Το ταψί, η γιαγιά, ο Ρήγας Φεραίος και άλλοι… τρομοκράτες!
Αναγκάζομαι, λόγω δουλειάς, να διαβάζω καθημερινά εφημερίδες. Με πόνο ψυχής. Δεν είναι να διαβάζεις εφημερίδες τη σήμερον ημέρα. Και καλά οι αθλητικές, λίγο - πολύ είναι προβλέψιμες. Αυτές που σε κάνουν να τρελαίνεσαι είναι οι πολιτικές ειδήσεις. Νιώθεις μια ζαλάδα -στην καλύτερη περίπτωση- έστω και μια ματιά να ρίξεις στους τίτλους και τις λεζάντες. Βλέπεις, π.χ., έναν «πραιτοριανό» του Πολύδωρα να κλοτσάει λυσσασμένα ένα φοιτητή και διαβάζεις τη δήλωση του «δεν ξέρω - δεν απαντώ» Αντώναρου ότι «οι φοιτητές επιτέθηκαν στα ακίνητα ΜΑΤ»… Κοιτάς να δεις τι εξέλιξη υπάρχει στις τηλεφωνικές υποκλοπές και διαπιστώνεις ότι ο Τόνι Μπλερ και οι αυλικοί του λεχρίτες επιμένουν στην παρακολούθηση ΟΛΩΝ των κινητών τηλεφώνων.
Δεν ξέρω πώς, αλλά αυτό το τελευταίο μου έφερε στο νου τον Ρήγα Φεραίο. Και τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου. Κι από εκεί και πέρα, δεν ήθελε και πολύ για να σκαρώσω μια μικρή ιστοριούλα…
Καλύτερα μιας ώρας...
Η γιαγιά μου, η κακομοίρα, μετά τα εξήντα της τα ’παιξε. Σαράντα τόσα χρόνια την κεράτωνε ο παππούς με οτιδήποτε φόραγε μαντίλα και κορσέ σ’ όλα τα περιστοιχίζοντα τον Βόλο χωριά, ε, κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο η γριούλα κι άρχισε να βλέπει την πούλια και τον αυγερινό μεσημεριάτικα. Και ταψιά΄ πολλά ταψιά. Με μπακλαβά ή άνευ. Αλλά ένα ταψί ειδικά, το είχε ξεχωρίσει. Καθότι αυτό το ξεχωριστό ταψί πότε της τραγούδαγε και πότε τής μίλαγε και της έλεγε σοφές κουβέντες. Συνήθως της επαναλάμβανε τις δέκα εντολές, με σπέσιαλ αναφορά στο «ου μοιχεύσεις». Ώσπου κάποια στιγμή της είπε και το άλλο.
«Ξέρεις τι μου ’πε σήμερα το ταψί;», με ρώτησε συνωμοτικά τη μέρα που ’κλεινα τα δώδεκα.
«Τι σου ’πε γιαγιά;».
«Μου’ πε ‘Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή - παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή’».
Έβαλα τα γέλια. «Βρε γιαγιά, αυτό το είχε πει ο Ρήγας Φεραίος!», την ενημέρωσα.
Η γιαγιά ανασήκωσε τους ώμους. «Μπορεί, γιόκα μου. Ο παππούς σου αγόρασε το ταψί από ένα πανηγύρι στο Βελεστίνο».
Έπειτα περάσανε τα χρόνια, η γιαγιά πέθανε -Θεός σχωρέσ’ την- αλλά το ταψί ζει και βασιλεύει. Και τα ρητά του το ίδιο. Όχι ότι έχω κληρονομήσει το χάρισμα της γιαγιάς και ακούω το ταψί να μου τραγουδάει τους σκοπούς του τόπου μας, αλλά οι σοφίες που αράδιαζε στη γιαγιά δε λένε να μου φύγουν απ’ το μυαλό. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά επειδή οι ιερές μνήμες κι οι παραδόσεις πρέπει να κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά, έχω πασάρει τα ρητά και στην κόρη μου. Κι αυτή με τη σειρά της, απ’ τη στιγμή που μεγάλωσε, άρχισε να τα πασάρει στις κολλητές της. Με sms.
Προχθές, λοιπόν, η μικρή -που δεν γουστάρει πλέον να τη λένε μικρή καθότι έχει μεγαλώσει- την είχε αράξει στο μπαλκόνι και υπερχρέωνε το αλά καρτ της -και την πιστωτική μου κάρτα- όταν ξαφνικά άκουσα έναν τρομακτικό κρότο. Προτού προλάβω να συνειδητοποιήσω ότι ο κρότος δεν οφειλόταν στις κροτίδες του μπασμένου τού από κάτω που γιορτάζει τη Λαμπρή καλοκαιριάτικα αλλά στη σπασμένη πόρτα του σπιτιού μου, μας την είχαν πέσει οι μπάτσοι. Ξαφνικά βρέθηκα ξαπλωμένος με τη μούρη στο μωσαϊκό, με τα χέρια πισθάγκωνα και μ’ ένα ανατριχιαστικά ψυχρό μεταλλικό μαρκούτσι να πιέζει τη βάση του αυχένα μου.
«Ακίνητος! Ακίνητος! Μην κουνηθείς, στην άναψα!».
Και να ήθελα να κουνηθώ, ήταν φύσει αδύνατον, αφού με είχε καβαλήσει ένα ζώο βάρους ενάμιση τόνου και κόντευε να μου σπάσει τη σπονδυλική στήλη.
«Πού είναι η γιάφκα με τα εκρηκτικά;».
Άκουγα τη στριγκιά φωνή του αρχιμπάτσου, αλλά δεν μπορούσα να τον δω (το μόνο που μπορούσα να δω σε πανοραμικό πλάνο ήταν ένα κομματάκι μωσαϊκού αδιευκρινίστου χρώματος που ’θελε γυάλισμα).
«Π… ποια γιάφκα;», κατάφερα να ψελλίσω.
«Σκάσε! Εγώ κάνω τις ερωτήσεις!», βρυχήθηκε ο αρχιμπάτσος.
Και τότε άκουσα το ουρλιαχτό της κόρης μου. «Μπαμπά! Βοήθεια μπαμπά! Μου περνάνε χειροπέδες!».
Σκατά! Έβαλα τα δυνατά μου να κουνήσω οποιοδήποτε μέλος του κορμιού μου. Και οι προσπάθειές μου δεν πήγαν χαράμι: κούνησα τα φρύδια μου.
«Αφήστε ήσυχη την Αννούλα, γαμώ το κέρατό σας! Είναι…».
«Αννούλα; Α-χα!». Ο αρχιμπάτσος αλυχτούσε θριαμβευτικά. «Μήτσο σημείωνε! Πέσαμε διάνα. Άννα δε λέγανε αυτή τη μυστήρια της 17 Νοέμβρη;».
«Ποια 17 Νοέμβρη, μωρέ, τι μαλακίες είναι αυτές που…».
«Σκασμός! Πού είναι το Ταψί;».
Άλλο και τούτο πάλι… «Ποιο ταψί;».
«Εγώ κάτω τις ερωτήσεις είπαμε! Ποιος κρύβεται πίσω απ’ την κωδική ονομασία Ταψί;»
Ξαφνικά η Αννούλα άρχισε να κλαίει. «Μπαμπά, εγώ φταίω», κλαψούρισε. «Εγώ έστειλα στην Οριάνα sms…»
«Οριάνα; Α-χα!», χλιμίντρισε ο αρχιμπάτσος. «Όπως λέμε Οριάνα Φαλάτσι, ε; Μήτσο σημείωνε!».
«…της έστειλα sms με το τελευταίο ρητό που μου είπες».
«Ποιο ρητό;».
«Αυτό, καλέ, το ‘καλύτερα μιας ώρας…’. Αυτό που έλεγε το ταψί στη γιαγιά».
«Γιαγιά; Α-χα!» ξαναγκάριξε ο αρχιμπάτσος. «Μήτσο, σημείωνε! Κι άλλο κωδικό όνομα. Για-για! Και σημείωσε επίσης ότι η ύποπτη ομολόγησε. Οικειοθελώς». Έσφιξε ακόμα πιο σφιχτά το μπράτσο πίσω από την πλάτη μου: «Ποιος είναι αυτός ο Για-για; Λέγε!».
«Ο Τουρέ!», του πέταξα στα μούτρα. Κι αμέσως τον αγνόησα και μίλησα στην κόρη μου. «Δεν φταις εσύ, μωρό μου, μην κλαις. Πού να φανταστείς ότι ένα απλό ρητό του Ρήγα Φεραίου…».
«Ρήγα Φεραίου; Α-χα! Ώστε Ρήγας Φεραίος, ε; Μήτσο, σημείωνε! Οι ύποπτοι έχουν χρηματίσει και μέλη του Ρήγα Φεραίου. Μιλάμε τώρα ότι πέσαμε στη φωλιά του λύκου». Μου ξανάσφιξε το μπράτσο. «Λέγε ρε παλιόπουστα! Πού είναι το Ταψί; Και ο Για-για;».
Επειδή όπου να ’ναι θ’ άκουγα το κρακ από τα κόκαλα που σπάνε, αποφάσισα να πάω με τα νερά του. «Εντάξει, εντάξει θα μιλήσω! Πρώτα όμως πρέπει να μ’ αφήσεις. Πρέπει να πάω μέσα για να σου το φέρω».
«Ποιο να μου φέρεις;».
«Το ταψί».
«Μόνο το Ταψί; Ο Για-για πού είναι;».
«Η γιαγιά δεν είναι εδώ».
«Πού είναι;».
«Στο νεκροταφείο».
«Α-χα! Μήτσο σημείωνε. Ο Για-για ετοιμάζει χτύπημα στο νεκροταφείο. Θα…».
«Δεν κατάλαβες. Έχει πεθάνει».
«Έχει πεθάνει; Δεν αφήνεις τα σάπια λέω ’γω, ρε μπινέ; Και γιατί λες ‘Η Για-για’; Είναι θηλυκού γένους;».
«Η γιαγιά μου; Φυσικά».
Ο αρχιμπάτσος τα ’χασε, αλλά μόνο για λίγο. «Κόφ’ το δούλεμα, ρε ανάρχα! Με ποιον νομίζεις πως έχεις να κάνεις; Θα συνεργαστείς, ρε ρεμάλι, ή δεν θα συνεργαστείς; Ξέρεις τι θα πάθεις αν δεν συνεργαστείς; Ξέρεις τι κατηγορίες σας βαραίνουν και σένα και την κόρη σου; Μήτσο σημείωνε! Σύσταση συμμορίας τρομοκρατικής δράσης, αντίσταση κατά της αρχής, ανταλλαγή τηλεφωνικών μηνυμάτων ανατρεπτικού περιεχομένου, συμμετοχή…».
«Το ‘καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή’ είναι μήνυμα ανατρεπτικού περιεχομένου;», τόλμησα να ρωτήσω.
«Το ρωτάς κιόλας; Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή…», απήγγειλε ο αρχιμπάτσος. «Το πράμα μιλάει από μόνο του! Σκλαβιά και φυλακή είχαμε τα τελευταία σαράντα χρόνια, βρε ανάρχα του κερατά;».
«Μα αυτός είναι στίχος του Ρήγα Φεραίου που τον έγραψε επί τουρκοκρατίας!».
«Τουρκοκρατία, δημοκρατία, πλουτοκρατία, αριστοκρατία, όλα αυτά είναι τα άλλοθι της τρομοκρατίας!».
«Δεν μπορώ να καταλάβω πώς βγάλατε το συμπέρασμα ότι εγώ κι η κόρη μου είμαστε τρομοκράτες», είπα όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα.
«Φως φανάρι! Το sms που έστειλε ήτο εξόχως αποκαλυπτικό. Μήτσο, σημείωνε!».
«Τι να σημειώσω κύριε διοικητικά;». Ο Μήτσος, εκτός από ταλέντο στις σημειώσεις, απέδειξε ότι διαθέτει και φωνή.
«Αυτό το τελευταίο, ρε ζώον, το ‘εξόχως αποκαλυπτικό’. Για να μην το ξεχάσω στην επόμενη σύλληψη».
«Και με ποιο δικαίωμα παρακολουθείτε το κινητό της Αννούλας;», έκανα οργισμένος. «Τα τηλεφωνήματα και τα μηνύματα είναι προσωπική υπόθεση!».
«Ήταν προσωπική υπόθεση θες να πεις», χασκογέλασε ο αρχιμπάτσος. «Δεν είναι πια».
«Μπα; Και ποιος το λέει;».
«Εγώ το λέω! Ο Βουλγαράκης το λέει! Ο Τόνι Μπλερ το λέει! Όλη η υγιώς σκεπτόμενη παγκοσμιοποιημένη διεθνής κοινότητα της ανά γη υφηλίου -Μήτσο σημείωνε!- το λέει!».
«Εεε, συγνώμη, κύριε διοικητά…». Η Μήτσος έσπασε κάθε ρεκόρ, καθότι ξαναμίλησε.
«Τι συμβαίνει, Μήτσο;».
«Η δεσποινίς από ’δω λέει πως δεν έχει ταυτότητα».
«Α-χα! Και τρομοκράτισσα και χωρίς ταυτότητα. Μήτσο, θύμισέ μου μόλις χώσουμε αυτά τα σκουλήκια στο μπουντρούμι, να ρίξω μια ματιά στα κιτάπια μου, να δω ποιο από τα δύο αδικήματα είναι πιο σοβαρό».
«Δεν καταλάβατε, κύριε διοικητά», επέμεινε ο Μήτσος. «Λέει πως δεν έχει ταυτότητα επειδή είναι μικρή ακόμα για να βγάλει ταυτότητα».
«Μπα; Και πόσο μικρή είναι δηλαδή;».
«Εννιά χρονών».
Ο αρχιμπάτσος χαλάρωσε τη λαβή στο μπράτσο μου. Μπόρεσα και σήκωσα το κεφάλι και τον παρατήρησα να παρατηρεί την κόρη μου με ύφος ντετέκτιβ Ουζούνη και βάλε.
«Μμμ», μουγκάνισε τελικά. «Εννιά χρονών ε; Φαίνεσαι μεγαλύτερη…».
Μήτσο σημείωνε…
Και μόλις τελειώσεις με τις σημειώσεις, δώσ’ τες στον αρχιμπάτσο για να τις στείλει με sms στον Βουλγαράκη, στον Τόνι Μπλερ και δεν ξέρω ’γω σε ποιον άλλον. Κι αν δε λάβουν το μήνυμα, ας του το στείλει και με email. Ή να τους πάρει ένα τηλέφωνο, βρε αδερφέ! Από ασφαλή γραμμή…
3 σχόλια:
ευχαριστώ για το χαμόγελο.
(καλως όρισες στο blogohorio!)
Να 'σαι καλά, βρε Αλεξάνδρα. Χαίρομαι για το χαμόγελο. Γιατί είναι πολύ ωραίο χαμόγελο :)
Ναι, το παράλογο είναι πάντα της μόδας...
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα