Λοιπόν, συνεχίζουμε με το β' μέρος:
Με την άκρη των ματιών του –για να μην καρφωθεί ότι καρφώνεται- παρακολούθησε τη γυναίκα ν’ ακουμπάει το ποτήρι με το καφεκίτρινο υγρό σ’ ένα σκαμπό, να βγάζει το παρεό της, να τακτοποιεί σχολαστικά την τεράστια πετσέτα της στη γαλάζια σεζλόνγκ και να ξαπλώνει αναπαυτικά πάνω της. Ανάσκελα αυτή τη φορά. Έπειτα, αφού άναψε τσιγάρο, αφού ρούφηξε μια γερή τζούρα και μια γερή γουλιά από το ποτήρι με το καφεκίτρινο υγρό, άρχισε να ψαχουλεύει την επικών διαστάσεων ψάθινη τσάντα της. Και την επόμενη στιγμή, το σοκ. Ένα σοκ κάθε άλλο παρά δυσάρεστο…
Η γυναίκα έβγαλε από την τσάντα ένα βιβλίο! Κι αμέσως μετά ένα δεύτερο!
Το πρώτο ήταν «τούβλο», το δεύτερο μεσαίου μεγέθους.
Την παρακολούθησε –διακριτικά, πάντα- να ζυγίζει με τα δυο της υπέροχα χέρια τα δυο βιβλία. Όχι στην κυριολεξία, βέβαια, ήταν ολοφάνερο ποιο ήταν το ασύγκριτα βαρύτερο. Προφανώς η γυναίκα ήταν σε δίλημμα για το ποιο από τα δύο ήταν το πλέον κατάλληλο να διαβάσει κάτω από το λιοπύρι. Τελικά, ύστερα από στιγμιαίο δισταγμό, διάλεξε το «τούβλο». Και απόθεσε το άλλο στο σκαμπό, δίπλα στο ποτήρι με το καφεκίτρινο υγρό.
Πόσο έξω είχε πέσει! Θα έβαζε και στοίχημα ότι η γυναίκα αυτή δεν ήταν ο τύπος που διαβάζει. Τελικά, ήταν και παραήταν. Και μάλιστα τα κουβαλούσε δυο δυο τα βιβλία, για να έχει και εναλλακτική. Οπότε…
Οπότε, το σχέδιο άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά μες στο μυαλό του. Τώρα ήξερε πώς θα την πλησιάσει. Και μάλιστα χωρίς να χρειαστεί να της μιλήσει καν! Αρκεί, βέβαια, να ήταν Ελληνίδα, γιατί…
Μα βέβαια, πώς σκατά δεν είχε σκεφτεί τόσην ώρα μια τέτοια σημαντική λεπτομέρεια; Κι αν δεν ήταν Ελληνίδα; Κι αν το βιβλίο που διάβαζε ήταν γερμανικό, γαλλικό, ισπανικό, ιταλικό, τούρκικο, αρμένικο; Πώς διάολο θα την πλησίαζε αν δε σκάμπαζε γρι ελληνικά;
Λες και είχε διαβάσει τις σκέψεις του, η γυναίκα έκανε ό,τι μπορούσε για να τον διευκολύνει: Άνοιξε το βιβλίο διάπλατα, προσφέροντάς του φάτσα κάρτα εξώφυλλο κι οπισθόφυλλο. Κι εκείνος έβαλε τα δυνατά του μπας και κατορθώσει να διαβάσει τον τίτλο ή έστω το όνομα του συγγραφέα. Μα το μόνο που έβλεπε ήταν κάτι ιερογλυφικά να χορεύουν σ’ ένα φόντο θαμπό. Καταραμένη μυωπία! Εδώ με το ζόρι έβγαζε τα γράμματα του δικού του βιβλίου, σιγά μην κατόρθωνε να διαβάσει οτιδήποτε από πέντε μέτρα απόσταση. Γυαλιά, φυσικά, δε φόρεσε ποτέ, θα του χαλούσαν τη μόστρα. Και τους φακούς επαφής τους είχε αφήσει σπίτι, έτσι όπως έφυγε μπαρουτιασμένος.
Στένεψε ακόμα περισσότερο τα μάτια του΄ τζίφος. Αλλά… Ναι, αυτό ήταν! Στη βάση του εξώφυλλου διέκρινε μια σκουροκόκκινη κηλίδα, που του ’μοιαζε με αστέρι. Και το αστέρι αυτό –αν επρόκειτο πράγματι γι’ αστέρι- δεν ήταν τίποτ’ άλλο από το λογότυπο του εκδοτικού οίκου. Και τον συγκεκριμένο εκδοτικό οίκο τον ήξερα καλά, πώς θα μπορούσε να τον έχει ξεχάσει; Ήταν ο πρώτος εκδοτικός οίκος στον οποίο είχε υποβάλει το πρώτο του χειρόγραφο. Και του το είχαν απορρίψει, μετά πολλών επαίνων.
Ο εκδοτικός οίκος, φυσικά, ήταν ελληνικός, ελληνικότατος. Αλλά όχι, δεν είχε εμπιστοσύνη στη στραβωμάρα των ματιών του, έπρεπε πρώτα να βεβαιωθεί. Κι έτσι, αποφάσισε επιτέλους να σηκωθεί από την πορτοκαλί σεζλόνγκ όπου ήταν καρφωμένος εδώ και καμιά ώρα.
Σηκώθηκε, τεντώθηκε κι έριξε μια επιδεικτικά αδιάφορη ματιά προς τη γαλάζια σεζλόνγκ. Η γυναίκα δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Συνέχισε να διαβάζει, μοιάζοντας απορροφημένη.
Προχώρησε αργά, επικεντρώνοντας τάχα την προσοχή του στους γλάρους που είχαν στήσει τσιμπούσι σε κάτι απομεινάρια από πεταμένο σάντουιτς. Περνώντας πλάι από τη γαλάζια σεζλόνγκ, έριξε μια βιαστική ματιά στο εξώφυλλο του βιβλίου. Μια ματιά αγχωμένη, που ωστόσο αποδείχτηκε αρκετή:
ΠΑΟΛΟ ΚΟΕΛΟ, Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΠΟΡΤΟΜΠΕΛΟ.
Μάλιστα…Εμ, βέβαια, τι άλλο να διάβαζε; Αν είσαι γκόμενα τη σήμερον ημέρα και δεν έχεις να μοστράρεις τουλάχιστον ένα βιβλίο του Κοέλο, θεωρείσαι «άουτ»…
Δεν έκατσε να το σκεφτεί άλλο, πήρε την απόφασή του στη στιγμή. Έκανε μεταβολή κι αμέσως έβαλε στα πόδια του τουρμπίνες.
Γύρισε ασθμαίνοντας στην παραλία, κουβαλώντας παραμάσχαλα ένα βιβλίο. Δυο λεπτά είχε λείψει όλα κι όλα, αλλά αυτά τα δυο λεπτά του είχαν φανεί αιώνας. Μέχρι να πάει ως το παρκαρισμένο του αυτοκίνητο, να το ξεκλειδώσει, ν’ ανοίξει το πορτμπαγκάζ, ν’ αρπάξει ένα από τα πέντε αντίτυπα του τελευταίου του βιβλίου που τα είχε για μια ώρα ανάγκης, να κλειδώσει το αυτοκίνητο –ή μήπως δεν το κλείδωσε;- και να επιστρέψει τρέχοντας σχεδόν στην παραλία, ήταν σίγουρος ότι η μελαχρινή την είχε κοπανήσει.
Και όντως την είχε κοπανήσει. Η γαλάζια σεζλόνγκ ήταν άδεια.
Όμως δεν πρόλαβε να απογοητευτεί. Την επόμενη στιγμή την είδε να κάθεται σ’ ένα από τα τραπεζάκια του παραλιακού σνακ μπαρ, κάτω από μια καταταλαιπωρημένη τέντα. Προφανώς είχε ξεροψηθεί για τα καλά τόση ώρα στον ήλιο, αποφάσισε να μετακομίσει σε τόπο σκιερό. Κατά τ’ άλλα, δεν είχε αλλάξει συνήθειες. Συνέχισε να ρουφάει το καφεκίτρινο υγρό και να διαβάζει τον Κοέλο.
Δεν έχασε άλλο χρόνο. Ο χρόνος ήταν πολύτιμος, δεν έπρεπε να τον αφήσει να κυλάει ανεκμετάλλευτος. Άλλωστε, η μετακόμιση από τη σεζλόνγκ στο σνακ μπαρ είναι συνήθως το πρώτο βήμα. Το δεύτερο είναι η αποχώρηση, μια και καλή. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, εξάλλου, η ώρα είχε περάσει. Κι έπρεπε να δράσει, εδώ και τώρα.
Άνοιξε βιαστικά το τσαντάκι του, πήρε ένα στιλό, κάθισε όπως όπως σε μια καρέκλα στην άκρη του σκαν μπαρ, ακούμπησε το βιβλίο στο τραπεζάκι, το άνοιξε στην πρώτη λευκή σελίδα κι άρχισε να γράφει:
Δε συνηθίζω να χαρίζω τα βιβλία μου σ’ αγνώστους –για την ακρίβεια, δεν το ’χω κάνει ποτέ ως τώρα- αλλά δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ στην ακαταμάχητη γοητεία σας. Και στην αναγνωστική σας προσήλωση –έστω και στον Κοέλο!
Ανεπανόρθωτα γοητευμένος
Νίκος Σιγάλας
ΥΓ: Το e-mail μου είναι παραδίπλα, στο «αυτί» του εξώφυλλου. Ανυπομονώ, λοιπόν, για τα σχόλιά σας –όχι για το συγγραφέα, για το βιβλίο!
Έκλεισε το βιβλίο και ξανάβαλε το στιλό στο τσαντάκι του.
Και τώρα…
Και τώρα τι;
Και τώρα…
Η μελαχρινή πιάνει το βιβλίο μου στα εξαίσια χέρια της και το περιεργάζεται με ολοφάνερη περιέργεια. Σίγουρα αναρωτιέται: «Μα πώς στο καλό βρέθηκε αυτό στα πράγματά μου;» Το γυρίζει μπρος πίσω. Εξώφυλλο, οπισθόφυλλο. Και πάλι εξώφυλλο. Το κρατάει με προσοχή, με δέος θαρρείς, λες και φοβάται μη διαλυθεί ανάμεσα στα λουλουδένια της δάχτυλα. Άντε, βρε παιδάκι μου, άνοιξέ το, δε θα σε δαγκώσει!
Με τα πολλά, το ανοίγει… Βλέπει την αφιέρωση. Αρχίζει και τη διαβάζει με ύφος έκπληκτο. Και την ξαναδιαβάζει. Έπειτα σηκώνει το κεφάλι. Το ξάφνιασμα είναι φανερό στα μαύρα της μάτια και στο μισάνοιχτο στόμα της. Αρχίζει και στριφογυρίζει το βλέμμα της, προσπαθώντας να εντοπίσει… να εντοπίσει…
Να εντοπίσει εμένα.
Τα μαύρα μάτια της καρφώνονται πάνω μου. Το μισάνοιχτο στόμα της κλείνει. Αλλά αμέσως ξανανοίγει. Το χαμόγελό της είναι γλυκό, γεμάτο υποσχέσεις. Ύστερα σηκώνεται, προχωράει με βήμα αργό προς το μέρος μου. Στέκεται από πάνω μου, μου κρύβει τον ήλιο, αλλά αυτό ποσώς με ενοχλεί, το χαμόγελό της είναι χίλιες φορές πιο λαμπρό από τον ήλιο, η φωνή της είναι… η φωνή της είναι… η φωνή της είναι απερίγραπτη, είναι…
«Τι θα πάρετε, κύριε;»
Η φωνή της είναι του σερβιτόρου, που διέκοψε βάναυσα τη φαντασίωσή του.
«Ε… χμ…ένα μιλκσέικ!»
«Γεύση;»
«Γεύση;»
«Τι γεύση;»
«Τι γεύση;»
«Τι γεύση θέλετε!»
«Α, ναι! Τι γεύση θέλουμε… Γεύση… γεύση ανανά!»
Ο σερβιτόρος τον κοίταξε περίεργα.
«Ανανά; Ανανά δεν έχουμε, πού να τον βρούμε;»
«Α, καλά. Φέρτε μου τότε ένα καραφάκι ούζο»
Ο σερβιτόρος τον κοίταξε ακόμα πιο περίεργα. Αυτός κοιτούσε αλλού. Κοιτούσε τη γυναίκα, που εξακολουθούσε να διαβάζει προσηλωμένη τον Κοέλο.
«Σκέτο ή με μεζέ;»
«Πώς είπατε;»
«Το ούζο, λέω! Σκέτο ή με μεζέ;»
«Σκέτο. Ή μάλλον όχι, καλύτερα με μεζέ»
«Τι μεζέ;»
«Παρακαλώ;»
«Κρεατικά ή θαλασσινά;»
«Θαλασσινά. Ή μάλλον όχι, κρεατικά καλύτερα. Ή μάλλον όχι, σκέτο».
«Σκέτο…»
«Ναι, σκέτο. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, πιάσε καλύτερα μια γρανίτα φράουλα».
Ο σερβιτόρος άρχισε ν’ απομακρύνεται μπουρινιασμένος, την ώρα που εκείνος μούντζωνε για άλλη μια φορά νοερά τον εαυτό του. Την ώρα που η ώρα περνούσε. Και δεν είχε κάνει ακόμα το δεύτερο βήμα, το κρίσιμο βήμα…Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να της παραδώσει με τρόπο το βιβλίο. Ναι, αλλά ποιον; Είχε αφιερώσει κάμποση ώρα στο πρώτο μέρος του σχεδίου, μα δεν είχε δουλέψει καν στο μυαλό του τον τρόπο εφαρμογής του. Το μόνο που σκεφτόταν, που φαντασιωνόταν, ήταν το μετά…
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ... -από βδομάδα)