Ο μαγικά απατηλός (ή απατηλά μαγικός) κόσμος των media...
ΥΓ.
Σχήμα πρωθύστερον είν΄ αυτό, αλλά το θεώρησα απαραίτητο να το βάλω στην αρχή, επειδή το παρακάτω ποστ θα παραμείνει στην κορφή για μερικές μέρες ακόμα. Φεύγω για ένα τετραήμερο, το δε λάπτοπ που διαθέτω είναι αρχαϊκής τεχνολογίας και μου βγάζει την πίστη. Ωστόσο, το γνωστό μικρόβιο -ξέρω ότι- δεν πρόκειται να σταματήσει να με τσιγκλάει. Θα διαδικτυώνομαι απλώς και μόνο για να ελέγχω το μηνύματα (αν και φοβάμαι ότι μάλλον θα με ελέγχουν εκείνα, γιατί εμφανίζονται στο λάπτοπ όποτε γουστάρουν). Είστε πάντα ευπρόσδεκτοι, αλλά μη μου κρατήσετε μούτρα αν δεν -κατορθώσω να- σας απαντήσω.
Τα ξαναλέμε σε νορμάλ κατάσταση -και ταχύτητα- από Τρίτη.
Κάποιος ανώνυμος φίλος (φίλος με ψευδώνυμο για την ακρίβεια), με ένα σχολιάκι του στο παρθενικό μου ποστ, μου ζήτησε να του πω την άποψή μου για το χώρο της δημοσιογραφίας και των μίντια. Επειδή έχω ένα κεφάλι καζάνι και δεν είμαι σε θέση να γράψω ούτε τ' όνομά μου (δε νομίζω να το 'χω γράψει πουθενά παραπάνω, έτσι;) σκέφτηκα να πω τις απόψεις μου για τον μαγικά απατηλό -ή απατηλά μαγικό- αυτόν χώρο μέσα από ορισμένα αποσπάσματα (σατυρικά, κατά βάση, αλλά όχι μόνο) του βιβλίου μου "Ο Έρωτας δεν κάνει για πιλότος".
Περιμένω και τα δικά σας σχόλια επί του θέματος -και επί των αποσπασμάτων...
Ρουφιανιά
(...) Ο διευθυντής μού πρότεινε να εγκαταλείψω το ρεπορτάζ –άρα και το τρέξιμο– και ν’ ασχοληθώ με την αρθρογραφία, και μάλιστα διπλασιάζοντας το μισθό μου. Κι ύστερα με πλάκωσε στα εγκώμια και στις γαλιφιές. Δήλωσε ένθερμος αναγνώστης των κειμένων μου και θαυμαστής του στιλ γραφής μου. Μου έδωσε απεριόριστο χρονικό περιθώριο να το σκεφτώ και μου είπε ότι για μένα θα ήταν πάντοτε ανοιχτή η πόρτα της εφημερίδας. Εγώ, βέβαια, την έκλεισα φεύγοντας. Δεν έβαλα καν το χαλάκι για να την κρατήσει ανοιχτή…
Από τη μέρα εκείνη άλλαζα συνεχώς αποφάσεις. Καθόμουν κάτω από τα σεντόνια της κυρα-Μαριώς από τον πέμπτο και σκεφτόμουν με τις ώρες… Κακά τα ψέματα, την πονούσα αυτή την εφημερίδα. Όταν είχα πρωτοπιάσει δουλειά πριν από εφτά χρόνια, ήταν μια κουτσομπολίστικη κωλοφυλλάδα, αλλά σύντομα έγινε εφημερίδα με κύρος. Ο ιδιοκτήτης της, από απλός δημοσιογραφάκος της σειράς, είχε εξελιχθεί σε βαρόνο των media. Από ένα σημείο και μετά η εφημερίδα άρχισε να πουλάει σαν τρελή και το αφεντικό τρελάθηκε. Επένδυσε ένα μερίδιο από τα κέρδη σ’ έναν από τους πρώτους σταθμούς της ελεύθερης ραδιοφωνίας. Και το επόμενο βήμα του ήταν η τηλεόραση.
Είχα βάλει κι εγώ ένα χεράκι σ’ αυτή τη μεταμόρφωση. Ειδικά τον πρώτο, δύσκολο καιρό, ξημεροβραδιαζόμουν στα γραφεία μαζί με πέντ’ έξι ακόμα συναδέλφους, κάνοντας σχέδια για την ανανέωση της εφημερίδας. Ώσπου ένας από τους συναδέλφους αποφάσισε κάποια στιγμή να παρουσιάσει τα σχέδια στον μπος. Κι εκείνος τα έθεσε σε εφαρμογή από την επόμενη κιόλας μέρα. Από τότε το νερό μπήκε στο αυλάκι΄ κι εγώ στο λούκι. Το αφεντικό ήξερε ποιοι ήταν οι σχεδιαστές κι αποφάσισε να τους ανταμείψει. Όχι όλους βέβαια, κάνα δυο απ’ αυτούς. Εκείνους δηλαδή που ήξεραν να του λένε συνεχώς πόσο συγκλονιστικό ήταν το τελευταίο πρωτοσέλιδο άρθρο του –κι όλα τα προηγούμενα, φυσικά–, πόσο ωραία τα είχε πει στην τελευταία του τηλεοπτική συνέντευξη, τι καταπληκτικό άρωμα ανέδιναν το άφτερ σέιβ που φορούσε και το κουβανέζικο πούρο που κάπνιζε... Και, κυρίως, να του υπενθυμίζουν κάθε τόσο και λιγάκι ότι ο τάδε συνάδελφος είχε πάει για κατούρημα εν ώρα εργασίας…
Είχα σιχαθεί τη ρουφιανιά. Είχα αηδιάσει με το γλείψιμο. Κι επειδή δεν είχα καταφέρει να προσβληθώ από τον ιό της αναισθησίας που κατάπινε με ταχείς ρυθμούς το χώρο, έγερνα όλο και περισσότερο προς την απόφαση να τα βροντήξω χάμω και να φύγω. Όμως εκεί ακριβώς έμπαινε η άλλη όψη του διλήμματος, η όψη της κοινής λογικής. Κι αν τα παρατήσω, τι θα κάνω; Να τελειώσω επιτέλους το στοιχειωμένο μυθιστόρημα; Να θυμηθώ τα νιάτα μου και να πουλάω πορτοκαλάδες; Πορτοκαλάδες; Μα εγώ είχα βγάλει κοτζάμ Πάντειο, έστω κι αν είχε χρειαστεί να λιποθυμήσει ο πατέρας μου για να με πείσει να πάρω το πτυχίο όταν απολύθηκα από φαντάρος. Ακούς εκεί πορτοκαλάδες... (...)
Πόρτες
(...) Η Χριστίνα δεν γκρίνιαξε για την κουτσουρεμένη άδεια που πήρα τον Αύγουστο. Ο όγκος της δουλειάς αυξανόταν με μαθηματική πρόοδο, αλλά εκείνη εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει την κατάσταση στωικά. Παρ’ όλα αυτά, εγώ τη φλόμωνα κάθε τόσο στο παραμύθι. Της έλεγα ότι θα έπιανα το διευθυντή, θα του ζητούσα να δουλεύω λιγότερο κι άλλα τέτοια ιλαροτραγικά. Κατά βάθος ήξερα πολύ καλά ότι δεν ήθελα να δουλεύω λιγότερο.
Με τον καιρό η γλύκα μεγάλωνε. Κι όσο μεγάλωνε η γλύκα διαφοροποιούνταν και οι μέχρι πρότινος ανώριμες απόψεις μου. Η προοπτική της καριέρας είχε αρχίσει να μου καλαρέσει. Κάθε βράδυ, προτού κοιμηθώ, έκλεινα τα μάτια και έβλεπα πόρτες. Πόρτες ν’ ανοίγονται διάπλατα μπροστά μου, η μία μετά την άλλη΄ και παράθυρα, πολλά παράθυρα, κάθε σχήματος και μεγέθους. Μεγάλα παράθυρα, μικρά παράθυρα, παράθυρα ορθογώνια, παράθυρα τετράγωνα το ένα δίπλα στο άλλο, παράθυρα που έχασκαν απειλητικά πάνω από το χάος... Μόνο που τα παράθυρα δεν τα έβλεπα στον ξύπνο μου αλλά στον ύπνο μου. Κι όταν ξυπνούσα, έπαυα να τους δίνω σημασία. Μου αρκούσαν οι πόρτες που διάβαινα αδιάκοπα με τα μάτια της οργιώδους φαντασίας μου. Και, μολονότι οι πόρτες αυτές δεν έβλεπα να οδηγούν πουθενά, εξακολουθούσα να τις διαβαίνω, κάθε βράδυ, κάθε ώρα, κάθε στιγμή... (...)
Μαρκούτσι
(...) Ο γάμος του Ηλία και της Λίνας αποτέλεσε μέγα κοσμικό γεγονός όχι μόνο για την κλειστή κοινωνία του χωριού αλλά και γι’ αυτήν ακόμα την κοινωνία του Βόλου. Τη στιγμή που τελείωσαν οι χαιρετούρες, είδα τον προβολέα μιας κάμερας ν’ ανάβει και μια παρδαλή να πλησιάζει τον Ηλία με το μαρκούτσι στο χέρι.
«Πώς νιώθεις;» τον ρώτησε, χώνοντας το μαρκούτσι στο στόμα του.
Ο μπαρμπα-Λιας κοίταξε πρώτα το μαρκούτσι και μετά την κάμερα. «Κοιτάξτε… Βασικά… λίγο κουρασμένος. Από την ορθοστασία».
Βαθιά ικανοποιημένη από το δημοσιογραφικό της επίτευγμα, η παρδαλή πήρε το μαρκούτσι και το έχωσε στα μούτρα της Λίνας.
«Πώς νιώθεις;»
Η Λίνα χαμογέλασε. Πήρε πόζα. «Αισθάνομαι θαυμάσια!»
Η δαιμόνια ρεπόρτερ φάνηκε να μπερδεύεται, αφού είχε ρωτήσει τη νύφη πώς νιώθει κι εκείνη της απάντησε πώς αισθάνεται. Όμως δεν το έβαλε κάτω: «Αισθάνεστε πλέον μεγαλύτερη ασφάλεια γι’ αυτό το παιδί που έχετε μέσα σας;»
Η Λίνα σκυθρώπιασε. Ξέχασε και τις πόζες και τα χαμόγελα και τους τρόπους της και το χώρο όπου βρισκόταν. «Βρε, άι στο διάολο από δω, μαλακισμένο!»
Το μαλακισμένο μάζεψε το μαρκούτσι του και το έβαλε εκεί που ήξερε: στο σακίδιο του εικονολήπτη, μαζί με τα υπόλοιπα συμπράγκαλα. Για πότε μάζεψαν και τις κάμερες και τα τρίποδα ούτε που καταλάβαμε. Τη στιγμή που το βαν του συνεργείου έστριβε στη γωνία γύρισα και κοίταξα τη Χριστίνα. Είχε ξεραθεί στα γέλια. Το ίδιο κι εγώ.
«Ποια ήταν αυτή, ρε;» ρώτησα τον Ηλία μόλις σταμάτησα να γελάω.
Ήμασταν ακόμα στο προαύλιο του παραπήγματος, περιμένοντας να φύγουν και οι τελευταίοι καλεσμένοι που έδιναν ομηρικές μάχες μπροστά στον γκισέ για να εξασφαλίσουν τις τελευταίες μπομπονιέρες.
«Μια δημοσιογράφος από το τοπικό κανάλι» απάντησε αδιάφορα ο μπαρμπα-Λιας.
«Και πώς τέτοια κάλυψη; Μπας και μεγαλοπιάστηκες ξαφνικά;»
«Όχι εγώ. Η Λίνα. Πριν από κάνα μήνα ανέλαβε νομική σύμβουλος του καναλάρχη».
Το γέλιο μου είχε γίνει πια νευρικό και αδυνατούσα να το ελέγξω. Έσπρωξα πέρα το γαμπρό κι έπιασα τη νύφη από το μπράτσο. Με προσοχή, για να μην τσαλακώσω τον ταφτά.
«Συγχαρητήρια, μαντάμ!» κάγχασα. «Καλώς ήρθατε στο χώρο της διαπλοκής!»
Έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Καλώς σας βρήκαμε! Σε ποιο πράγμα ακριβώς αναφέρεσαι;». Της είπα αυτό που μου είχε αποκαλύψει ο καλός της. «Καμία σχέση» είπε. «Απλά ο ιδιοκτήτης τού καναλιού ήταν πελάτης μου σε μια υπόθεση με κάτι κτήματα. Κι όταν κέρδισα τη δίκη μου πρότεινε να αναλάβω νομικός σύμβουλος στις επιχειρήσεις του. Όχι όμως στο κανάλι. Το κανάλι το έχει ανοίξει για να παίζει». (...)
Σφιχτό χειρόγραφο
(...) Τα πρώτα προβλήματα της Χριστίνας με τη δουλειά τής παρουσιάστηκαν το Μάρτη του ’93. Κάποιοι καλοί συνάδελφοι την είχαν βάλει στο μάτι. Κι όσο περνούσε ο καιρός η κατάσταση χειροτέρευε. Ζύγωνε καλοκαίρι, όταν μου μετέφερε κάτι κουβέντες που είχε πάρει τυχαία τ’ αυτί της στο κυλικείο.
«Λένε ότι κοιμάμαι με τον αρχισυντάκτη…»
«Δεν έχουν κι άδικο» χαμογέλασα πονηρά. «Αρχισυντάκτης δεν είμαι;»
Χε, χε… Κρυάδες! Το χιούμορ μου ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Η Χριστίνα δεν το εκτίμησε. Δε μου έκανε εντύπωση, πάντως, αυτό που μου είπε. Η άποψη που κυριαρχούσε στο χώρο ήταν απολύτως τεκμηριωμένη: Οι νεαρές και ωραίες γυναίκες –οι αποκαλούμενες από τους παλιούς «σφιχτά χειρόγραφα»– ποτέ δεν ήταν άξιες ν’ αναδειχτούν χάρη στις ικανότητές τους. Κατά κανόνα αναδεικνύονταν επειδή κοιμόντουσαν με τον αρχισυντάκτη. Κι όσες δεν κοιμόντουσαν με τον αρχισυντάκτη, κοιμόντουσαν με το διευθυντή. (...)
Κώλοι
(...) Δε δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα. Απλώς τα βρήκα μπαστούνια. Ο σκηνοθέτης γάβγιζε συνεχώς διαταγές μες στο ακουστικό μου –να χαμογελάω, να συνοφρυώνομαι, να κοιτάζω το auto que και όχι το ταβάνι–, αλλά εγώ είχα μονίμως το ίδιο αποχαυνωμένο ύφος και εκφωνούσα τις ειδήσεις πιο μακρόσυρτα κι απ’ το Χατζηνικολάου.
Τον πρώτο καιρό, πάντως, η βασική μου προτεραιότητα ήταν η άρτια οργάνωση του ειδησεογραφικού τμήματος, που ήταν ξέφραγο αμπέλι. Είχα δεκάδες υφισταμένους που δεν ήξεραν πού τους παν τα τέσσερα. Όχι ότι εγώ ήξερα, αλλά προσπαθούσα να μάθω. Προϊσταμένους δεν είχα. Λογοδοτούσα κατευθείαν στο αφεντικό, που δεν έκανε τίποτ’ άλλο στη ζωή του παρά ν’ ασχολείται μέρα νύχτα με το κανάλι.
Μου πήρε κοντά δύο μήνες για ν’ αρχίσω να βάζω τα πράγματα σε κάποια τάξη και να καλέσω την πρώτη ουσιαστική σύσκεψη με όλους τους επικεφαλής των τμημάτων. Από εκεί και πέρα πήρα τα πάνω μου, καθότι στη σύσκεψη έδειξα πυγμή. Έδωσα σε όλους να καταλάβουν ποιος έκανε κουμάντο εκεί μέσα. Το έδειξα με τρόπο μοναδικό, ανεπανάληπτο: ξεφτιλίζοντας ένα και μοναδικό άτομο...
Ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι έπρεπε να κάνω ένα συμβιβασμό: να συνεργαστώ με τον προαιώνιο εχθρό μου, το Λάκη τον κεκέ. Δε δυσκολεύτηκα καθόλου, αφού αυτή τη φορά ήμουν εγώ σε θέση ισχύος…
Του έκανα την πρώτη παρατήρηση μισή ώρα αφότου εγκαταστάθηκα στο γραφείο μου και τη δεύτερη μια ώρα αργότερα. Την άλλη μέρα του έβαλα τις φωνές επειδή την προηγούμενη την είχε κοπανήσει νωρίς. Μου απάντησε ότι είχε φύγει μετά το τέλος της βάρδιας του. Κι εγώ του υπενθύμισα ότι η δημοσιογραφία δεν έχει βάρδιες και πως, αν ήθελε να χτυπάει κάρτα, να πήγαινε να κάνει αίτηση στο δημόσιο. Σίγουρα εκεί θα τον προσλάμβαναν με δόξα και τιμή. Το δημόσιο προσφέρει απλόχερα την ευκαιρία σε άχρηστους ανθρώπους να γίνουν ακόμα πιο άχρηστοι.
Η σύσκεψη έγινε στις αρχές του Μάρτη. Είχα δουλέψει πολύ την αγόρευσή μου και τους εντυπωσίασα όλους με τη ρητορική μου δεινότητα. Η δε κατάληξή μου ήταν μνημειώδης.
«Από σήμερα κιόλας το δελτίο ειδήσεων αλλάζει ύφος και ήθος. Οι κατινιές κόβονται με το μαχαίρι. Άλλωστε, εγώ κρατάω το μαχαίρι, εγώ και το καρπούζι. Και είμαι αποφασισμένος να φτάσω το μαχαίρι μέχρι το κόκαλο». Κάρφωσα με το βλέμμα μου τον κεκέ. «Αντιλαβού;» τον ρώτησα.
«Κι… κι… μάλιστα» βιάστηκε ν’ απαντήσει. «Α… αντιλαβού».
«Σώσον ελέησον, συνάδελφε Λάκη!» τον ευλόγησα. «Αφού αντιλαβού, λοιπόν, κύριε αρχισυντάκτα του καλλιτεχνικού, πες μας τι θέμα έχετε ετοιμάσει για το δελτίο».
«Κι… κι... ένα πολύ π… πιασάρικο θέμα! Κι… κι… έχουμε αποκλειστικές π… πληροφορίες ότι η Κ… Καιτούλα τα ’χει φτιάξει μ’ ένα τ… τεκνό».
«Σώπα! Η Καιτούλα και το τεκνό… Φοβερός τίτλος για μότο! Όπως λέμε η Πεντάμορφη και το Τέρας, ε; Η Καιτούλα τα ’φτιαξε με το τεκνό… Αλλά, για να ’χουμε καλό ρώτημα, ποια είναι αυτή η Καιτούλα, ρε συνάδελφε; Και ποιο είναι το τεκνό;»
«Κι… κι… η Κ…Καιτούλα είναι…»
Η γροθιά μου προσγειώθηκε με δύναμη πάνω στο μακρόστενο τραπέζι της μακρόστενης αίθουσας συσκέψεων. «Είσαι ντιπ για ντιπ μαλάκας;» γκάριξα. «Τόση ώρα τι έλεγα, ρε ηλίθιε; Αυτό είναι το νέο ήθος και ύφος που θα δώσουμε στο δελτίο; Η Καιτούλα και το τεκνό; Αυτές τις αηδίες κράτα τες γι’ αυτή τη μαλακία που επιμελείσαι και την αποκαλείς εκπομπή. Στο δελτίο δε μ’ ενδιαφέρουν ούτε οι Καιτούλες ούτε τα τεκνά. Ούτε…»
«Με συγχωρείτε, μπορώ να σας διακόψω;» με διέκοψε ο επικεφαλής του ελεύθερου.
Τον επέπληξα με το βλέμμα μου. «Γιατί με ρωτάς αν μπορείς να με διακόψεις, ενώ με έχεις ήδη διακόψει;». Ο τύπος με κοιτούσε αμήχανα. «Άντε, πες το» τον ενθάρρυνα.
«Είπατε πως δε σας ενδιαφέρουν όλα αυτά. Οι κώλοι σάς ενδιαφέρουν;»
Δεν το πίστευα αυτό που άκουγα. «Οι ποιοι;»
«Οι κώλοι. Ετοιμάζουμε ένα ρεπορτάζ για την ανακαίνιση μιας πλαζ του ΕΟΤ και βρήκαμε στο αρχείο φοβερά πλάνα με κάτι κωλαράκια που λένε…»
Αδυνατούσα να τον παρακολουθήσω. «Με συγχωρείς, καλέ συνάδελφε, αλλά σε χάνω. Μιλάνε οι κώλοι;»
«Μιλάνε όλοι, μιλάν κι οι κώλοι» παρενέβη ο επικεφαλής του αθλητικού.
Αυτόν τον είχα σε εκτίμηση. Ο Γιώργος ήταν έξυπνος τύπος, πνευματώδης και καλός στη δουλειά του. Γέλασα με το αστείο του. Κι ύστερα γύρισα στον υπεύθυνο του ελεύθερου.«Οι κώλοι κομμένοι» του ανακοίνωσα. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Εκτός κι αν είναι ωραίοι κώλοι» συμπλήρωσα. (...)
Δελτίο ειδήσεων
(...) Η επόμενη φορά που ξανασυζητήσαμε το ίδιο θέμα άργησε να ’ρθει. Αντίθετα, δεν άργησε καθόλου να φτάσει η μέρα που η φάτσα μου μπούκαρε απρόσκλητη σε κάθε ελληνικό νοικοκυριό – για την ακρίβεια, σε κάθε ελληνικό νοικοκυριό που είχε την τηλεόραση ανοιχτή και δεν έβλεπε άλλο κανάλι.
Η μέρα ήταν σημαδιακή: Μεγάλη Παρασκευή ανήμερα. Πρώτο μου θέμα, φυσικά, η ακολουθία του Επιταφίου και δεύτερο η περιφορά του Επιταφίου. Ο δαιμόνιος ρεπόρτερ –ο οποίος, ασφαλώς, ήταν επιτόπου– μας είχε ενημερώσει εγκαίρως ότι ο Επιτάφιος πήγαινε μονόπατα, κοινώς έγερνε επικίνδυνα προς τ’ αριστερά. Κι εγώ έκρινα σκόπιμο ότι το γεγονός έπρεπε να καλυφθεί με αλλεπάλληλες ζωντανές συνδέσεις και συνεντεύξεις με κάθε άνεργο παπά που θα μπορούσαμε να ξετρυπώσουμε εκείνη τη στιγμή. Ούρλιαζα συνεχώς μες στο ακουστικό του σκηνοθέτη ότι δεν πρέπει να χάσει το πλάνο τη στιγμή που ο Επιτάφιος θα έπεφτε και θα πλάκωνε τους πιστούς. Όμως ο Επιτάφιος δεν έπεσε και δεν πλάκωσε κανέναν. Απλώς συνέχισε να γέρνει, μια και αυτοί που τον κρατούσαν εξ αριστερών ήταν κοντύτεροι από εκείνους που τον βαστούσαν εκ δεξιών.
Μόλις έπεσε το σήμα του καιρού, μπήκα στο γραφείο μου κι άρχισα ν’ απαντάω στα τηλέφωνα. Μου τηλεφώνησαν όλοι οι φίλοι, οι γνωστοί, παλιές γκόμενες, παλιοί και νέοι συνάδελφοι, οι διευθυντής της εφημερίδας, η γυναίκα μου, οι κουμπάροι μου και όλο μου το σόι. Εγώ, από την πλευρά μου, έκανα ένα και μοναδικό τηλεφώνημα: αυτό που έκανα πάντα μετά το τέλος του δελτίου. Είχα δημιουργήσει μια μικρή παράδοση. Κάθε φορά που ο προκάτοχός μου παρουσιαστής του δελτίου καληνύχτιζε τους τηλεθεατές τηλεφωνούσα στον κεκέ και του τα ’χωνα για το απαράδεκτο ρεπορτάζ του καλλιτεχνικού. Βέβαια, Μεγάλη Παρασκευή ανήμερα δεν θα ήταν πρέπον να παίξουμε καλλιτεχνικό ρεπορτάζ λόγω της ημέρας. Αυτό όμως μικρή σημασία είχε. Άλλωστε, κι εγώ αυτή τη φορά, αντί να του τα χώσω, απλώς του τα ’ψαλα. Λόγω της ημέρας. (...)
Παραμύθι...
(...) Άλλο πράγμα το γυαλί... Κάθε φορά που έμπαινα στο στούντιο αισθανόμουν άλλος άνθρωπος. Από τη στιγμή δε που εξοικειώθηκα πλήρως με τα ακουστικά και τις κάμερες, δε χαμπάριαζα Χριστό. Χαντάκωνα συνεχώς τους καλεσμένους στα παράθυρα και δεν το είχα σε τίποτα να τους προκαλώ και να τους ειρωνεύομαι. Ειδικά από τη στιγμή που είδα τα νούμερα της τηλεθέασης να εκτοξεύονται στα ύψη, έγινα ο απόλυτος δικτάτωρ του δελτίου μου.
Κατά βάθος, το ’ξερα... Ήξερα ότι το κανάλι είχε αρχίσει πράγματι να αποκτά νέο ήθος και ύφος... Αυτό το ήθος και ύφος που κατευθύνεται από τα ποσοστά της τηλεθέασης και κατευθύνει με τη σειρά του τους εκκολαπτόμενους τηλεοπτικούς αστέρες.
Αστέρες... Μια φωνή μέσα μου κάτι προσπαθούσε να μου πει... «Τι είναι οι αστέρες;» με ρωτούσε η φωνή. «Τι είναι;» τη ρωτούσα κι εγώ. «Τι είναι... Μικρά ανθρωπάκια που ’χουν πάψει πια να πατούν στη γη, να τι είναι» μου ’λεγε. «Φαντασμένα μικρά ανθρωπάκια που νιώθουν σαν να απέδρασαν ξάφνου από τον πεζό κόσμο της σκληρής πραγματικότητας και να εισέβαλαν στο μαγικό κόσμο του παραμυθιού»...
Πώς το ’λεγε η γιαγιά μου; «Δώσε κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει...»
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα που τη λέγανε Γερμανία ζούσε ένα καλό παιδάκι. Κάποια μέρα το παιδάκι βρήκε μπροστά του ένα μαγικό κουτί που έβγαζε κάτι περίεργες, λαμπερές εικόνες από μέσα του. «Πώς σε λένε;» το ρώτησε. «Με λένε τηλεόραση» αποκρίθηκε το κουτί. «Εσένα πώς σε λένε;» «Εμένα με λένε Χάρη» απάντησε το παιδάκι. «Και τι θες να γίνεις άμα μεγαλώσεις, Χάρη;» ρώτησε το κουτί. «Θέλω να γίνω τηλεόραση» αποκρίθηκε το παιδάκι. «Μα δεν μπορείς να γίνεις τηλεόραση, Χάρη!» απάντησε το κουτί. «Οι άνθρωποι δε γίνονται τηλεόραση». «Μα εγώ θέλω!» έσκουξε το παιδάκι. «Καλά, θα δω τι μπορώ να κάνω» είπε η τηλεόραση κι έσβησε... Τα χρόνια περάσανε. Το παιδάκι μεγάλωσε, έγινε κοτζάμ άντρας και κάποια μέρα είδε μπροστά του ξανά το μαγικό κουτί. «Πώς σε λένε;» το ρώτησε. Και το κουτί τού αποκρίθηκε: «Με λένε Χάρη»...
Το μόνο κακό ήταν ότι η φωνή που μου τα ’λεγε όλα αυτά μιλούσε τόσο σιγά, που δεν μπορούσα να την ακούσω... (...)
28 σχόλια:
Όταν σου΄΄γραψα το μήνυμα στο άλλο post ζητώντας τις απόψεις σου, περίμενα μια σύντομη τοποθέτηση με τα γνωστά και χιλιοειπω΄μένα μπλα μπλα. Δεν περίμενα τέτοιον καταιγιστικό και σαρκαστικό "χείμμαρο"! Σκέφτηκα να σε ρωτήσω αν το βιβλίο σου περιέχει προσωπικές σου εμπειρίες αλλά δεν νομίζω να έχεις κάνει ποτέ δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση, έτσι δεν είναι ;)))
Che, θα θεωρήσω ότι η ερώτησή σου είναι ρητορική και δε θα συγχιστώ!
Όσο για τις "προσωπικές εμπειρίες", δε χρειάζεται να έχεις δουλέψει στην τηλεόραση για να τις αποκτήσεις...
Τα περισσότερα βέβαια, συμβαίνουν σε όλους τους εργασιακούς χώρους, έτσι; Τα κουτσομπολιά, οι ρουφιανιές, τα πισώπλατα είναι παντού στην ημερήσια διάταξη...
Το παραμύθι στο τέλος πάντως, εξαιρετικό.
Σφιχτά χειρόγραφα, ομιλούντες κώλοι και ένας κεκλιμμένος Επιτάφιος. christos, θα μάς ΤΡΕΛΛΑΝΕΙΣ!!!
Το παραμύθι στο τέλος, κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει...
Για όσους έχουν διαβάσει το βιβλίο, υπάρχει ένα χαμόγελο από τις γλυκόπικρες καταστάσεις που περιγράφεις και άλλες φορές ένα χαμόγελο απολαυστικών περιγραφών.
καλημέρα!
@ Krotkaya
Παντού υπάρχουν, δεν αντιλέγω. Όμως, κάθε πυραμίδα, έχει την κορυφή της. Και ίσως δεν μπορείς να αντιληφθείς τι εννοώ, αν δεν το ζήσεις από μέσα...
@ dodos
Φίλε μου, σ' ευχαριστώ και πάλι. Όσο για το παραμύθι, δε νομίζω να είναι και τόσο παραμύθι...
Aλεξάνδρα μου, σ' ευχαριστώ πολύ! Μπορώ να πω τίποτ' άλλο;
Kύριε Φασούλα καλησπέρα σας....
Διάβασα τα αποσπάσματα του βιβλίου σας και τα βρήκα απολαυστικά. Πήγα και στο site σας και διάβασα τα πρώτα κεφάλαια και μου κίνησαν την περιέργεια για τη συνέχεια.
Που μπορεί να βρει κανείς το βιβλίο σας;
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
Σε ευχαριστώ Χρήστο μου (θα μου επιτρέψεις τον ενικό και το μόριο).
Και μεγάλη μου τιμή όλα σου.
Με εκτίμηση.
υγ. Δεν ξέρω αν μπορώ να εκφράσω γνώμη εγώ, αλλά βρίσκω εξαιρετικά τα γραφόμενά σου.
@ anonymous
Κουίζ:
Πού μπορεί κανείς να βρει ένα βιβλίο;
α) Στο μπακάλικο, πάνω απ' το ράφι με τα ντολμαδάκια γιαλαντζί.
β)Στο τηλεμάρκετινγκ -δώρο ένα μπορντοροδοκόκκινο περσικό ιπτάμενο χαλί.
γ) Στο βιβλιοπωλείο.
Απάντηση:
Το γ (το ελπίζω, αν μη τι άλλο...)
ΥΓ: Πλάκα κάνω, έτσι; Και σ' ευχαριστώ θερμά για τα θερμά σου σχόλια.
@ χνούδι
Ο ενικός αυτονόητος (και το μόριο). Και, φυσικά, δέχομαι τις γνώμες όλων -φτάνει μόνο να είναι... εγκωμιαστικές!
Εγώ σ' ευχαριστώ. Και ελπίζω να το ξανασκέφτηκες...
:-) Δεν παρεξηγώ το χιούμορ σας. Απλά ρώτησα στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μου στο Χαϊδάρι και μου είπανε ότι τους τελείωσε αλλά μπορούν να το παραγγείλουν. Δεν ρώτησα σε άλλο βιβλιοπωλείο για να πω την αλήθεια.
χρήστο χάρηκα πολύ που σε γνώρισα!
Δεν διάβασα όλα τα κείμενά σου, γιατί έχω δουλιές. Χάρηκα που είσαι και δημοσιογράφος και συγγραφέας. Είναι και δικά μου απωθυμένα αυτά τα επαγγέλματα. θα τα λέμε με μικρά διαλείμματα αυτόν τον καιρό, αλλά σίγουρα δεν θα χαθούμε. Να είσαι καλά! και καλό καλοκαίρι!
@ anonymous
Το χιούμορ παρεξηγείται μόνο από ανθρώπους που δεν το διαθέτουν
@ elpida
Κι εγώ χάρηκα που σε γνώρισα :) Έχεις απωθημένο με τη δημοσιογραφία; Θα σε συμβούλευα να το... απωθήσεις όσο είναι καιρός!
Όσο για το άλλο, δυστυχώς "επάγγελμα συγγραφέας" δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων...
@ χνούδι
Το διέπραξες, τελικά; Γιατί;...
Χρήστο αγαπητέ...
Τον γνωρίζω κι εγώ το χώρο και τα 'νιωσα "σπιτικό" μου τα γραφτά σου.
Αισθάνομαι επίσης ότι είσαι ευθύς άνθρωπος, καθαρό γυαλί κι είναι -να ξέρεις-, ό,τι εκτιμώ πιότερο στους ανθρώπους αυτό.
Μοιάζεις αλώβητος απ' όλο τούτο το συμφερτό.
Κατέχεις φαίνεται, πως το παραπανίσιο φως τυφλώνει.
Ρε Χρήστο, μου δίνεις χαρά.
Ευχαριστούμε για την επίσκεψη και ανταποδίδουμε.
Κάτια
:)
@ vivliocafe
Σειρά μου να ευχαριστήσω
@ Καπετάνισσα
Με σκλαβώνεις... Τι άλλο θα μπορούσα να πω;
Όσο για το χώρο, πες τα χρυσόστομη! Γιατί έχω λάβει κάποια μέιλ που ξεκινούν πανομοιότυπα με τις φράσεις "τι ωραία που τα γράφεις, γέλασα με την ψυχή μου, μπλα-μπλα-μπλα" και καταλήγουν, μέσες άκρες, καταλογίζοντάς μου (ευγενικά, ομολογώ) αμετροέπεια και υπερβολή...
Και πού να ξέρουν ότι στην ουσία δεν έχω πει απολύτως τίποτα...
Αφού ενοχλούνται κάποιοι και σού καταλογίζουν αμετροέπεια και υπερβολή, μάλλον κάποια σημεία φανέρωσες, που τα προτιμούσαν...κουκουλωμένα!
@ dodos
Δε νομίζω. Δεν ξέρω πώς, αλλά, κατά ένα μυστήριο τρόπο, τους συναδέλφους τους μυρίζομαι. Άλλωστε τα μέιλ που λαμβάνω είναι ευγενέστατα και οι όποιες ενστάσεις συνοδεύονται από το "μήπως;". Υποθέτω ότι αμφιβάλλουν επειδή το σατιρικό κείμενο εμπεριέχει, κατά κανόνα, την υπερβολή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, δεν υπερβάλλω. Κάθε άλλο...
Ποιός γάμος του Ηλία με τη Λίνα;
Παντρέυτηκε ο Ψινάκης με τη Νικολακοπούλου και δεν πήρα είδηση;
Που ζούμε ρε;
Μα συμβαίνουν τέτοια πράγματα στα ΜΜΕ; Κυρίως στα ΜΜΕ; Άντε καλέ... Ποιος τα λέει αυτά; αχαχαχαχαχαχα!
;-)
Μυθοπλασία είναι, adomiel μου. Μυθοπλασία...
Και τι μυθοπλασία... με πολύ πολύ φαντασία! :-)
Δε συμφωνώ πάντως με όσους λένε ότι αυτά συμβαίνουν σε όλους τους χώρους... σε κανένα άλλο επάγγελμα δεν υπάρχουν αυτές οι ίδιες προϋποθέσεις για να συμβούν όχι μόνο όσα "φαντάστηκες" αλλά και χειρότερα... πάντως απόλαυσα πάρα πολύ το χιούμορ σου.. αν και δεν διέκρινα την υπερβολή πουθενά... δυστυχως...
Να περνάς καλά
Here are some links that I believe will be interested
This site is one of the best I have ever seen, wish I had one like this.
»
Very nice site!
»
Wonderful and informative web site. I used information from that site its great. saab 9-7x. Awning pic
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα