Πέμπτη, Ιουλίου 27, 2006

Ο Έρωτας είναι ψύχωση, η Γυναίκα εμμονή...


Με τσίγκλησε η Καπετάνισσα με τις μοναδικές, γλαφυρές ωδές της στον Έρωτα, με τσίγκλησε και η Εργατώ με τις μπηχτές της περί μισογυνισμού, ε, δεν ήθελα και πολύ…
Να πω ότι ο Έρωτας είναι συνώνυμο της ζωής; Θα με φάνε ζωντανό οι ψευτορεαλιστές. Να πω ότι είναι το Α και το Ω; Θα τον αδικήσω, γιατί υπάρχουν ακόμα 22 γράμματα…
Να πω ότι αγαπάω τις γυναίκες; Μπορεί να παρεξηγηθώ (και όχι μόνο από τη… γυναίκα μου, υποθέτω). Να πω ότι τις θαυμάζω; Μπορεί να θεωρηθώ κόλακας…
Γι’ αυτό δε θα πω τίποτα. Διάλεξα τέσσερα αποσπάσματα κειμένων μου, ώστε να μιλήσουν αυτά για λογαριασμό μου. Γιατί, όπως λένε οι συγγραφείς που 'χουν πολύ μεγαλύτερη πείρα από μένα, ένας συγγραφέας -ακόμα και εκκολαπτόμενος, όπως του λόγου μου- δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά να βγάζει στο χαρτί τις ψυχώσεις και τις εμμονές του.
Και για μένα ο Έρωτας είναι ψύχωση. Και η Γυναίκα εμμονή. Με την καλή έννοια (ελπίζω…).

(Από τα τέσσερα αποσπάσματα, το τελευταίο είναι ακόμα ανέκδοτο).

Άλογο

"Το παιχνίδι αυτό παίζεται μόνο με δύο"...
Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχα πρωτοανακαλύψει ότι το παιχνίδι που παίζεται μόνο με δύο παίζεται και με περισσότερους από δύο΄ ότι όλα τα παιχνίδια παίζονται με περισσότερους από δύο, εκτός από το τάβλι. Κι η Λίνα ήταν ένας από τους ανθρώπους που είχαν βάλει το χεράκι τους –και όχι μόνο– για να με βοηθήσουν να το ανακαλύψω. Και τώρα, πολλά χρόνια αργότερα, ανακάλυπτα αίφνης και κάτι άλλο: Στο παιχνίδι αυτό, σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα, δεν υπάρχουν νικητές και χαμένοι. Ακριβώς επειδή είναι ένα παιχνίδι που δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Σαν την προαιώνια πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, σαν μια αέναη παρτίδα σκάκι ανάμεσα σε δυο προικισμένους με υπερφυσικές δυνάμεις σκακιστές, που έκαναν την πρώτη τους κίνηση από την πρώτη κιόλας μέρα της ανθρώπινης ύπαρξης και που δε σκοπεύουν να πετύχουν ματ στον αιώνα τον άπαντα... Κι όλοι εμείς οι υπόλοιποι, οι αδαείς και υπερφίαλοι θνητοί, βαυκαλιζόμαστε με την ψευδαίσθηση ότι συμμετέχουμε σ’ αυτό το ατέλειωτο νταραβέρι, ενώ δεν είμαστε παρά μόνο τα πιόνια΄ πιόνια που κινούνται αδιάκοπα, αλλά δε βγαίνουν ποτέ έξω απ’ την παρτίδα. Κι εγώ εξακολουθούσα να συμμετέχω με όλο μου το είναι, παρόλο που, μετά τη βασίλισσα, είδα να μου παίρνουν και το άλογο...
Όχι ότι η Λίνα υπήρξε ποτέ το άλογό μου. Απλώς, κάποια στιγμή παρείχε υπηρεσίες φοράδας στα πρώτα βήματα ενός αχόρταγου επιβήτορα. Κι ύστερα, ως γνήσιο άτι της στέπας, κάλπασε απετάλωτο κι ασέλωτο, με τον άνεμο της ελευθερίας να του ανεμίζει τη μαύρη χαίτη. Να όμως που κάποια στιγμή κουράστηκε και αποφάσισε να βάλει χαλινάρι...
Οι αχαλίνωτες σκέψεις μου έτρεχαν με ταχύτητα εκατοντάδων ίππων τη στιγμή που σήκωσα το ακουστικό και τηλεφώνησα στη Λίνα. (…)

Σκυλάκι

Σαν να μην πέρασε μια μέρα…
Ήταν η μόνη σκέψη που κλωθογύριζε μες στο μυαλό μου βλέποντάς τη να προχωράει με διστακτικό βήμα προς το μέρος μου… Η προσμονή της στιγμής αυτής μού είχε γίνει ψύχωση για μια ζωή ολόκληρη. Δεκατέσσερα χρόνια… Όσα χρόνια διαρκεί η ζωή ενός σκύλου. Όσα χρόνια είχε διαρκέσει και η δική μου σκυλίσια ζωή…
Πάντα αναρωτιόμουν ποια θα ήταν η αντίδρασή μου έτσι και την έβλεπα ξαφνικά μπροστά μου. Δεν περίμενα, βέβαια, ότι θ’ άρχιζα να κουνάω την ουρά μου, ούτε όμως ότι θ’ αντιδρούσα όπως αντέδρασα εκείνη τη στιγμή. Δεν κούνησα την ουρά μου, ούτε γάβγισα, ούτε καν της έγλειψα τα πόδια. Απλώς πήρα στάση αμυντική, επιφυλακτική, λες και μύριζα τον εισβολέα για να βεβαιωθώ αν ήταν διαρρήκτης ή απλώς κάποιος παλιός γνωστός που δεν μπορούσα να θυμηθώ τη μυρουδιά του. Κι όταν βεβαιώθηκα ότι ναι μεν η μυρουδιά ήταν γνώριμη αλλά ο εισβολέας είχε μπει με σκοπό να διαρρήξει εκ νέου τα σπλάχνα μου και να πάρει την καρδιά μου για σουβενίρ, η στάση μου έγινε επιθετική.
Πρώτα γρύλισα. «Στέλλα; Τι έκανες, Στέλλα;». Ύστερα γάβγισα. «Είσαι σοβαρή, ρε Στέλλα; Μα είσαι σοβαρή, γαμώ το κέρατό μου;» Και τελικά όρμησα΄ προς την πόρτα.
«Χάρη;».
Ο εισβολέας είχε προφέρει τ’ όνομά μου... Προσπάθησα να τον αγνοήσω και να κάνω το τελικό σάλτο προς την έξοδο, αλλά σκέφτηκα ότι ένας καλός φύλακας δεν το βάζει ποτέ στα πόδια. Έμεινα ακίνητος τεντώνοντας τ’ αυτιά μου. Όλες οι αισθήσεις μου ήταν σε εγρήγορση, μην τυχόν κι ο διαρρήκτης κάνει κάποια αιφνιδιαστική κίνηση και εξουδετερώσει τις άμυνές μου.
«Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, Χάρη… Πραγματικά χαίρομαι που σε βλέπω…»
Ο μπουκαδόρος αποφάσισε να μου πετάξει το κοκαλάκι. Η μυρουδιά του ήταν γαργαλιστική, αλλά εγώ ήμουν καλά εκπαιδευμένος κι ήξερα να αποφεύγω τις παγίδες. Κατάλαβα ότι δεν ήταν ένα αγνό, τραγανό κοκαλάκι με ακαταμάχητη γεύση. Κατάλαβα ότι ήταν φόλα...
Τελικά, το πήρα απόφαση. Χαλάρωσα, έγλειψα τις πληγές μου κι αποφάσισα να αντιμετωπίσω τον εισβολέα στα ίσια. Έκανα μεταβολή και τον αντίκρισα κατάματα. Με το βλέμμα του λαμπραντόρ και την αποφασιστικότητα του τσιουάουα.
«Γεια σου, Αλίκη, τι κάνεις, καλά είσαι, τι κάνει ο Σούλης, πότε παντρεύεστε;».
Κι ύστερα τα μάτια μου κατακεραύνωσαν εκ νέου την κουμπάρα. Με την οργή του λυκόσκυλου και τη λύσσα του κοπρόσκυλου.
… … … … …
Την κοίταξα. Αφού πρώτα δέχτηκα τα βολτ από τα γκριζοπράσινα μάτια της, άρχισα να παρατηρώ τα σημάδια που είχε αφήσει πάνω της ο χρόνος. Και δεν παρατήρησα ούτε ένα...
Σαν να μην πέρασε μια μέρα… Λες κι ο χρόνος είχε σταματήσει τη βραδιά που την ξαπόστειλα. Λες κι οι δείχτες του ρολογιού ξανάρχισαν να κινούνται τούτη εδώ τη στιγμή… Θα πατούσε τα τριάντα τέσσερα σ’ ένα εξάμηνο, αλλά το πρόσωπό της παρέμενε κοριτσίστικο, τα ολόξανθα μαλλιά της φωτεινά, το κορμί της στιλάτο. Κοίταζα τον αλήστου μνήμης μπούστο της και τα σφιχτά της πόδια που ξεχύνονταν κάτω από την τζιν φούστα κι ένιωθα γέρος μπροστά της, και μάλιστα πορνόγερος με τον τρόπο που κοίταζα. Το μόνο που είχε αλλάξει πάνω της ήταν το δεξί της γόνατο. Η άλλοτε ανατριχιαστική ουλή ήταν πια ένα ξεθωριασμένο σημάδι. Κατά τ’ άλλα, δεν είχε αλλάξει καθόλου.
«Δεν έχεις αλλάξει καθόλου». Δεν το είπα εγώ αυτό, εκείνη το είπε. Ούτε ανταπέδωσα το κομπλιμέντο. Περίμενα κι άλλα. Κι η αναμονή μου δικαιώθηκε. «Μόνο το μούσι δηλαδή, που ξύρισες. Και πολύ καλά έκανες. Δε σου πήγαινε καθόλου. Και τα μαλλιά που άφησες να μακρύνουν. Σου πάνε πολύ».
Όφειλα να ανταποδώσω. Αλλά τι να της έλεγα; Ούτε είχε ποτέ μούσι για να το ξυρίσει ούτε είχε αφήσει τα μαλλιά της να μακρύνουν. Τελικά αποφάσισα να παραμερίσουμε τις σάλτσες και να μπούμε στο κυρίως θέμα. Αυτοσυγκεντρώθηκα κι έκανα δυναμικό μπάσιμο.
«Αλίκη, θέλω να μ’ ακούσεις προσεκτικά. Όλα αυτά τα χρόνια ζούσα γι’ αυτή τη στιγμή. Αλλά τελευταία έχω συνειδητοποιήσει ότι ζούσα μέσα σε μια ψευδαίσθηση, σ’ έναν κόσμο φανταστικό. Και περίμενα την Αλίκη να εμφανιστεί επιτέλους στον κόσμο των θαυμάτων…»
Έβαλα το ένα χέρι μέσα στο άλλο και τα έσφιξα μεταξύ τους με δύναμη. Δεν το έκανα επειδή αισθανόμουν νευρικότητα. Απλώς αντάλλαξα θερμή χειραψία με τον εαυτό μου. Για εντελώς απροετοίμαστος, τα πήγαινα μια χαρά. Η Αλίκη πήγε κάτι να πει, αλλά σιγά μην την άφηνα. Είχα πάρει φόρα και δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσω να μου την κόψει.
«Κάποια στιγμή, λοιπόν, κουράστηκα να ζω μέσα σ’ ένα όνειρο, που ώρες ώρες γινόταν εφιάλτης. Κι αποφάσισα απλώς να ζήσω τη ζωή μου…»
Είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή. Η Αλίκη είχε έρθει να με συναντήσει πιστεύοντας ότι θα έχει το πάνω χέρι. Όλα αυτά τα χρόνια άκουγε από την κολλητή της και την ξαδέρφη της διάφορα μελοδραματικά για τον καημένο το Χάρη. Καιρός, λοιπόν, να μάθει ότι ο καημένος ο Χάρης είχε πάψει πια να είναι καημένος. Καιρός να της ρίξω την κατραπακιά.
«Ξέρεις, Αλίκη, δεν παντρεύεσαι μόνο εσύ. Παντρεύομαι κι εγώ...»
Την κάρφωσα με βλέμμα σουβλερό, περιμένοντας να τη δω να πλαντάζει στο κλάμα. Και το βλέμμα μου έγινε θριαμβευτικό, παρατηρώντας την αντίδρασή της. Τα μάτια της πρώτα άνοιξαν διάπλατα και μετά υγράνθηκαν. Έπειτα άρχισε να ρουφάει τη μύτη της. Κι ύστερα φτερνίστηκε.
… … … … …
Δεν είχε σταματήσει να με κοιτάζει. Όμως για πρώτη φορά με κοίταξε όπως με κοίταζε τότε... Έσπρωξα τα χέρια της μακριά. Άπλωσα τα δικά μου, τη βούτηξα από το σβέρκο και την έχωσα στην αγκαλιά μου. Δεν αντιστάθηκε. Το μουτράκι χώθηκε στο στήθος μου και τα μπράτσα της τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση μου. Περίμενα να κλάψει, μα δεν έκλαψε. Περίμενα να κλάψω, μα, όσο κι αν το ήθελα, δεν το κατόρθωσα. Απλώς σφάλισα τα μάτια και φυλάκισα βαθιά μες στο μυαλό μου την ανάμνηση. Διπλοκλείδωσα μες στο πετσί μου, διπλαμπάρωσα μες στην καρδιά μου την αίσθηση της τελευταίας μας αγκαλιάς… (…)

Λύκαινα

Η δεξίωση προς τιμήν της καλλιτέχνιδος ήταν στο φόρτε της όταν πάρκαρα κάτω από ένα αρμυρίκι. Βγήκα από το αυτοκίνητο κι έριξα μια ματιά στον υπαίθριο χώρο του παραθαλάσσιου καφέ μπαρ. Οι καλεσμένοι ήταν αρκετοί κι η τζαζ μουσική έπαιζε σε χαμηλή ένταση. Γύρισα ν’ αντικρίσω την παραλία του Αϊ-Γιώργη και αντίκρισα μαύρο σκοτάδι. Το φεγγάρι είχε κρυφτεί πια για τα καλά πίσω από ένα γκρίζο σύννεφο και το γκρίζο σύννεφο είχε κρυφτεί πίσω από ένα μαύρο σύννεφο που σκέπαζε τον ουρανό. Υπέθεσα δηλαδή ότι ήταν μαύρο, αφού όταν σήκωσα το κεφάλι τα είδα όλα μαύρα. Έτσι κι αλλιώς, όμως, όλα μαύρα τα έβλεπα εκείνη τη στιγμή. Ακόμα κι ο πορτιέρης, που τσέκαρε τις προσκλήσεις στην είσοδο, μαύρος ήταν.
Μαύρη ήταν κι η τουαλέτα της Αλίκης. Την είδα να στέκεται κοντά στο μπαρ, χαζολογώντας με δυο καλεσμένους και μια καλεσμένη. Τον κοκκινοτρίχη δεν τον πήρε το μάτι μου. Έριξα μια τελευταία ματιά στη μαύρη τουαλέτα της Αλίκης και μετά χώθηκα στο διπλανό ταβερνείο. Βγήκα ύστερα από τρία λεπτά, κρατώντας μια μαύρη σακούλα γεμάτη μπίρες. Προχώρησα προς την παραλία. Περπάτησα πάνω στη μαύρη άμμο για αρκετή ώρα, μέχρι που το σκοτάδι έγινε πίσσα και δεν ακουγόταν πια ο παραμικρός ήχος από το καφέ της χαράς. Ξάπλωσα στην αμμουδιά και κατέβασα την πρώτη μπίρα μονορούφι. Κι ύστερα τη δεύτερη. Τη στιγμή που άνοιγα την τρίτη το φεγγάρι τρύπησε τα σύννεφα κι έκανε τη νύχτα μέρα. Σήκωσα το κεφάλι, κάρφωσα το βλέμμα πάνω του κι ένιωσα όλες τις τρίχες του κορμιού μου να σηκώνονται και να βαράνε προσοχή. Ο λύκος είχε ξυπνήσει για τα καλά μέσα μου…
Και τότε ούρλιαξα μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου... Ήταν ένα ουρλιαχτό παρατεταμένο, ένα ουρλιαχτό παραπονεμένο, ένα ουρλιαχτό που έφτασε μέχρι το φεγγάρι και το έκανε να δακρύσει. Αισθάνθηκα τα πρώτα δάκρυα πάνω στα μαλλιά μου. Και τα επόμενα πάνω στα ρούχα μου, πάνω σ’ όλο μου το σώμα. Η μπόρα είχε ξεσπάσει για τα καλά...
Έγινα μούσκεμα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, αλλά δεν έκανα την παραμικρή κίνηση για να προστατευτώ. Ο λύκος άνοιξε το στόμα του για να ουρλιάξει και πάλι, αλλά τον πρόλαβε ένα άλλο ουρλιαχτό΄ το ουρλιαχτό της λύκαινας...
«Χάρη; Χάρη!»
Είδα τη μαύρη σιλουέτα να τρέχει καταπάνω μου. Ανασηκώθηκα και προσπάθησα ν’ ανασυντάξω τις δυνάμεις μου. Σκέφτηκα να της δείξω τα νύχια μου, αλλά τα είχα κόψει. Τελικά αποφάσισα να μην προβάλω την παραμικρή αντίσταση.
Η μαύρη σιλουέτα χίμηξε πάνω μου και με ξάπλωσε στην άμμο. Το φεγγάρι κρύφτηκε για τα καλά πίσω από το μαύρο σύννεφο την ώρα ακριβώς που η μαύρη σιλουέτα άνοιγε το στόμα της για να με κατασπαράξει.
Τελικά, το στόμα της μαύρης σιλουέτας παρέμεινε μισάνοιχτο. Και την επόμενη στιγμή κόλλησε πάνω στο δικό μου...
... ... ... ... ... ...
Μείναμε ξαπλωμένοι στην ακροθαλασσιά, αδιαφορώντας για την καταιγίδα. Οι αστραπές πλησίαζαν όλο και περισσότερο, όμως εμείς δεν τις λογαριάζαμε. Παραμέναμε σφιχταγκαλιασμένοι, χωρίς να μιλάμε, με το αφρισμένο κύμα να μας γαργαλάει τις πατούσες. Λίγο νωρίτερα, για να προστατευτούμε από τη βροχή, είχαμε μπει στη θάλασσα. Δεν κολυμπήσαμε, γιατί ήμασταν φαγωμένοι και χορτασμένοι. Από φαΐ κι από κολύμπι είχαμε μπουχτίσει όλα αυτά τα χρόνια. Τα κορμιά μας είχαν άλλου είδους ανάγκες. Λαχταρούσαν να γευτούν ξανά τη γλύκα από το νέκταρ που κυλούσε πάνω τους τη στιγμή που έσμιγαν, που έτρεμαν, που σπαρταρούσαν.
Ο ιδρώτας ανακατεύτηκε με το στυφό νερό της βροχής και το αλμυρό της θάλασσας. Κάναμε έρωτα εκεί που έσπαγε το κύμα, κόντρα σ’ όλα τα στοιχειά της φύσης. Ακόμα κι η θάλασσα ήταν εναντίον μας. Συνεχώς μούγκριζε, άφριζε, φούσκωνε, απειλούσε να μας καταπιεί. Ήταν φανερό ότι δυσφορούσε για τη βεβήλωση που είχε υποστεί από δυο παράνομους εραστές. Τελικά η απόλυτη δύναμη της φύσης γονάτισε μπρος στο λυσσαλέο πάθος του έρωτα. Η θάλασσα σίγησε, τραβήχτηκε τρομαγμένη προς τα μέσα. Οι αστραπές χάθηκαν ξαφνικά, σαν να μην είχαν εμφανιστεί ποτέ. Η μπόρα κόπασε απότομα, όπως ακριβώς είχε αρχίσει. Και το φεγγάρι ξεπρόβαλε λαμπρό, διαλύοντας τα σύννεφα εν ριπή οφθαλμού. Όλα αυτά μπορεί να κράτησαν δευτερόλεπτα, μπορεί και ώρες. Ο χρόνος ήταν το τελευταίο που μ’ απασχολούσε εκείνη τη στιγμή. (...)

Εξουσία

Χαιρετίσματα, λοιπόν, στην εξουσία, εγώ κρατάω την ουσία κι ονειρεύομαι…
Κι εγώ κρατούσα την ουσία. Και ονειρευόμουν΄ στον ξύπνο μου. Ονειρευόμουν την ουσία, την εξουσία, την πεμπτουσία της ύπαρξής μου. Και οι εφιαλτικές φωνές για επικείμενους κινδύνους και κουραφέξαλα είχαν πάει πια για τα καλά στα τσακίδια.
Οι ονειροπολήσεις δεν κράτησαν παραπάνω από ένα τριήμερο. Δε διακόπηκαν μόνες τους, εγώ τις διέκοψα. Δε βαυκαλιζόμουν με τις φαντασιώσεις, δε μου αρκούσαν τα όνειρα. Ήθελα να τα ζήσω. Ήθελα να ζήσω όλα όσα δεν έζησα τα τελευταία δεκαοχτώ χρόνια, να βιώσω το σκίρτημα του αληθινού έρωτα, να ρουφήξω μέχρι την τελευταία σταλιά το νέκταρ που κάποτε απλώς μου είχε βρέξει τα χείλια -κι εγώ το είχα φτύσει λες κι ήταν φαρμάκι…
Βγήκα από το σπίτι παρορμητικά και χώθηκα στη διπλανή πολυκατοικία με μια πρωτοφανή έξαψη ενθουσιασμού να μου τσουρουφλίζει το στέρνο. Καθώς χτυπούσα το κουδούνι του διαμερίσματος, αγνόησα για πολλοστή φορά μια αδύναμη φωνούλα που με ρωτούσε ξέπνοα «Και αν…;» «Και αν εκείνη σε απορρίψει;» ήθελε να με ρωτήσει, αλλά εγώ δεν την άφηνα να ολοκληρώσει τη φράση. Δεν υπήρχαν «Και αν…;» σ’ αυτή την ιστορία. Και η ξέπνοη φωνούλα χάθηκε, εξανεμίστηκε, ξεψύχησε τη στιγμή που τα μάτια της Λουίζας άστραψαν αντικρίζοντάς με στο κατώφλι της πόρτας.
«Σταύρο…»
Λουίζα… Δεν το πρόφερα, δεν είχε κανένα νόημα ν’ ανταλλάξουμε στοιχεία ταυτότητας. Ούτε σάλεψα από τη θέση μου. Περίμενα να κάνει εκείνη το πρώτο βήμα. Και το έκανε, με τα χέρια. Τα δάχτυλά της πλέχτηκαν ανάμεσα στα δικά μου, τραβώντας με απαλά προς το μέρος της.
«Ήμουν σίγουρη ότι θα ’ρθεις»
Κι εγώ ήμουν σίγουρος ότι ήταν σίγουρη. Τα καστανοπράσινα μάτια της δεν είχαν φανερώσει το παραμικρό σημάδι έκπληξης, παρά μόνον προσμονής. Και αναμονής, ενδεχομένως. Ίσως περίμενε τις απαντήσεις στα ερωτήματα που έπρεπε να είχαν απαντηθεί εδώ και χρόνια. Όμως εγώ δεν της έδωσα καμία απάντηση, καμία εξήγηση. Το θεωρούσα άσκοπο, χάσιμο χρόνου, τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Κι έτσι δεν είπα τίποτ’ άλλο παρά μόνον πέντε σταράτες κουβέντες:
«Λοιπόν, Λουίζα; Πού είχαμε μείνει;»
Η Λουίζα θυμόταν καλά πού είχαμε μείνει -για μένα δε γεννάται λόγος. Λες και δεν είχαν περάσει παρά μόνο λίγα λεπτά, λες και συνεχίσαμε απλώς κάτι που είχαμε αφήσει ανολοκλήρωτο, το πιάσαμε από κει που το είχαμε αφήσει τη νύχτα εκείνη. Και η αίσθηση, η τέρψη, η ηδονή ήταν ίδιες κι απαράλλαχτες, όπως ακριβώς τις θυμόμουν, λες και εκείνη η νύχτα απλώς συνεχιζόταν, λες και ο θεός Ήλιος είχε λιώσει με τις πυρωμένες ακτίνες του μια ανούσια παρένθεση δεκαοχτώ χρόνων… (...)

21 σχόλια:

Τη 12:36 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Ecumene είπε...

Εισαι λατρης των αισθησεων............

που σου δινει η γυναικα...............

την γυναικα ως προσωπικοτητα

την βαριεσαι....:))......
για να συνεχισω τις αιχρες
μπηχτες......................

Καληνυχτα

θα περασω αυριο

σαν σκυλακι...γιατι τωρα ειμαι

λυκαινα.......................:))...

 
Τη 12:52 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

@ Πάντως εγώ σε προτιμώ... άλογο! Αχαλίνωτο, όπως πάντα :)

Λάτρης των αισθήσεων; Όχι μόνο. Και των παραισθήσεων, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και των -μεταφεμινιστικών- πεποιθήσεων! Αρκεί να έχουν άρωμα γυναίκας...
Πάντως, χωρίς την προσωπικότητα, δεν υπάρχουν αισθήσεις. Παρά μόνον ψευδαισθήσεις...
:))

 
Τη 10:47 π.μ. , Ο χρήστης Blogger dodo είπε...

Ωραίο γράψιμο. Ματιά προσωπική, με συναίσθημα και χιούμορ να μπλέκουν στις σωστές δόσεις, κερδίζει το ενδιαφέρον από την αρχή...

 
Τη 11:14 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Αλεπού είπε...

Μ' αρέσει ο τρόπος που γράφεις και το πέρασμα απ' το άλογο, στο σκύλο κι από κει στη Λύκαινα και την εξουσία.
Διαβάζοντας σε μου ήρθε στο μυαλό η σκηνή απ' την ταινία "Υπόθεση Τόμας Κράουν" (όχι το ριμέικ)όπου το πρωταγωνιστικό ζευγάρι παίζει σκάκι και είναι κατά τη γνώμη μου απ' τις πιο ερωτικές σκηνές που έχω δει. Έτσι είναι ο έρωτας, σαν μια παρτίδα σκάκι για πολύ καλούς παίχτες...

 
Τη 11:57 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

Dodos, Aλεπού, να'στε καλά. Αλεπού, ναι, τη θυμάμαι τη σκηνή. Συμφωνώ μαζί σου, είναι από τις πιο ερωτικές της έβδομης τέχνης

 
Τη 11:58 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

εργοτελίνα, περιμένω το... σκυλάκι :))

 
Τη 1:52 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger ladybug είπε...

Ωραία, πολύ ωραία, ζωντανές σκηνές γεμάτες πάθος. Λάτρης των αισθήσεων, πράγματι
Γιατί όμως σε όλες ο έρωτας περιέχει "κάτι λίγο" από πόνο?

 
Τη 4:20 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Καπετάνισσα είπε...

Χρηστάκο,
σ' ευχαριστώ πρώτα-πρώτα για το μέλι που με κερνάς.

Και για τα όσα όμορφα δικά σου βουτάς στο κόκκινο το άγριο και ζουμερό μαζί και μας τα χαρίζεις.

Εμείς που δεν είμαστε χορτάτοι, ούτε τους καμωνόμαστε, οφείλουμε να σου πούμε ότι τέτοια χρειαζόμαστε!
Πως λένε "πάντα τέτοια;"
Έτσι ακριβώς.

 
Τη 4:41 μ.μ. , Ο χρήστης Anonymous Ανώνυμος είπε...

Moυ άρεσε πολύ η λύκαινα.Το δέσιμο του υγρου στοιχειου-μανιασμένου μάλιστα- με τον έρωτα.Πολυ ωραια σκηνή.

 
Τη 8:56 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

Σας ευχαριστώ όλους! Να 'στε πάντα καλά και να... μ' επισκέπτεστε :))

ladybug, κι ο πόνος μέσα στο πρόγραμμα είναι.

καπετάνισσα, δεν έχω λόγια...

regina, είναι να μην ξυπνήσει το ένστικτο!

 
Τη 12:34 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Ecumene είπε...

Mα τελικα εισαι Γυναικογνώστης;;;;....


(((Ολα τα ειδη των γυναικών τα απόλαυσες...για να γραψεις αυτο το
κειμενο................)))





το σκυλακι εγινε στην πορεια....


Λυκόσκυλο....της Εξουσίας...

και φευγει στο Αγνωστο ...

παρεα με ενα Αλογο.....


Καληνυχτα.......

(((της Ερωτικης εξουσιας εννοείται...

:)...

 
Τη 12:47 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

Ωχ, Εργοτελίνα, αυτό πόνεσε! Αυτό κι αν ήταν μπηχτή... Αυτό για τα "είδη των γυναικών" που "απόλαυσα", λέω.
Αλλά υπάρχουν όντως πολλά είδη γυναικών; Μήπως, στην ουσία, είναι μόνο ένα;...
Καταπληκτικό το κειμενάκι σου! Θα το χρησιμοποιήσω -αρκεί να μου... κατοχυρώσεις το c(l)opyright!
:))
Καληνύχτα!

 
Τη 11:19 π.μ. , Ο χρήστης Anonymous Ανώνυμος είπε...

Φίλε και συνάδελφε, Ι'm back! Θα ξαναφύγω βέβαια την άλλη εβδομάδα, με γύρισαν μόνο για το σπάσιμο, ξέρεις. Διάβασα ασφαλώς τα κείμενα που είχα χάσει. Τη γνώμη μου την ξέρεις, την έχω ξαναπει, δεν χρειάζεται να επαναλαμβανόμαστε....

 
Τη 8:11 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

@ che
Καλώς ήλθες. Και καλώς... να ξαναφύγεις!
:)

 
Τη 11:53 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Ελπίδα είπε...

Χρήστο μου, γράφεις και σκέφτεσαι πολύ ωραία!Μ΄ άρεσαν πολύ! Χρόνια είχα να διαβάσω κάτι ερωτικό. Και το δικό σου γράψιμο, με τράβηξε και παρακάτω. Μπράβο σου! Όταν ξεμπλέξω θα διαβάσω και βιβλίο σου.
Σου εύχομαι κάθε επιτυχία στον χώρο του βιβλίου, γιατί την αξίζεις! Βλέπεις τα πράγματα με πολύ ιδιαίτερη και πρωτότυπη ματιά κι αυτό σε κάνει να ξεχωρίζεις.
Να σε χαίρεται η οικογένειά σου!
Αλήθεια! Η γυναίκα σου τι λέει;

 
Τη 12:01 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

elpida, ύστερα απ' όλα αυτά, όπως καταλαβαίνεις, όταν ανέβω στη Ζαγορά και γνωρίσω εσένα και την οικογένειά σου, τα... τσίπουρα δικά μου! (Φτηνά πώ να τη βγάλω, ε;).
Όσο για τη γυναίκα μου, τι να λέει; Γκρινιάζει -και με το δίκιο της- όταν με βλέπει όλη μέρα σκυμμένο πάνω από ένα λάπτοπ. Αλλά χαίρεται για μένα. Κι εγώ για κείνη :)

 
Τη 1:33 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Ελπίδα είπε...

Α!, ρε Χρήστο! Είχα γράψει ένα κατεβατό στο καινούργιο σου ποστ, κάτι πάτησα κατά λάθος και χάθηκε όλο! Σπάστηκα τώρα! Αύριο θα τα ξαναγράψω! Άνοιξες πολύ ωραίο θέμα!Να το κρατήσεις ή να το συνεχίσεις.
Όταν έρθετε, κερνάμε εμείς! Εγώ δεν πίνω, οπότε κέρδος δικό σας τα καραφάκια. Εγώ τον μεζέ!
Αν η γυναίκα σου είναι δίπλα σου και την παραμελείς, δίκιο έχει! Εγώ γράφω όταν κοιμάται ο άντρας μου ή λείπει. Τελευταίως και λίγο όταν βλέπει μπάλλα.
Μπράβο σας! Αυτό είναι το σωστό. Να χαίρεται ο ένας με την χαρά του άλλου! Να είστε σίγουροι ότι θα πετύχετε σαν ζευγάρι και σας το εύχομαι ολόψυχα!
Καλό σας βράδυ!

 
Τη 11:14 π.μ. , Ο χρήστης Blogger Χρήστος Φασούλας είπε...

elpida μου, το κέρασμα είναι το λιγότερο! Θα χαρώ που θα σας δω.
Κοίτα, δεν την... παραμελώ και κάθε μέρα! Τελευταία έχω βάλει ένα κάποιο πρόγραμμα: γράφω 3-4 μέρες τη βδομάδα, 3-4 ώρες την ημέρα. Αυτό που που είπα (για ολημερίς κι ολονυχτίς) ίσχυε κυρίως στο πρώτο μου βιβλίο. Και κάπως στο δεύτερο. Στο τρίτο είμαι πιο χαλαρός
:))

 
Τη 2:30 μ.μ. , Ο χρήστης Blogger Ελπίδα είπε...

Έτσι μπράβο! Όλα με πρόγραμμα!

 
Τη 3:53 μ.μ. , Ο χρήστης Anonymous Ανώνυμος είπε...

Nice idea with this site its better than most of the rubbish I come across.
»

 
Τη 8:28 μ.μ. , Ο χρήστης Anonymous Ανώνυμος είπε...

This site is one of the best I have ever seen, wish I had one like this.
»

 

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα