Το παρακάτω "ποδοσφαιρικό παραμύθι" δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της εφημερίδας "Πρώτο Θέμα". Και αφορά, ασφαλώς, τον Ντούσαν Μπάγεβιτς. Τον μόνο προπονητή που, έχοντας δουλέψει σε ΑΕΚ, Ολυμπιακό, ΠΑΟΚ, Άρη (και τώρα ετοιμάζεται για Παναθηναϊκό) ενώνει... όλους τους ποδοσφαιρόφιλους. Ή, ενδεχομένως, τους χωρίζει. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο...Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολύ μακρινή χώρα του Γαλαξία, στο βασίλειο του Ελλαδιστάν, ζούσε μια μικρή, φτωχή -πλην τίμια- και μόνη κοπελίτσα. Πανέμορφη και απαστράπτουσα, παρά τα δύο της κεφάλια (άλλωστε το ένα συμπλήρωνε τις ατέλειες του άλλου). Γλυκύτατη και χαριτωμένη, παρά το κιτρινωπό χρώμα που χρύσιζε απαλά κάτω από το κίτρινο τι-σερτ της και το μαύρο σορτσάκι της -με κίτρινη ρίγα στο πλάι, φυσικά. Όταν θύμωνε, κιτρίνιζε -κι άλλο- από το κακό της, όταν χαιρόταν, έπαιρνε το χρώμα της ώχρας. Εξ ου και το όνομά της: Κιτρινούλα.
Η Κιτρινούλα ήταν μόνη (και φτωχή -πλην τίμια, όπως είπαμε), ώσπου διαπίστωσε ότι το χρώμα της κάθε άλλο παρά απωθούσε τους εραστές -επαγγελματίες και μη. Αρχικά φλέρταρε με κάμποσους, κι ύστερα, μια νύχτα με φεγγάρι, έχασε την παρθενιά της, κατόπιν άρχισε να βγάζει τα μάτια της. Μέχρι που άρχισε να αλλάζει άντρες -και εραστές- σαν τα πουκάμισα (τα οποία, βεβαίως, ήταν κίτρινα, όπως το τι-σερτ της). Με την ίδια συχνότητα που άλλαζε και πατεράδες -υιοθετημένη γαρ, με τους πατεράδες της ξηλώνονται κανονικά για πάρτη της.
Παιδιά -και αποπαίδιαΜε τον καιρό, η Κιτρινούλα απέκτησε πολλά παιδιά -και άλλα τόσα αποπαίδια. Που ήθελαν να μοιάσουν πολύ με τη μαμά τους. Γι’ αυτό φορούσαν κι αυτά κίτρινα ρούχα, κίτρινα κασκόλ (όταν έκανε κρύο -αλλά κι όταν δεν έκανε) και την ακολουθούσαν όπου κι αν πήγαινε. Μόνο που η Κιτρινούλα από ένα σημείο και μετά δεν ήξερε πού πήγαινε. Είχε βαρεθεί να αλλάζει τους άντρες -και τους εραστές- σαν τα πουκάμισα -έστω κι αν ήταν κίτρινα.
Μια ωραία πρωία -που μπορεί να ήταν και βράδυ, δεν έχει σημασία- το αποφάσισε:
«Βαρέθηκα πια τους άντρες», είπε στον εαυτό της. «Ή μάλλον δεν βαρέθηκα τους άντρες», συμπλήρωσε, «αλλά τους συγκεκριμένους άντρες. Κοινοί άντρες, κοινοί εραστές, πάει χαράμι η ζωή μου. Σεξουαλικώς, αν μη τι άλλο. Χάθηκε να βρεθεί και για μένα, τη φτωχή -πλην τίμια- και μόνη κοπελίτσα ένας Πρίγκιπας, να έρθει καβάλα πάνω στο άσπρο άτι του και να με βγάλει από την πλήξη και τη μονοτονία;».
Με το που ξεστόμισε αυτά τα λόγια, αμέσως to μετάνιωσε. Για το άσπρο άτι. Καθότι τα άσπρα -και τα λοιπά πράσινα- άλογα έρχονται μόνο στα παραμύθια. Ενώ αν το άλογο ήταν κίτρινο, θα ταίριαζε και με το περιβάλλον.
Τζάμπα μόνο στα παραμύθιαΟ Πρίγκιπας, φυσικά, ήρθε. Από ένα μυθικό βασίλειο, που το ’λεγαν Νερέτβα. Καβάλα, εννοείται, στο κίτρινο to άτι του -το οποίο μπορεί να το είχε περάσει μια δυο στρώσεις μπογιά, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Και ο Πρίγκιπας ήρθε, αφού τον έφερε ο τελευταίος από τους πατεράδες της Κιτρινούλας. Που είχε ακούσει το μονόλογό της, τη συμπόνεσε και ξηλώθηκε για άλλη μια φορά. Καθότι οι Πρίγκιπες έρχονται τσάμπα μόνο στα παραμύθια.
Και πέρασαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…
Μόνο που δεν τελειώνει εδώ η ιστορία μας. Είπαμε, έτσι τελειώνουν τα παραμύθια. Κι αυτό εδώ δεν είναι παραμύθι (άλλωστε δεν έχει δράκο -ή μήπως έχει;)…
Η ευτυχία, λοιπόν, της Κιτρινούλας ήταν μεγάλη δίπλα στον Πρίγκιπα. Το ίδιο ευτυχισμένα ήταν και τα παιδιά -και τ’ αποπαίδια- της. Που λάτρευαν τον Πρίγκιπα πιο πολύ κι από την Κιτρινούλα. Έκοβαν φλέβες για πάρτη τους. Που λέει ο λόγος, βέβαια, μια και άμα κόψεις φλέβες βγαίνει αίμα. Και το αίμα είναι κόκκινο. Και τα παιδιά -και αποπαίδια- της Κιτρινούλας μισούσαν το κόκκινο χρώμα.
Ο Πρίγκιπας και η ΚοκκινούλαΓι’ αυτό, λοιπόν, μίσησαν και τον Πρίγκιπα όταν αποφάσισε να αφήσει την Κιτρινούλα στα κρύα του -κίτρινου- λουτρού και να τα φτιάξει με την Κοκκινούλα.
Πώς έγινε αυτό, θα αναρωτηθείτε. Όπως γίνεται πάντα. Δηλαδή, μια ωραία πρωία -που μπορεί να ήταν απόγευμα, αλλά αυτό δεν έχει σημασία- η Κοκκινούλα τον κάλεσε στο φτωχικό της (λέμε, τώρα) και τον ρώτησε:
«Τα φτιάχνουμε; Χο-χο!».
Η Κοκκινούλα ήταν εξίσου όμορφη και απαστράπτουσα, αλλά είχε πάθει σεξουαλική στέρηση για μια δεκαετία. Και ήθελε κι αυτή την Πρίγκιπά της, για να θυμηθεί τι εστί ηδονή (και τι εστί βερίκοκο, καθότι στο σπίτι της Κοκκινούλας υπήρχαν… άλλα φρούτα). Και, φυσικά, ο Πρίγκιπας (που είχε βαρεθεί να τσακώνεται με το νέο πεθερό του -άσε που, εδώ που τα λέμε, δεν ήταν και πολύ φημισμένος για τη μονογαμία του) της απάντησε:
«Και δεν τα φτιάχνουμε»;
Και τα έφτιαξαν (χο-χο!).
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Τον βαρέθηκε ο μπαμπάς
Μόνο που η Κιτρινούλα δεν έζησε καλά. Ούτε τα παιδιά -και αποπαίδια- της. Που, όπου κι αν πετύχαιναν τον Πρίγκιπα, προδότη τον ανέβαζαν, προδότη τον κατέβαζαν. Και, εδώ που τα λέμε, ούτε ο Πρίγκιπας έζησε καλά. Δεν έζησε καλά για πολύ καιρό, τουλάχιστον. Καθότι κάποια στιγμή ο μπαμπάς της Κοκκινούλας τον βαρέθηκε και έβαλε το γιο του να τον ξαποστείλει από εκεί που ’ρθε.
Μόνο που ο Πρίγκιπας δεν πήγε από εκεί που ’ρθε. Γιατί μπορεί η Κιτρινούλα να τον αγαπούσε ακόμα, αλλά δεν τον ήθελαν τα παιδιά -και αποπαίδια- της. Έλα, όμως, που ο Πρίγκιπας είχε νοσταλγήσει τα δύο της κεφάλια. Κι επειδή δεν μπορούσε να έχει τα συγκεκριμένα δύο κεφάλια, πήγε και τα ’φτιαξε με άλλη γκόμενα που είχε επίσης δύο κεφάλια. Την Ασπρομαυρούλα.
Όπως και να το κάνουμε, όμως, άλλα τα μάτια της Ασπρομαυρούλας κι άλλα της Κιτρινούλας. Ή μάλλον τα κεφάλια. Πόσο μάλλον όταν ο νέος πεθερός του Πρίγκιπα, ο μπαμπάς της Ασπρομαυρούλας, έβαζε το χέρι στην τσέπη του μόνο όταν είχε φαγούρα στ’ αποτέτοια του.
Στο μεταξύ, η Κιτρινούλα περνούσε δύσκολες στιγμές. Ο μπαμπάς, που έγινε η αιτία να χάσει τον Πρίγκιπά της, ξεπούλησε τη θετή του κόρη σε μια ξενόφερτη κοινοπραξία μπαμπάδων, οι οποίοι επέβαλαν στην Κιτρινούλα να αλλάζει συνεχώς εραστές, τους οποίους η Κιτρινούλα δεν γούσταρε. Και μαράζωνε συνεχώς.
Ο σωτήρας, ο μουστακαλήςΜια ωραία πρωία -που μπορεί να ήταν και μεσημέρι, δεν έχει σημασία- οι ξενόφερτοι μπαμπάδες την πούλεψαν και ήρθε ο σωτήρας, ο μουστακαλής με τις χρυσές καδένες και τις πολλές του αγαπούλες, ο οποίος κάλεσε αμέσως τη θετή του κόρη και της ’ξηγήθηκε σπαθί:
«Εγώ θα σε σώσω, αγαπούλα. Εγώ θα σου φέρω τον Πρίγκιπα καβάλα στο άσπρο άλογο, όπως έλεγε κι ένας πρώην μπαμπάς σου».
Η Κιτρινούλα πέταξε από τη χαρά της -αφού, φυσικά, προηγουμένως έκανε στο νέο μπαμπά της την αναγκαία επισήμανση ότι το άλογο πρέπει να είναι κίτρινο και όχι άσπρο.
Ορίτζιναλ παιδιά και αποπαίδια
Έλα, όμως, που μπαμπάς και κόρη λογάριαζαν χωρίς τα παιδιά -και αποπαίδια- της Κιτρινούλας. Ή, εν πάση περιπτώσει, λογάριαζαν χωρίς κάποια από τα παιδιά -και αποπαίδια- της, που δεν ήθελαν να δουν τον Πρίγκιπα ούτε ζωγραφιστό -για το άλογο αδιαφορούσαν. Υπήρχαν, όμως, άλλα παιδιά -και αποπαίδια- της Κιτρινούλας που είχαν συγχωρήσει τον Πρίγκιπα και τον υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Έτσι, λοιπόν, τα παιδιά -και αποπαίδια- της Κιτρινούλας χωρίστηκαν σε δύο φράξιες: τα παιδιά και τ’ αποπαίδια της. Κοινώς, οι μεν αποκαλούσαν τους εαυτούς τους παιδιά της και τους άλλους αποπαίδια. Υπήρχαν, δηλαδή, τα ορίτζιναλ παιδιά της, που για την άλλη φράξια ήταν τα ορίτζιναλ αποπαίδια της.
Η Κιτρινούλα, βέβαια, ήταν πια πολύ ευτυχισμένη για να ασχολείται μ’ όλα αυτά. Μπορεί να μην είχε πλέον το -μουστακαλή- μπαμπά της που την πούλεψε κι αυτός (ή μάλλον τον πούλεψαν κάποιοι άλλοι) αλλά είχε ξανά τον Πρίγκιπά της. Νέος μπαμπάς δεν εμφανίστηκε στον ορίζοντα (παρά μόνο ένας παππούς που το μόνο που έκανε ήταν να ανεμίζει συνεχώς ένα χαρτί με κάτι αρχιτεκτονικά σχέδια για το νέο σπίτι της Κιτρινούλας -το παλιό το είχε γκρεμίσει ο ίδιος) λεφτά δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα, αλλά, είπαμε, η Κιτρινούλα είχε ξανά τον Πρίγκιπά της.
Και ο Πρίγκιπας είχε την Κιτρινούλα του. Αρχικά το μόνο που ενοχλούσε τον Πρίγκιπα ήταν το πανό που σήκωναν εναντίον του τα ορίτζιναλ παιδιά της γκόμενάς του -που οι άλλοι αποκαλούσαν ορίτζιναλ αποπαίδια- και ζήτησε από τον παππού να μεριμνήσει ώστε να κατέβει. Αλλά δεν κατέβηκε.
Μπορεί ο έρωτας, λοιπόν, ήταν πολύ ισχυρός, αλλά από μόνος του δεν τρέφει στόματα. Και ο Πρίγκιπας, στενοχωρημένος, είπε στην καλή του ότι ίσως είναι καλύτερα να φύγει. Η καλή του έμπηξε τις τσιρίδες και ο Πρίγκιπας, συγκινημένος, έμεινε. Μέχρι να φύγει.
Και ξανά Κοκκινούλα (χο-χο!)Η Κοκκινούλα, βλέποντας αυτό το σαματά, κρυφογελούσε κάτω απ’ τα μουστάκια της (χο-χο!). Βέβαια, τότε δεν είχε μουστάκια, είχε μούσια, τα οποία ξύρισε για να είναι ευπρεπής όταν αποφάσισε να (ξανα)κάνει πρόταση στον καλό της Πρίγκιπα. Βλέπετε, ο έρως χρόνια δεν κοιτά. Κι ο έρως της Κοκκινούλας για τον πρίγκιπά της παρέμενε αναλλοίωτος από το πέρασμα των χρόνων.
Αναλλοίωτος, βέβαια, παρέμενε και ο χαρακτήρας της Κοκκινούλας, που την έβρισκε ν’ αλλάζει τους εραστές της σαν τα –κόκκινα- πουκάμισά της. Και παρόλο που ο Πρίγκιπας δεν το πολυσκέφτηκε κι έπεσε ξανά στη θερμή της αγκάλη, η Κοκκινούλα τον βαρέθηκε στο χρόνο πάνω. Και τον ξαπόστειλε πίσω στο βασίλειό του΄ όχι του Νερέτβα, του Μπέλγκαρντ, όπου ο Πρίγκιπας φρόντισε να βρει μια καινούρια Κοκκινούλα, που θα τον βοηθούσε να ξεχάσει την παλιά.
Κι άλλη Κιτρινούλα (και στο βάθος… Πρασινούλα)
Μόνο που τα υποκατάστατα δεν βόλευαν ποτέ τον Πρίγκιπα. Που ξάφνου αποφάσισε ν’ αλλάξει γούστα (και χρώματα). Και γι’ αυτό καλοείδε την έστω και εξ αποστάσεως πρόταση που του έκανε με e-mail η Πρασινούλα, η οποία αίφνης είχε αποφασίσει ότι το μίσος που έτρεψε ανέκαθεν για τον Πρίγκιπα, μολονότι ήταν άσβεστο, είχε, παραδόξως, σβήσει.
Ο Πρίγκιπας είπε το μεγάλο «ναι» μάλλον με e-mail (ενδεχομένως και μέσω Facebook –εδώ οι απόψεις διίστανται). Έλα μου, όμως, που η Κοκκινούλα τού Μπέλγκραντ δεν του ’δινε διαζύγιο… Κι όταν αποφάσισε τελικά να του το δώσει, η Πρασινούλα είχε αρχίσει να ψιλοβολεύεται με τους εφήμερους εραστές της (τους οποίους, ως είθισται στο βασίλειο του Ελλαδιστάν, άλλαζε κι εκείνη σαν τα -πράσινα- πουκάμισά της).
Κι έτσι, λοιπόν, όταν ο Πρίγκιπας αποφάσισε να επιστρέψει στο βασίλειο του Ελλαδιστάν, η Πρασινούλα δεν ήταν πια διαθέσιμη. Ήταν όμως η Κιτρινούλα. Όχι αυτή με τα δύο κεφάλια (που ο καινούργιος της μπαμπάς της ήταν απ’ τα πρώην ορίτζιναλ παιδιά και νυν αποπαίδια του Πρίγκιπα), αλλά μια άλλη, που κατοικοέδρευε καμιά πεντακοσαριά χιλιόμετρα μακριά, πιο κοντά στ’ Αστέρι του Βορρά.
Ήταν ένας έρωτας σφοδρός, ένα πάθος ανείπωτο. Αλλά μάλλον μονόπλευρο. Καθότι ο Πρίγκιπας, όπως φαίνεται, δεν την έχει ξεχάσει την Πρασινούλα. Και ούτε η Πρασινούλα τον έχει ξεχάσει τον πρίγκιπα. Ειδικά τώρα, που πάει ν’ αποκτήσει μπαμπά–Πατέρα όνομα και πράμα κι ένα σωρό θεούς, νονούς και κουμπάρους.Και θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Αλλά το παραμύθι δεν πρόκειται να τελειώσει εδώ. Καθότι αυτό το παραμύθι, έχει - δεν έχει δράκο, δεν τελειώνει ποτέ…
Θα με βρείτε και εδώ: http://www.fasoulasonline.com/