Χρήστος στη ζωή μου, ο θείος… Νώντας, αυτό καθ’ αυτό που ο Χρήστος εκπροσωπεί…
Ας πάρουμε όμως το κορδονάκι απ’ την αρχή για να μην σας μπερδέψω.
Από μικρό παιδάκι με μάγευαν τα αθλητικά.
Σε ηλικία… έξι χρονών πρωτομπήκα στο γήπεδο! Με έναν μπαμπά φανατικό ΑΟΚ Κορωπίου και ελενικό δαγκωτό! Την κορούλα του και την Ομάδα του ήθελε και γι’ αρκετό καιρό προσπάθησε να τα συνδυάσει και τα δυο. Με τρελούς πανηγυρισμούς από μέρους μου. Και μεγάλο σάστισμα από δικής του πλευράς «πω πω τι λένε και είναι και το παιδί….» Καθόλου τυχαίο το ότι έγινα… η ομάδα του, πολύ φυσικό το πρώτο «εύγε- εύγε» να μου έρθει απ’ αυτό.
Δευτέρα Γυμνασίου, σαν και τώρα, θυμάμαι. Θέμα έκθεσης: μια περιγραφή. Οι επιλογές δύο, Κυριακάτικη εκδρομή (για τα κορίτσια υποθέτω τώρα) και Ενας ποδοσφαιρικός αγώνας (για τ’ αγόρια, αλλά ως επιλογή μου φάνηκε πιο… προσιτή, πιο ελκυστική!) Θυμάμαι ακόμα το ξάφνιασμα της φιλολόγου! «Ελενίτσα παιδί μου, που τα ξέρεις εσύ όλ’ αυτά;»
Στην πορεία τα ξέχασα, κι ας μην σας κάνω την έξυπνη.
Μου έμεινε όμως η αγάπη για «όλα αυτά», ειδικά για «όλους αυτούς, βεβαίως, που τα εκπροσωπούν».
Από τους πρώτους μου διευθυντές, Εικόνες λέμε τώρα, ηρωικές εποχές, ο Ανδρέας ο Μπόμης, μιλάμε τώρα για λατρεία… ολκής! Κόντρες απίθανες στο ξεκίνημα!
«Κάποιος θα πρέπει να μάθει στο κοριτσάκι να γράφει!» Εκλαιγα μέρες θυμάμαι, αλλά τώρα όποτε το φέρνω στο νου μου, αισθάνομαι τόσο μα τόσο τρυφερά!
Διότι όπως όλοι οι μεγάλοι έρωτες, όπως αντιλαμβάνεστε, αυτή η… μοιραία σχέση ξεκινούσε με μάχες. Θέλετε λήξη των… εχθροπραξιών; Μετά από δέκα έτη αυτή της κοσμοιστορικής -για την δική μου μικρή Οδύσσεια- συνεργασίας η δική του κοφτή, σίγουρη, συνωμοτική φωνή: «πάρε και δες το και τάκα –τάκα! Ξέρεις εσύ, αυτά τα… πούστικα τα δικά σου!»
Ήταν ο πρώτος που έκανε διάγνωση, «μια μέρα, βάσανο, να μου το θυμηθείς, θα γράψεις! Αλλά μη μου τον μπερδεύεις τον έρημο τον αναγνώστη για να παίξεις εσύ!»
Ακόμα παίζουμε… ομπρελιές με τον Μένιο Σακελλαρόπουλο διεκδικώντας το ποιος κατείχε την μεγαλύτερη θέση στου κύριου Μπόμη την καρδιά.
Έτσι έγινε φίλος μου καλός και ο Δημήτρης Καρύδας, με τη μία, επειδή ήταν… αθλητικός!
Όπως καταλαβαίνετε, όταν κατέφθασε στη ζωή μου ο Χρήστος Φασούλας, βρήκε τον δρόμο της καρδιάς μου στρωμένο ήδη με… ροδοπέταλα.
«Ο έρωτας δεν κάνει για πιλότος» και μου πήγαιναν όλα!
Ο έρωτας, βεβαίως, το… αθλητικό παρελθόν, η… πτήση (μέχρι τελικής πτώσης και έως να σπάσεις καλά -καλά τα μούτρα σου), οι εγγυήσεις Μάνου Κοντολέων που αγαπώ και εκτιμώ, και βεβαίως μου πήγε ο Χρήστος.
Αλλά όταν μου ήρθε στα χέρια και το καινούργιο βιβλίο «Με λένε Μοίρα», κατάλαβα επακριβώς το γιατί!
Με τον Χρήστο μας αρέσει να… μεγαλοπιανόμαστε!
Μοιραίες αγάπες, μοιραίες συναντήσεις, μοιραίες ευτυχίες, δυστυχίες, μοιραίες γυναίκες και μοιραίοι εραστές! «Εκείνο που είναι δικό μου και θα το υποστώ, θέλω δεν θέλω, ακόμα κι όταν αρνούμαι τελικά να το τολμήσω, να το δω!»
Κι αυτή τη φορά, τολμώ να πω ότι τα κατάφερε αρκετά να με ταράξει. Με τη ζωή που δεν ζήσαμε, με την απίθανη «άλλη» τελικά εκδοχή. Την οποία πολύ έξυπνα διαχειριζόμενος την γράφει σε… ημερολόγιο.
Αρχίζει, μάλιστα, ακριβώς απ’ αυτήν!
Ο αφηγητής, ο ήρωας, ο συγγραφέας, όπως θέλετε πείτε τον, γράφει, την άλλη ακριβώς διαδρομή, την αντίθετη εκδοχή. Από την ζωή που επέλεξε ο ήρωας. Και αυτό ακριβώς και μια δυο και τρεις φορές ανταλλάσσει: Εάν είχα πάρει αυτόν τον δρόμο θα μου είχε συμβεί αυτό κι αυτό…
Ένα μόνον δεν μπορείς να αλλάξεις. Τα πρόσωπα τα οποία θα αποτελέσουν στη ζωή σου το κλειδί: για να αγγίξεις, να γνωρίσεις ή και να καθορίσεις τα όριά σου. Για να σου πει αυτό που έχει να σου πει η ζωή.
Κι αυτό το πρόσωπο στη ζωή του ήρωα, επί τω προκειμένω του Σταύρου, είναι η Λουίζα. Τη λένε Λουίζα και δεν μπορεί να γλιτώσει με τίποτα απ’ αυτήν! Ακόμα και στην περίπτωση που θα την αρνηθεί και δις και τρις… εδώ όπως και να το κάνουμε, μπαίνει η ιδιοσυγκρασία, ο Σταύρος του βιβλίου, και πάει και τελείωσε, είναι δειλός!
Αλλά ακόμα και σ’ αυτόν τον δειλό ήρωα, ο συγγραφέας; η ζωή; ο Θεός; δίνει και δεύτερη και τρίτη ευκαιρία και επί τω προκειμένω ο συγγραφέας Χρήστος Φασούλας, λειτουργεί αριστοτεχνικά ωσεί Θεός!
Ξεκινώντας, όπως καταλαβαίνετε, από το «όταν ο Σταύρος γνώρισε τη Λουίζα» και ξεδιπλώνοντας στο χαρτί, την κάθε εκδοχή.
Τον τολμηρό Σταύρο και την ζωή με τη Λουίζα και τον δειλό στο χαρτί.
Τον δειλό Σταύρο στη ζωή και τον τολμηρό και νηφάλιο στο χαρτί.
Τον Σταύρο να ζει και τον Σταύρο να ονειρεύεται, τον Σταύρο να γράφει και τον Σταύρο να ελπίζει, τον Σταύρο να υποκύπτει και τον Σταύρο να διακινδυνεύει, όχι από γενναιότητα αλλά επειδή δεν τόλμησε, τελικά, να ζήσει ό,τι του αναλογεί στη ζωή. Με το νόμο της εντροπίας να μας υπογραμμίζει ότι άλλο δρόμο δεν έχουμε από αυτόν που μας αναλογεί, ό,τι είναι αμάρτημα μέγιστο η αδράνεια στη ζωή.
Τις μοιραίες ζεύξεις και λύσεις τις ακολουθούν καθ’ όλη τη διάρκεια και οι δευτεραγωνιστές της ιστορίας, όχι μονάχα τα κεντρικά πρόσωπα. Η Πηνελόπη κι ο Πέτρος (φίλοι του Σταύρου και της Λουίζας), οι γονείς του Σταύρου και της Λουίζας και το μοιραίο πρόσωπο σε κάθε εκδοχή, η Μαρίζα, η αδελφή της Λουίζας.
Όλοι αυτοί θα σμίγουν και θα χάνονται ξανά και ξανά. Αναλόγως με το ποια εκδοχή ζωής οι βασικοί πρωταγωνιστές θα επιλέξουν, θυμίζοντας εκείνο το μαγικό παιχνίδι με τους καθρέφτες του Έντε «Καθρέφτης μέσ’ στον καθρέφτη», σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων μονίμως, να μη ξεχωρίζεις ποιο είναι το όνειρο και πιο το πραγματικό.
Με γλώσσα σπαρταριστά σύγχρονη και χιουμοριστική το αληθινό, με επιστολική και εξομολογητική, χωρίς όμως και πάλι να χάνει το χιούμορ και την αμεσότητα και η άλλη. Στα σημεία ακριβώς που ο συγγραφέας μεγαλοπιάνεται και συναγελάζεται με την ίδια την Μοίρα.
Κλειδί του βιβλίου, το τελευταίο κεφάλαιο. Αλλά δεν θα σας αποκαλύψω τίποτα από εκείνη την περιβόητη στιχομυθία. Θα σας αφήσω να την συναντήσετε αφού προηγουμένως έχετε κάνει σαν τον ανυποψίαστο Σταύρο, όλη την διαδρομή.
Και να την χαρείτε! Ακούτε; Διότι όλο το μυστικό βρίσκεται εκεί.
Ακόμα και ένα λάθος, δηλαδή, καν ‘το σωστά!
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το ‘‘Με λένε Μοίρα’’ είναι μια ερωτική ιστορία, αν δεν ήταν πολύ περισσότερα, τελικά. Η διαδικασία της γραφής έτσι όπως προκύπτει διαρκώς και κατ’ εξακολούθηση από την ζωή που δεν ζήσαμε. Η υπαρξιακή αναζήτηση με εκείνο που μας αναλογεί ακόμα και αν, όταν το συναντήσαμε, δεν το τολμήσαμε. Το σύγχρονο πρόσωπο μιας αρχέγονης τακτικής: εμείς στο εδώ και τώρα αντιμέτωποι με εκείνο που υπάρχει παντού και πάντοτε: τη δική μας ζωή που υπάρχει εκεί έξω την ζήσαμε ή δεν τη ζήσαμε.
Αυτά και δεν θα σας κουράσω άλλο.
Χρήστο μου, καλέ, σε ευχαριστώ για όλο αυτό το… μοιραίο παιχνίδι, για την ζωή που δεν ζήσαμε, για την προοπτική που δεν επιλέξαμε και για τον θείο Νώντα, παρ’ ότι είναι μονάχα συγγραφική σου εφεύρεση απ’ ότι αντιλαμβάνομαι. Για την ελπίδα που αφήνεις να διαφαίνεται σε ολόκληρο το βιβλίο πως «οι τυχαίες συναντήσεις είναι τελικά ραντεβού». Ότι για κάθε Σταύρο εκεί έξω υπάρχει και μια Λουίζα, πως το άλλο μισό μας υπάρχει ακόμα κι αν εμείς πάσχουμε από μεγάλη μυωπία ή υπερμετρωπία και θα φροντίσει η ζωή ή άλλως «λέγε με Μοίρα», θέλοντας και μη κάποια στιγμή και ο πλέον άτολμος όλων, τελικά, να το δει! Θα σου χτυπήσει την πόρτα, ρε αδελφέ, και θα σου πει ήρθα! Φιλία είναι αυτό, έμπνευση, έρωτας, η ηρωίδα σου ή ο ήρωάς σου, ό,τι…
Χρήστο και… Νώντα, καλέ μου, να είσαι καλά!
H… μανταμίτσα άλεφ!»
Όπως αντιλαμβάνεστε, η... μανταμίτσα άλεφ έκανε μόνη της τα αποκαλυπτήρια. Και καθόλου... υπαινικτικά, έτσι δεν είναι αγαπητό μου Alef ;
(Θα με βρείτε και εδώ: http://www.fasoulasonline.com/)