Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2007

Χέρια (Γ΄ μέρος)

Λοιπόν, πάμε παρακάτω. Δημοσιεύω το τρίτο μέρος του (μεγάλου) διηγήματος (ή της -μικρής- νουβέλας, αν προτιμάτε) αλλά χωρίς το τέλος. Αυτό, λοιπόν, που ζητάω από σας αγαπητοί φίλοι, είναι να μου στείλετε τη δική σας εκδοχή του τέλους. Θα σας παρακαλούσα να μου στείλετε τα κείμενά σας στο mail μου: cfas@ontelecoms.gr
Όλες οι εκδοχές του τέλους θα δημοσιευτούν σε ξεχωριστό (ξεχωριστά, αν είναι πολλές) ποστ, μαζί φυσικά με τη δική μου. Κι ο καθένας -μια και θα είναι σε... κοινή θέα- θα μπορεί να τις κρίνει!
Απλώς θέλω να ξέρετε ότι περιορισμοί λέξεων δεν υπάρχουν, αλλά μην το... παραχέσετε κιόλας! Άντε, μέχρι χίλιες λέξεις, το πολύ.
Λοιπόν, ιδού το τρίτο και (προ)τελευταίο μέρος:


Δυο τρόποι υπήρχαν. Ο πρώτος ήταν να περιμένει τη γυναίκα να ξεπαλουκωθεί επιτέλους από τη θέση της. Να ρίξει καμιά βουτιά, λόγου χάρη, ή να μακιγιαριστεί στην τουαλέτα. Θα έβρισκε τότε την ευκαιρία ν’ αφήσει το βιβλίο στο τραπεζάκι της. Ναι, κι αν δεν σηκωνόταν από τη θέση της ποτέ; Ή, ακόμα χειρότερα, αν σηκωνόταν μια και καλή; Για να φύγει;
Ο δεύτερος τρόπος ήταν να ζητήσει από το σερβιτόρο, με το αζημίωτο ασφαλώς, να της παραδώσει το βιβλίο, χωρίς να αποκαλύψει τον αποστολέα του. Ναι, αυτό θα έκανε, θα του το ζητούσε ευγενικά, την ώρα που θα του έφερνε τη γρανίτα φράουλα. Αλλά έτσι όπως τον είχε φουρκίσει τον σερβιτόρο, το πιο πιθανό ήταν να του έφερνε το βιβλίο στο κεφάλι. Με γαρνιτούρα τη γρανίτα φράουλα.
Παρ’ όλα αυτά, το αποτόλμησε.
«Θα ήθελα να σας ζητήσω κάτι» είπε γαλίφικα, τη στιγμή που ο σερβιτόρος ακουμπούσε τη γρανίτα φράουλα πάνω στο τραπεζάκι.
Το γκαρσόνι τον κοίταξε συνοφρυωμένος.
«Τι θέλετε πάλι; Μήπως κάνα τσίπουρο;».
«Όχι, όχι, συγνώμη για πριν. Απλώς ήμουν… ήμουν λίγο ζαλισμένος. Μάλλον μ βάρεσε ο ήλιος κατακούτελα…».
«Λοιπόν; Τι ακριβώς θα θέλατε;»
«Εεε…λοιπόν… θα ήθελα…»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, με την άκρη του ματιού του διέκρινε κίνηση στο τραπεζάκι της γυναίκας. Το τραπεζάκι παρέμενε στη θέση του, βέβαια, η γυναίκα σηκώθηκε από τη δική της. Και πήγε να προϋπαντήσει έναν τύπο, που ερχόταν χαμογελώντας πλατιά προς το μέρος της.
Και τον προϋπάντησε. Με πεταχτό φιλάκι. Στο στόμα.
«Λοιπόν, τι θα θέλατε;»
«…»
«Αποφασίστε, κύριέ μου, επιτέλους!»
Στράφηκε με ύφος μουρόχαβλο προς το σερβιτόρο, που τον κοιτούσε αγριεμένος, έτοιμος να χάσει την υπομονή του.
«Εεε… να, θα ήθελα… Θα ήθελα μια χωριάτικη!»
Ο σερβιτόρος έχασε την υπομονή του. Αναψοκοκκίνισε, πήγε κάτι να πει, αλλά συγκρατήθηκε την τελευταία στιγμή. Του γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε, ξεστομίζοντας χριστοπαναγίες μες από τα δόντια του.
Έμεινε σχεδόν ακίνητος για λίγες στιγμές. Δεν μπορούσε να το πιστέψει! Όλα αυτά για το τίποτα! Και το βιβλίο είχε αχρηστευτεί πια. Εκτός κι αν έβρισκε κάποια άλλη να της το πλασάρει. Κάποια άλλη μοναχική αιθέρια ύπαρξη, που να ’χει τέλειο πρόσωπο, τέλειο σώμα και, κυρίως, τέλεια χέρια. Και που να διαβάζει Κοέλο, αυτό που το βάζεις; Ε, καλά, αυτό ήταν το πιο εύκολο απ’ όλα.
Τελικά, το πήρε απόφαση. Ήταν ώρα να φύγει. Αποφάσισε να ρίξει μια τελευταία ματιά στο τραπεζάκι της γυναίκας. Που δεν ήταν μόνο της γυναίκας, ήταν και του άντρα τώρα πια. Αν και αυτός δεν ήταν άντρας, ήταν καρτούν. Χοντρός, πλαδαρός, κακορίζικος, με μύτη μελιτζάνα, αυτιά πεταχτά, χείλια ξεχειλωμένα, πρόσωπο στρουμπουλό. Μπουλούκος σκέτος, μπουνταλάς με περικεφαλαία. Ίδιος ο Γουίνι το Αρκουδάκι ήτανε. Και τριχωτός σαν το Γουίνι το Αρκουδάκι. Οι τρίχες ξεφύτρωναν από παντού, απ’ τ’ αυτιά, απ’ τις πλάτες, απ’ το λαιμό… Δεν ξεφύτρωναν μόνο από κει που όφειλαν να ξεφυτρώσουν, απ’ το κεφάλι. Πέρα απ’ όλα τ’ άλλα κακά, ψυχρά κι ανάποδα της μοίρας του, ο τύπος ήταν και καραφλός…
Μα ήταν ποτέ δυνατόν να συμβαίνει αυτό που συνέβαινε; Ήταν δυνατόν αυτό το πλάσμα να έχει γκόμενο αυτό το κρυόπλασμα; Αυτό το σφάλμα της φύσης; Ή μήπως δεν τον είχε γκόμενο; Μήπως τον είχε άντρα;
Μπα, όχι, αυτό δεν μπορούσε να γίνει… Δε θα το επέτρεπε να γίνει. Άλλαξε γνώμη στο πι και φι. Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει, σε καμία περίπτωση! Τώρα ήταν που δε θα ’φευγε, ακόμα και να εμφανιζόταν το γκαρσόνι και τον έπαιρνε με τις κλοτσιές. Τώρα ήταν που θα έβαζε σε εφαρμογή το εναλλακτικό σχέδιο! Το σχέδιο νούμερο δύο…
Σηκώθηκε απότομα. Πήρε το βιβλίο και τη γρανίτα από το τραπεζάκι και μετακόμισε σ’ ένα άλλο. Σ’ εκείνο που ήταν ακριβώς πλάι στο αταίριαστο –στο ανάρμοστο- ζευγάρι.
Φρόντισε να καθίσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να έχει πλάτη την πλάτη της γυναίκας. Κι αμέσως κατακλύστηκε από το αφροδισιακό άρωμα που εξέπεμπε. Άρωμα φυσικό, άρωμα που πήγαζε κατευθείαν από τους πόρους του κορμιού της.
Απλώθηκε στην ψάθινη καρέκλα κι αμέσως έστησε αυτί. Δε χρειάστηκε να καταβάλει και ιδιαίτερη προσπάθεια, οι κουβέντες τους ήταν ξεκάθαρες, καμπανιστές. Αλλά και αδιάφορες. Περί ανέμων και υδάτων. Ώσπου κάποια στιγμή…
«Τι ώρα είναι;» ρώτησε εκείνη.
«Οχτώ παρά είκοσι», απάντησε ο Γουίνι το Αρκουδάκι.
«Πω πω, πέρασε η ώρα! Ούτε που το κατάλαβα»
«Τι λες, την κάνουμε σιγά σιγά;»
«Μα ακόμα δεν ήρθες, βρε Φώτη!»
«Ε, και; Εγώ αλλού ήθελα να βρεθούμε, εσύ επέμενες να βρεθούμε εδώ»
«Επέμενα επειδή θέλω να συζητήσουμε, σου το είπα. Ενώ εσύ, το μυαλό σου το ’χεις συνέχεια στο…»
«Εδώ θα συζητήσουμε, βρε μωράκι μου; Εξάλλου, τι να συζητήσουμε, τα ’χουμε πει χίλιες φορές».
«Εσύ τα ’χεις πει, Φώτη! Εγώ δεν έχω πει τίποτα ακόμα».
«Θα μου τα πεις αργότερα, μωρό μου, σ’ το υπόσχομαι. Άντε, πάμε να φύγουμε τώρα, δεν έχω και πολύ χρόνο. Έτσι και το ξημερώσουμε πάλι θα μου τα πρήξει η γυναίκα μου…»
Όπα! Να τα μας! Η συζήτηση άρχισε ξαφνικά ν’ αποκτά ενδιαφέρον…
«Αλήθεια, τι της είπες;» ρώτησε η γυναίκα.
«Τις γνωστές μαλακίες. Ότι πάω για ψάρεμα με τον Ανέστη»
«Μέχρι πότε θα συνεχιστεί αυτό, ρε Φώτη, μου λες;»
«Ποιο; Το ψάρεμα;» Ο Γουίνι, που τον λέγαν Φώτη, έβαλε τα γέλια. «Το ξέρεις το ανέκδοτο που λέει ‘‘δε γαμείς που δε γαμείς απόψε, δεν πας για ψάρεμα;’’».
«Ναι, τώρα που το λες…» Η χροιά της φωνής της ξεχείλιζε σαρκασμό. «Δε γαμείς απόψε, αυτό είναι σίγουρο! Οπότε, τι λες; Δεν παίρνεις κάνα τηλέφωνο τον Ανέστη;»
«Αχ, βρε μαναράκι μου! Γιατί μου το κάνεις αυτό, ρε γαμώτο, μου λες;»
«Γιατί βαρέθηκα! Γιατί κουράστηκα! Ενάμιση χρόνο κρατάει αυτή η ιστορία, το ’χεις πάρει χαμπάρι;».
«Και τι θες να κάνω, βρε κουκλί μου; Ποτέ δεν σου το ’κρυψα πως είμαι παντρεμένος, από την αρχή το ήξερες! Και ποτέ…»
«Ναι, αλλά στην αρχή ήταν αλλιώς! Στην αρχή με είχες γοητεύσει με την ευφράδειά σου, με τις πνευματώδεις συζητήσεις που άνοιγες, με το χιούμορ σου. Με την οξύνοιά σου, για να το πω με μια κουβέντα. Αλλά τώρα το μυαλό σου το ’χεις μόνο στο φίκι φίκι, πουθενά αλλού!»
«Σταμάτα, μας ακούνε!»
Ο Γουίνι, που τον λέγαν Φώτη, χαμήλωσε την ένταση της φωνής του. Ο ωτακουστής μαζεύτηκε. Έπιασε το πρώτο πράγμα που βρήκε μπροστά του, το βιβλίο του, κι έκανε πως διαβάζει. Αλλά ο Γουίνι δεν εννοούσε αυτόν. Εννοούσε το σερβιτόρο, που ερχόταν προς το μέρος τους κουβαλώντας στο δίσκο δυο μπίρες. Τις ακούμπησε με θόρυβο στο τραπεζάκι του ζευγαριού κι απομακρύνθηκε σιωπηλά.
Κι ύστερα η συζήτηση γύρισε στη λογοτεχνία. Πιο χαμηλόφωνα αυτή τη φορά. Αλλά και πάλι οι κουβέντες τους έφταναν καθαρά στ’ αυτιά του.
«Φτάνει τώρα, θα τα πούμε μετά, εντάξει, γλυκιά μου;» έκανε με προσποιητή τρυφεράδα ο Γουίνι.
«Ναι, καλά, το ξέρω το ‘‘μετά’’ το δικό σου…» είπε η γυναίκα παραπονιάρικα.
«Σου δίνω το λόγο μου, οκέι;» Κι αμέσως άλλαξε θέμα. «Αλήθεια, διάβασες τον Κοέλο που σου ’δωσα;»
«Σήμερα το ξεκίνησα».
«Δεν είναι καταπληκτικό;»
«Δεν έχω διαβάσει πολύ, δυο κεφάλαια μόνο»
«Πώς σου φαίνεται μέχρι τώρα;»
«Πώς να μου φανεί, ρε Φώτη; Σου έχω πει τη γνώμη μου για τον Κοέλο, πολύ δήθεν τον βρίσκω»
Επιτέλους! Να που πετύχαινε και μια γυναίκα της οποίας η γνώμη για τον Κοέλο ταυτιζόταν με τη δική του. Αμέσως ο πήχης της εκτίμησής του για κείνη ανέβηκε ακόμα ψηλότερα. Κι ο πήχης της απέχθειάς του για τον Γουίνι παραχώθηκε στα έγκατα της γης,
«…δεν έχεις δίκιο» έλεγε ο Γουίνι «ο Κοέλο είναι…»
«Για να είμαι ειλικρινής, για χάρη σου και μόνο ξεκίνησα τον Κοέλο. Έχω φέρει μαζί μου και το άλλο, το…»
«Ξέρω, ξέρω, το βλέπω, το ’χεις ακουμπήσει και επιδεικτικά πάνω στο τραπέζι» είπε ο Γουίνι, με φανερή απέχθεια στη φωνή του. «Μα καλά, ρε μωράκι μου, τι του βρίσκεις αυτού του… αυτού του… απίθανου; Παίρνει ο καθένας ένα λάπτοπ, γράφει πέντε παπαριές και νομίζει ότι έγινε συγγραφέας!»
«Δεν το νομίζει, είναι συγγραφέας!» είπε οργισμένα η γυναίκα. «Και μάλιστα εξαιρετικός συγγραφέας. Από δυο φορές έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία. Και μόνο το…»
«Καλά να πάθεις!» χασκογέλασε ο Γουίνι.
«Καλά, δε μου λες, εσύ πώς και έχεις τόσο… τεκμηριωμένη άποψη χωρίς να έχεις διαβάσει ούτε λέξη από τα βιβλία του;»
«Ναι, άλλη δουλειά δεν είχα… Διάβασα μια συνέντευξή του τις προάλλες και κατάλαβα πόσο βαρεμένος είναι. Και επηρμένος. Και ωραιοπαθής!»
«Δεν είναι ωραιοπαθής, είναι απλώς ωραίος. Είναι πολύ ωραίος άντρας, αντικειμενικά, πώς να το κάνουμε; Και καταπληκτικός συγγραφέας».
Ο ωτακουστής στριφογύρισε ανήσυχα στην καρέκλα του, νιώθοντας να τον τρυπούν δεκάδες βελονάκια ζήλιας. Και τι δε θα ’δινε να ήταν στη θέση του άλλου! Όχι του Γουίνι, ποιος τον έχεζε τον Γουίνι… Στη θέση του «αντικειμενικά πολύ ωραίου άντρα και καταπληκτικού συγγραφέα» ήθελε να βρίσκεται. Ο πειρασμός να στρίψει επιτόπου το κεφάλι του και να ρίξει μια γρήγορη ματιά στο βιβλίο που η γυναίκα είχε «ακουμπήσει επιδεικτικά» στο τραπέζι ήταν σχεδόν ακατανίκητος. Αν και τελικά δε χρειάστηκε να το αποτολμήσει.
«Τρίχες κατσαρές» είπε ο Γουίνι. «Απλώς ο τύπος είναι ξύπνιος, αυτό είναι όλο. Έχει βρει το κουμπί σας».
«Το κουμπί μας; Ποιο κουμπί μας;».
«Το κουμπί κάποιων αφελών, ρομαντικών κοριτσόπουλων»
«Με θεωρείς αφελές, ρομαντικό κοριτσόπουλο, Φώτη;».
«Ώρες ώρες γίνεσαι, βρε μωράκι, πώς να το κάνουμε…»
«Σ’ ευχαριστώ πολύ! Να που τ’ άκουσα κι αυτό, έσω κι ύστερα από ενάμιση χρόνο…»
«Αυτό που θέλω να πω, βρε κοριτσάκι μου, είναι ότι ο τύπος δεν κάνει λογοτεχνία. Απλώς έχει πιάσει το γυναικείο σφυγμό της εποχής και γράφει σαν…»
«Γράφει πολύ καλύτερα από δέκα Κοέλο μαζί!» ξέσπασε η γυναίκα ξαναμμένη. Ή τουλάχιστον φαντάστηκε ότι είναι ξαναμμένη.
«Αυτό είναι ιεροσυλία!» εξανέστη ο Γουίνι.
«Ναι, σιγά μωρέ, σου προσβάλαμε τα ιερά και τα όσια της λογοτεχνίας! Πώς κάνεις έτσι, βρε Φώτη; Ποιος φέρεται τώρα σαν αφελές κοριτσόπουλο, εγώ ή εσύ; Ή μήπως ο Κοέλο δεν είναι η μόδα της εποχής; Ή μήπως δεν τρελαίνονται για τον Κοέλο όλα τα ‘‘αφελή κοριτσόπουλα’’, που ανάθεμα κι αν καταλαβαίνουν γρι απ’ όσα διαβάζουν; Και ποιος είναι ο Κοέλο, στο κάτω κάτω; Απλώς υπερεκτιμημένος είναι, τίποτε άλλο. Όπως και ‘‘Ο Αλχημιστής’’, άλλωστε».



Περιμένω τις εκδοχές σας! Αν βαριέστε να ξαναπάτε πάνω για να κάνετε κλικ στο mail, ορίστε, σας διευκολύνω: cfas@ontelecoms.gr

ΥΓ (εκ των υστέρων): Έχω πάρει ήδη αρκετά e-mail με πολύ ενδιαφέρουσες εκδοχές. Το μόνο κακό είναι ότι οι περισσότεροι δε θέλουν να δημοσιεύσω τα κείμενά τους, παρά μόνο να τα κρίνω κατ' ιδίαν! Προσπαθώ να τους μεταπείσω, βέβαια, μια και μιλάμε για πραγματικά εξαιρετικά κείμενα. Όπως και να 'χει πάντως η δημοσίευση των κειμένων (όσως έχω πάρει την άδεια -ή όσων θα κατορθώσω να πάρω!) θα ξεκινήσει από Δευτέρα. Υπομονή...


Θα με βρείτε και εδώ: http://www.fasoulasonline.com/

2 σχόλια:

Τη 10:23 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Κωστής Γκορτζής είπε...

Έχεις mail! :-)

 
Τη 11:08 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

To έλαβα μόλις, Κωστή μου, να 'σαι καλά!:)

 

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα