Σάββατο, Δεκεμβρίου 22, 2007

Χρόνια πολλά και...

τα λέμε του χρόνου!


Τα "Χέρια" Μπορούν να περιμένουν... έναν ακόμα χρόνο.
Λόγω φόρτου εργασίας, δεν κατάφερε να ασχοληθώ όσο θα ήθελα με το εγχείρημα των διαφορετικών εκδοχών του τέλους.
Έχω βέβαια ήδη λάβει αρκετές (αλλά μόνο πέντε "δημοσιεύσιμες" προς το παρόν). Μόνο που θα πάνε χαμένες αν αναρτηθούν χρονιάρες μέρες.
Εξάλλου, φεύγω αύριο και θα λείψω μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Και στο Λόγγο η σύνδεση που έχω καίει κάρβουνο.
Οπότε, χρόνια πολλά σε όλους και τα λέμε ξανά με τοι καλό αρχές του 2008!


Θα με βρείτε και εδώ: http://www.fasoulasonline.com

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 17, 2007

Nτέρμπι ήταν και πέρασε...


Πάει κι αυτό. Ντέρμπι ήταν και πέρασε. Αν και αυτό δεν ήταν ντέρμπι, ήταν εκκλησία. Εντάξει, λίγο προχωρημένη εκκλησία, με καπνογόνα, κροτίδες και οπτικά – ηχητικά εφέ, αλλά το γεγονός αυτό ποσώς μειώνει το βαθύτερο νόημα της εκκλησίας. Είχε και Παππά, άλλωστε. Τον Χάρη.

Και μη μου πει κανείς τώρα ότι απογοητεύτηκε από τις αποδοκιμασίες και το πανό των Ολυμπιακών για τον Ριβάλντο. Στο πρόγραμμα είναι κι αυτά. Στο λειτουργικό, μια και μιλάμε για εκκλησία.

Και κακώς δήλωσε απογοητευμένος ο Ρίμπο από το πανό που έγραφε ότι οι μεγάλοι παίκτες παίζουν σε μεγάλες ομάδες. Μα αυτός είναι απαράβατος νόμος του ευγενούς οπαδισμού: μόνο οι μεγάλοι παίκτες αποδοκιμάζονται. Κιχ δεν ακούστηκε για τον Καφέ (όχι τον φρεντουτσίνο στα Vip’s, τον Παντελή). Ούτε για τον Παππά (όχι τον ιερέα της εκκλησίας, τον Χάρη).

Όσο για το ντέρμπι αυτό καθεαυτό, το πήρε τελικά ο Ολυμπιακός. Ή μήπως το έχασε η ΑΕΚ; Αυτό αναρωτιούνται από χθες βράδυ οι επαΐοντες σε κανάλια, ραδιόφωνα και εφημερίδες. Κάθε φορά η ίδια δουλειά: «Όχι, δεν το πήρε το ματς ο Πανκατωμαγουλιακός, το ’χασε ο Παντραχανοπλαγιακός»…

Το ίδιο γίνεται και στα φάουλ, αλλά αντιστρόφως: «Δεν το έκανε ο αμυντικός το φάουλ, το κέρδισε ο επιθετικός». Ε, αν είναι έτσι, δε παιδιά, δεν χρειάζονται δύο για να γίνει παιχνίδι. Να παίζει ένας, μόνος του. Και να χάνει ή να κερδίζει, κατά βούλησιν.

Χέσε ψηλά κι αγνάντευε, δηλαδή. Α, και μια και το ’φερε η κουβέντα, φοβερή η δήλωση του Ζήκου: «Οι διαιτητές στο Καραϊσκάκη παίζουν σαν χεσμένοι…». Πάντως, ζήτησε συγνώμη για την έκφραση. Είν’ αυτό που λένε, δηλαδή. Να σε χέσω Κάκκο μ’, να σ’ αλείψω μέλι.

Και τι έγινε, δηλαδή, που ο Ζήκος ζήτησε εκ των προτέρων συγνώμη για τη δήλωση που έκανε; Η συγνώμη, ως γνωστόν, είναι μισό χέσιμο.

Τώρα, βέβαια, θα καλέσει τον Ζήκο ο αθλητικός δικαστής. Σιγά τα ωά. Και τον Σαραβάκο τον είχε καλέσει, που είχε κάνει ακριβώς την ίδια δήλωση πριν από μια εικοσαετία στην Τούμπα. Ε, και; Είκοσι χρόνια τώρα, ο βόθρος έχει πια ξεχειλίσει.

Εκτός από τον Ζήκο, πάντως, με τον Κάκκο τα έχει και ο Μορέτο. Έξαλλος λέει είναι ο Ιταλός με τον ρέφερι για την αποβολή του. Και τι έγινε; Τσάμπα σπάει τα νεύρα του, το παλικάρι. Του Κάκκου.

Αλλά και ο Παναθηναϊκός, λέει, έχει παράπονα από τα σφυρίγματα στη Νέα Σμύρνη. Με τη διαφορά ότι αυτός δεν τα ’χει με τον Κάκκο, τα ’χει με τον Καλόπουλο…


(Το κείμενο δημοσιεύεται στο επίσημο σάιτ της εφημερίδας "Πρώτο Θέμα", που βγήκε πρόσφατα στον αέρα)

ΥΓ. Μην ανησυχείτε, δεν έχω ξεχάσει τις εκδοχές τέλους του διηγήματος "Χέρια". Μέχρι στιγμής έχω λάβει οχτώ διαφορετικές εκδοχές, αλλά δυστυχώς μόνο τις μισές μπορώ να δημοσιεύσω (οι υπόλοιποιποι ήθελαν απλώς τη δική μου άποψη και δεν επιθυμούν τη δημοσιοποίηση των κειμένων τους). Απλώς περιμένω μια δυο ακόμα και σύντομα όλες οι εκδοχές θα αναρτηθούν.


Θα με βρείτε και εδώ: http://www.fasoulasonline.com/

Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2007

Χέρια (Γ΄ μέρος)

Λοιπόν, πάμε παρακάτω. Δημοσιεύω το τρίτο μέρος του (μεγάλου) διηγήματος (ή της -μικρής- νουβέλας, αν προτιμάτε) αλλά χωρίς το τέλος. Αυτό, λοιπόν, που ζητάω από σας αγαπητοί φίλοι, είναι να μου στείλετε τη δική σας εκδοχή του τέλους. Θα σας παρακαλούσα να μου στείλετε τα κείμενά σας στο mail μου: cfas@ontelecoms.gr
Όλες οι εκδοχές του τέλους θα δημοσιευτούν σε ξεχωριστό (ξεχωριστά, αν είναι πολλές) ποστ, μαζί φυσικά με τη δική μου. Κι ο καθένας -μια και θα είναι σε... κοινή θέα- θα μπορεί να τις κρίνει!
Απλώς θέλω να ξέρετε ότι περιορισμοί λέξεων δεν υπάρχουν, αλλά μην το... παραχέσετε κιόλας! Άντε, μέχρι χίλιες λέξεις, το πολύ.
Λοιπόν, ιδού το τρίτο και (προ)τελευταίο μέρος:


Δυο τρόποι υπήρχαν. Ο πρώτος ήταν να περιμένει τη γυναίκα να ξεπαλουκωθεί επιτέλους από τη θέση της. Να ρίξει καμιά βουτιά, λόγου χάρη, ή να μακιγιαριστεί στην τουαλέτα. Θα έβρισκε τότε την ευκαιρία ν’ αφήσει το βιβλίο στο τραπεζάκι της. Ναι, κι αν δεν σηκωνόταν από τη θέση της ποτέ; Ή, ακόμα χειρότερα, αν σηκωνόταν μια και καλή; Για να φύγει;
Ο δεύτερος τρόπος ήταν να ζητήσει από το σερβιτόρο, με το αζημίωτο ασφαλώς, να της παραδώσει το βιβλίο, χωρίς να αποκαλύψει τον αποστολέα του. Ναι, αυτό θα έκανε, θα του το ζητούσε ευγενικά, την ώρα που θα του έφερνε τη γρανίτα φράουλα. Αλλά έτσι όπως τον είχε φουρκίσει τον σερβιτόρο, το πιο πιθανό ήταν να του έφερνε το βιβλίο στο κεφάλι. Με γαρνιτούρα τη γρανίτα φράουλα.
Παρ’ όλα αυτά, το αποτόλμησε.
«Θα ήθελα να σας ζητήσω κάτι» είπε γαλίφικα, τη στιγμή που ο σερβιτόρος ακουμπούσε τη γρανίτα φράουλα πάνω στο τραπεζάκι.
Το γκαρσόνι τον κοίταξε συνοφρυωμένος.
«Τι θέλετε πάλι; Μήπως κάνα τσίπουρο;».
«Όχι, όχι, συγνώμη για πριν. Απλώς ήμουν… ήμουν λίγο ζαλισμένος. Μάλλον μ βάρεσε ο ήλιος κατακούτελα…».
«Λοιπόν; Τι ακριβώς θα θέλατε;»
«Εεε…λοιπόν… θα ήθελα…»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, με την άκρη του ματιού του διέκρινε κίνηση στο τραπεζάκι της γυναίκας. Το τραπεζάκι παρέμενε στη θέση του, βέβαια, η γυναίκα σηκώθηκε από τη δική της. Και πήγε να προϋπαντήσει έναν τύπο, που ερχόταν χαμογελώντας πλατιά προς το μέρος της.
Και τον προϋπάντησε. Με πεταχτό φιλάκι. Στο στόμα.
«Λοιπόν, τι θα θέλατε;»
«…»
«Αποφασίστε, κύριέ μου, επιτέλους!»
Στράφηκε με ύφος μουρόχαβλο προς το σερβιτόρο, που τον κοιτούσε αγριεμένος, έτοιμος να χάσει την υπομονή του.
«Εεε… να, θα ήθελα… Θα ήθελα μια χωριάτικη!»
Ο σερβιτόρος έχασε την υπομονή του. Αναψοκοκκίνισε, πήγε κάτι να πει, αλλά συγκρατήθηκε την τελευταία στιγμή. Του γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε, ξεστομίζοντας χριστοπαναγίες μες από τα δόντια του.
Έμεινε σχεδόν ακίνητος για λίγες στιγμές. Δεν μπορούσε να το πιστέψει! Όλα αυτά για το τίποτα! Και το βιβλίο είχε αχρηστευτεί πια. Εκτός κι αν έβρισκε κάποια άλλη να της το πλασάρει. Κάποια άλλη μοναχική αιθέρια ύπαρξη, που να ’χει τέλειο πρόσωπο, τέλειο σώμα και, κυρίως, τέλεια χέρια. Και που να διαβάζει Κοέλο, αυτό που το βάζεις; Ε, καλά, αυτό ήταν το πιο εύκολο απ’ όλα.
Τελικά, το πήρε απόφαση. Ήταν ώρα να φύγει. Αποφάσισε να ρίξει μια τελευταία ματιά στο τραπεζάκι της γυναίκας. Που δεν ήταν μόνο της γυναίκας, ήταν και του άντρα τώρα πια. Αν και αυτός δεν ήταν άντρας, ήταν καρτούν. Χοντρός, πλαδαρός, κακορίζικος, με μύτη μελιτζάνα, αυτιά πεταχτά, χείλια ξεχειλωμένα, πρόσωπο στρουμπουλό. Μπουλούκος σκέτος, μπουνταλάς με περικεφαλαία. Ίδιος ο Γουίνι το Αρκουδάκι ήτανε. Και τριχωτός σαν το Γουίνι το Αρκουδάκι. Οι τρίχες ξεφύτρωναν από παντού, απ’ τ’ αυτιά, απ’ τις πλάτες, απ’ το λαιμό… Δεν ξεφύτρωναν μόνο από κει που όφειλαν να ξεφυτρώσουν, απ’ το κεφάλι. Πέρα απ’ όλα τ’ άλλα κακά, ψυχρά κι ανάποδα της μοίρας του, ο τύπος ήταν και καραφλός…
Μα ήταν ποτέ δυνατόν να συμβαίνει αυτό που συνέβαινε; Ήταν δυνατόν αυτό το πλάσμα να έχει γκόμενο αυτό το κρυόπλασμα; Αυτό το σφάλμα της φύσης; Ή μήπως δεν τον είχε γκόμενο; Μήπως τον είχε άντρα;
Μπα, όχι, αυτό δεν μπορούσε να γίνει… Δε θα το επέτρεπε να γίνει. Άλλαξε γνώμη στο πι και φι. Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει, σε καμία περίπτωση! Τώρα ήταν που δε θα ’φευγε, ακόμα και να εμφανιζόταν το γκαρσόνι και τον έπαιρνε με τις κλοτσιές. Τώρα ήταν που θα έβαζε σε εφαρμογή το εναλλακτικό σχέδιο! Το σχέδιο νούμερο δύο…
Σηκώθηκε απότομα. Πήρε το βιβλίο και τη γρανίτα από το τραπεζάκι και μετακόμισε σ’ ένα άλλο. Σ’ εκείνο που ήταν ακριβώς πλάι στο αταίριαστο –στο ανάρμοστο- ζευγάρι.
Φρόντισε να καθίσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να έχει πλάτη την πλάτη της γυναίκας. Κι αμέσως κατακλύστηκε από το αφροδισιακό άρωμα που εξέπεμπε. Άρωμα φυσικό, άρωμα που πήγαζε κατευθείαν από τους πόρους του κορμιού της.
Απλώθηκε στην ψάθινη καρέκλα κι αμέσως έστησε αυτί. Δε χρειάστηκε να καταβάλει και ιδιαίτερη προσπάθεια, οι κουβέντες τους ήταν ξεκάθαρες, καμπανιστές. Αλλά και αδιάφορες. Περί ανέμων και υδάτων. Ώσπου κάποια στιγμή…
«Τι ώρα είναι;» ρώτησε εκείνη.
«Οχτώ παρά είκοσι», απάντησε ο Γουίνι το Αρκουδάκι.
«Πω πω, πέρασε η ώρα! Ούτε που το κατάλαβα»
«Τι λες, την κάνουμε σιγά σιγά;»
«Μα ακόμα δεν ήρθες, βρε Φώτη!»
«Ε, και; Εγώ αλλού ήθελα να βρεθούμε, εσύ επέμενες να βρεθούμε εδώ»
«Επέμενα επειδή θέλω να συζητήσουμε, σου το είπα. Ενώ εσύ, το μυαλό σου το ’χεις συνέχεια στο…»
«Εδώ θα συζητήσουμε, βρε μωράκι μου; Εξάλλου, τι να συζητήσουμε, τα ’χουμε πει χίλιες φορές».
«Εσύ τα ’χεις πει, Φώτη! Εγώ δεν έχω πει τίποτα ακόμα».
«Θα μου τα πεις αργότερα, μωρό μου, σ’ το υπόσχομαι. Άντε, πάμε να φύγουμε τώρα, δεν έχω και πολύ χρόνο. Έτσι και το ξημερώσουμε πάλι θα μου τα πρήξει η γυναίκα μου…»
Όπα! Να τα μας! Η συζήτηση άρχισε ξαφνικά ν’ αποκτά ενδιαφέρον…
«Αλήθεια, τι της είπες;» ρώτησε η γυναίκα.
«Τις γνωστές μαλακίες. Ότι πάω για ψάρεμα με τον Ανέστη»
«Μέχρι πότε θα συνεχιστεί αυτό, ρε Φώτη, μου λες;»
«Ποιο; Το ψάρεμα;» Ο Γουίνι, που τον λέγαν Φώτη, έβαλε τα γέλια. «Το ξέρεις το ανέκδοτο που λέει ‘‘δε γαμείς που δε γαμείς απόψε, δεν πας για ψάρεμα;’’».
«Ναι, τώρα που το λες…» Η χροιά της φωνής της ξεχείλιζε σαρκασμό. «Δε γαμείς απόψε, αυτό είναι σίγουρο! Οπότε, τι λες; Δεν παίρνεις κάνα τηλέφωνο τον Ανέστη;»
«Αχ, βρε μαναράκι μου! Γιατί μου το κάνεις αυτό, ρε γαμώτο, μου λες;»
«Γιατί βαρέθηκα! Γιατί κουράστηκα! Ενάμιση χρόνο κρατάει αυτή η ιστορία, το ’χεις πάρει χαμπάρι;».
«Και τι θες να κάνω, βρε κουκλί μου; Ποτέ δεν σου το ’κρυψα πως είμαι παντρεμένος, από την αρχή το ήξερες! Και ποτέ…»
«Ναι, αλλά στην αρχή ήταν αλλιώς! Στην αρχή με είχες γοητεύσει με την ευφράδειά σου, με τις πνευματώδεις συζητήσεις που άνοιγες, με το χιούμορ σου. Με την οξύνοιά σου, για να το πω με μια κουβέντα. Αλλά τώρα το μυαλό σου το ’χεις μόνο στο φίκι φίκι, πουθενά αλλού!»
«Σταμάτα, μας ακούνε!»
Ο Γουίνι, που τον λέγαν Φώτη, χαμήλωσε την ένταση της φωνής του. Ο ωτακουστής μαζεύτηκε. Έπιασε το πρώτο πράγμα που βρήκε μπροστά του, το βιβλίο του, κι έκανε πως διαβάζει. Αλλά ο Γουίνι δεν εννοούσε αυτόν. Εννοούσε το σερβιτόρο, που ερχόταν προς το μέρος τους κουβαλώντας στο δίσκο δυο μπίρες. Τις ακούμπησε με θόρυβο στο τραπεζάκι του ζευγαριού κι απομακρύνθηκε σιωπηλά.
Κι ύστερα η συζήτηση γύρισε στη λογοτεχνία. Πιο χαμηλόφωνα αυτή τη φορά. Αλλά και πάλι οι κουβέντες τους έφταναν καθαρά στ’ αυτιά του.
«Φτάνει τώρα, θα τα πούμε μετά, εντάξει, γλυκιά μου;» έκανε με προσποιητή τρυφεράδα ο Γουίνι.
«Ναι, καλά, το ξέρω το ‘‘μετά’’ το δικό σου…» είπε η γυναίκα παραπονιάρικα.
«Σου δίνω το λόγο μου, οκέι;» Κι αμέσως άλλαξε θέμα. «Αλήθεια, διάβασες τον Κοέλο που σου ’δωσα;»
«Σήμερα το ξεκίνησα».
«Δεν είναι καταπληκτικό;»
«Δεν έχω διαβάσει πολύ, δυο κεφάλαια μόνο»
«Πώς σου φαίνεται μέχρι τώρα;»
«Πώς να μου φανεί, ρε Φώτη; Σου έχω πει τη γνώμη μου για τον Κοέλο, πολύ δήθεν τον βρίσκω»
Επιτέλους! Να που πετύχαινε και μια γυναίκα της οποίας η γνώμη για τον Κοέλο ταυτιζόταν με τη δική του. Αμέσως ο πήχης της εκτίμησής του για κείνη ανέβηκε ακόμα ψηλότερα. Κι ο πήχης της απέχθειάς του για τον Γουίνι παραχώθηκε στα έγκατα της γης,
«…δεν έχεις δίκιο» έλεγε ο Γουίνι «ο Κοέλο είναι…»
«Για να είμαι ειλικρινής, για χάρη σου και μόνο ξεκίνησα τον Κοέλο. Έχω φέρει μαζί μου και το άλλο, το…»
«Ξέρω, ξέρω, το βλέπω, το ’χεις ακουμπήσει και επιδεικτικά πάνω στο τραπέζι» είπε ο Γουίνι, με φανερή απέχθεια στη φωνή του. «Μα καλά, ρε μωράκι μου, τι του βρίσκεις αυτού του… αυτού του… απίθανου; Παίρνει ο καθένας ένα λάπτοπ, γράφει πέντε παπαριές και νομίζει ότι έγινε συγγραφέας!»
«Δεν το νομίζει, είναι συγγραφέας!» είπε οργισμένα η γυναίκα. «Και μάλιστα εξαιρετικός συγγραφέας. Από δυο φορές έχω διαβάσει όλα του τα βιβλία. Και μόνο το…»
«Καλά να πάθεις!» χασκογέλασε ο Γουίνι.
«Καλά, δε μου λες, εσύ πώς και έχεις τόσο… τεκμηριωμένη άποψη χωρίς να έχεις διαβάσει ούτε λέξη από τα βιβλία του;»
«Ναι, άλλη δουλειά δεν είχα… Διάβασα μια συνέντευξή του τις προάλλες και κατάλαβα πόσο βαρεμένος είναι. Και επηρμένος. Και ωραιοπαθής!»
«Δεν είναι ωραιοπαθής, είναι απλώς ωραίος. Είναι πολύ ωραίος άντρας, αντικειμενικά, πώς να το κάνουμε; Και καταπληκτικός συγγραφέας».
Ο ωτακουστής στριφογύρισε ανήσυχα στην καρέκλα του, νιώθοντας να τον τρυπούν δεκάδες βελονάκια ζήλιας. Και τι δε θα ’δινε να ήταν στη θέση του άλλου! Όχι του Γουίνι, ποιος τον έχεζε τον Γουίνι… Στη θέση του «αντικειμενικά πολύ ωραίου άντρα και καταπληκτικού συγγραφέα» ήθελε να βρίσκεται. Ο πειρασμός να στρίψει επιτόπου το κεφάλι του και να ρίξει μια γρήγορη ματιά στο βιβλίο που η γυναίκα είχε «ακουμπήσει επιδεικτικά» στο τραπέζι ήταν σχεδόν ακατανίκητος. Αν και τελικά δε χρειάστηκε να το αποτολμήσει.
«Τρίχες κατσαρές» είπε ο Γουίνι. «Απλώς ο τύπος είναι ξύπνιος, αυτό είναι όλο. Έχει βρει το κουμπί σας».
«Το κουμπί μας; Ποιο κουμπί μας;».
«Το κουμπί κάποιων αφελών, ρομαντικών κοριτσόπουλων»
«Με θεωρείς αφελές, ρομαντικό κοριτσόπουλο, Φώτη;».
«Ώρες ώρες γίνεσαι, βρε μωράκι, πώς να το κάνουμε…»
«Σ’ ευχαριστώ πολύ! Να που τ’ άκουσα κι αυτό, έσω κι ύστερα από ενάμιση χρόνο…»
«Αυτό που θέλω να πω, βρε κοριτσάκι μου, είναι ότι ο τύπος δεν κάνει λογοτεχνία. Απλώς έχει πιάσει το γυναικείο σφυγμό της εποχής και γράφει σαν…»
«Γράφει πολύ καλύτερα από δέκα Κοέλο μαζί!» ξέσπασε η γυναίκα ξαναμμένη. Ή τουλάχιστον φαντάστηκε ότι είναι ξαναμμένη.
«Αυτό είναι ιεροσυλία!» εξανέστη ο Γουίνι.
«Ναι, σιγά μωρέ, σου προσβάλαμε τα ιερά και τα όσια της λογοτεχνίας! Πώς κάνεις έτσι, βρε Φώτη; Ποιος φέρεται τώρα σαν αφελές κοριτσόπουλο, εγώ ή εσύ; Ή μήπως ο Κοέλο δεν είναι η μόδα της εποχής; Ή μήπως δεν τρελαίνονται για τον Κοέλο όλα τα ‘‘αφελή κοριτσόπουλα’’, που ανάθεμα κι αν καταλαβαίνουν γρι απ’ όσα διαβάζουν; Και ποιος είναι ο Κοέλο, στο κάτω κάτω; Απλώς υπερεκτιμημένος είναι, τίποτε άλλο. Όπως και ‘‘Ο Αλχημιστής’’, άλλωστε».



Περιμένω τις εκδοχές σας! Αν βαριέστε να ξαναπάτε πάνω για να κάνετε κλικ στο mail, ορίστε, σας διευκολύνω: cfas@ontelecoms.gr

ΥΓ (εκ των υστέρων): Έχω πάρει ήδη αρκετά e-mail με πολύ ενδιαφέρουσες εκδοχές. Το μόνο κακό είναι ότι οι περισσότεροι δε θέλουν να δημοσιεύσω τα κείμενά τους, παρά μόνο να τα κρίνω κατ' ιδίαν! Προσπαθώ να τους μεταπείσω, βέβαια, μια και μιλάμε για πραγματικά εξαιρετικά κείμενα. Όπως και να 'χει πάντως η δημοσίευση των κειμένων (όσως έχω πάρει την άδεια -ή όσων θα κατορθώσω να πάρω!) θα ξεκινήσει από Δευτέρα. Υπομονή...


Θα με βρείτε και εδώ: http://www.fasoulasonline.com/

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 06, 2007

Χέρια (Β΄ μέρος)

Λοιπόν, συνεχίζουμε με το β' μέρος:

Με την άκρη των ματιών του –για να μην καρφωθεί ότι καρφώνεται- παρακολούθησε τη γυναίκα ν’ ακουμπάει το ποτήρι με το καφεκίτρινο υγρό σ’ ένα σκαμπό, να βγάζει το παρεό της, να τακτοποιεί σχολαστικά την τεράστια πετσέτα της στη γαλάζια σεζλόνγκ και να ξαπλώνει αναπαυτικά πάνω της. Ανάσκελα αυτή τη φορά. Έπειτα, αφού άναψε τσιγάρο, αφού ρούφηξε μια γερή τζούρα και μια γερή γουλιά από το ποτήρι με το καφεκίτρινο υγρό, άρχισε να ψαχουλεύει την επικών διαστάσεων ψάθινη τσάντα της. Και την επόμενη στιγμή, το σοκ. Ένα σοκ κάθε άλλο παρά δυσάρεστο…
Η γυναίκα έβγαλε από την τσάντα ένα βιβλίο! Κι αμέσως μετά ένα δεύτερο!
Το πρώτο ήταν «τούβλο», το δεύτερο μεσαίου μεγέθους.
Την παρακολούθησε –διακριτικά, πάντα- να ζυγίζει με τα δυο της υπέροχα χέρια τα δυο βιβλία. Όχι στην κυριολεξία, βέβαια, ήταν ολοφάνερο ποιο ήταν το ασύγκριτα βαρύτερο. Προφανώς η γυναίκα ήταν σε δίλημμα για το ποιο από τα δύο ήταν το πλέον κατάλληλο να διαβάσει κάτω από το λιοπύρι. Τελικά, ύστερα από στιγμιαίο δισταγμό, διάλεξε το «τούβλο». Και απόθεσε το άλλο στο σκαμπό, δίπλα στο ποτήρι με το καφεκίτρινο υγρό.
Πόσο έξω είχε πέσει! Θα έβαζε και στοίχημα ότι η γυναίκα αυτή δεν ήταν ο τύπος που διαβάζει. Τελικά, ήταν και παραήταν. Και μάλιστα τα κουβαλούσε δυο δυο τα βιβλία, για να έχει και εναλλακτική. Οπότε…
Οπότε, το σχέδιο άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά μες στο μυαλό του. Τώρα ήξερε πώς θα την πλησιάσει. Και μάλιστα χωρίς να χρειαστεί να της μιλήσει καν! Αρκεί, βέβαια, να ήταν Ελληνίδα, γιατί…
Μα βέβαια, πώς σκατά δεν είχε σκεφτεί τόσην ώρα μια τέτοια σημαντική λεπτομέρεια; Κι αν δεν ήταν Ελληνίδα; Κι αν το βιβλίο που διάβαζε ήταν γερμανικό, γαλλικό, ισπανικό, ιταλικό, τούρκικο, αρμένικο; Πώς διάολο θα την πλησίαζε αν δε σκάμπαζε γρι ελληνικά;
Λες και είχε διαβάσει τις σκέψεις του, η γυναίκα έκανε ό,τι μπορούσε για να τον διευκολύνει: Άνοιξε το βιβλίο διάπλατα, προσφέροντάς του φάτσα κάρτα εξώφυλλο κι οπισθόφυλλο. Κι εκείνος έβαλε τα δυνατά του μπας και κατορθώσει να διαβάσει τον τίτλο ή έστω το όνομα του συγγραφέα. Μα το μόνο που έβλεπε ήταν κάτι ιερογλυφικά να χορεύουν σ’ ένα φόντο θαμπό. Καταραμένη μυωπία! Εδώ με το ζόρι έβγαζε τα γράμματα του δικού του βιβλίου, σιγά μην κατόρθωνε να διαβάσει οτιδήποτε από πέντε μέτρα απόσταση. Γυαλιά, φυσικά, δε φόρεσε ποτέ, θα του χαλούσαν τη μόστρα. Και τους φακούς επαφής τους είχε αφήσει σπίτι, έτσι όπως έφυγε μπαρουτιασμένος.
Στένεψε ακόμα περισσότερο τα μάτια του΄ τζίφος. Αλλά… Ναι, αυτό ήταν! Στη βάση του εξώφυλλου διέκρινε μια σκουροκόκκινη κηλίδα, που του ’μοιαζε με αστέρι. Και το αστέρι αυτό –αν επρόκειτο πράγματι γι’ αστέρι- δεν ήταν τίποτ’ άλλο από το λογότυπο του εκδοτικού οίκου. Και τον συγκεκριμένο εκδοτικό οίκο τον ήξερα καλά, πώς θα μπορούσε να τον έχει ξεχάσει; Ήταν ο πρώτος εκδοτικός οίκος στον οποίο είχε υποβάλει το πρώτο του χειρόγραφο. Και του το είχαν απορρίψει, μετά πολλών επαίνων.
Ο εκδοτικός οίκος, φυσικά, ήταν ελληνικός, ελληνικότατος. Αλλά όχι, δεν είχε εμπιστοσύνη στη στραβωμάρα των ματιών του, έπρεπε πρώτα να βεβαιωθεί. Κι έτσι, αποφάσισε επιτέλους να σηκωθεί από την πορτοκαλί σεζλόνγκ όπου ήταν καρφωμένος εδώ και καμιά ώρα.
Σηκώθηκε, τεντώθηκε κι έριξε μια επιδεικτικά αδιάφορη ματιά προς τη γαλάζια σεζλόνγκ. Η γυναίκα δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Συνέχισε να διαβάζει, μοιάζοντας απορροφημένη.
Προχώρησε αργά, επικεντρώνοντας τάχα την προσοχή του στους γλάρους που είχαν στήσει τσιμπούσι σε κάτι απομεινάρια από πεταμένο σάντουιτς. Περνώντας πλάι από τη γαλάζια σεζλόνγκ, έριξε μια βιαστική ματιά στο εξώφυλλο του βιβλίου. Μια ματιά αγχωμένη, που ωστόσο αποδείχτηκε αρκετή:
ΠΑΟΛΟ ΚΟΕΛΟ, Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΠΟΡΤΟΜΠΕΛΟ.
Μάλιστα…Εμ, βέβαια, τι άλλο να διάβαζε; Αν είσαι γκόμενα τη σήμερον ημέρα και δεν έχεις να μοστράρεις τουλάχιστον ένα βιβλίο του Κοέλο, θεωρείσαι «άουτ»…
Δεν έκατσε να το σκεφτεί άλλο, πήρε την απόφασή του στη στιγμή. Έκανε μεταβολή κι αμέσως έβαλε στα πόδια του τουρμπίνες.


Γύρισε ασθμαίνοντας στην παραλία, κουβαλώντας παραμάσχαλα ένα βιβλίο. Δυο λεπτά είχε λείψει όλα κι όλα, αλλά αυτά τα δυο λεπτά του είχαν φανεί αιώνας. Μέχρι να πάει ως το παρκαρισμένο του αυτοκίνητο, να το ξεκλειδώσει, ν’ ανοίξει το πορτμπαγκάζ, ν’ αρπάξει ένα από τα πέντε αντίτυπα του τελευταίου του βιβλίου που τα είχε για μια ώρα ανάγκης, να κλειδώσει το αυτοκίνητο –ή μήπως δεν το κλείδωσε;- και να επιστρέψει τρέχοντας σχεδόν στην παραλία, ήταν σίγουρος ότι η μελαχρινή την είχε κοπανήσει.
Και όντως την είχε κοπανήσει. Η γαλάζια σεζλόνγκ ήταν άδεια.
Όμως δεν πρόλαβε να απογοητευτεί. Την επόμενη στιγμή την είδε να κάθεται σ’ ένα από τα τραπεζάκια του παραλιακού σνακ μπαρ, κάτω από μια καταταλαιπωρημένη τέντα. Προφανώς είχε ξεροψηθεί για τα καλά τόση ώρα στον ήλιο, αποφάσισε να μετακομίσει σε τόπο σκιερό. Κατά τ’ άλλα, δεν είχε αλλάξει συνήθειες. Συνέχισε να ρουφάει το καφεκίτρινο υγρό και να διαβάζει τον Κοέλο.
Δεν έχασε άλλο χρόνο. Ο χρόνος ήταν πολύτιμος, δεν έπρεπε να τον αφήσει να κυλάει ανεκμετάλλευτος. Άλλωστε, η μετακόμιση από τη σεζλόνγκ στο σνακ μπαρ είναι συνήθως το πρώτο βήμα. Το δεύτερο είναι η αποχώρηση, μια και καλή. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, εξάλλου, η ώρα είχε περάσει. Κι έπρεπε να δράσει, εδώ και τώρα.
Άνοιξε βιαστικά το τσαντάκι του, πήρε ένα στιλό, κάθισε όπως όπως σε μια καρέκλα στην άκρη του σκαν μπαρ, ακούμπησε το βιβλίο στο τραπεζάκι, το άνοιξε στην πρώτη λευκή σελίδα κι άρχισε να γράφει:

Δε συνηθίζω να χαρίζω τα βιβλία μου σ’ αγνώστους –για την ακρίβεια, δεν το ’χω κάνει ποτέ ως τώρα- αλλά δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ στην ακαταμάχητη γοητεία σας. Και στην αναγνωστική σας προσήλωση –έστω και στον Κοέλο!
Ανεπανόρθωτα γοητευμένος
Νίκος Σιγάλας
ΥΓ: Το e-mail μου είναι παραδίπλα, στο «αυτί» του εξώφυλλου. Ανυπομονώ, λοιπόν, για τα σχόλιά σας –όχι για το συγγραφέα, για το βιβλίο!
Έκλεισε το βιβλίο και ξανάβαλε το στιλό στο τσαντάκι του.

Και τώρα…
Και τώρα τι;
Και τώρα…

Η μελαχρινή πιάνει το βιβλίο μου στα εξαίσια χέρια της και το περιεργάζεται με ολοφάνερη περιέργεια. Σίγουρα αναρωτιέται: «Μα πώς στο καλό βρέθηκε αυτό στα πράγματά μου;» Το γυρίζει μπρος πίσω. Εξώφυλλο, οπισθόφυλλο. Και πάλι εξώφυλλο. Το κρατάει με προσοχή, με δέος θαρρείς, λες και φοβάται μη διαλυθεί ανάμεσα στα λουλουδένια της δάχτυλα. Άντε, βρε παιδάκι μου, άνοιξέ το, δε θα σε δαγκώσει!
Με τα πολλά, το ανοίγει… Βλέπει την αφιέρωση. Αρχίζει και τη διαβάζει με ύφος έκπληκτο. Και την ξαναδιαβάζει. Έπειτα σηκώνει το κεφάλι. Το ξάφνιασμα είναι φανερό στα μαύρα της μάτια και στο μισάνοιχτο στόμα της. Αρχίζει και στριφογυρίζει το βλέμμα της, προσπαθώντας να εντοπίσει… να εντοπίσει…
Να εντοπίσει εμένα.
Τα μαύρα μάτια της καρφώνονται πάνω μου. Το μισάνοιχτο στόμα της κλείνει. Αλλά αμέσως ξανανοίγει. Το χαμόγελό της είναι γλυκό, γεμάτο υποσχέσεις. Ύστερα σηκώνεται, προχωράει με βήμα αργό προς το μέρος μου. Στέκεται από πάνω μου, μου κρύβει τον ήλιο, αλλά αυτό ποσώς με ενοχλεί, το χαμόγελό της είναι χίλιες φορές πιο λαμπρό από τον ήλιο, η φωνή της είναι… η φωνή της είναι… η φωνή της είναι απερίγραπτη, είναι…

«Τι θα πάρετε, κύριε;»
Η φωνή της είναι του σερβιτόρου, που διέκοψε βάναυσα τη φαντασίωσή του.
«Ε… χμ…ένα μιλκσέικ!»
«Γεύση;»
«Γεύση;»
«Τι γεύση;»
«Τι γεύση;»
«Τι γεύση θέλετε!»
«Α, ναι! Τι γεύση θέλουμε… Γεύση… γεύση ανανά!»
Ο σερβιτόρος τον κοίταξε περίεργα.
«Ανανά; Ανανά δεν έχουμε, πού να τον βρούμε;»
«Α, καλά. Φέρτε μου τότε ένα καραφάκι ούζο»
Ο σερβιτόρος τον κοίταξε ακόμα πιο περίεργα. Αυτός κοιτούσε αλλού. Κοιτούσε τη γυναίκα, που εξακολουθούσε να διαβάζει προσηλωμένη τον Κοέλο.
«Σκέτο ή με μεζέ;»
«Πώς είπατε;»
«Το ούζο, λέω! Σκέτο ή με μεζέ;»
«Σκέτο. Ή μάλλον όχι, καλύτερα με μεζέ»
«Τι μεζέ;»
«Παρακαλώ;»
«Κρεατικά ή θαλασσινά;»
«Θαλασσινά. Ή μάλλον όχι, κρεατικά καλύτερα. Ή μάλλον όχι, σκέτο».
«Σκέτο…»
«Ναι, σκέτο. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, πιάσε καλύτερα μια γρανίτα φράουλα».
Ο σερβιτόρος άρχισε ν’ απομακρύνεται μπουρινιασμένος, την ώρα που εκείνος μούντζωνε για άλλη μια φορά νοερά τον εαυτό του. Την ώρα που η ώρα περνούσε. Και δεν είχε κάνει ακόμα το δεύτερο βήμα, το κρίσιμο βήμα…Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να της παραδώσει με τρόπο το βιβλίο. Ναι, αλλά ποιον; Είχε αφιερώσει κάμποση ώρα στο πρώτο μέρος του σχεδίου, μα δεν είχε δουλέψει καν στο μυαλό του τον τρόπο εφαρμογής του. Το μόνο που σκεφτόταν, που φαντασιωνόταν, ήταν το μετά…


(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ... -από βδομάδα)



Θα με βρείτε και εδώ:
http://www.fasoulasonline.com/

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 03, 2007

Χέρια (Α΄ μέρος)

Αποφάσισα να αντιγράψω, εν μέρει, την αγαπημένη μου φίλη Λεία Βιτάλη. Πριν από λίγο καιρό, ανέβασε στο μπλογκ της ένα διήγημα σε κάμποσες συνέχειες, αλλά χωρίς να γράψει το τέλος. Ζήτησε από τους αναγνώστες να το κάνουν.
Λοιπόν, το διήγημα το δικό μου είναι έτοιμο. Το έγραψα το καλοκαίρι, το διόρθωσα πρόσφατα και σκοπεύω να το βάλω "πιλότο" στην επόμενη δουλειά μου, με την οποία σκοπεύω ν' ασχοληθώ ενδελεχώς από το Μάη και μετά (αφού δηλαδή κυκλοφορήσουν πρώτα με το καλό τα δύο παιδικά βιβλία -ένα μυθιστόρημα και η ιστορία της εθνικής Ελλάδος).
Το διήγημα έχει τίτλο "Χέρια" και θα το δημοσιεύσω σε τρεις συνέχειες. Χωρίς ασφαλώς το τέλος, το οποίο θα ζητήσω από σας να γράψετε. Όχι βρε, δεν πρόκειται να κάνουμε διαγωνισμούς και τέτοια, έτσι, τζερτζελές να γίνεται!
Εξυπακούεται ότι όλες οι εκδοχές που θα μου στείλετε θα δημοσιευτούν. Και φυσικά, στο τέλος θα βάλω... και τη δική μου εκδοχή!
Λοιπόν, ιδού το πρώτο μέρος:


ΠΡΩΤΑ ΕΙΔΕ ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ. Κι ύστερα τη γυναίκα.
Το αεροπλάνο ήταν Καναντέρ, πυροσβεστικό. Η γυναίκα ήταν μελαχρινή, φωτιά σκέτη.
Λιγότερο από μια βδομάδα πριν, το Καναντέρ δε θα τον ανάγκαζε καν να σηκώσει τα μάτια από το βιβλίο που διάβαζε. Στην αρχή, βέβαια, όλη αυτή η φασαρία του χαλούσε το χουζούρι των διακοπών. Σύντομα όμως κατάντησε ρουτίνα, μια και το σκηνικό συνεχίστηκε για ένα πενθήμερο και βάλε. Και συνήθως τα Καναντέρ εμφανίζονταν δυο δυο, έκαναν βουτιά στη θάλασσα, σέρνονταν με την κοιλιά πάνω στα αφρισμένα κύματα, ύστερα ξανασηκώνονταν γεμάτα, για να ξαλαφρώσουν από το βάρος τους στο απέναντι φλεγόμενο βουνό. Κι έπειτα φτου κι απ’ την αρχή. Αλλά ύστερα από πέντε μέρες φωτιάς και λαύρας –που κόντεψε να κάψει και το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας- το είχε συνηθίσει πια το νταβαντούρι. Όχι απλώς δε σήκωνε τα μάτια, μα δεν άκουγε καν το βόμβο της μηχανής των αεροπλάνων.
Έλα όμως που είχε περάσει κοντά μια βδομάδα από τη μέρα που η φωτιά είχε σβήσει. Δεν έμεινε να κάψει και τίποτ’ άλλο, εδώ που τα λέμε. Τρακόσιες χιλιάδες στρέμματα είχαν γίνει στάχτη, το βουνό είχε μείνει καραφλό. Γι’ αυτό και παραξενεύτηκε εκείνη τη μέρα βλέποντας το Καναντέρ, σόλο αυτή τη φορά, δίχως το έτερόν του ήμισυ, να κάνει τη βουτιά του, να φορτώνει θαλασσινό νερό, να σηκώνεται ξανά στον αέρα και να…
Όχι, αυτή τη φορά δεν το είδε να παίρνει την κλασική δεξιά στροφή με κατεύθυνση το αντικρινό βουνό. Το είδε να παίρνει ύψος και να συνεχίζει ευθεία. Τα μάτια του το ακολούθησαν μέχρι που το αεροπλάνο έγινε ένα αχνό στίγμα, μια άνω τελεία στο χάος του ορίζοντα.
Το βλέμμα του άρχισε να χάνει ύψος, κατεβαίνοντας τεμπέλικα απ’ τον ουρανό στη γη, με στόχο να προσγειωθεί ξανά στις σελίδες του βιβλίου. Μόνο που δεν πρόλαβε. Ο Ρασκόλνικοβ θα μπορούσε να τον περιμένει λίγο ακόμα για να του κάνει παρέα την ώρα που ανέβαινε αγκομαχώντας τις σκάλες για να κάνει το διπλό φονικό. Αυτή που δε γινόταν να περιμένει ήταν η γυναίκα στη γαλάζια σεζλόνγκ.
Στην αρχή, το βλέμμα του κοκάλωσε. Έπειτα άρχισε να στριφογυρίζει ακατάπαυστα, σαν μέλισσα που δεν ξέρει ποιο λουλούδι να πρωτοδιαλέξει. Και όντως δεν ήξερε τι να πρωτοδιαλέξει. Αυτή δεν ήταν γυναίκα… Δεν ήταν καν λουλούδι, ήταν αληθινός κήπος, περιβόλι ολόκληρο…
Απόρησε με τον εαυτό του που δεν την είχε προσέξει νωρίτερα. Αλλά τον είχε παρασύρει, βλέπεις, ο Ντοστογέβσκι, του είχαν μαγκώσει το νου ο Ρασκόλνικοβ, η Ναστάσια, ο Πετρόβιτς, η Σόνια… Ναι, καλά, δικαιολογίες! Λες και διάβαζε το «Έγκλημα και Τιμωρία» για πρώτη φορά … Απλώς το κεφάλι του ήταν ακόμα καζάνι από τον τελευταίο καυγά με τη γυναίκα του. Έξαλλο τον είχε κάνει, για πολλοστή φορά, τον είχε αναγκάσει να βροντήξει πίσω του την πόρτα, να μπει στο αυτοκίνητο και να φύγει μόνος του για την παραλία. Κι εκείνη, ας ερχόταν τώρα με τα πόδια! Που δε θα ’ρχόταν, δηλαδή, με τίποτα δε θα ’ρχόταν.
Δε θα ’ρχόταν… Μόλις τώρα το συνειδητοποίησε. Για τις επόμενες τρεις τέσσερις ώρες, θα ήταν τελείως μόνος του! Δε θα είχε πάνω απ’ το κεφάλι του τη μόνιμη μουρμούρα της γυναίκας του και τις ατέλειωτες απορίες του εξάχρονου μοναχογιού του. Επομένως…
Επομένως είχε όλο το χρόνο μπροστά του για να καταστρώσει το σχέδιό του! Ένα σχέδιο που πριν από λίγες στιγμές μόλις είχε αρχίσει να γεννιέται στο νου του: να πιάσει κουβέντα στη μελαχρινή.
Την παρατήρησε πίσω από τα Ρέινμπαν –ότι ακριβώς έκανε δηλαδή τα τελευταία πέντε λεπτά. Εκείνη λιαζόταν πέντ’ έξι μέτρα μακριά του, ξαπλωμένη μπρούμυτα, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στη σεζλόνγκ, αδιαφορώντας για τα λάγνα αντρικά βλέμματα. Ήταν ένα πλάσμα απ’ αυτά που σε κάνουν να σκέφτεσαι ότι ο δημιουργός πρέπει να ’χε κατεβάσει τίποτα ουζάκια τη στιγμή που το σχεδίαζε και ήταν στο τσακίρ κέφι. Και σε λάγνα διάθεση.
Παρατήρησε προσεκτικά τα χέρια της, για νιοστή φορά. Τα γυναικεία χέρια, εξάλλου, ήταν το αδύνατο σημείο του, το μοναδικό του φετίχ. Και παράλληλα το απόλυτο, το αδιαπραγμάτευτο φετίχ. Άπαξ κι έκρινε πως μια γυναίκα δεν έχει ωραία χέρια, δε θα της έριχνε δεύτερη ματιά. Αλλά η μελαχρινή διέθετε τα ωραιότερα ίσως χέρια που είχε διακρίνει ποτέ σε γυναίκα. Χέρια μακριά, χέρια άχνουδα, χέρια μεταξένια, χέρια που κατέληγαν σε δάχτυλα λεπτά, δάχτυλα λεία, δάχτυλα πιανίστριας. Δάχτυλα που δε φορούσαν βέρα… Αλλά αυτό δεν είχε και καμιά σημασία, άλλωστε ούτε ο ίδιος φορούσε βέρα, την έβγαζε κάθε φορά που την κοπανούσε ασυνόδευτος από το σπίτι.
Την επιθεώρησε ξανά, ολόκληρη αυτή τη φορά. Το μαλλί της ήταν κατάμαυρο, κορακί, με αραιές αφέλειες να κατεβαίνουν στο μέτωπο. Τα μάτια της τεράστια, μαύρα, κατράμι σκέτο. Τα χείλια της ούτε λεπτά ούτε παχιά, απλώς τέλεια, στις ιδανικές αναλογίες, μόνο που μπλάβιζαν λίγο -από τις πολλές βουτιές, προφανώς. Όλα αυτά συνέθεταν ένα προσωπάκι αψεγάδιαστο, ψεύτικο θαρρείς, λες κι είχε πάρει σάρκα και οστά από αρχαία αιγυπτιακή τοιχογραφία. Η απόλυτη αντρική φαντασίωση για την Κλεοπάτρα! Άσε δε από κορμί. Πόδια ατέλειωτα, γλουτοί σφιχτοί, δέρμα μπρούτζινο και στήθος… Σίγουρα το πιο ακαταμάχητο κομμάτι της αναλογίας της –αν εξαιρούσε τα χέρια. Το πάνω μέρος του μαύρου της μπικίνι δεν έκρυβε και πολλά πράγματα. Κι αυτό το μικρό κομματάκι σάρκας που το έκρυβε ο ήλιος κατέβαλλε συνεχώς φιλότιμες προσπάθειες ώστε να απαλλαχθεί από την αισχρή καταπίεση του μικροσκοπικού μαγιό, να απελευθερωθεί, να ξεπεταχτεί…
Να το! Να το πετιέται!
Αλλά δεν πετάχτηκε. Άλλη μια φαντασίωσή του έλαβε τέλος, τη στιγμή που η μελαχρινή, σαν να είχε αντιληφθεί τις καλπάζουσες διεργασίες του μυαλού του, αποφάσισε να πάψει να στηρίζεται στους αγκώνες και να αποθέσει πάνω στη σεζλόνγκ το αβάσταχτο βάρος που κουβαλούσε στο στέρνο. Όχι, δηλαδή, ότι η καινούρια στάση της τον χαλούσε. Γενικά, δεν τον χαλούσε τίποτ’ απολύτως πάνω σ’ αυτή τη γυναίκα. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια από πάνω της, έπρεπε να βρει τρόπο να της πιάσει κουβέντα, έπρεπε οπωσδήποτε να της μιλήσει, πάση θυσία!
Ναι, να της πιάσει κουβέντα… Μια κουβέντα είναι. Να της πιάσει κουβέντα και να τις πει τι; Κόντευε να συμπληρωθεί δεκαετία από την τελευταία φορά που είχε μιλήσει σε άγνωστη γυναίκα. Εμ, βέβαια, όλη μέρα –κι όλη νύχτα πολλές φορές- σκυμμένος πάνω από ένα λάπτοπ, λογικό ήταν να σκουριάσει. Και ο γάμος του τον είχε αποτελειώσει, μια και καλή. Όχι, βέβαια, ότι ήταν υπόδειγμα συζύγου, σιγά μην ήταν, κάθε που έβρισκε την ευκαιρία τσιλιμπούρδιζε, και με το παραπάνω. Μόνο που οι περιστασιακές ερωτικές παρτενέρ του όλα αυτά τα χρόνια ήταν είτε θαυμάστριες είτε πουτάνες. Και η μελαχρινή δεν ήταν θαυμάστρια΄ ούτε πουτάνα. Ή μήπως ήταν;
Μπα, αποκλείεται. Η γυναίκα ήταν μια χαρά γυναίκα, δεν υπήρχε περίπτωση να έκανε βίζιτες. Είχε, βέβαια, κάτι το πουτανίστικο πάνω της, αλλά ποια γυναίκα δεν έχει; Όσο για την πιθανότητα να ήταν θαυμάστριά του, ούτε μία στο εκατομμύριο. Ακόμα και να ήταν, όμως, σιγά μην τον αναγνώριζε έτσι όπως ήταν μεταμφιεσμένος σε παραθεριστή της συμφοράς. Με το χαβανέζικο μαγιό, που έκρυβε κάπως τα ψωμάκια, με τα σκούρα Ρέινμπαν γυαλιά, που έκρυβαν τους μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα καστανά του μάτια, και με το κασκετάκι της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, που έκρυβε τους γκρίζους κροτάφους στα άλλοτε μαύρα του μυαλά, ούτε που ξεχώριζε από το μπούγιο των λουομένων. Εξάλλου, δε διέθετε δα και την πιο διάσημη φάτσα, απλώς τα δυο τελευταία του βιβλία είχαν μείνει για δυο τρεις μήνες στις λίστες των μπεστ σέλλερς, σιγά τα ωά! Και η μελαχρινή, ήταν φανερό, δεν ήταν ο τύπος που διαβάζει -ούτε καν στην παραλία. Τόση ώρα μονάχη της και δεν είχε ανοίξει βιβλίο –ούτε καν περιοδικό.
Οπότε, το ερώτημα που τον τυραννούσε γινόταν ολοένα και πιο βασανιστικό: Πώς διάολο θα της μιλούσε; Τι σκατά θα της έλεγε;
Ορίστε! Σαράντα δύο χρονών γομάρι, κοτζάμ συγγραφέας, κοτζάμ ευπώλητος συγγραφέας, και δεν μπορούσε να βρει έναν έξυπνο τρόπο να μιλήσει σε μια γυναίκα… Αλλά και πότε έβρισκε για να βρει τώρα;
Με το φίλο του το Γιάννη την κουβέντιαζαν συχνά αυτή την ατολμία. Όχι μόνο τη δική του, αλλά και του Γιάννη. Ούτε εκείνος ήταν καλύτερος, ίσα ίσα, ήταν δέκα φορές χειρότερος. Χέστης, κανονικός. Ακόμα κι αν τύχαινε να βρεθούν οι δυο τους στην παραλία και να πιάσουν κουβέντα με καμιά γυναικοπαρέα, ο Γιάννης άλλαζε χίλια χρώματα. Κι έστριβε συνέχεια το λαιμό του δεξιά κι αριστερά, μπας κι εμφανιστεί από καμιά μεριά η γυναίκα του. Τη φοβόταν τη γυναίκα του, την έτρεμε. Αλλά στο μιλητό, βέβαια, ήταν άσος. Αερογαμίκουλας. Πώς τις αποκαλούσε, αλήθεια, τις γκόμενες που του έτερπαν το μάτι; Α, ναι: «Σέντρε μπακ».
«Τις προάλλες» του είχε πει τις προάλλες «είδα ένα γκομενάκι άλλο πράμα! Περπάταγε, μιλάμε, στην παραλία κι η αμμουδιά είχε σκιστεί στα δύο από τη λάβα που αμόλαγε προς πάσα κατεύθυνση!»
«Σέντερ μπακ, δηλαδή, κανονικό, έτσι;»
«Όχι σέντερ μπακ! Σέντρε μπακ! Μάθε να το λες σωστά. Σέντρε μπακ, με τα όλα του. Άσε που μου ’ριξε ένα βλέφαρο και μ’ έκανε κομμάτια!».
«Και πού ήμουν εγώ;»
«Πού να ήσουν εσύ, ρε μαλάκα; Ρωτάς κιόλας; Στην κοσμάρα σου. Χωμένος στο βιβλίο σου, πού θες να ’σαι!»
«Ναι, ενώ εσύ, ρε Γιαννάκη, που δεν ήσουν στην κοσμάρα σου, τι έκανες; Τι έκανες όταν σου ’ριξε το βλέφαρο η γκόμενα;».
«Τι θες να κάνω, ρε; Αφού η γυναίκα μου ήταν παραδίπλα και με κάρφωνε».
«Ενώ αν δεν ήταν η γυναίκα σου, ε;…»
«Υπονοείς κάτι;».
«Όχι, μωρέ, τι να υπονοώ… Και δε μου λες, καλό το σέντερ μπακ;»
«Σέντρε μπακ, είπαμε!»
Σέντρε μπακ…
Τι θα ’λεγε, αλήθεια, ο φίλος του ο Γιάννης έτσι κι έβλεπε το σέντρε μπακ που ’χε τούτη τη στιγμή αντίκρυ του;
Μα, για στάσου, πώς διάολο του ’ρθε τώρα και θυμήθηκε το Γιάννη; Υποτίθεται ότι είχε να καταστρώσει ένα σχέδιο, οπότε χρειαζόταν να εγκαλεί όσο το δυνατόν θετικότερες σκέψεις. Και η σκέψη του Γιώργου ήταν η επιτομή της αρνητικότητας, στην τρέχουσα περίσταση. Άσε που καθυστερούσε΄ καθυστερούσε απελπιστικά. Ποιος ξέρει αν η μελαχρινή δε σηκωνόταν να φύγει από στιγμή σε στιγμή;
Δεν πρόφτασε να το σκεφτεί κι αμέσως την είδε να σηκώνεται και να φοράει το παρεό της. Άφησε να του ξεφύγει ένα υπογλώσσιο βρισίδι και μούντζωσε νοερά τον εαυτό του. «Μα αφού σου είπα, ρε μάπα, θετικές σκέψεις, θετικές, όχι αρνητικές, τον αντίχριστό σου μέσα!» μουρμούρισε.
Πάνω που το μυαλό του άρχισε να δουλεύει με πυρετώδη πανικό, προσπαθώντας να καταστρώσει ένα αξιολύπητο σχέδιο της τελευταίας στιγμής, είδε τη γυναίκα να εγκαταλείπει τα πράγματά της στην αμμουδιά και να κατευθύνεται με βήμα προκλητικά νωχελικό στο παραθαλάσσιο σνακ μπαρ. Ανάσανε μ’ ανακούφιση. «Για κατούρημα πάει» σκέφτηκε.
Δεν πήγε για κατούρημα. Πρώτον επειδή την είδε να επιστρέφει ένα λεπτό αργότερα. Και μια γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της χρειάζεται τουλάχιστον ένα γεμάτο πεντάλεπτο στην τουαλέτα. Άσε που σε καμιά τουαλέτα δε σερβίρουν φραπέ. Ή φρέντο. Ή ό,τι διάολο κι αν ήταν αυτό το καφεκίτρινο υγρό που αργοέλιωνε μέσα σ’ ένα τεράστιο κολονάτο ποτήρι, φιλοτεχνημένο με καλαμάκια, σημαιούλες, γιρλάντες και ένα σωρό ακόμα μπιχλιμπίδια.

(Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ - Σε καναδυο τρεις μέρες, τέσσερις, μπορεί και πέντε...)


Θα με βρείτε και εδώ: http://www.fasoulasonline.com/