Κεφάλαιο 2ο - ΣΤΙΧΑΚΙΑ
Συνεχίζουμε με αποσπάσματα από το 2ο κεφάλαιο. Ο πιτσιρικάς είναι τεσσεράμισι χρονών. Τα πρώτα δείγματα ευφυίας του είναι σαφή, αν και είναι φανερό ότι το μόνο που ουσιαστικά τον απασχολεί προς το παρόν είναι ο μπαμπάς του. Η ξαφνική γνωριμία είναι ακόμα φρέσκια και το σοκ της αναπηρίας δεν μπορεί να ξεοπεραστεί από τη μια στιγμή στην άλλη.
(Την εισαγωγή μπορείτε να τη διαβάζετε εδώ και το πρώτο κεφάλαιο εδώ).
(…) Εκείνο το βράδυ, καμιά ώρα περίπου πριν από τον τελικό του Euro, η μαμά μου η Αλίκη και η καμαριέρα μας η Σαν έβγαλαν στη βεράντα τη Φίλιπς την πλάσμα, τακτοποίησαν τον μπαμπού τον καναπέ και τον μπαμπά πάνω του, τακτοποίησαν και τα καναπεδάκια σε κάτι αστραφτερούς ασημένιους δίσκους, γέμισαν μια τεράστια παγωνιέρα με μπίρες και πέντ’ έξι φοντανιέρες με ξηρούς καρπούς και η κατάλληλη ατμόσφαιρα φτιάχτηκε στο πιτς φυτίλι. (…)
(…) Στην αρχή, η βεγγέρα ήταν καθαρά ποδοσφαιρική, όπως και οι συζητήσεις. Οι άντρες, δηλαδή, κραύγαζαν «Πού πάς, ρε Ρονάλντο, εκεί είν’ η στάση Ζαγοράκη», οι γυναίκες μουρμούριζαν «Καλός ο Ζαγοράκης αλλά τάπα, ο Νικοπολίδης είναι δυο μέτρα άντρας», οι άντρες φωνασκούσαν «Καλά, βρε μπαγλαμά λάινσμαν, δεν το βλέπεις το οφσάιντ;» κι οι γυναίκες ρωτούσαν «Τι είναι οφσάιντ;». Κι όταν το κάρφωσε ο Χαριστέας, όλοι, άντρες και γυναίκες και παιδιά, πεταχτήκαμε σαν ελατήρια από τις θέσεις μας και…
Όλοι; Όχι ακριβώς. Πρώτο ήταν το δικό μου βλέμμα που στράφηκε στον μπαμπά. Κι έπειτα, λες κι είχαν συνεννοηθεί με τηλεπάθεια, άλλα έντεκα ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν πάνω του. (…)
(…) Είχα την τύχη να δω ολόκληρη τη διαδικασία της κίνησης, από την αρχή. Και μου φαινόταν σαν την έβλεπα σε σλόου μόσιον, μια κίνηση πιο αργή και από τα αμέτρητα ριπλέι του γκολ του Χαριστέα που πρόβαλλε την ίδια ώρα η τηλεόραση. Όμως εμένα η κίνηση του χεριού του μπαμπά με είχε μαγέψει πολύ περισσότερο από την κίνηση του Χαριστέα μέσα στην περιοχή, πολύ περισσότερο από την κίνηση της μπάλας που σταμάτησε μόλις κατέληξε στα δίχτυα…
Όμως η κίνηση του μπαμπά δε σταμάτησε όταν η μπάλα κύλησε στα δίχτυα. Για την ακρίβεια, τότε ακριβώς άρχισε. Πρώτα τον είδα να σηκώνει με κόπο το δεξί του χέρι΄ ύστερα να το σέρνει αργά αλλά σταθερά πάνω στην κοιλιά του΄ και μετά να το σηκώνει πάνω από το ακίνητο αριστερό του χέρι. Για λίγες στιγμές έμεινε εκεί, ασάλευτο, χωρίς καν να τρεμουλιάζει. Την πρώτη φορά η δεξιά του παλάμη κατέβηκε αργά, πολύ αργά, ίσα που άγγιξε την αριστερή του. Τη δεύτερη πιο γρήγορα΄ την τρίτη ακόμα πιο γρήγορα. Κι όσο πήγαινε, ο ρυθμός επιταχυνόταν και το χτύπημα γινόταν όλο και πιο δυνατό. Ώσπου ο ήχος από το χειροκρότημα επισκίασε ακόμα και τα ουρλιαχτά του εκφωνητή και του πλήθους, που ωρύονταν στερεοφωνικά από τα ηχεία της Φίλιπς…
Ήταν η πρώτη φορά που ο μπαμπάς κούνησε το δεξί του χέρι. Συν Χαριστέα και χείρα κίνει, που λένε. Μέχρι τότε αντιδρούσε απλώς σε εξωτερικά ερεθίσματα, στο κρύο και στο ζεστό, στα τσιμπήματα και στα γαργαλητά. Άντε να είχε κουνήσει λιγάκι τα δάχτυλα μέχρι τη βραδιά εκείνη. Χρειάστηκαν βέβαια από κει κι ύστερα αμέτρητες ώρες φυσικοθεραπείας και κινησιοθεραπείας για να επανέλθει πλήρως, αλλά, ως γνωστόν, η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Ή έστω το ήμισυ του μισού, μια και μόνο η δεξιά πλευρά έγινε όπως ήταν πριν. Η αριστερή παρέμενε σε κώμα. (…)
(…) Η ώρα κόντευε τρεις τα χαράματα, αλλά εγώ δεν είχα πέσει ακόμα στο κρεβάτι. Δε μου κολλούσε ύπνος. Την προηγούμενη μέρα είχε κοιμηθεί σερί από τις δύο το μεσημέρι ως τις οχτώ το βράδυ, μια και δε θα το συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου να με πάρει ο ύπνος την ώρα του τελικού. Άσε που οι γονείς μου ποτέ δε με πίεζαν ιδιαίτερα στο θέμα του ύπνου, αφού κατά κανόνα έπεφτα στο κρεβάτι από νωρίς. Μόνο που εκείνο το βράδυ ήταν η εξαίρεση στον κανόνα. Βέβαια, μόλις έφυγαν οι καλεσμένοι κι η Σαν αποσύρθηκε στα ενδότερα, άκουσα το κλασικό «Χαρούλη, δόντια και ύπνο» από τη μαμά, αλλά εγώ κατόρθωσα με τις γνωστές, αστείες δικαιολογίες και καμώματα να ξεκλέψω λίγο χρόνο ακόμα. Υποσχέθηκα να πέσω στο κρεβάτι αφού άκουγα πρώτα το αγαπημένο μου τραγούδι. Έβαλα, λοιπόν, τ’ ακουστικά στ’ αυτιά, δυνάμωσα τον ήχο, κι αμέσως τον χαμήλωσα.. Και την επόμενη στιγμή άκουσα τον μπαμπά να λέει στη μαμά:
«Αλίκη, ανησυχώ για τη μάνα μου. Μου φαίνεται ότι έχει αρχίσει να τα χάνει».
Με την άκρη του ματιού, είδα τη μαμά να πλησιάζει την αναπηρική πολυθρόνα, να αγκαλιάζει τον μπαμπά και να του σκάει φιλάκι στο μάγουλο -το δεξί.. «Μην την ξεσυνερίζεσαι, αγάπη μου» του είπε τρυφερά. «Γριά γυναίκα είναι. Τόσα πέρασε. Λογικό είναι να ανησυχεί για το γιο της».
«Λογικό είναι ν’ ανησυχεί για το γιο της, αλλά δεν είναι λογικό να της μιλάει το ταψί!».
Η μαμά τραβήχτηκε και κοίταξε τον μπαμπά λες και τον έβλεπε για πρώτη φορά. «Το ταψί; Ποιο ταψί;»
«Έτσι μου είπε λίγο πριν φύγει. Ότι της μίλησε το ταψί».
Η μαμά προσπάθησε να πνίξει ένα γελάκι. Το ίδιο κι εγώ -γι’ αυτό και τραγούδησα με πάθος το ρεφρέν.
«Δεν καταλαβαίνω» είπε η μαμά που κατάφερε να βρει αμέσως την αυτοκυριαρχία της. «Της μίλησε το ταψί;»
«Έτσι μου είπε, σοβαρά σου μιλάω»
«Και τι της είπε;».
«Ένα ποίημα, λέει»
«Ποίημα; Τι ποίημα;»
«Ένα στιχάκι, για την ακρίβεια. Μου του έλεγε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός. ‘‘Τώρα το βράδυ βράδυ, τώρα το δειλινό - αντάμωσα την πούλια και τον αυγερινό’’». (…)
(…) Το σπίτι δεν έλεγε και πολλά πράγματα, ούτε το χωριό. Πολύ περισσότερο μου άρεσε ο Βόλος που δεν απείχε ούτε είκοσι λεπτά με το αυτοκίνητο. Και η παραλία μου άρεσε, που απείχε επίσης είκοσι λεπτά, με το ποδήλατο. Ασφαλώς δε με άφηναν να πηγαίνω μόνος μου, παρ’ όλο που είχα μάθει από τριών χρονών να ποδηλατώ χωρίς βοηθητικές ρόδες και να κολυμπάω χωρίς μπρατσάκια. Συνήθως με συνόδευε η μαμά, που καβαλούσε το σαραβαλιασμένο ποδήλατο του παππού. Η γιαγιά δε με συνόδεψε ποτέ, καθότι δεν ήξερε ποδήλατο. Ούτε κολύμπι. Γενικά η γιαγιά δεν ήξερα πολλά πράγματα. Μόνο τους στίχους που της απάγγελνε το ταψί μάθαινε απ’ έξω κι ανακατωτά.
«Ξέρεις τι μου είπε τις προάλλες;» μου είπε ένα απόγευμα που ο μπαμπάς κι η μαμά έλειπαν απ’ το σπίτι.
«Ποιος;» ρώτησα.
«Μα το ταψί, φυσικά»
Φυσικά… «Τι σου είπε, γιαγιά;» Προσπάθησα να κρύψω το αίσθημα του οίκτου κάτω από τη μάσκα της περιέργειας.
«Μου είπε ‘‘Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή’’».
«Μα αυτό, καλέ γιαγιά» έκανα αυθόρμητα «το έχει πει ο Λήγας Φελαίος!»
Ρήγας Φεραίος εννοούσα, αλλά δε χρειάστηκε να της το διευκρινίσω -δεν υπήρχε, άλλωστε, η παραμικρή πιθανότητα να της το διευκρίνιζα από τη στιγμή που δεν μπορούσα να προφέρω το ρο. (…) Η γιαγιά το μόνο που έκανε ήταν να με κοιτάξει για λίγες στιγμές. Όχι έκπληκτη, γιατί ακόμα κι εκείνη είχε συνηθίσει ν’ ακούει από το στόμα μου πράγματα αταίριαστα για την ηλικία μου. Με κοίταξε σαν να την είχε προβληματίσει αυτό που της είχα πει. Τελικά αναστέναξε κι ανασήκωσε τους ώμους της.
«Ποιος ξέρει, παιδάκι μου;» είπε. «Ο παππούς αγόρασε το ταψί από ένα πανηγύρι στο Βελεστίνο». (…)
(…) Όταν ήρθε στο χωριό, ο γιατρός δε μίλησε στον μπαμπά για την αριστερή του πλευρά, ούτε για τη δεξιά. Του μίλησε για τη μεσαία. Για το σημείο, δηλαδή, που αποτελεί το κέντρο βάρους του ανθρώπινου σώματος, την αρχή και το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτό, βέβαια, το συνειδητοποίησα μερικά χρόνια αργότερα, αφού τη στιγμή που κρυφάκουσα την κουβέντα τους δεν είχα καταλάβει την τύφλα μου.
Ο μπαμπάς, η μαμά κι ο γιατρός ήταν καθισμένοι στην ευρύχωρη βεράντα κι εγώ στην άλλη άκρη του σπιτιού έπαιζα πλέι στέισον. Αλλά όχι για πολύ. Σιγά μην έχανα μια τέτοια ευκαιρία.
Όταν έφτασα μπουσουλώντας κάτω από το ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στη βεράντα, οι γονείς μου συζητούσαν με το γιατρό περί ανέμων και υδάτων΄ στην κυριολεξία, μια και ανέλυσαν την ποιότητα των θαλασσών του Πηλίου και τις παραλίες που δεν τις πιάνει ο μαΐστρος. Αλλά πολύ σύντομα η κουβέντα γύρισε στο προκείμενο.
Κανείς δε ρώτησε΄ ούτε ο μπαμπάς ούτε η μαμά. Αλλά η σιωπή που επικράτησε κάποια στιγμή μου έδωσε την εντύπωση ότι και οι δυο τους περίμεναν εδώ και καιρό την απάντηση από το γιατρό. Δεν τους έβλεπα, αφού ήμουν σκυμμένος κάτω από το παράθυρο, αλλά ήμουν βέβαιος ότι κοιτούσαν το γιατρό επίμονα και ταυτόχρονα αμήχανα. Κι εκείνος υποθέτω ότι σκούπιζε τα γυαλιά του με την άκρη της μπλούζας του, όπως έκανε σε κάθε στιγμή αμηχανίας.
Η σιωπή πρέπει να κράτησε τουλάχιστον δυο λεπτά. Την έσπασε ο ξερόβηχας του γιατρού.
«Εεε… χμ, όσο για το… για το άλλο…». Σταμάτησε για λίγο. Νέο σκούπισμα των γυαλιών, προφανώς. «Δεν έχω ακόμα πλήρη εικόνα από τις τελευταίες εξετάσεις».
«Μίλα ξεκάθαρα, γιατρέ». Η φωνή του μπαμπά ήταν αποφασιστική. «Σου έχω αποδείξει, νομίζω, ότι αντέχω τα πάντα».
Νέα σιωπή, νέο σκούπισμα των γυαλιών. Αυτή τη φορά ο γιατρός μίλησε γρήγορα και χωρίς να κομπιάσει. Σαν να βιαζόταν να βγάλει από πάνω του το βάρος. «Κοίτα, Χάρη, μπορεί κάποια στιγμή να λειτουργήσει. Αλλά το γεγονός ότι ακόμα δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη, δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικό».
Η μαμά δάγκωσε τα χείλια της. Δεν την είδα, αλλά είμαι σίγουρος ότι το έκανε.
Ο μπαμπάς χαμογέλασε αχνά. Δεν τον είδα, αλλά είμαι σίγουρος ότι το έκανε.
«Ποιος σου είπε ότι δε λειτουργεί, γιατρέ;» είπε περιπαικτικά. «Αφού κατουράω κανονικά».