Δευτέρα, Ιανουαρίου 08, 2007

Κεφάλαιο 8ο: ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ

Μια πολύ καλή φίλη και συνάδελφος μου έστειλε μέιλ προχθές, επισημαίνοντάς μου τα εξής (αντιγράφω):"(...) από προσωπική εμπειρία γνωρίζω ότι τα πράγματα δεν γίνονται έτσι... κατ' αρχάς για τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες υπάρχουν σχεδόν σε όλα τα δημόσια σχολεία της Αττικής τάξεις ένταξης... (...) αν υπάρχουν σαφέστατες ενδείξεις, τότε η δασκάλα ή ο σχολικός σύμβουλος προτείνουν στους γονείς να επισκεφθούν, προκειμένου να γίνει πραγματογνωμοσύνη με ειδικά τεστ και διάγνωση από σχολική παιδοψυχολόγο, ένα από τα δημόσια Ιατροπαιδαγωγικά Ινστιτούτα (...)Ο τρόπος που παρουσιάζεις την αντίδραση του δασκάλου και της διευθύντριας μου φαντάζει αρκετά επιπόλαιος στα όρια της γελοιογραφίας. Και δεν αναφέρομαι στα στοιχεία που χρησιμοποιείς για να τους παρουσιάσεις αλλά στην αντίδραση τους στο φαινόμενο Χάρης (...) "

Χαίρομαι πολύ όταν λαμβάνω τέτοια σχόλια. Ακριβώς γι' αυτό, άλλωστε, αποφάσισα να κάνω ό,τι κάνω, διαδικτυακά. Τέτοιες απόψεις και σχόλια με βοηθούν αφάνταστα στην έρευνά μου, ακόμα κι αν δε συμφωνώ μαζί τους.
Η απάντησή μου επί της ουσίας:"(...) Όσο γι' αυτά καθ' αυτά που επισημαίνεις, (...)ισχύουν κυρίως θεωρητικά και όχι στην πράξη. Στην πράξη κατά κανόνα υπάρχει ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ στα περισσότερα σχολεία για δυσπροσάμοστα παιδιά κάθε είδους (μόνο από το σχολείο της κόρης μου έχω τρία τρανταχτά παραδείγματα -ευκαιρίας δοθείσης έμαθα και για αντίστοιχες περιπτώσεις από άλλα σχολεία...).
Συμφωνώ απόλυτα ότι η σκηνή στο γραφείο της διευθύντριας μοιάζει με γελοιογραφία, αλλά... κάνε υπομονή! Μην ξεχνάς ότι ο αφηγητής είναι ένα παιδί 12 χρονών, ένα παιδί εντελώς ασυνήθιστο, ένα παιδί που, όπως θα διαφανεί στην πορεία, θυμάται... ό,τι θυμάται, κάπου κάπου θυμάται... ό,τι τον βολεύει! Κατά κάποιον τρόπο δηλαδή διαθέτει επιλεκτική μνήμη! Και όχι μόνο...(...)".


Το εγχείρημα είναι πολύ δύσκολο, επαναλαμβάνω. Δεν το κρύβω ότι γράψιμο και έρευνα γίνονται παράλληλα. Η γραφή είναι πρώιμη και πολλές φορές γυρίζω πίσω και αλλάζω κάποια ουσιώδη ζητήματα που αφορούν κυρίως λεπτομέρειες της συμπεριφοράς του ήρωα. Και σίγουρα θ' αλλάξουν πολλά ακόμα στην πορεία.
Επειδή, πάντως, σε τέτοιου είδους αποσπασματικά διαδικτυακά εγχειρήματα ελοχεύουν κίνδυνοι παρερμηνειών -μια και ο αναγνώστης δεν έχει τη δυνατότητα να διαβάσει άμεσα τη συνέχεια- ζητώ ένα πράγμα: μη θεωρείτε τίποτα δεδομένο μέχρι να... γίνει (αμετάκλητα)! Και μην ξεχνάτε ότι η αφήγηση βασίζεται στη ΜΝΗΜΗ του -κάθε άλλο παρά συνηθισμένου- αφηγητή. Τι ακριβώς θέλω να πω, θα διαφανεί στη συνέχεια. Αρχής γενομένης μάλιστα από το επόμενο κιόλας κεφάλαιο...

Συνεχίζουμε, λοιπόν!

To σκεπτικό του εγχειρήματος θα το βρείτε εδώ, ενώ στα παρακάτω λινκ μπορείτε να διαβάσετε:

* την εισαγωγή
* το 1ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 2ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 3ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 4ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 5ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 6ο κεφάλαιο (Α' μέρος)
* το 6ο κεφάλαιο (Β' μέρος)
* το 7ο κεφάλαιο (Α΄μέρος)
* το 7ο κεφάλαιο (Β' μέρος)



ΑΡΚΕΤΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ μού είπε ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι. Ότι η διευθύντρια δεν ήταν τόσο αντιπαθητική και ότι ο δάσκαλος δεν ήταν τόσο μαλάκας. Και μου μίλησε και για ένα τρίτο άτομο που ήταν παρόν στη συνάντηση, ένας παιδοψυχολόγος, λέει, ή κάτι τέτοιο. Και ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι. Ότι η συνάντηση, λέει, κράτησε καμιά ώρα και, ότι ο παιδοψυχολόγος ή κάτι τέτοιο επέμενε ευγενικά να με μπαγλαρώσει σε κάποιο ινστιτούτο και να μου κάνει κάτι εξετάσεις και κάτι τεστ, ότι εγώ τα είχα στυλώσει και φώναζα πως δεν είμαι πειραματόζωο για να με κλείσουν σε μια γυάλα σαν το ποντίκι, ότι ο παιδοψυχολόγος ή κάτι τέτοιο έλεγε ότι δεν εννοούσε τέτοια τεστ, εννοούσε τεστ νοημοσύνης και μάλιστα τεστ Τέρμαν - Μερίλ που είχαν τεράστια επιτυχία στη Γαλλία, ότι εγώ έσκουζα πως ότι εδώ είναι Ελλάδα και όχι Γαλλία και ότι δεν τους χωνεύω τους κωλογάλλους που τους είχαμε κάνει ρόμπες στο Γιούρο, ότι…
Και ότι δεν είχε γίνει κουβέντα για ειδικό σχολείο παρά μόνο μια αόριστη υπόνοια στο τέλος. Αφού έκανα πρώτα τα τεστ και τις εξετάσεις των κωλογάλλων.
Όλ’ αυτά μου τα είπε ο μπαμπάς αρκετά αργότερα. Όμως εγώ δεν τα θυμάμαι. Και είμαι εδώ για να σας μιλήσω για τις δικές μου αναμνήσεις, όχι για όσα άκουσα από τρίτους -έστω κι αν ο τρίτος στην προκειμένη περίπτωση είναι ο μπαμπάς. Και οι αναμνήσεις οι δικές μου ξεκινούν και καταλήγουν στο ειδικό σχολείο. Αυτό μου έχει αποτυπωθεί στη μνήμη, αυτό και τίποτ’ άλλο! Και όχι άδικα, νομίζω.
Ειδικό σχολείο… Σχολείο, δηλαδή, για ειδικά παιδιά. Ή, για να το πω πιο συμβατικά, για παιδιά με ειδικές δυνατότητες. Και παιδιά με ειδικές δυνατότητες είναι η ωραιοποιημένη έκφραση για τους αργόστροφους, τους καθυστερημένους. Κοινώς τους ηλίθιους. Κι εγώ ήξερα καλά πως δεν ήμουν ηλίθιος.
Κι όμως, έτσι ακριβώς με αντιμετώπιζαν στο σχολείο. Σαν ηλίθιο. Σαν καθυστερημένο. Οι δάσκαλοι, οι συμμαθητές, οι συμμαθήτριες, όλοι. Και οι γονείς των συμμαθητών και των συμμαθητριών. Τους έβλεπα, την ώρα που έφερναν ή έπαιρναν τα παιδιά τους, να με κοιτάζουν με απροσποίητη περιέργεια, λες κι ήμουν ο Φόρεστ Γκαμπ αυτοπροσώπως. Τους είχα κατατάξει σε τέσσερις κατηγορίες: Τους χαμηλομάτηδες, τους λοξομάτηδες, τους ανοιχτομάτηδες και τους γουρλομάτηδες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν εκείνοι που απέστρεφαν ένοχα το βλέμμα τους όταν κάρφωνα πάνω τους το δικό μου΄ στη δεύτερη εκείνοι που, προσποιούμενοι ότι έχουν στρέψει όλη τους την προσοχή στα μούλικά τους, αλληθώριζαν τόσο που περίμενα από στιγμή σε στιγμή να δω τις ίριδες των ματιών τους να μετακομίζουν η μία στην κορφή της μύτης κι η άλλη στον κρόταφο. Η τρίτη και η τέταρτη ήταν παρεμφερείς, αλλά είχαν μια ουσιώδη διαφορά: όταν τους έπαιρνα χαμπάρι, οι ανοιχτομάτηδες συνέχιζαν να με καρφώνουν με διακριτική αδιακρισία, ενώ οι γουρλομάτηδες γουρλώνονταν με αδιάκριτη διακριτικότητα.
Και οι τέσσερις κατηγορίες, πάντως, είχαν έναν κοινό παρονομαστή: τη λύπηση. Ήξερα ακριβώς τι σκέφτονταν την ώρα που με κοιτούσαν, άκουγα επί λέξει τις φωνές που παρέμεναν εγκλωβισμένες ανάμεσα στα τοιχώματα των κούφιων κρανίων τους: «Βρε, το κακόμοιρο το παιδάκι! Ο μπαμπάς του ανάπηρος στο κορμί κι αυτό, το καημένο, ανάπηρο στο μυαλό…»
Τον κακό σας το φλάρο! Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα! Όλοι οι ηλίθιοι, όλοι οι αργόστροφοι μαζεμένοι σε τούτη δω την πλάση!
Όμως ο μπαμπάς δεν ήταν αργόστροφος. Ούτε η μαμά. Ασφαλώς και δεν έδωσαν τη συγκατάθεσή τους να συμμετάσχω στα διαστροφικά πειράματα του δόκτορα Γκέμπελς. Αν βέβαια τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι όπως μου τε περιέγραψε αργότερα ο μπαμπάς. Όπως και να εξελίχθηκαν, πάντως, η ουσία είναι ότι σε ειδικό σχολείο δεν πήγα. Πήγα σε ιδιωτικό.
Ο μπαμπάς αναγκάστηκε τελικά να καταπατήσει μία από τις βασικές του αρχές και να με γράψει σ’ αυτό που ο κόσμος έλεγε ότι ήταν το καλύτερο ιδιωτικό σχολείο της Βούλας. Όχι, δηλαδή, ότι εκεί δε βαριόμουν. Σκυλοβαριόμουν, για να πω την αλήθεια, ειδικά τις δύο πρώτες χρονιές. Με τη διαφορά ότι εκεί η αντιμετώπιση που είχα ήταν διαφορετική. Με πήραν με άλλο μάτι, σχεδόν από την αρχή.
Δε με αντιμετώπισαν ως παιδί με ειδικές δυνατότητες΄ με αντιμετώπισαν ως παιδί με ξεχωριστές δυνατότητες.


Ο μπαμπάς το είχε απαιτήσει, παρά τις ενστάσεις μου, από τη στιγμή που έκανε την εγγραφή μου στο σχολείο: να μου κάνουν τεστ νοημοσύνης. Ο διευθυντής του σχολείου, ένας καλοκάγαθος μεσήλικας με πεταχτά αυτιά και ένα γκρίζο μαλλιαρό στεφάνι γύρω από την ολοστρόγγυλη καράφλα του, τον διαβεβαίωσε ότι το τεστ IQ είναι περίπου υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές (το «περίπου» δεν το ’πιασα, αλλά δε σχολίασα). Οι ενστάσεις μου κάμφθηκαν όταν ο διευθυντής μας πληροφόρησε ότι το συγκεκριμένο σχολείο δεν εφάρμοζε το τεστ των κωλλογάλλων, αλλά το τεστ Βέσλερ, που θεωρείται η πιο αξιόπιστη και δοκιμασμένη παγκοσμίως νοητική δοκιμασία. Το είχε εφεύρει, λέει, ένας παγκοσμίου φήμης Αμερικανός παιδοψυχολόγος, κάποιος Ντέιβιντ Βέσλερ ή κάπως έτσι.
Μόνο που στην αρχή δεν τα πήγα καλά με τον κύριο Βέσλερ, δεν τα πήγα καθόλου καλά. Οι πρώτες ερωτήσεις ήταν τόσο γελοιωδώς απλές που δεν κρατήθηκα κι έβαλα τα γέλια. Ο διευθυντής του σχολείου -που είχε αναλάβει ο ίδιος το ρόλο του ιεροεξεταστή- με κοίταξε απορημένος σμίγοντας τα φρύδια του. Κι όσο εκείνος με κοίταζε, τόσο εγώ ξεκαρδιζόμουν στα γέλια. Κι όσο εγώ γελούσα, τόσο εκείνος έσμιγε τα φρύδια του. Κι όταν κάποια στιγμή άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, παρενέβη ο μπαμπάς, που μέχρι τότε παρακολουθούσε αμίλητος από μια γωνιά. Ζήτησε συγνώμη διακόπτοντας τη διαδικασία, με πήρε παράμερα και μου χαμογέλασε.
«Μαγκάκο, θέλω να μου κάνεις μια χάρη» είπε. Είχε αρχίσει να με λέει μαγκάκο από τη μέρα που αποφοίτησα από το νηπιαγωγείο.
«Δεν έρχεσαι να παίξουμε μαζί το παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων;» έκανα ανάμεσα στα γέλια μου. «Αποκλείεται να είναι τόσο χάλια όσο αυτό».
«Θέλω να μου κάνεις μια χάρη» επανέλαβε.
«Ξέρω». Το γέλιο μου είχε γίνει νευρικό, αλλά κατόρθωσα να το κοντρολάρω. «Να πάψω να γελάω και να απαντήσω στις ερωτήσεις. Όσο γελοίες κι αν είναι».
«Ακριβώς»
Είχαμε κάνει άπειρες φορές την παραπάνω συζήτηση τις τελευταίες μέρες, σε διάφορες παραλλαγές -λακωνικές και μακροσκελείς. Και μάλιστα παρουσία της μαμάς, η οποία ήταν πολύ πιο επίμονη και φορτική, σε σημείο που ώρες ώρες καταντούσε πιεστική. Και καταπιεστική. Μου είχαν ζητήσει και οι δύο (η μαμά δεν το είχε ζητήσει, το είχε απαιτήσει) να κάνω την καρδιά μου πέτρα και να πάρω κανονικά μέρος στο παιχνίδι, όσο βαρετό κι ανούσιο κι αν το θεωρούσα. Κι εγώ τους το είχα υποσχεθεί. Αλλά καταπάτησα την υπόσχεσή μου μερικές ώρες -και τρεις ερωτήσεις- αργότερα. Κρατήθηκα με το ζόρι στην πρώτη ερώτηση, δαγκώθηκα στη δεύτερη, αλλά στην τρίτη λύγισα. Και ξέσπασα…
«Ό,τι πεις, μπαμπά»
Αυτή τη φορά κράτησα την υπόσχεσή μου. Εξόρισα από το κεφάλι μου το διάολο που με γαργαλούσε, κάθισα απέναντι από τον καράφλα, τον κοίταξα βαθιά μες στα μάτια και είπα με πολύ σοβαρό ύφος:
«Λοιπόν, πού είχαμε μείνει;»


«Το παιδί είναι επιπέδου τετάρτης - πέμπτης δημοτικού. Τουλάχιστον»
«Δε με εκπλήσσει. Τίποτα δε με εκπλήσσει, Χάρη, σ’ αυτό το παιδί. Μη μου πεις ότι δεν το περίμενες».
«Για να είμαι ειλικρινής, όχι Αλίκη, δεν το περίμενα. Επίπεδο τετάρτης - πέμπτης δημοτικού μόνο
Γι’ αυτό τον γούσταρα τον μπαμπά. Μες στο μυαλό μου ήταν πάντα. Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ. Μόνο; Ο μπαμπάς μου ’χε φέρει στο σπίτι τη σχολική ύλη της τετάρτης και της πέμπτης. Παιχνιδάκι. Εντάξει, να μην τα παραλέμε, κάτι δεκαδικά και κάτι κλάσματα με δυσκόλευαν λιγουλάκι, αλλά την έβρισκα σιγά σιγά την άκρη. Γι’ αυτό και μια κάποια απογοήτευση την αισθάνθηκα με την ετυμηγορία του καράφλα. Βέβαια, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι αυτή ήταν η ετυμηγορία του τεστ, δεν ήταν δική του. Είχα πιάσει, λέει, 187 στην κλίμακα Βέσλερ, όταν ο μέσος όρος ήταν γύρω στο 100. Πρώτη φορά, λέει, του τύχαινε τέτοια περίπτωση. Μόνο ο Λυγερός, απ’ όσο ήξερε, είχε πιάσει μεγαλύτερο νούμερο. Και ο Λυγερός, λέει, ήταν ο εξυπνότερος Έλληνας. Είχε μάθε σκάκι από δύο χρονών. Σιγά τα ωά! Εγώ το σκάκι το βαριόμουν. Αλλά στο τάβλι ήμουν προφέσορας. Μαρς τα έχανε όλα τα παιχνίδια ο μπαμπάς. Και δεν καθόταν να χάσει, όπως κάθονται και χάνουν οι χαζομπαμπάδες από τα χαζοβιόλικά τους, να ’στε βέβαιοι γι' αυτό.
«Τώρα πλάκα μου κάνεις, έτσι;» Η μαμά κοιτούσε τον μπαμπά ερωτηματικά. Σπάνια μπορούσε να καταλάβει πότε μιλούσε σοβαρά και πότε αστειευόταν.
«Όχι ακριβώς». Προφανώς αυτή τη φορά ο μπαμπάς ήταν στο μεταίχμιο. Μεταξύ σοβαρού και αστείου που λένε.
«Τι εννοείς;»
«Μεταξύ σοβαρού και αστείου το είπα, βρε Αλίκη!» Έτσι γινόταν συνήθως. Οι νοητικοί χρησμοί μου προηγούνταν ένα κλικ από τα λόγια του μπαμπά.
«Δε νομίζω ότι χωράνε αστεία σ’ αυτό το θέμα, Χάρη».
Αυτή ήταν η πεθερά. Η πεθερά του μπαμπά, η μαμά της μαμάς, η γιαγιά η δικιά μου, διαλέξτε όποια εκδοχή προτιμάτε. Κι εγώ, φυσικά, κρυφάκουγα τη συζήτηση, αργά το βράδυ, λίγες ώρες ύστερα από την ιερά εξέταση. Αν και δεν ήταν συζήτηση αυτό το πράγμα, ήταν ολόκληρο οικογενειακό συμβούλιο. Η μαμά, ο μπαμπάς, οι παππούδες οι γιαγιάδες… Ασφαλώς και δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω αυτό το πανηγύρι. Γι’ αυτό και νωρίτερα είχα χασμουρηθεί καμιά δεκαριά φορές, είχα καληνυχτίσει, είχα ανέβει στο δωμάτιό μου και είχα μετρήσει εξακόσια προβατάκια. Όχι για να με πάρει ο ύπνος, αλλά για να περάσει ένας εύλογος χρόνος -ένα δεκάλεπτο, πάνω κάτω. Κι όταν έφτασα στο εξακόσια, βγήκα από το δωμάτιο, προχώρησα μπουσουλώντας ως την αρχή της κουπαστής της σκάλας και κρύφτηκα πίσω από ένα ξύλινο αλογάκι καρουσέλ που το είχα βάλει εκεί πάνω επί τούτου. Δεν ήταν δα και Δούρειος Ίππος, αλλά για κρυψώνα μια χαρά ήταν.

4 σχόλια:

Τη 5:38 μ.μ. , Ο χρήστης Anonymous Ανώνυμος είπε...

Καλησπέρα και καλή χρονιά!!! :-)
Ελειπα εκτός αθηνών σχεδόν δύο εβδομαδες χωρίς ιντερνετ και γυρίζοντας είχα πολλά κενα. Επεσα με τα μούτα στην μελέτη!! Βλέπω ότι δεν χάσατε τον καιρό σας καθόλου. Ούτε και ο Χάρης που μεγαλώνει και μας γεμίζει εκπλήξεις!!! Ελπίζω να μην αργήσετε τη συνέχεια γιατι εχω μεγάλη αγωνία!

 
Τη 7:46 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

@ Vicky
Για να είμαι ειλικρινής... κι εμένα με εκπλήσσει ώρες ώρες ο μικρός!
Καλή χρονιά να 'χεις :)

 
Τη 11:02 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger dodo είπε...

Συμφωνώ μαζί σου, στην πράξη οι διδάσκοντες δυσκολεύονται να διακρίνουν τα χαρισματικά παιδιά (όχι μόνο στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, όμως).
Υπάρχουν στην Ελλάδα ειδικά σχολεία;

Τον έχω συμπαθήσει τον ήρωά σου, παρά την "αλαζονεία" του- που βεβαίως συμβαδίζει και με την εφηβεία.

Πρόσεχέ τον, τον καημένο!

 
Τη 12:22 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

Ντόντο, παντού υπάρχουν προβλήματα, αλλά εδώ... παραϋπάρχουν, πίστεψέ με!
Όσο για τα "ειδικά σχολεία", είναι μάλλον μια πονεμένη ιστορία...
Τον προσέχω, τον προσέχω. Αλλά δεν ξέρω αν είναι και τόσο "καημένος"...

 

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα