Τετάρτη, Ιανουαρίου 03, 2007

(Β' ΜΕΡΟΣ) Κεφάλαιο 7ο: ΣΧΟΛΕΙΟ

Καλή χρονιά σε όλους! :)

Τό 'φερε έτσι η συγκυρία, ώστε το δεύτερο μέρος του 7ου κεφαλαίουνα εξελίσσεται στις αρχές του 2007! Τώρα βέβαια θα με ρωτήσετε "καλά, ρε φίλε, δε θα μεγαλώσει άλλο ο μικρός;". Φυσικά και θα μεγαλώσει. Μόνο που το μυθιστόρημα θα έχει και φουτουριστικά στοιχεία. Και ενδεχομένως εκεί ακριβώς να βρίσκεται και το επιμύθιο...


To σκεπτικό του εγχειρήματος θα το βρείτε εδώ, ενώ στα παρακάτω λινκ μπορείτε να διαβάσετε:

* την εισαγωγή
* το 1ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 2ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 3ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 4ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 5ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 6ο κεφάλαιο (Α' μέρος)
* το 6ο κεφάλαιο (Β' μέρος)
* το 7ο κεφάλαιο (Α΄μέρος)



Πάντως η ζωή μου δεν ήταν μόνο σχολείο και Άννα. Για την ακρίβεια, δεν ήταν καθόλου σχολείο και Άννα. Το σχολείο το βαριόμουν. Την Άννα δεν τη βαριόμουν, αλλά με βαριόταν εκείνη. Σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους που δε με βαριόντουσαν καθόλου. Για την ακρίβεια, όλοι ασχολούνταν μαζί μου εκείνη τη χρονιά, την πρώτη μου χρονιά στο σχολείο. Κι όταν λέω όλοι εννοώ όλοι. Χωρίς καμιά εξαίρεση. Ο μπαμπάς, η μαμά, ο δάσκαλος, οι συμμαθητές, οι θείοι, οι θείες, οι παππούδες, οι γιαγιάδες, οι…
Είπα χωρίς καμιά εξαίρεση; Γράψε λάθος. Η γιαγιά Μαρίνα, η μαμά του μπαμπά, ήταν η μόνη που δεν ασχολιόταν καθόλου μαζί μου. Με κανέναν δεν ασχολιόταν, παρά μόνο με τα κουζινικά της σκεύη. Είχε πια ξεκουτιάνει τελείως. Το ταψί εξακολουθούσε καθημερινά να εμπλουτίζει το ποιητικό της ρεπερτόριο με καινούριους στίχους, μόνο που στο κόλπο είχαν μπει πλέον και τα κατσαρολικά και τα τηγάνια και τα πιάτα και τα μαχαιροπήρουνα και τα κουτάλια (της σούπας και του τσαγιού) και τα ποτήρια… Ακόμα και το γυάλινο πυρέξ, που της είχε χαρίσει η νύφη της -η μαμά, δηλαδή- στα εβδομηκοστά της γενέθλια, της απάγγελνε στιχάκια. Όλη μέρα ήταν στην κουζίνα και συνομιλούσε με τα περιεχόμενα των ντουλαπιών. Είχε εγκατασταθεί σπίτι μας μαζί με τον παππού Κώστα από τις αρχές του 2006, μια και ο μπαμπάς ανησυχούσε πολύ για την κάτω βόλτα που είχε πάρει η μάνα του ώστε να τους αφήσει να συνεχίσουν να μένουν στο χωριό.
Σε αντίθεση με τη γιαγιά Μαρίνα, η γιαγιά Κατίνα -η μαμά της μαμάς- ήταν μια χαρά. Τουλάχιστον έτσι άκουγα τους άλλους να λένε. Αλλά εμένα μου φαινόταν ότι το μυαλό της είχε φυράνει ακόμα περισσότερο κι απ’ αυτό της γιαγιάς Μαρίνας. Τι να σκεφτώ, δηλαδή, όταν έβλεπα διαρκώς μπροστά μου μια γριά κοντά στα εβδομήντα μπογιατισμένη σαν συνταξιούχος κλόουν, με κατάξανθο καρέ μαλλί και ντυμένη με ξώπλατα συνολάκια Σανέλ; Γι’ αυτό και συνεχώς της χωνόμουν άσχημα -το ’χα πάρει απ’ τον μπαμπά, φαίνεται. Κι εκείνη συνεχώς επαναλάμβανε με την εκνευριστικά σνομπ φωνή της την ίδια ατάκα: «Καίτη με λένε! Καί-τη!». Κι όταν εγώ συνέχιζα να την αποκαλώ «γιαγιά Κατίνα» για να της τη σπάω, εκείνη κουνούσε το φρεσκοβαμμένο κεφάλι της και έλεγε: «Τς, τς, τς… Τι να πω! Πού έμπλεξα, η χριστιανή; Πού πήγα και τους βρήκα γαμπρό και εγγονό; Ο ένας με φωνάζει κυρά τέτοια κι ο άλλος γιαγιά Κατίνα…». Κατά βάθος, ωστόσο, μας αγαπούσε, το ήξερα. Και, ποιος ξέρει, μπορεί κάπου στο βάθος να την αγαπούσα κι εγώ.
Και εγώ δεν ήμουν απ’ αυτούς που αγαπούσαν πολύ κόσμο. Τα παιδιά της ηλικίας μου συνήθως δένονται εύκολα με τους ανθρώπους που γνωρίζουν. Και κάνουν εύκολα φίλους. Όμως εγώ, σας το ξανάπα νομίζω αυτό, δεν ήμουν σαν τα παιδιά της ηλικίας μου. Κι όχι μόνο δεν ήμουν, αλλά τα παιδιά της ηλικίας μου μού την έσπαγαν κι από πάνω. Στο σχολείο, για παράδειγμα, δεν έκανα φίλους. Ούτε έναν. Με πλησίαζαν διάφοροι -και διάφορες- στα διαλείμματα, με ρωτούσαν αν θέλω να κάνουμε παρέα ή έστω να παίξουμε, αλλά εγώ τους (τις) αγνοούσα. Όπως αγνοούσα και τον διπλανό μου στο θρανίο, που τον είχε διαλέξει ο δάσκαλος χωρίς να με ρωτήσει. Όπως αγνοούσα και τον ίδιο το δάσκαλο, ένα νεαρό βλογιοκομμένο με ύφος ξερόλα. Και μακάρι να με αγνοούσε κι εκείνος. Στην αρχή, βέβαια, που του έκανα τη χάρη και απαντούσα στις γελοίες ερωτήσεις του («ποιο είναι το ‘‘ι’’ μπαστουνάκι» «ποιο είναι το ‘‘η’’ του ήλιου» «πόσο κάνουν δύο και δύο» και άλλα τέτοια φαιδρά) με άφηνε στην ησυχία μου. Από ένα σημείο κι έπειτα, όμως, όταν άρχισα να βαριέμαι αφόρητα, κάθε φορά που με ρωτούσε, εγώ απλώς τον κοιτούσα. Εδώ το είχα ν’ αρχίσω να του αραδιάζω εδάφια από τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι που είχα αποστηθίσει, αλλά συγκρατιόμουν την τελευταία στιγμή γιατί έβλεπα ότι εκείνος ήταν ακόμα πιο ηλίθιος και δεν θα τα καταλάβαινε -εδώ εγώ και δεν τα καταλάβαινα καλά καλά. Κι έτσι απλώς τον κοιτούσα με οίκτο και συμπάθεια για τη διανοητική του κατάσταση που τον ωθούσε να διδάσκει με τόση έπαρση τέτοιες σαχλαμάρες.
Όμως εκείνος παρερμήνευσε το νόημα του βλέμματός μου. Κι έτσι, μια μέρα μου ζήτησε να παρουσιαστώ την επόμενη με τον κηδεμόνα μου. «Με τον μπαμπά σου ή τη μαμά σου, εννοώ», διευκρίνισε, με κείνο το σπαστικό, συγκαταβατικό του ύφος που μου έκανε τα νεύρα τσατάλια. Το θεωρούσε δεδομένο, ο μάπας, ότι δεν ήξερα τι σημαίνει κηδεμόνας.
Την άλλη μέρα, με συνόδεψαν στο σχολείο και ο μπαμπάς και η μαμά. Συνήθως με συνόδευε ο ένας από τους δυο, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, και με άφηνε έξω από την καγκελόπορτα της εισόδου. Αυτή τη φορά ήρθαν μαζί μου και οι δύο. Και περάσαμε παρέα την καγκελόπορτα. Ο μπαμπάς χαμογελαστός στο αναπηρικό του καροτσάκι, δίπλα του η μαμά συνοφρυωμένη και εκπληκτικά όμορφη όπως πάντα και παραδίπλα εγώ με ύφος παγερό, αδιάφορο. Ένιωθα τα βλέμματα, μικρών και μεγάλων, καρφωμένα αδιάκριτα πάνω μας. Πάνω σ’ ένα παράταιρο, ασυνήθιστο τρίο, που περνούσε την εξώπορτα του σχολίου μια παράταιρη, ασυνήθιστη μέρα. Μια καλοκαιρινή μέρα του Φλεβάρη του 2007, που η θερμοκρασία κόντευε ν’ αγγίξει τους τριάντα βαθμούς υπό σκιά και οι Αθηναίοι είχαν βγάλει πανικόβλητοι τα κοντομάνικα από το πατάρι κι έτρεχαν να κάνουν σέρβις στα κλιματιστικά χειμωνιάτικα.
Ο δάσκαλος φαίνεται ότι δε χαμπάριαζε από ζέστη. Ήταν ντυμένος όπως το απαιτούσε η εποχή και όχι ο καιρός. Μας περίμενε στο γραφείο της διευθύντριας φορώντας μάλλινο παντελόνι και μάλλινο πουλόβερ. Άλλος στη θέση μου θα απορούσε πώς και δεν είχε βγάλει ακόμα την μπέμπελη, όμως εγώ ήξερα πόσο χοντρόπετσος ήταν. Αντίθετα, η διευθύντρια -μια βουβαλοειδής, αντιπαθητική μεσόκοπη με γυαλιά στραβισμού και γεροντοκορίστικο κότσο στα μαλλιά- φορούσε ένα αμάνικο λουλουδάτο φόρεμα κι έκανε συνεχώς αέρα με ένα κίτρινο τετράδιο που ανήκε, προφανώς, σε κάποιον από τους ατυχείς μαθητές της.
Η ζέστη ήταν αφόρητη μέσα στο γραφείο. Το σχολείο ήταν δημόσιο -ο μπαμπάς, παρά την οικονομική του άνεση, δεν ήθελε ν’ ακούσει για ιδιωτικό- και δεν ήταν, ασφαλώς, εφοδιασμένο με κλιματιστικά. Περιττό έξοδο για το δημόσιο η εγκατάσταση κλιματισμού σ’ ένα σχολείο που είναι κλειστό τους καλοκαιρινούς μήνες, σ’ ένα σχολείο που έχει κατασκευαστεί πριν από τριάντα τόσα χρόνια. Μόνο που πριν από τριάντα τόσα χρόνια το φαινόμενο του θερμοκηπίου ήταν ακόμα στα σπάργανα.
Ο δάσκαλος σηκώθηκε χαμογελώντας υποκριτικά από την καρέκλα, αντάλλαξε χειραψία με τον μπαμπά και τη μαμά υποκλινόμενος δουλοπρεπώς και τους τάραξε στα κομπλιμέντα και στις γαλιφιές. Ύστερα τους κάλεσε να καθίσουν, δείχνοντάς τους δυο άδειες ξεχαρβαλωμένες καρέκλες. Και στη στιγμή κατάλαβε την γκάφα του, καθότι ο μπαμπάς ήταν ήδη καθισμένος -ήταν μόνιμα καθισμένος. Προτού, όμως, προλάβει να δαγκωθεί, με είδε να θρονιάζομαι σε μία από τις δύο άδειες καρέκλες και με κοίταξε ερωτηματικά. Και επικριτικά.
«Νομίζω ότι ο μικρός πρέπει…»
«Δεν είμαι μικρός!» κραύγασα και του ’κοψα τη φόρα.
«Ο Χάρης θα μείνει μαζί μας» είπε ο μπαμπάς με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Είχε πάψει να με λέει Χαρούλη. Το ίδιο και η μαμά. Εγώ τους το είχα ζητήσει και δε μου χάλασαν το χατίρι.
«Δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα» παρενέβη η διευθύντρια. «Το θέμα που σας καλέσαμε για να συζητήσουμε μαζί σας δεν θα ήταν καλό για το παιδί να συζητηθεί παρουσία του».
Φοβερό συντακτικό. Κι ήταν και διευθύντρια…
«Δεν υπάρχει πρόβλημα» είπε ήρεμα ο μπαμπάς. «Άλλωστε το θέμα αφορά τον ίδιο, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, αλλά…»
«Έτσι κι αλλιώς, ό,τι κι αν συζητήσουμε, ο Χάρης θα το μάθει αργά ή γρήγορα»
«Θα το μάθει;» ρώτησε ηλίθια ο δάσκαλος.
«Φυσικά»
«Συζητάμε τα πάντα με το γιο μας» πρόσθεσε η μαμά.
«Τα πάντα;» ρώτησε ακόμα πιο ηλίθια ο δάσκαλος.
«Τα πάντα»
«Και τα καταλαβαίνει;»
Ο μπαμπάς τον κάρφωσε με το βλέμμα του. «Υπονοείτε κάτι;».
«Εεε, να… θέλω να πω…»
Η διευθύντρια φρόντισε να βγάλει τον υφιστάμενό της από τη δύσκολη θέση. «Θέλει να πει… κοιτάξτε… θέλει να πει… πώς είναι δυνατόν να καταλαβαίνει τα πάντα ένα παιδί που δεν είναι καλά καλά εφτά χρονών»
«Έκλεισα τα εφτά πριν από δέκα μέρες!» πετάχτηκα.
«Τα καταλαβαίνει. Και μάλιστα πολύ καλά
«Μα τι λέτε, τώρα!» πετάχτηκε ο δάσκαλος. «Εδώ δεν καταλαβαίνει τα πιο απλά μαθ…»
«Ακούστε με, σας παρακαλώ» πήρε ξανά το λόγο η διευθύντρια. «Ο λόγος που σας καλέσαμε εδώ… Δε θα ήθελα αυτή η κουβέντα να γίνει μπροστά στο παιδί, αλλά μια και επιμένετε…» Έριξε μια ερωτηματική ματιά στον μπαμπά μπας και είχε αλλάξει γνώμη κι όταν διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση συνέχισε να μιλάει. Κομπιάζοντας. «Κοιτάξτε, το παιδί… ο Χάρης… δεν… ο Χάρης έχει πρόβλημα με τα μαθήματα».
«Δηλαδή; Τι πρόβλημα έχει με τα μαθήματα;» ρώτησε η μαμά.
«Δεν τα καταλαβαίνει» είπε ο δάσκαλος. «Όταν τον ρωτάω κάτι, με κοιτάει σαν καθ…»
Η διευθύντρια τον διέκοψε για πολλοστή φορά. Χωρίς να κομπιάζει πλέον
«Θα σας πρότεινα να πάτε το γιο σας σε άλλο σχολείο. Ειδικό»

10 σχόλια:

Τη 7:05 μ.μ. , Ο χρήστης Anonymous Ανώνυμος είπε...

Καλή χρονιά,Χρήστο!!Και με το καλό να εκδοθεί το πόνημα...;)Μόλις συνέλθω απ'τις γιορτινές κρεπάλες,θα σου στείλω και την ταπεινή μου άποψη!!;)

 
Τη 7:17 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

Καλή χρονιά, Εβελίνα. Και καλή... αποτοξίνωση!
:)

 
Τη 7:34 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger dodo είπε...

Καταπληκτικές οι δύο γιαγιές, ειδικά η Μαρίνα, είναι η αδυναμία μου, θα κάναμε φανταστική παρέα! :)

 
Τη 7:55 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

Ντόντο, αλήθεια, ποια είναι η σχέση σου με τα... κουζινικά σου σκεύη;
:)

 
Τη 10:50 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger dodo είπε...

Εντελώς τυπική τα τελευταία χρόνια. Βλεπόμαστε σπανιότατα, σε εξαιρετικές μόνον περιστάσεις...:)

 
Τη 11:02 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

Καλά, βρε συ Ντόντο, ούτε ένα... γεια δε λέτε;
:))

 
Τη 1:14 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger dodo είπε...

Χωρίσαμε πολιτισμένα...
Μάς συνδέουν και αναμνήσεις ενδόξων ημερών...:)

 
Τη 9:03 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Ελπίδα είπε...

Ειδικό για ταλέντα ελπίζω και όχι για καθυστερημένα!
Πολύ καλό Χρήστο! Προχώρα με χίλια!

 
Τη 9:37 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

Ελπίδα μου, τα όρια ανάμεσά τους είναι πολύ λεπτά. Λεπτότερα απ' όσο μπορεί να φανταστεί ο καθένας μας...
Σ' ευχαριστώ για το σχόλιο. Να 'σαι καλά.
:)

 
Τη 9:39 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

A, όσο για της Γριάς το Πήδημα, Ελπίδα (για το οποίο αναρωτιέσαι στο προηγούμενο ποστ) όχι μόνο υπάρχει, αλλά είναι και από τις ωραιότερες παραλίες της Άνδρου. Αν όχι η ωραιότερη.

 

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα