Τι θέλω να γίνω άμα μεγαλώσω...

Μια ζωή Μικρούτσικος. Ακόμα και μεγαλούτσικος...
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδάκι πολύ συνειδητοποιημένο. Ήτανε πολύ παιδάκι, βέβαια, για να ξέρει ότι είναι πολύ συνειδητοποιημένο, αλλά παρ’ όλα αυτά ήτανε -και παιδάκι και συνειδητοποιημένο. Να φανταστείτε πως, όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν, σ’ όλους όσους το ρωτούσαν ή ακόμα και σε κείνους που δεν το ρωτούσαν, επαναλάμβανε το ίδιο ποίημα: «Εγώ, άμα μεγαλώσω, θέλω να γίνω ιστορικός. Ή φυσιοδίφης». Το ’λεγε και το εννοούσε….
Όταν το πρωτάκουσαν οι γονείς του, αφού πρώτα συνήλθαν από το σοκ, φρόντισαν να πάρουν δραστικότατα μέτρα. Αρχικά το απείλησαν με άμεση διακοπή του Α’ ΓΠΣ (πρώτο Γονικό Πλαίσιο Στήριξης είν’ αυτό) και εν συνεχεία το τιμώρησαν πολύ παραδειγματικά. Του απαγόρεψαν να βλέπει τα προγράμματα που έβλεπε ως τότε στην τηλεόραση. Κι η τηλεόραση, ως γνωστόν, είναι πολύ άτιμο πράγμα και στρεβλώνει τις αθώες, παιδικές ψυχούλες έτσι και δεν την παρακολουθείς σωστά. Και, εδώ που τα λέμε, το παιδάκι αυτό είχε πολύ κακές τηλεοπτικές συνήθειες. Έβλεπε μόνο κάτι περίεργα προγράμματα που ο μπαμπάς τα αποκαλούσε «περιθωριακά» και η μαμά «αντιπαιδαγωγικά». Πού διάολο πήγαινε και τα ’βρισκε όλα αυτά, ένας θεός ήξερε -αν και αυτό είναι συζητήσιμο, καθότι κοτζάμ πανάγαθος έχει σίγουρα πολύ καλύτερα πράγματα να κάνει από το βλέπει τηλεόραση.
Εξυπακούεται ότι το PVR της Nova κλειδώθηκε και ο κωδικός ξεκλειδώματος κλειδαμπαρώθηκε στο συρτάρι του κλειδωμένου γραφείου του μπαμπά. Καθότι, καλά κι άγια τα Supersport, τα Eurosport και το Filmnet 3 με τα μεταμεσονύχτια αριστουργήματα, αλλά αυτή η ρημάδα η συνδρομητική γίνεται ώρες ώρες πολύ οπισθοδρομική. Καθότι διαθέτει κάτι αναχρονιστικά κανάλια, όπως το National Geographic, το Discovery, το History, το Animal Planet και κάτι άλλα με εξίσου περίεργα ονόματα που είναι ακόμα πιο αυστηρώς ακατάλληλα δι’ ανηλίκους. Καθότι αποτελούν κακή επιρροή. Κάκιστη.
Το παιδάκι, όμως, ήταν ανεπίδεκτο μαθήσεως. Η στέρηση της τηλεοπτικής ντόπας την οποία ελάμβανε επί καθημερινής βάσης του έκανε περισσότερο κακό παρά καλό. Κι έτσι, αντί να συνέλθει, η κατάστασή του επιδεινώθηκε: από την -πολλή- τηλεόραση, το ’ριξε στο -πολύ- διάβασμα. Και να πεις ότι διάβαζε τίποτα χρήσιμα βιβλία, πάει στο διάολο. Αυτό το καταραμένο πιτσιρίκι διάβαζε μόνο κάτι περίεργους προϊστορικούς συγγραφείς με κάτι περίεργα προϊστορικά ονόματα που συνήθως κατέληγαν σε -έφσκι ή σε -όι. «Όι, όι», αναφώνησαν οι έρμοι γονείς και παρέδωσαν τα καταραμένα βιβλία στο πυρ το εξώτερον τη μέρα που άκουσαν το καμάρι τους ν’ αλλάζει τροπάρι: «Θέλω να γίνω συγγραφέας. Ή ποιητής». Το ’λεγε και το εννοούσε…
Το πυρ, όμως, μπορεί να ήταν εξώτερον, αλλά από μόνο του δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να συμπληρωθεί το τρίο. Έβαλε, λοιπόν, το χεράκι της η γυνή (η μαμά, δηλαδή) και άνοιξε εκ νέου την τηλεόραση (η θάλασσα, όπως αντιλαμβάνεσθε, ήταν πλέον περιττή κι αχρείαστη). Και η τηλεόραση ήταν πλέον ανοιχτή μονίμως στο κανάλι 69 της Nova, το οποίο, παρά τον υπαινικτικό συμβολισμό του αριθμητικού του συμβόλου, περιελάμβανε ένα εξόχως εκπαιδευτικό πρόγραμμα και μάλιστα επί καθημερινής βάσης: μια ντουζίνα ευφυέστατοι και πνευματώδεις νεολαίοι, κλεισμένοι απ’ το πρωί ως το άλλο πρωί ανάμεσα σε τέσσερα στενά ντουβάρια, βίωναν την ευγενή άμιλλα, η οποία περιελάμβανε τους εξής ανταγωνιστικούς τομείς: ποιος θα βρίσει χυδαιότερα, ποιος θα ρουφιανέψει κρυφότερα, ποιος θα ρευτεί ηχηρότερα και ποιος θα κλάσει βρομερότερα. Και είχαν και καλούς δασκάλους, οι οποίοι μια φορά την εβδομάδα έβγαζαν τους ευφυείς και πνευματώδεις νεολαίους από τους τέσσερις στενούς τοίχους και τους έβαζαν σε τέσσερις φαρδιούς τοίχους, εντός των οποίων εξέταζαν με αυστηρότητα και αντικειμενικότητα το κατά πόσον η σκληρή πλην επιμορφωτική εκπαίδευση που είχαν υποστεί όλες τις προηγούμενες μέρες είχε πιάσει τόπο. Μόνο που αυτή τη φορά οι ευφυείς και πνευματώδεις νεολαίοι δεν έβριζαν (το προνόμιο ανήκε πλέον αποκλειστικώς σε έναν εκ των διδασκόντων -μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, που λένε…) ούτε ρουφιάνευαν ούτε ρεύονταν ούτε έκλαναν, παρά μόνον τραγουδούσαν.
Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζαν.
Ήταν μια κοπιαστική σεζόν για το έως τότε ανεπίδεκτο μαθήσεως παιδάκι. Αλλά επειδή τα αγαθά κόποις κτώνται, επειδή τιμωρίαι γονέων εκπαιδεύουσιν τέκνα, ήρθε η ιστορική εκείνη μέρα που μπαμπάς και μαμά ρώτησαν με μία φωνή το καμάρι τους: «Τι θέλεις να γίνεις, παιδί μου, άμα μεγαλώσεις;» Κι εκείνο απάντησε με μία φωνή επίσης: «Άμα μεγαλώσω, θέλω να γίνω Μικρούτσικος. Ή τραγουδιστής».
Το’ λεγε και το εννοούσε.
Ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε.
Κι ύστερα απ’ όλα αυτά, εξυπακούεται ότι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Ή έτσι τουλάχιστον νομίζουμε…
ΥΓ:
