Δευτέρα, Ιανουαρίου 15, 2007

(Β' ΜΕΡΟΣ) Κεφάλαιο 8ο: ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ

Προχωράμε, χωρίς εισαγωγή αυτή τη φορά, στο δεύτερο μέρος του 8ου κεφαλαίου.

To σκεπτικό του εγχειρήματος θα το βρείτε
εδώ, ενώ στα παρακάτω λινκ μπορείτε να διαβάσετε:

* την εισαγωγή
* το 1ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 2ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 3ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 4ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 5ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 6ο κεφάλαιο (Α' μέρος)
* το 6ο κεφάλαιο (Β' μέρος)
* το 7ο κεφάλαιο (Α΄μέρος)
* το 7ο κεφάλαιο (Β' μέρος)
* το 8ο κεφάλαιο (Α' μέρος)



«Γιατί, κυρά-τέτοια μου, δε χωράνε αστεία;. Αν το καλοσκεφτείς, είναι αστείο. Πολύ αστείο».
«Είναι αστείο να θεωρούν το παιδί σου ηλίθιο; Και πάψε να με λες κυρα-τέτοια!»
«Δε σε είπα κυρα-τέτοια, σε είπα κυρα-τέτοια μου» έκανε ο μπαμπάς σοβαρά σοβαρά. «Και, ναι, είναι αστείο! Αν το δεις από τη σκοπιά του παιδιού, είναι πολύ αστείο. Και από τη σκοπιά τη δική μας, εδώ που τα λέμε. Έπρεπε να ήσασταν από καμιά μεριά να δείτε τις αντιδράσεις του διευθυντή όταν ο Χάρης απαντούσε στις ερωτήσεις του σε ρυθμό πολυβόλου. Ίδρωνε και ξεΐδρωνε, φούσκωνε και ξεφούσκωνε… Εδώ εγώ με τα χίλια ζόρια συγκρατήθηκα για να μη βάλω τα γέλια. Φαντάσου τον Χάρη πώς ένιωθε εκείνη τη στιγμή».
«Εμ, τι περιμένεις, το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει…»
«Υπονοείς κάτι, κυρα-τέτοια μου;»
«Άκου, Χάρη, δεν είναι ώρα γι’ αστεία. Το παιδί… Αυτό που θέλω να πω είναι ότι το παιδί… το παιδί…»
«Το παιδί είναι παιδί!» πετάχτηκε ο άντρας της, ο παππούς Χρήστος, και έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.
«Ναι, σωστά!» συμφώνησε μετ’ επιτάσεως η γιαγιά Κατίνα. «Είναι πολύ μικρός ακόμα ο Χαρούλης για να δίνουμε τόση σημασία πια σ’ ό,τι κι αν λέει, σ’ ό,τι κι αν κάνει. Ώρες ώρες του φερόσαστε λες κι είναι μεγάλος».
«Μα είναι μεγάλος, βρε μαμά!» μπήκε στην κουβέντα η μαμά (η δική μου) επιπλήττοντας με το βλέμμα τη μαμά (τη δική της). «Μεγαλύτερος από την ηλικία του, αυτό δε λέμε τόση ώρα;»
«Αλίκη, γιατί δε λες τα πράγματα με τ’ όνομά τους;» είπε ο μπαμπάς. «Ο μαγκάκος είναι ξεχωριστός!»
«Αυτό είπα, Χάρη, αυτό ακριβώς είπα!»
«Όχι, δεν είπες αυτό! Κι άλλα παιδιά είναι μεγαλύτερα από την ηλικία τους, αλλά δεν είναι όλα ξεχωριστά. Δεν είναι διάνοιες! Και ο δικός μας είναι πια διάνοια και με τη βούλα!» Ο μπαμπάς γέλασε σιγανά. Η μαμά πήγε να τον διακόψει, αλλά εκείνος συνέχισε: «Μιλάμε ότι το διέλυσε το τεστ, το συνέθλιψε! Ο διευθυντής μού είπε ότι διδάσκει κοντά τριάντα χρόνια και τέτοια περίπτωση δεν του ’χει ξανατύχει»
Η φωνή του μπαμπά δεν έκρυβε ούτε μια σταγόνα κομπορρημοσύνης. Η χροιά της ήταν απαλή, ο τόνος της ήρεμος, η έντασή της χαμηλή. Κοινώς, δεν κοκορευόταν για τον κανακάρη του. Απλώς εξηγούσε το αυτονόητο. Παρ’ όλα αυτά, τα πεθερικά του εξακολουθούσαν να έχουν αντιρρήσεις και να του μπαίνουν.
«Ναι, Χάρη μου, δε λέω, αλλά δεν παύει να είναι εφτά χρονών παιδάκι»
«Τι έγινε, κυρ Χρήστο; Τις προάλλες εσύ δε μου είπες ότι απόλαυσες τη συζήτηση μαζί του, ότι συζητάει λες και είναι ενήλικας; Όποτε μας συμφέρει είναι μεγάλος και όποτε δε μας συμφέρει είναι μικρός;»
Αυτό το τελευταίο το έκαναν όλοι, εδώ που τα λέμε. Ακόμα κι εγώ ο ίδιος. Όταν ένιωθα αδικημένος, για παράδειγμα, τους κοιτούσα μ’ αυτό το ύφος που έλεγε «πώς-μπορείτε-να-το-κάνετε-αυτό-σ’-ένα-μικρό-παιδάκι» και εξασφάλιζα την εύνοια των μεγάλων για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα. Αλλά μου την έσπαγε όταν το έκαναν οι άλλοι. Και το έκαναν όλοι οι άλλοι. Εκτός από τον μπαμπά.
«Αυτό που θέλω να πω» επέμεινε ο παππούς Χρήστος «είναι ότι ο μικρός είναι ακόμα… είναι ακόμα μικρός στην ηλικία, πώς να το κάνουμε! Όσο αναπτυγμένος κι αν είναι διανοητικά, είναι… είναι… πώς να το πω… είναι κρίμα κι άδικο να μπαίνει σε τέτοιες διαδικασίες προβληματισμού, ναι, αυτό είναι που θέλω να πω!».
«Δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, μπαμπά» είπε η μαμά. «Αυτά τα παιδιά είναι πολύ προχωρημένα για την ηλικία τους και είναι…»
«Είναι απροσάρμοστα, ακριβώς!» συμπλήρωσε ο παππούς Χρήστος. «Κι αυτό είναι επικίνδυνο. Πολύ επικίνδυνο».
«Τα παιδιά αυτά τα θεωρούν συνήθως καθυστερημένα!» απεφάνθη με στόμφο η γιαγιά Κατίνα. «Αυτό δε συνέβαινε πάντα; Τον Αϊνστάιν δεν τον άφηναν στην ίδια τάξη;»
«Από την εποχή του Αϊνστάιν, κυρα-τέτοια μου, έχει περάσει ένας αιώνας! Τι αιώνας, λέω, μια χιλιετία ολόκληρη! Τώρα υπάρχουν χίλιες δυο μέθοδοι για να διακρίνεις ένα ξεχωριστό παιδί. Όμως το πρόβλημα είναι άλλο. Ο κόσμος δεν τα καταλαβαίνει αυτά τα παιδιά. Και δεν τα καταλαβαίνει επειδή δε θέλει να τα καταλάβει»
«Ακριβώς!» πετάχτηκε η μαμά κάπως εκνευρισμένη. «Κατά βάθος ζηλεύουν! Και τι έγινε δηλαδή που του έκαναν τεστ IQ; Η ουσία ποια είναι; Άλλαξε τίποτα;» Το ερώτημα αιωρήθηκε για λίγες στιγμές (όπως συμβαίνει με όλα τα ρητορικά ερωτήματα), αλλά κανείς δεν απάντησε (όπως επίσης συμβαίνει με όλα τα ρητορικά ερωτήματα). «Είναι τρελό αν το καλοσκεφτείς» συνέχισε η μαμά. «Τα παιδιά αυτά μαθαίνουν με πολύ ταχύτερους ρυθμούς. Ο Χάρης, για παράδειγμα, ακόμα και τετάρτη να πήγαινε, δε θα είχε το παραμικρό πρόβλημα. Αν είχε γεννηθεί στο εξωτερικό, τώρα θα πήγαινε τρίτη, τετάρτη, μπορεί και πέμπτη». Η φωνή της μαμάς έγινε σαρκαστική «Αλλά στη Ελλάδα, λέει, δεν μπορείς να πηδήξεις τάξεις. Βάσει νόμου, λέει…».
Τελικά, φαίνεται ότι δεν μπορούσα να πηδήξω απολύτως τίποτα. Ούτε καν τάξεις.
«Έμ, τι περιμένεις απ’ την Κουτσίκου!» Ευκαιρία βρήκε ο παππούς Χρήστος να το γυρίσει στην πολιτική -κι απορώ πώς του ’χε ξεφύγει τόση ώρα. «Σιγά μην ασχοληθούν οι παλιολωποδύτες με την εκπαίδευση. Αλλά πια εκπαίδευση λέω, σάμπως ασχολούνται με…»
«Μπαμπά, σε παρακαλώ!» του ’κοψε τη φόρα η μαμά.
Ο παππούς Χρήστος έριξε μια ικετευτική ματιά στο συμπέθερό του για συμπαράσταση. Αλλά ο τελευταίος σημασία δεν του ’δωσε. Περίεργο… Ο παππούς Κώστας δεν ήθελε και πολύ για ν’ αρπαχτεί για τα πολιτικά. Κι όμως, δεν έκανε το παραμικρό σχόλιο. Δεν είχε πει κουβέντα μέχρι εκείνη τη στιγμή, πράγμα πρωτοφανές. Ήταν σκεφτικός, φευγάτος. Το αφηρημένο βλέμμα του ήταν χαμένο στον αφηρημένο πίνακα του Νταλί στον απέναντι τοίχο.
«Εγώ πάντως επιμένω» πήρε το λόγο ξανά η γιαγιά Κατίνα «δεν πρέπει να του δίνουμε πολύ αέρα». Πολύ αέρα της είχα δώσει αυτηνής… «Έχει γίνει πολύ αυθάδης».
«Δεν είναι αυθάδης, μαμά! Μόνη σου το είπες προηγουμένως ότι παιδιά σαν τον Χάρη δεν είναι εύκολο να προσαρμοστούν. Ποιος ξέρει τι διεργασίες γίνονται μες στο κεφαλάκι του…»
Η φωνή της μαμάς άρχισε να σπάει. Κατά βάθος την ένιωθα. Πόσο θα ’θελε να ήμουν κι εγώ ένα νορμάλ παιδάκι όπως όλα τ’ άλλα… Πόσο θα ’θελε να κάνει ό,τι έκανε κάθε άλλη μάνα στη θέση της… Πόσο θα ’θελε να μ’ ακούει τη βομβαρδίζω με τις εκατοντάδες καθημερινές απορίες μου, τις φυσιολογικές απορίες που έχει κάθε παιδί της ηλικίας μου… Όμως εγώ τη βομβάρδιζα διαρκώς με μία και μόνη απορία: γιατί είχε εγκαταλείψει τον μπαμπά. Μια απορία που παρέμενε αναπάντητη. Χρόνια τώρα.
«Κοίτα, Αλίκη» την καλοπήρε η μάνα της «εγώ σε νιώθω, το ξέρεις πως σε νιώθω. Μοναχογιός σου είναι, μοναχοκόρη μου είσαι κι εσύ. Αλλά, να, θέλω να πω… το παιδί αυτό ώρες ώρες με τρομάζει».
Τώρα γύρισαν όλοι και την κοίταξαν. Εκτός από τον παππού Κώστα. Και τη γιαγιά Μαρίνα, ασφαλώς, που τόση ώρα δεν έκανε τίποτ’ άλλο παρά να σηκώνεται, να ξανακάθεται, να ξανασηκώνεται, να κόβει βόλτες μέχρι την κουζίνα, να ανταλλάσσει απόψεις με τα οικιακά σκεύη, να γυρίζει στο καθιστικό, να ξανακάθεται. Και φτου κι απ’ την αρχή… Αλλά, πέρα από κάποια τρυφερά βλέμματα του μπαμπά, κανείς δεν της έδινε σημασία. Είχαν πια συνηθίσει.
«Τι θες να πεις, μαμά;» ρώτησε η μαμά.
«Να, δεν ξέρω, ώρες ώρες οι αντιδράσεις του μοιάζουν πράγματι με αντιδράσεις καθυστερημένου. Τις προάλλες τον είδα να μιλάει με το σκύλο».
«Ε και; Κι εγώ μιλάω με το σκύλο. Όλοι μιλάμε με το σκύλο».
«Δεν κατάλαβες, Αλίκη. Δεν ήταν στο στιλ ‘‘γεια σου, Έρικ’’, ‘‘καλό σκυλάκι’’ και τα σχετικά. Ήταν… ήταν κανονική συνομιλία».
«Τι εννοείς κανονική συνομιλία;» ρώτησε ο μπαμπάς.
«Ε, να, του ’λεγε διάφορα. Και τον ρωτούσε διάφορα. Κι όταν ο σκύλος γάβγιζε, ο Χαρούλης… ο Χάρης… του ’λεγε περίεργα πράγματα. Ότι έχει δίκιο, ότι τον νιώθει, τον καταλαβαίνει κι άλλα τέτοια ανησυχητικά…»
Ανησυχητικά; Τι λες, μωρή Κατίνγκω; Αφού όντως τον ένιωθα και τον καταλάβαινα τον Έρικ! Γιατί, μήπως οι σκύλοι δεν έχουν ψυχή; Δεν έχουν νου; Κι εγώ με το δικό μου σκύλο έχω αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση, πώς να το κάνουμε! Ο Έρικ είναι πανέξυπνος, ίσως και να ’ναι μεγαλοφυΐα, ίσως να ’ναι κι αυτός ξεχωριστός για σκύλος! Όταν τον ρωτάω κάτι, μου απαντάει αμέσως. Όλοι οι άλλοι ακούνε γάβγισμα, εγώ ακούω απαντήσεις. Όχι μέσα από το στόμα του, μέσα απ’ το μυαλό του, μέσα απ’ τα εσώψυχά του, μέσα…
«Τα όρια ανάμεσα στη διάνοια και στην παράνοια είναι πολύ λεπτά…»
Ο παππούς Κώστας είχε ανοίξει επιτέλους το στόμα του. Τώρα όλα τα μάτια στράφηκαν πάνω του. Τα δικά του παρέμειναν καρφωμένα στον Νταλί.
«Η κυρά μου οχτώ χρονών ήξερε όλα τ’ αστέρια με τ’ όνομά τους. Τ’ αστέρια τής μιλούσαν. Και τώρα της μιλάνε τα ταψιά…»

4 σχόλια:

Τη 8:51 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger dodo είπε...

Οικογενειακό συμβούλιο, λοιπόν...
"Ούτε ψύλλος στον κόρφο τους"!

 
Τη 12:51 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

Ντόντο, δεν... ψυλλιάζονται καν τι θα (τους) συμβεί!
:)

 
Τη 1:42 μ.μ. , Ο χρήστης Anonymous Ανώνυμος είπε...

«Τα όρια ανάμεσα στη διάνοια και στην παράνοια είναι πολύ λεπτά…»
Σωστά! Φαντάζομαι πως οντως καπως ετσι ειναι τα πράγματα....

 
Τη 3:09 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

Βίκυ, έτσι φαντάζομαι κι εγώ :)

 

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα