Η έκτη και τελευταία εκδοχή τέλους του διηγήματος "Χέρια" είναι η δική μου. Χωρίς περαιτέρω σχόλια, πάμε στο "ζουμί". Αφού πρώτα βέβαια σας θυμίσω το κλασικό, τα λινκ δηλαδή, όπου μπορείτε να διαβάσετε το έως τώρα ανολοκλήρωτο διήγημα:
Χέρια (Α΄ μέρος) Χέρια (Β΄ μέρος) Χέρια (Γ΄ μέρος) Πάμε, λοιπόν:
«Με συγχωρείτε που παρεμβαίνω, αλλά συμφωνώ απόλυτα με την κυρία…»
Δεν είχε αντέξει άλλο. Ακούγοντας το φλογερό λογύδριο της γυναίκας, είχε νιώσει την ακατανίκητη παρόρμηση να γυρίσει και να της δώσει ένα σβουρηχτό φιλί. Τελικά περιορίστηκε σε μια απλή παρέμβαση.
Περίμενε ν’ ακούσει από τον Γουίνι μια απάντηση του στιλ «Χεστήκαμε που συμφωνείς με την κυρία» ή κάτι τέτοιο, αλλά δεν άκουσε απολύτως τίποτα. Απλώς ο τύπος τον κοίταζε συνοφρυωμένος. Και η γυναίκα έκπληκτη. Πήρε θάρρος, λοιπόν, και συνέχισε:
«Ο Κοέλο, κατά τη γνώμη μου, έγραψε ένα καλό βιβλίο. Ένα απλώς καλό βιβλίο. Από τη στιγμή, λοιπόν, που το βιβλίο αυτό είχε τέτοια απρόσμενη επιτυχία και μάλιστα παγκοσμίως, ο Κοέλο… ο Κοέλο…»
Μα γιατί τον κοιτούσε έτσι η γυναίκα; Τον κοιτούσε με μάτια που έλαμπαν, μάτια γεμάτα έξαψη. Τα χείλια της μισάνοιξαν, σχηματίζοντας ένα αχνό χαμόγελο. Κι εκείνος άρχισε να χάνει τα λόγια του.
«…ο Κοέλο έγινε… ο Κοέλο, θέλω να πω, αυτονακηρύχτηκε… δηλαδή όχι ακριβώς αυτονακηρύχτηκε, αλλά… αυτό που θέλω να πω είναι ότι… ότι ο Κοέλο…»
«Δεν το πιστεύω!» αναφώνησε ξαφνικά η γυναίκα. «Δεν το πιστεύω!» επανέλαβε.
Διέκοψε το τραύλισμά του και την κοίταξε ερωτηματικά.
«Τι δεν πιστεύετε;» τη ρώτησε.
«Δεν το πιστεύω» ξανάπε εκείνη, πιο ήρεμα αυτή τη φορά. «Μα εσείς δεν είστε… εσείς δεν είστε ο Νίκος Σιγάλας; Ο συγγραφέας;»
Ξαφνικά κατάλαβε. Συνειδητοποίησε, έστω και καθυστερημένα, ποιος ήταν ο
«αντικειμενικά πολύ ωραίος άντρας και καταπληκτικός συγγραφέας»… Κι αμέσως, αφού πρώτα έριξε μία ακόμα νοερή μούντζα στον αργόστροφο εαυτό του, ένιωσε μέσα του να λιώνει σαν το κεράκι της λαμπρής.
Προσπάθησε να φορέσει το λόγιό του χαμόγελο, μα το μόνο που του βγήκε ήταν μια γελοία γκριμάτσα.
«Με αναγνωρίσατε;» είπε ταπεινά.
«Φυσικά και σας αναγνώρισα! Σας έβλεπα και νωρίτερα στην παραλία να διαβάζετε Ντοστογέβσκι. Η αλήθεια είναι ότι μου θυμίζατε αόριστα κάποιον, αλλά με τα γυαλιά ηλίου και το καπελάκι που φορούσατε, ξέρετε…»
Τον έβλεπε και νωρίτερα στην παραλία… Η φράση της αυτή τον όπλισε με περίσσιο θάρρος.
«Ξέρω, ξέρω, θα πρέπει να ’μοιαζα σαν…»
«Τόση ώρα για σας μιλούσαμε» τον διέκοψε η γυναίκα. «Μη μου πείτε πώς δεν το καταλάβατε»
«Για να είμαι ειλικρινής, όχι, δεν το κατάλαβα. Αλλά τώρα…» Έριξε μια ματιά στον Γουίνι, που δεν είχε πει λέξη τόση ώρα. Απλώς είχε μαζευτεί στο καβούκι του σαν σαλιγκάρι σε εποχή ξηρασίας και τον κοιτούσε με τα φρύδια σμιχτά. «Αλλά τώρα καταλαβαίνω τι…» πήγε να συμπληρώσει, αλλά και πάλι η γυναίκα τον διέκοψε.
«Σίγουρα όμως θα καταλάβατε ότι είμαι θαυμάστριά σας, έτσι δεν είναι; Είμαι μεγάλη θαυμάστριά σας, κύριε Σιγάλα! Τα βιβλία σας τα έχω διαβάσει όλα, και μάλιστα δυο φορές. Εκτός από το πρώτο σας».
«Τι να σας πω, νιώθω εξαιρετικά κολακευμένος, νιώθω…» Αλλά σιγά μην τον άφηνε να ολοκληρώσει τη φράση του.
Η γυναίκα σηκώθηκε ξαφνικά όρθια, αφού νωρίτερα είχε πιάσει με μια γρήγορη κίνηση από το τραπέζι το βιβλίο. Όχι του Κοέλο, το άλλο. Το δικό του. Το πρώτο του… Επιτέλους, κατάφερε να το διακρίνει, έστω κι αργά. Αν το είχε διακρίνει νωρίτερα, θα είχε γλιτώσει από μεγάλη –ψυχική, αν μη τι άλλο- ταλαιπωρία. Κάλλιο αργά, ωστόσο, παρά ποτέ.
Η γυναίκα στάθηκε δυο βήματα μακριά του και του έτεινε το χέρι με το βιβλίο.
«Έφαγα τον κόσμο για να το βρω» του είπε. «Όπου κι αν ρώτησα, μου έλεγαν ότι έχει εξαντληθεί»
«Εεε, ναι, η αλήθεια είναι ότι όντως έχει εξαντληθεί και απορώ…»
«Ο επιμένων νικά, όμως, έτσι δεν είναι;»
Η γυναίκα γέλασε και ο τόπος ολόγυρα φωτίστηκε. Ίσως επειδή την ίδια στιγμή άναψαν τα φώτα του δήμου. Είχε ήδη σκοτεινιάσει και ούτε που το ’χε πάρει χαμπάρι.
Τον πλησίασε ακόμα περισσότερο και στάθηκε ακριβώς από πάνω του, λυγίζοντας το ένα της γόνατο σε μια μικρή, χαριτωμένη υπόκλιση.
«Θα μου κάνετε την τιμή να μου το υπογράψετε, κύριε Σιγάλα;»
Πήρε το βιβλίο από το αέρινο χέρι της, αγγίζοντάς το ανάλαφρα, δήθεν τυχαία.
«Πολύ ευχαρίστως. Και, σας παρακαλώ, τα ‘‘κύριε Σιγάλα’’ κομμένα, έτσι; Νίκο να με λέτε. Νίκο να με λες»
«Όπως θέλετε… όπως θέλεις, Νίκο»
Έριξε μία ακόμα ματιά στο Γουίνι, που λούφαζε όλο και περισσότερο στην καρέκλα του, κοιτάζοντάς τον με φανερή έχθρα. Αλλά σιγά μην καθόταν ν’ ασχοληθεί μαζί του τούτη τη στιγμή, τη στιγμή της μεγαλειώδους νίκης του, τη στιγμή του ανεπανάληπτου θριάμβου του, τη στιγμή…
Τη στιγμή που ένιωσε να τον διαπερνάει το σοκ. Ένα σοκ εξίσου μεγαλειώδες, εξίσου ανεπανάληπτο...
«Γράψτε, ‘‘στην Όλγα’’» έλεγε η γυναίκα, μα εκείνος δεν την άκουγε. Δεν άκουγε τίποτα.
Μόνο έβλεπε. Και το μόνο που έβλεπε ήταν το σημάδι.
Η γυναίκα είχε σηκώσει το αριστερό της χέρι ξύνοντας το κεφάλι της αμήχανα, καρτερώντας ανυπόμονα την αφιέρωση. Μα το μυαλό του συγγραφέα είχε αδειάσει πλέον, το κορμί του είχε παραλύσει, το ένα χέρι του έσφιγγε το στιλό και το άλλο το βιβλίο, μα δεν μπορούσε να γράψει λέξη. Άλλωστε, δεν κοιτούσε πια το βιβλίο.
Κοιτούσε το σημάδι.
Ένα κατακόκκινο, ανατριχιαστικό σημάδι, που είχε ρημάξει, είχε κατασπαράξει το βελούδινο δέρμα. Ένα τεράστιο, φρικιαστικό σημάδι, που ξεκινούσε από τη μασχάλη και απλωνόταν σχεδόν μέχρι τον αγκώνα. Από τη μέσα του πλευρά του μπράτσου…
Λίγη ώρα αργότερα, όταν πια το νοσοκομειακό είχε μαζέψει τον Νίκο Σιγάλα («Εγκεφαλικό ανεύρυσμα» έγραψαν την άλλη μέρα οι εφημερίδες) και η ηρεμία στην ερημωμένη παραλία είχε αποκατασταθεί, ο σερβιτόρος άρχισε να συμμαζεύει τα τραπέζια και να τοποθετεί όπως όπως το περιεχόμενό τους στον τεράστιο δίσκο του.
Εκεί, ανάμεσα σ’ ένα αδειανό μπουκάλι μπίρα και μια μισοτελειωμένη τυροκαφτερή, είδε το βιβλίο.
Ακούμπησε το δίσκο στο τραπέζι και το πήρε στα χέρια του. Και τα χέρια του ήταν τραχιά, στιβαρά, χέρια γεμάτα ρόζους, καμιά σχέση με τα μαλακά, λεπτεπίλεπτα, αλαβάστρινα χέρια που απεικονίζονταν στο εξώφυλλο του βιβλίου.
Αυτός, εξάλλου, ήταν και ο τίτλος του:
Χέρια…Θα με βρείτε και εδώ: http://www.fasoulasonline.com/