Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2007

Χέρια (Α΄ μέρος)

Αποφάσισα να αντιγράψω, εν μέρει, την αγαπημένη μου φίλη Λεία Βιτάλη. Πριν από λίγο καιρό, ανέβασε στο μπλογκ της ένα διήγημα σε κάμποσες συνέχειες, αλλά χωρίς να γράψει το τέλος. Ζήτησε από τους αναγνώστες να το κάνουν.
Λοιπόν, το διήγημα το δικό μου είναι έτοιμο. Το έγραψα το καλοκαίρι, το διόρθωσα πρόσφατα και σκοπεύω να το βάλω "πιλότο" στην επόμενη δουλειά μου, με την οποία σκοπεύω ν' ασχοληθώ ενδελεχώς από το Μάη και μετά (αφού δηλαδή κυκλοφορήσουν πρώτα με το καλό τα δύο παιδικά βιβλία -ένα μυθιστόρημα και η ιστορία της εθνικής Ελλάδος).
Το διήγημα έχει τίτλο "Χέρια" και θα το δημοσιεύσω σε τρεις συνέχειες. Χωρίς ασφαλώς το τέλος, το οποίο θα ζητήσω από σας να γράψετε. Όχι βρε, δεν πρόκειται να κάνουμε διαγωνισμούς και τέτοια, έτσι, τζερτζελές να γίνεται!
Εξυπακούεται ότι όλες οι εκδοχές που θα μου στείλετε θα δημοσιευτούν. Και φυσικά, στο τέλος θα βάλω... και τη δική μου εκδοχή!
Λοιπόν, ιδού το πρώτο μέρος:


ΠΡΩΤΑ ΕΙΔΕ ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ. Κι ύστερα τη γυναίκα.
Το αεροπλάνο ήταν Καναντέρ, πυροσβεστικό. Η γυναίκα ήταν μελαχρινή, φωτιά σκέτη.
Λιγότερο από μια βδομάδα πριν, το Καναντέρ δε θα τον ανάγκαζε καν να σηκώσει τα μάτια από το βιβλίο που διάβαζε. Στην αρχή, βέβαια, όλη αυτή η φασαρία του χαλούσε το χουζούρι των διακοπών. Σύντομα όμως κατάντησε ρουτίνα, μια και το σκηνικό συνεχίστηκε για ένα πενθήμερο και βάλε. Και συνήθως τα Καναντέρ εμφανίζονταν δυο δυο, έκαναν βουτιά στη θάλασσα, σέρνονταν με την κοιλιά πάνω στα αφρισμένα κύματα, ύστερα ξανασηκώνονταν γεμάτα, για να ξαλαφρώσουν από το βάρος τους στο απέναντι φλεγόμενο βουνό. Κι έπειτα φτου κι απ’ την αρχή. Αλλά ύστερα από πέντε μέρες φωτιάς και λαύρας –που κόντεψε να κάψει και το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας- το είχε συνηθίσει πια το νταβαντούρι. Όχι απλώς δε σήκωνε τα μάτια, μα δεν άκουγε καν το βόμβο της μηχανής των αεροπλάνων.
Έλα όμως που είχε περάσει κοντά μια βδομάδα από τη μέρα που η φωτιά είχε σβήσει. Δεν έμεινε να κάψει και τίποτ’ άλλο, εδώ που τα λέμε. Τρακόσιες χιλιάδες στρέμματα είχαν γίνει στάχτη, το βουνό είχε μείνει καραφλό. Γι’ αυτό και παραξενεύτηκε εκείνη τη μέρα βλέποντας το Καναντέρ, σόλο αυτή τη φορά, δίχως το έτερόν του ήμισυ, να κάνει τη βουτιά του, να φορτώνει θαλασσινό νερό, να σηκώνεται ξανά στον αέρα και να…
Όχι, αυτή τη φορά δεν το είδε να παίρνει την κλασική δεξιά στροφή με κατεύθυνση το αντικρινό βουνό. Το είδε να παίρνει ύψος και να συνεχίζει ευθεία. Τα μάτια του το ακολούθησαν μέχρι που το αεροπλάνο έγινε ένα αχνό στίγμα, μια άνω τελεία στο χάος του ορίζοντα.
Το βλέμμα του άρχισε να χάνει ύψος, κατεβαίνοντας τεμπέλικα απ’ τον ουρανό στη γη, με στόχο να προσγειωθεί ξανά στις σελίδες του βιβλίου. Μόνο που δεν πρόλαβε. Ο Ρασκόλνικοβ θα μπορούσε να τον περιμένει λίγο ακόμα για να του κάνει παρέα την ώρα που ανέβαινε αγκομαχώντας τις σκάλες για να κάνει το διπλό φονικό. Αυτή που δε γινόταν να περιμένει ήταν η γυναίκα στη γαλάζια σεζλόνγκ.
Στην αρχή, το βλέμμα του κοκάλωσε. Έπειτα άρχισε να στριφογυρίζει ακατάπαυστα, σαν μέλισσα που δεν ξέρει ποιο λουλούδι να πρωτοδιαλέξει. Και όντως δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει. Αυτή δεν ήταν γυναίκα… Δεν ήταν καν λουλούδι, ήταν αληθινός κήπος, περιβόλι ολόκληρο…
Απόρησε με τον εαυτό του που δεν την είχε προσέξει νωρίτερα. Αλλά τον είχε παρασύρει, βλέπεις, ο Ντοστογέβσκι, του είχαν μαγκώσει το νου ο Ρασκόλνικοβ, η Ναστάσια, ο Πετρόβιτς, η Σόνια… Ναι, καλά, δικαιολογίες! Λες και διάβαζε το «Έγκλημα και Τιμωρία» για πρώτη φορά … Απλώς το κεφάλι του ήταν ακόμα καζάνι από τον τελευταίο καυγά με τη γυναίκα του. Έξαλλο τον είχε κάνει, για πολλοστή φορά, τον είχε αναγκάσει να βροντήξει πίσω του την πόρτα, να μπει στο αυτοκίνητο και να φύγει μόνος του για την παραλία. Κι εκείνη, ας ερχόταν τώρα με τα πόδια! Που δε θα ’ρχόταν, δηλαδή, με τίποτα δε θα ’ρχόταν.
Δε θα ’ρχόταν… Μόλις τώρα το συνειδητοποίησε. Για τις επόμενες τρεις τέσσερις ώρες, θα ήταν τελείως μόνος του! Δε θα είχε πάνω απ’ το κεφάλι του τη μόνιμη μουρμούρα της γυναίκας του και τις ατέλειωτες απορίες του εξάχρονου μοναχογιού του. Επομένως…
Επομένως είχε όλο το χρόνο μπροστά του για να καταστρώσει το σχέδιό του! Ένα σχέδιο που πριν από λίγες στιγμές μόλις είχε αρχίσει να γεννιέται στο νου του: να πιάσει κουβέντα στη μελαχρινή.
Την παρατήρησε πίσω από τα Ρέινμπαν –ότι ακριβώς έκανε δηλαδή τα τελευταία πέντε λεπτά. Εκείνη λιαζόταν πέντ’ έξι μέτρα μακριά του, ξαπλωμένη μπρούμυτα, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στη σεζλόνγκ, αδιαφορώντας για τα λάγνα αντρικά βλέμματα. Ήταν ένα πλάσμα απ’ αυτά που σε κάνουν να σκέφτεσαι ότι ο δημιουργός πρέπει να ’χε κατεβάσει τίποτα ουζάκια τη στιγμή που το σχεδίαζε και ήταν στο τσακίρ κέφι. Και σε λάγνα διάθεση.
Παρατήρησε προσεκτικά τα χέρια της, για νιοστή φορά. Τα γυναικεία χέρια, εξάλλου, ήταν το αδύνατο σημείο του, το μοναδικό του φετίχ. Και παράλληλα το απόλυτο, το αδιαπραγμάτευτο φετίχ. Άπαξ κι έκρινε πως μια γυναίκα δεν έχει ωραία χέρια, δε θα της έριχνε δεύτερη ματιά. Αλλά η μελαχρινή διέθετε τα ωραιότερα ίσως χέρια που είχε διακρίνει ποτέ σε γυναίκα. Χέρια μακριά, χέρια άχνουδα, χέρια μεταξένια, χέρια που κατέληγαν σε δάχτυλα λεπτά, δάχτυλα λεία, δάχτυλα πιανίστριας. Δάχτυλα που δε φορούσαν βέρα… Αλλά αυτό δεν είχε και καμιά σημασία, άλλωστε ούτε ο ίδιος φορούσε βέρα, την έβγαζε κάθε φορά που την κοπανούσε ασυνόδευτος από το σπίτι.
Την επιθεώρησε ξανά, ολόκληρη αυτή τη φορά. Το μαλλί της ήταν κατάμαυρο, κορακί, με αραιές αφέλειες να κατεβαίνουν στο μέτωπο. Τα μάτια της τεράστια, μαύρα, κατράμι σκέτο. Τα χείλια της ούτε λεπτά ούτε παχιά, απλώς τέλεια, στις ιδανικές αναλογίες, μόνο που μπλάβιζαν λίγο -από τις πολλές βουτιές, προφανώς. Όλα αυτά συνέθεταν ένα προσωπάκι αψεγάδιαστο, ψεύτικο θαρρείς, λες κι είχε πάρει σάρκα και οστά από αρχαία αιγυπτιακή τοιχογραφία. Η απόλυτη αντρική φαντασίωση για την Κλεοπάτρα! Άσε δε από κορμί. Πόδια ατέλειωτα, γλουτοί σφιχτοί, δέρμα μπρούτζινο και στήθος… Σίγουρα το πιο ακαταμάχητο κομμάτι της αναλογίας της –αν εξαιρούσε τα χέρια. Το πάνω μέρος του μαύρου της μπικίνι δεν έκρυβε και πολλά πράγματα. Κι αυτό το μικρό κομματάκι σάρκας που το έκρυβε ο ήλιος κατέβαλλε συνεχώς φιλότιμες προσπάθειες ώστε να απαλλαχθεί από την αισχρή καταπίεση του μικροσκοπικού μαγιό, να απελευθερωθεί, να ξεπεταχτεί…
Να το! Να το πετιέται!
Αλλά δεν πετάχτηκε. Άλλη μια φαντασίωσή του έλαβε τέλος, τη στιγμή που η μελαχρινή, σαν να είχε αντιληφθεί τις καλπάζουσες διεργασίες του μυαλού του, αποφάσισε να πάψει να στηρίζεται στους αγκώνες και να αποθέσει πάνω στη σεζλόνγκ το αβάσταχτο βάρος που κουβαλούσε στο στέρνο. Όχι, δηλαδή, ότι η καινούρια στάση της τον χαλούσε. Γενικά, δεν τον χαλούσε τίποτ’ απολύτως πάνω σ’ αυτή τη γυναίκα. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια από πάνω της, έπρεπε να βρει τρόπο να της πιάσει κουβέντα, έπρεπε οπωσδήποτε να της μιλήσει, πάση θυσία!
Ναι, να της πιάσει κουβέντα… Μια κουβέντα είναι. Να της πιάσει κουβέντα και να τις πει τι; Κόντευε να συμπληρωθεί δεκαετία από την τελευταία φορά που είχε μιλήσει σε άγνωστη γυναίκα. Εμ, βέβαια, όλη μέρα –κι όλη νύχτα πολλές φορές- σκυμμένος πάνω από ένα λάπτοπ, λογικό ήταν να σκουριάσει. Και ο γάμος του τον είχε αποτελειώσει, μια και καλή. Όχι, βέβαια, ότι ήταν υπόδειγμα συζύγου, σιγά μην ήταν, κάθε που έβρισκε την ευκαιρία τσιλιμπούρδιζε, και με το παραπάνω. Μόνο που οι περιστασιακές ερωτικές παρτενέρ του όλα αυτά τα χρόνια ήταν είτε θαυμάστριες είτε πουτάνες. Και η μελαχρινή δεν ήταν θαυμάστρια΄ ούτε πουτάνα. Ή μήπως ήταν;
Μπα, αποκλείεται. Η γυναίκα ήταν μια χαρά γυναίκα, δεν υπήρχε περίπτωση να έκανε βίζιτες. Είχε, βέβαια, κάτι το πουτανίστικο πάνω της, αλλά ποια γυναίκα δεν έχει; Όσο για την πιθανότητα να ήταν θαυμάστριά του, ούτε μία στο εκατομμύριο. Ακόμα και να ήταν, όμως, σιγά μην τον αναγνώριζε έτσι όπως ήταν μεταμφιεσμένος σε παραθεριστή της συμφοράς. Με το χαβανέζικο μαγιό, που έκρυβε κάπως τα ψωμάκια, με τα σκούρα Ρέινμπαν γυαλιά, που έκρυβαν τους μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα καστανά του μάτια, και με το κασκετάκι της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, που έκρυβε τους γκρίζους κροτάφους στα άλλοτε μαύρα του μυαλά, ούτε που ξεχώριζε από το μπούγιο των λουομένων. Εξάλλου, δε διέθετε δα και την πιο διάσημη φάτσα, απλώς τα δυο τελευταία του βιβλία είχαν μείνει για δυο τρεις μήνες στις λίστες των μπεστ σέλλερς, σιγά τα ωά! Και η μελαχρινή, ήταν φανερό, δεν ήταν ο τύπος που διαβάζει -ούτε καν στην παραλία. Τόση ώρα μονάχη της και δεν είχε ανοίξει βιβλίο –ούτε καν περιοδικό.
Οπότε, το ερώτημα που τον τυραννούσε γινόταν ολοένα και πιο βασανιστικό: Πώς διάολο θα της μιλούσε; Τι σκατά θα της έλεγε;
Ορίστε! Σαράντα δύο χρονών γομάρι, κοτζάμ συγγραφέας, κοτζάμ ευπώλητος συγγραφέας, και δεν μπορούσε να βρει έναν έξυπνο τρόπο να μιλήσει σε μια γυναίκα… Αλλά και πότε έβρισκε για να βρει τώρα;
Με το φίλο του το Γιάννη την κουβέντιαζαν συχνά αυτή την ατολμία. Όχι μόνο τη δική του, αλλά και του Γιάννη. Ούτε εκείνος ήταν καλύτερος, ίσα ίσα, ήταν δέκα φορές χειρότερος. Χέστης, κανονικός. Ακόμα κι αν τύχαινε να βρεθούν οι δυο τους στην παραλία και να πιάσουν κουβέντα με καμιά γυναικοπαρέα, ο Γιάννης άλλαζε χίλια χρώματα. Κι έστριβε συνέχεια το λαιμό του δεξιά κι αριστερά, μπας κι εμφανιστεί από καμιά μεριά η γυναίκα του. Τη φοβόταν τη γυναίκα του, την έτρεμε. Αλλά στο μιλητό, βέβαια, ήταν άσος. Αερογαμίκουλας. Πώς τις αποκαλούσε, αλήθεια, τις γκόμενες που του έτερπαν το μάτι; Α, ναι: «Σέντρε μπακ».
«Τις προάλλες» του είχε πει τις προάλλες «είδα ένα γκομενάκι άλλο πράμα! Περπάταγε, μιλάμε, στην παραλία κι η αμμουδιά είχε σκιστεί στα δύο από τη λάβα που αμόλαγε προς πάσα κατεύθυνση!»
«Σέντερ μπακ, δηλαδή, κανονικό, έτσι;»
«Όχι σέντερ μπακ! Σέντρε μπακ! Μάθε να το λες σωστά. Σέντρε μπακ, με τα όλα του. Άσε που μου ’ριξε ένα βλέφαρο και μ’ έκανε κομμάτια!».
«Και πού ήμουν εγώ;»
«Πού να ήσουν εσύ, ρε μαλάκα; Ρωτάς κιόλας; Στην κοσμάρα σου. Χωμένος στο βιβλίο σου, πού θες να ’σαι!»
«Ναι, ενώ εσύ, ρε Γιαννάκη, που δεν ήσουν στην κοσμάρα σου, τι έκανες; Τι έκανες όταν σου ’ριξε το βλέφαρο η γκόμενα;».
«Τι θες να κάνω, ρε; Αφού η γυναίκα μου ήταν παραδίπλα και με κάρφωνε».
«Ενώ αν δεν ήταν η γυναίκα σου, ε;…»
«Υπονοείς κάτι;».
«Όχι, μωρέ, τι να υπονοώ… Και δε μου λες, καλό το σέντερ μπακ;»
«Σέντρε μπακ, είπαμε!»
Σέντρε μπακ…
Τι θα ’λεγε, αλήθεια, ο φίλος του ο Γιάννης έτσι κι έβλεπε το σέντρε μπακ που ’χε τούτη τη στιγμή αντίκρυ του;
Μα, για στάσου, πώς διάολο του ’ρθε τώρα και θυμήθηκε το Γιάννη; Υποτίθεται ότι είχε να καταστρώσει ένα σχέδιο, οπότε χρειαζόταν να εγκαλεί όσο το δυνατόν θετικότερες σκέψεις. Και η σκέψη του Γιώργου ήταν η επιτομή της αρνητικότητας, στην τρέχουσα περίσταση. Άσε που καθυστερούσε΄ καθυστερούσε απελπιστικά. Ποιος ξέρει αν η μελαχρινή δε σηκωνόταν να φύγει από στιγμή σε στιγμή;
Δεν πρόφτασε να το σκεφτεί κι αμέσως την είδε να σηκώνεται και να φοράει το παρεό της. Άφησε να του ξεφύγει ένα υπογλώσσιο βρισίδι και μούντζωσε νοερά τον εαυτό του. «Μα αφού σου είπα, ρε μάπα, θετικές σκέψεις, θετικές, όχι αρνητικές, τον αντίχριστό σου μέσα!» μουρμούρισε.
Πάνω που το μυαλό του άρχισε να δουλεύει με πυρετώδη πανικό, προσπαθώντας να καταστρώσει ένα αξιολύπητο σχέδιο της τελευταίας στιγμής, είδε τη γυναίκα να εγκαταλείπει τα πράγματά της στην αμμουδιά και να κατευθύνεται με βήμα προκλητικά νωχελικό στο παραθαλάσσιο σνακ μπαρ. Ανάσανε μ’ ανακούφιση. «Για κατούρημα πάει» σκέφτηκε.
Δεν πήγε για κατούρημα. Πρώτον επειδή την είδε να επιστρέφει ένα λεπτό αργότερα. Και μια γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της χρειάζεται τουλάχιστον ένα γεμάτο πεντάλεπτο στην τουαλέτα. Άσε που σε καμιά τουαλέτα δε σερβίρουν φραπέ. Ή φρέντο. Ή ό,τι διάολο κι αν ήταν αυτό το καφεκίτρινο υγρό που αργοέλιωνε μέσα σ’ ένα τεράστιο κολονάτο ποτήρι, φιλοτεχνημένο με καλαμάκια, σημαιούλες, γιρλάντες και ένα σωρό ακόμα μπιχλιμπίδια.

(Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ - Σε καναδυο τρεις μέρες, τέσσερις, μπορεί και πέντε...)


Θα με βρείτε και εδώ: http://www.fasoulasonline.com/

4 σχόλια:

Τη 3:09 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Σταυρούλα είπε...

Τώρα μας κίνησες την περιέργεια! Το ξέρεις έτσι?
Αναμένουμε λοιπόν!

Καλό μήνα κιόλας!! Με τα παθηματικά πώς τα πάτε?

 
Τη 5:09 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Rodia είπε...

Τυπωνουμε, μελεταμε, κλπ κλπ.. μονο που φαινεται μεγαλο.. Μαλλον προς νουβελα παει. Ευχαριστω για τη προσκληση:-) Χρηστο, θα βαλω τα δυνατα μου
(κι οποιον παρει ο χαχαχαχαχαχαρος)

 
Τη 7:47 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

Καλό μήνα, Ρενάτα! Όσο για τα παθηματικά, ρίξε μια ματιά στο προ-προηγούμενο ποστ...

 
Τη 7:48 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

Ροδιά, μεγάλο διήγημα (ή... μίνι νουβέλα, αν το προτιμάς έτσι). Θα χαρώ να δω την πρότασή σου :)

 

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα