Τετάρτη, Ιανουαρίου 31, 2007

Τι είναι τηλεόραση;


Την ιδέα μου την έβαλε η Ντόλυ, με το ρητορικό - σιβυλλικό της ερώτημα στο προηγούμενο ποστ:
Τι είναι τηλεόραση;
Και για να το προχωρήσω και λιγάκι παραπέρα:
Τι είναι τηλεοπτικός αστέρας;
Καμία περαιτέρω διευκρίνιση! Γράφτε ό,τι κατεβάσει η γκλάβα σας!

Όσο για τη δική μου άποψη, συνοψίζεται σε ένα μικρό απόσπασμα (και μια μικρή παραβολή) που περιέχονται στο πρώτο μου βιβλίο:

" (...) Άλλο πράγμα το γυαλί... Κάθε φορά που έμπαινα στο στούντιο αισθανόμουν άλλος άνθρωπος. Από τη στιγμή δε που εξοικειώθηκα πλήρως με τα ακουστικά και τις κάμερες, δε χαμπάριαζα Χριστό. Χαντάκωνα συνεχώς τους καλεσμένους στα παράθυρα και δεν το είχα σε τίποτα να τους προκαλώ και να τους ειρωνεύομαι. Ειδικά από τη στιγμή που είδα τα νούμερα της τηλεθέασης να εκτοξεύονται στα ύψη, έγινα ο απόλυτος δικτάτωρ του δελτίου μου.
Κατά βάθος, το ’ξερα... Ήξερα ότι το κανάλι είχε αρχίσει πράγματι να αποκτά νέο ήθος και ύφος... Αυτό το ήθος και ύφος που κατευθύνεται από τα ποσοστά της τηλεθέασης και κατευθύνει με τη σειρά του τους εκκολαπτόμενους τηλεοπτικούς αστέρες.
Αστέρες... Μια φωνή μέσα μου κάτι προσπαθούσε να μου πει... «Τι είναι οι αστέρες;» με ρωτούσε η φωνή. «Τι είναι;» τη ρωτούσα κι εγώ. «Τι είναι... Μικρά ανθρωπάκια που ’χουν πάψει πια να πατούν στη γη, να τι είναι» μου ’λεγε. «Φαντασμένα μικρά ανθρωπάκια που νιώθουν σαν να απέδρασαν ξάφνου από τον πεζό κόσμο της σκληρής πραγματικότητας και να εισέβαλαν στο μαγικό κόσμο του παραμυθιού»...
Πώς το ’λεγε η γιαγιά μου;
«Δώσε κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει...»

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα που τη λέγανε Γερμανία ζούσε ένα καλό παιδάκι. Κάποια μέρα το παιδάκι βρήκε μπροστά του ένα μαγικό κουτί που έβγαζε κάτι περίεργες, λαμπερές εικόνες από μέσα του. «Πώς σε λένε;» το ρώτησε. «Με λένε τηλεόραση» αποκρίθηκε το κουτί. «Εσένα πώς σε λένε;» «Εμένα με λένε Χάρη» απάντησε το παιδάκι. «Και τι θες να γίνεις άμα μεγαλώσεις, Χάρη;» ρώτησε το κουτί. «Θέλω να γίνω τηλεόραση» αποκρίθηκε το παιδάκι. «Μα δεν μπορείς να γίνεις τηλεόραση, Χάρη!» απάντησε το κουτί. «Οι άνθρωποι δε γίνονται τηλεόραση». «Μα εγώ θέλω!» έσκουξε το παιδάκι. «Καλά, θα δω τι μπορώ να κάνω» είπε η τηλεόραση κι έσβησε... Τα χρόνια περάσανε. Το παιδάκι μεγάλωσε, έγινε κοτζάμ άντρας και κάποια μέρα είδε μπροστά του ξανά το μαγικό κουτί. «Πώς σε λένε;» το ρώτησε. Και το κουτί τού αποκρίθηκε: «Με λένε Χάρη»...

Το μόνο κακό ήταν ότι η φωνή που μου τα ’λεγε όλα αυτά μιλούσε τόσο σιγά, που δεν μπορούσα να την ακούσω... (...)"

Πέμπτη, Ιανουαρίου 25, 2007

Τηλεσκουπιδιάρηδες όλου του κόσμου ενωθείτε!




Οι τηλεοπτικοί μας δέκτες έχουν μετατραπεί σε μια απέραντη χωματερή. Τα τηλεσκουπίδια αντιστέκονται. Και οι σκουπιδιάρηδες συνεχίζουν την απεργία επ' αόριστον...
Κάποιοι απεργοσπάστες προσπάθησαν να σπάσουν την απεργία, αλλά ανέλαβαν αμέσως δράση οι σύντροφοι συνδικαλιστές. Και στην προκειμένη περίπτωση το συνδικάτο τους είναι πανίσχυρο, ενωμένο, δυνατό, στη βουλή και στο λαό (όχι, αυτό είναι από άλλο ανέκδοτο...). Ακριβώς επειδή, ύστερα από χρόνια τηλεθεραπευτικού σοκ, οι εγκέφαλοί τους έχουν υποστεί ανήκεστον βλάβην.
Κακά τα ψέματα, η αποκομιδή των τηλεσκουπιδιών δεν επιτυγχάνεται με χαλαρούς απεργοσπαστικούς μηχανισμούς. Οι φάρσες για βόμβες αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές.
Επομένως, σύντροφοι απεργοσπάστες, το επόμενο βήμα πρέπει να είναι δυναμικό! Χρειάζονται δραστικά μέτρα, όχι ημίμετρα!
Περιμένω, λοιπόν, τις προτάσεις σας, σύντροφοι απεργοσπάστες! Τα σχόλια του ποστ είναι ανοιχτά για παρεμβατικές προτάσεις δράσης. Δεν μπορεί, κάποιοι από σας θα έχουν παραμείνει άσπιλοι και αμόλυντοι από την τηλεοπτική μπόχα...

ΥΓ. Χρειάστηκε να περάσει ένα ολόκληρο σχεδόν 24ωρο μέχρι να διαπιστώσω ότι τη λέξη "άσπιλοι" την είχα γράψει με ήτα! "Ασπηλος", αυτός δηλαδή που δε διαθέτει... σπηλιά. Καλά λέω ότι η τηλεόραση βλάπτει σοβαρά την -πνευματική- υγεία. Ακόμα και κλειστή...

Παρασκευή, Ιανουαρίου 19, 2007

Μια αναστολή που θα... ανασταλεί


 
Τα πράγματα είναι λίγο στιμωγμένα τελευταία. Ή μάλλον τα πράγματα δεν είναι στριμωγμένα, εγώ είμαι. Από τα πράγματα. Η έρευνα πολυεπίπεδη. Η διάθεση επίπεδη. Και ο χρόνος ελάχιστος. Αρχίζει και η επιμέλεια του δεύτερου βιβλίου μου, οπότε ο χρόνος λιγοστεύει κι άλλο. Ε, δε θα τρελαθούμε κιόλας! Γι΄αυτό, μια μικρή -ελπίζω- αναστολή λειτουργίας είναι απαραίτητη. Αναστολή λειτουργίας του εγχειρήματος, όχι του μπλογκ. Για κάποιο διάστημα (άγνωστο πόσο) θα τα λέμε αραιά και πού, αλλά όχι για τον μικρό. Ο οποίος μεγαλώνει, βέβαια, αλλά αποκλειστικά μέσα στο μυαλό μου -άντε και στο file των σημειώσεων.
Κάποια στιγμή, η αναστολή θα... ανασταλεί. Δε συνηθίζω ποτέ ν' αφήνω στη μέση ό,τι ξεκινάω. Θα υπάρξει συνέχεια. Αργά ή γρήγορα. Ελπίζω γρήγορα. Ακόμα και να μην είναι γρήγορα, κάλλιο αργά παρά ποτέ.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 15, 2007

(Β' ΜΕΡΟΣ) Κεφάλαιο 8ο: ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ

Προχωράμε, χωρίς εισαγωγή αυτή τη φορά, στο δεύτερο μέρος του 8ου κεφαλαίου.

To σκεπτικό του εγχειρήματος θα το βρείτε
εδώ, ενώ στα παρακάτω λινκ μπορείτε να διαβάσετε:

* την εισαγωγή
* το 1ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 2ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 3ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 4ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 5ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 6ο κεφάλαιο (Α' μέρος)
* το 6ο κεφάλαιο (Β' μέρος)
* το 7ο κεφάλαιο (Α΄μέρος)
* το 7ο κεφάλαιο (Β' μέρος)
* το 8ο κεφάλαιο (Α' μέρος)



«Γιατί, κυρά-τέτοια μου, δε χωράνε αστεία;. Αν το καλοσκεφτείς, είναι αστείο. Πολύ αστείο».
«Είναι αστείο να θεωρούν το παιδί σου ηλίθιο; Και πάψε να με λες κυρα-τέτοια!»
«Δε σε είπα κυρα-τέτοια, σε είπα κυρα-τέτοια μου» έκανε ο μπαμπάς σοβαρά σοβαρά. «Και, ναι, είναι αστείο! Αν το δεις από τη σκοπιά του παιδιού, είναι πολύ αστείο. Και από τη σκοπιά τη δική μας, εδώ που τα λέμε. Έπρεπε να ήσασταν από καμιά μεριά να δείτε τις αντιδράσεις του διευθυντή όταν ο Χάρης απαντούσε στις ερωτήσεις του σε ρυθμό πολυβόλου. Ίδρωνε και ξεΐδρωνε, φούσκωνε και ξεφούσκωνε… Εδώ εγώ με τα χίλια ζόρια συγκρατήθηκα για να μη βάλω τα γέλια. Φαντάσου τον Χάρη πώς ένιωθε εκείνη τη στιγμή».
«Εμ, τι περιμένεις, το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει…»
«Υπονοείς κάτι, κυρα-τέτοια μου;»
«Άκου, Χάρη, δεν είναι ώρα γι’ αστεία. Το παιδί… Αυτό που θέλω να πω είναι ότι το παιδί… το παιδί…»
«Το παιδί είναι παιδί!» πετάχτηκε ο άντρας της, ο παππούς Χρήστος, και έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.
«Ναι, σωστά!» συμφώνησε μετ’ επιτάσεως η γιαγιά Κατίνα. «Είναι πολύ μικρός ακόμα ο Χαρούλης για να δίνουμε τόση σημασία πια σ’ ό,τι κι αν λέει, σ’ ό,τι κι αν κάνει. Ώρες ώρες του φερόσαστε λες κι είναι μεγάλος».
«Μα είναι μεγάλος, βρε μαμά!» μπήκε στην κουβέντα η μαμά (η δική μου) επιπλήττοντας με το βλέμμα τη μαμά (τη δική της). «Μεγαλύτερος από την ηλικία του, αυτό δε λέμε τόση ώρα;»
«Αλίκη, γιατί δε λες τα πράγματα με τ’ όνομά τους;» είπε ο μπαμπάς. «Ο μαγκάκος είναι ξεχωριστός!»
«Αυτό είπα, Χάρη, αυτό ακριβώς είπα!»
«Όχι, δεν είπες αυτό! Κι άλλα παιδιά είναι μεγαλύτερα από την ηλικία τους, αλλά δεν είναι όλα ξεχωριστά. Δεν είναι διάνοιες! Και ο δικός μας είναι πια διάνοια και με τη βούλα!» Ο μπαμπάς γέλασε σιγανά. Η μαμά πήγε να τον διακόψει, αλλά εκείνος συνέχισε: «Μιλάμε ότι το διέλυσε το τεστ, το συνέθλιψε! Ο διευθυντής μού είπε ότι διδάσκει κοντά τριάντα χρόνια και τέτοια περίπτωση δεν του ’χει ξανατύχει»
Η φωνή του μπαμπά δεν έκρυβε ούτε μια σταγόνα κομπορρημοσύνης. Η χροιά της ήταν απαλή, ο τόνος της ήρεμος, η έντασή της χαμηλή. Κοινώς, δεν κοκορευόταν για τον κανακάρη του. Απλώς εξηγούσε το αυτονόητο. Παρ’ όλα αυτά, τα πεθερικά του εξακολουθούσαν να έχουν αντιρρήσεις και να του μπαίνουν.
«Ναι, Χάρη μου, δε λέω, αλλά δεν παύει να είναι εφτά χρονών παιδάκι»
«Τι έγινε, κυρ Χρήστο; Τις προάλλες εσύ δε μου είπες ότι απόλαυσες τη συζήτηση μαζί του, ότι συζητάει λες και είναι ενήλικας; Όποτε μας συμφέρει είναι μεγάλος και όποτε δε μας συμφέρει είναι μικρός;»
Αυτό το τελευταίο το έκαναν όλοι, εδώ που τα λέμε. Ακόμα κι εγώ ο ίδιος. Όταν ένιωθα αδικημένος, για παράδειγμα, τους κοιτούσα μ’ αυτό το ύφος που έλεγε «πώς-μπορείτε-να-το-κάνετε-αυτό-σ’-ένα-μικρό-παιδάκι» και εξασφάλιζα την εύνοια των μεγάλων για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα. Αλλά μου την έσπαγε όταν το έκαναν οι άλλοι. Και το έκαναν όλοι οι άλλοι. Εκτός από τον μπαμπά.
«Αυτό που θέλω να πω» επέμεινε ο παππούς Χρήστος «είναι ότι ο μικρός είναι ακόμα… είναι ακόμα μικρός στην ηλικία, πώς να το κάνουμε! Όσο αναπτυγμένος κι αν είναι διανοητικά, είναι… είναι… πώς να το πω… είναι κρίμα κι άδικο να μπαίνει σε τέτοιες διαδικασίες προβληματισμού, ναι, αυτό είναι που θέλω να πω!».
«Δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, μπαμπά» είπε η μαμά. «Αυτά τα παιδιά είναι πολύ προχωρημένα για την ηλικία τους και είναι…»
«Είναι απροσάρμοστα, ακριβώς!» συμπλήρωσε ο παππούς Χρήστος. «Κι αυτό είναι επικίνδυνο. Πολύ επικίνδυνο».
«Τα παιδιά αυτά τα θεωρούν συνήθως καθυστερημένα!» απεφάνθη με στόμφο η γιαγιά Κατίνα. «Αυτό δε συνέβαινε πάντα; Τον Αϊνστάιν δεν τον άφηναν στην ίδια τάξη;»
«Από την εποχή του Αϊνστάιν, κυρα-τέτοια μου, έχει περάσει ένας αιώνας! Τι αιώνας, λέω, μια χιλιετία ολόκληρη! Τώρα υπάρχουν χίλιες δυο μέθοδοι για να διακρίνεις ένα ξεχωριστό παιδί. Όμως το πρόβλημα είναι άλλο. Ο κόσμος δεν τα καταλαβαίνει αυτά τα παιδιά. Και δεν τα καταλαβαίνει επειδή δε θέλει να τα καταλάβει»
«Ακριβώς!» πετάχτηκε η μαμά κάπως εκνευρισμένη. «Κατά βάθος ζηλεύουν! Και τι έγινε δηλαδή που του έκαναν τεστ IQ; Η ουσία ποια είναι; Άλλαξε τίποτα;» Το ερώτημα αιωρήθηκε για λίγες στιγμές (όπως συμβαίνει με όλα τα ρητορικά ερωτήματα), αλλά κανείς δεν απάντησε (όπως επίσης συμβαίνει με όλα τα ρητορικά ερωτήματα). «Είναι τρελό αν το καλοσκεφτείς» συνέχισε η μαμά. «Τα παιδιά αυτά μαθαίνουν με πολύ ταχύτερους ρυθμούς. Ο Χάρης, για παράδειγμα, ακόμα και τετάρτη να πήγαινε, δε θα είχε το παραμικρό πρόβλημα. Αν είχε γεννηθεί στο εξωτερικό, τώρα θα πήγαινε τρίτη, τετάρτη, μπορεί και πέμπτη». Η φωνή της μαμάς έγινε σαρκαστική «Αλλά στη Ελλάδα, λέει, δεν μπορείς να πηδήξεις τάξεις. Βάσει νόμου, λέει…».
Τελικά, φαίνεται ότι δεν μπορούσα να πηδήξω απολύτως τίποτα. Ούτε καν τάξεις.
«Έμ, τι περιμένεις απ’ την Κουτσίκου!» Ευκαιρία βρήκε ο παππούς Χρήστος να το γυρίσει στην πολιτική -κι απορώ πώς του ’χε ξεφύγει τόση ώρα. «Σιγά μην ασχοληθούν οι παλιολωποδύτες με την εκπαίδευση. Αλλά πια εκπαίδευση λέω, σάμπως ασχολούνται με…»
«Μπαμπά, σε παρακαλώ!» του ’κοψε τη φόρα η μαμά.
Ο παππούς Χρήστος έριξε μια ικετευτική ματιά στο συμπέθερό του για συμπαράσταση. Αλλά ο τελευταίος σημασία δεν του ’δωσε. Περίεργο… Ο παππούς Κώστας δεν ήθελε και πολύ για ν’ αρπαχτεί για τα πολιτικά. Κι όμως, δεν έκανε το παραμικρό σχόλιο. Δεν είχε πει κουβέντα μέχρι εκείνη τη στιγμή, πράγμα πρωτοφανές. Ήταν σκεφτικός, φευγάτος. Το αφηρημένο βλέμμα του ήταν χαμένο στον αφηρημένο πίνακα του Νταλί στον απέναντι τοίχο.
«Εγώ πάντως επιμένω» πήρε το λόγο ξανά η γιαγιά Κατίνα «δεν πρέπει να του δίνουμε πολύ αέρα». Πολύ αέρα της είχα δώσει αυτηνής… «Έχει γίνει πολύ αυθάδης».
«Δεν είναι αυθάδης, μαμά! Μόνη σου το είπες προηγουμένως ότι παιδιά σαν τον Χάρη δεν είναι εύκολο να προσαρμοστούν. Ποιος ξέρει τι διεργασίες γίνονται μες στο κεφαλάκι του…»
Η φωνή της μαμάς άρχισε να σπάει. Κατά βάθος την ένιωθα. Πόσο θα ’θελε να ήμουν κι εγώ ένα νορμάλ παιδάκι όπως όλα τ’ άλλα… Πόσο θα ’θελε να κάνει ό,τι έκανε κάθε άλλη μάνα στη θέση της… Πόσο θα ’θελε να μ’ ακούει τη βομβαρδίζω με τις εκατοντάδες καθημερινές απορίες μου, τις φυσιολογικές απορίες που έχει κάθε παιδί της ηλικίας μου… Όμως εγώ τη βομβάρδιζα διαρκώς με μία και μόνη απορία: γιατί είχε εγκαταλείψει τον μπαμπά. Μια απορία που παρέμενε αναπάντητη. Χρόνια τώρα.
«Κοίτα, Αλίκη» την καλοπήρε η μάνα της «εγώ σε νιώθω, το ξέρεις πως σε νιώθω. Μοναχογιός σου είναι, μοναχοκόρη μου είσαι κι εσύ. Αλλά, να, θέλω να πω… το παιδί αυτό ώρες ώρες με τρομάζει».
Τώρα γύρισαν όλοι και την κοίταξαν. Εκτός από τον παππού Κώστα. Και τη γιαγιά Μαρίνα, ασφαλώς, που τόση ώρα δεν έκανε τίποτ’ άλλο παρά να σηκώνεται, να ξανακάθεται, να ξανασηκώνεται, να κόβει βόλτες μέχρι την κουζίνα, να ανταλλάσσει απόψεις με τα οικιακά σκεύη, να γυρίζει στο καθιστικό, να ξανακάθεται. Και φτου κι απ’ την αρχή… Αλλά, πέρα από κάποια τρυφερά βλέμματα του μπαμπά, κανείς δεν της έδινε σημασία. Είχαν πια συνηθίσει.
«Τι θες να πεις, μαμά;» ρώτησε η μαμά.
«Να, δεν ξέρω, ώρες ώρες οι αντιδράσεις του μοιάζουν πράγματι με αντιδράσεις καθυστερημένου. Τις προάλλες τον είδα να μιλάει με το σκύλο».
«Ε και; Κι εγώ μιλάω με το σκύλο. Όλοι μιλάμε με το σκύλο».
«Δεν κατάλαβες, Αλίκη. Δεν ήταν στο στιλ ‘‘γεια σου, Έρικ’’, ‘‘καλό σκυλάκι’’ και τα σχετικά. Ήταν… ήταν κανονική συνομιλία».
«Τι εννοείς κανονική συνομιλία;» ρώτησε ο μπαμπάς.
«Ε, να, του ’λεγε διάφορα. Και τον ρωτούσε διάφορα. Κι όταν ο σκύλος γάβγιζε, ο Χαρούλης… ο Χάρης… του ’λεγε περίεργα πράγματα. Ότι έχει δίκιο, ότι τον νιώθει, τον καταλαβαίνει κι άλλα τέτοια ανησυχητικά…»
Ανησυχητικά; Τι λες, μωρή Κατίνγκω; Αφού όντως τον ένιωθα και τον καταλάβαινα τον Έρικ! Γιατί, μήπως οι σκύλοι δεν έχουν ψυχή; Δεν έχουν νου; Κι εγώ με το δικό μου σκύλο έχω αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση, πώς να το κάνουμε! Ο Έρικ είναι πανέξυπνος, ίσως και να ’ναι μεγαλοφυΐα, ίσως να ’ναι κι αυτός ξεχωριστός για σκύλος! Όταν τον ρωτάω κάτι, μου απαντάει αμέσως. Όλοι οι άλλοι ακούνε γάβγισμα, εγώ ακούω απαντήσεις. Όχι μέσα από το στόμα του, μέσα απ’ το μυαλό του, μέσα απ’ τα εσώψυχά του, μέσα…
«Τα όρια ανάμεσα στη διάνοια και στην παράνοια είναι πολύ λεπτά…»
Ο παππούς Κώστας είχε ανοίξει επιτέλους το στόμα του. Τώρα όλα τα μάτια στράφηκαν πάνω του. Τα δικά του παρέμειναν καρφωμένα στον Νταλί.
«Η κυρά μου οχτώ χρονών ήξερε όλα τ’ αστέρια με τ’ όνομά τους. Τ’ αστέρια τής μιλούσαν. Και τώρα της μιλάνε τα ταψιά…»

Δευτέρα, Ιανουαρίου 08, 2007

Κεφάλαιο 8ο: ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ

Μια πολύ καλή φίλη και συνάδελφος μου έστειλε μέιλ προχθές, επισημαίνοντάς μου τα εξής (αντιγράφω):"(...) από προσωπική εμπειρία γνωρίζω ότι τα πράγματα δεν γίνονται έτσι... κατ' αρχάς για τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες υπάρχουν σχεδόν σε όλα τα δημόσια σχολεία της Αττικής τάξεις ένταξης... (...) αν υπάρχουν σαφέστατες ενδείξεις, τότε η δασκάλα ή ο σχολικός σύμβουλος προτείνουν στους γονείς να επισκεφθούν, προκειμένου να γίνει πραγματογνωμοσύνη με ειδικά τεστ και διάγνωση από σχολική παιδοψυχολόγο, ένα από τα δημόσια Ιατροπαιδαγωγικά Ινστιτούτα (...)Ο τρόπος που παρουσιάζεις την αντίδραση του δασκάλου και της διευθύντριας μου φαντάζει αρκετά επιπόλαιος στα όρια της γελοιογραφίας. Και δεν αναφέρομαι στα στοιχεία που χρησιμοποιείς για να τους παρουσιάσεις αλλά στην αντίδραση τους στο φαινόμενο Χάρης (...) "

Χαίρομαι πολύ όταν λαμβάνω τέτοια σχόλια. Ακριβώς γι' αυτό, άλλωστε, αποφάσισα να κάνω ό,τι κάνω, διαδικτυακά. Τέτοιες απόψεις και σχόλια με βοηθούν αφάνταστα στην έρευνά μου, ακόμα κι αν δε συμφωνώ μαζί τους.
Η απάντησή μου επί της ουσίας:"(...) Όσο γι' αυτά καθ' αυτά που επισημαίνεις, (...)ισχύουν κυρίως θεωρητικά και όχι στην πράξη. Στην πράξη κατά κανόνα υπάρχει ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ στα περισσότερα σχολεία για δυσπροσάμοστα παιδιά κάθε είδους (μόνο από το σχολείο της κόρης μου έχω τρία τρανταχτά παραδείγματα -ευκαιρίας δοθείσης έμαθα και για αντίστοιχες περιπτώσεις από άλλα σχολεία...).
Συμφωνώ απόλυτα ότι η σκηνή στο γραφείο της διευθύντριας μοιάζει με γελοιογραφία, αλλά... κάνε υπομονή! Μην ξεχνάς ότι ο αφηγητής είναι ένα παιδί 12 χρονών, ένα παιδί εντελώς ασυνήθιστο, ένα παιδί που, όπως θα διαφανεί στην πορεία, θυμάται... ό,τι θυμάται, κάπου κάπου θυμάται... ό,τι τον βολεύει! Κατά κάποιον τρόπο δηλαδή διαθέτει επιλεκτική μνήμη! Και όχι μόνο...(...)".


Το εγχείρημα είναι πολύ δύσκολο, επαναλαμβάνω. Δεν το κρύβω ότι γράψιμο και έρευνα γίνονται παράλληλα. Η γραφή είναι πρώιμη και πολλές φορές γυρίζω πίσω και αλλάζω κάποια ουσιώδη ζητήματα που αφορούν κυρίως λεπτομέρειες της συμπεριφοράς του ήρωα. Και σίγουρα θ' αλλάξουν πολλά ακόμα στην πορεία.
Επειδή, πάντως, σε τέτοιου είδους αποσπασματικά διαδικτυακά εγχειρήματα ελοχεύουν κίνδυνοι παρερμηνειών -μια και ο αναγνώστης δεν έχει τη δυνατότητα να διαβάσει άμεσα τη συνέχεια- ζητώ ένα πράγμα: μη θεωρείτε τίποτα δεδομένο μέχρι να... γίνει (αμετάκλητα)! Και μην ξεχνάτε ότι η αφήγηση βασίζεται στη ΜΝΗΜΗ του -κάθε άλλο παρά συνηθισμένου- αφηγητή. Τι ακριβώς θέλω να πω, θα διαφανεί στη συνέχεια. Αρχής γενομένης μάλιστα από το επόμενο κιόλας κεφάλαιο...

Συνεχίζουμε, λοιπόν!

To σκεπτικό του εγχειρήματος θα το βρείτε εδώ, ενώ στα παρακάτω λινκ μπορείτε να διαβάσετε:

* την εισαγωγή
* το 1ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 2ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 3ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 4ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 5ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 6ο κεφάλαιο (Α' μέρος)
* το 6ο κεφάλαιο (Β' μέρος)
* το 7ο κεφάλαιο (Α΄μέρος)
* το 7ο κεφάλαιο (Β' μέρος)



ΑΡΚΕΤΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ μού είπε ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι. Ότι η διευθύντρια δεν ήταν τόσο αντιπαθητική και ότι ο δάσκαλος δεν ήταν τόσο μαλάκας. Και μου μίλησε και για ένα τρίτο άτομο που ήταν παρόν στη συνάντηση, ένας παιδοψυχολόγος, λέει, ή κάτι τέτοιο. Και ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι. Ότι η συνάντηση, λέει, κράτησε καμιά ώρα και, ότι ο παιδοψυχολόγος ή κάτι τέτοιο επέμενε ευγενικά να με μπαγλαρώσει σε κάποιο ινστιτούτο και να μου κάνει κάτι εξετάσεις και κάτι τεστ, ότι εγώ τα είχα στυλώσει και φώναζα πως δεν είμαι πειραματόζωο για να με κλείσουν σε μια γυάλα σαν το ποντίκι, ότι ο παιδοψυχολόγος ή κάτι τέτοιο έλεγε ότι δεν εννοούσε τέτοια τεστ, εννοούσε τεστ νοημοσύνης και μάλιστα τεστ Τέρμαν - Μερίλ που είχαν τεράστια επιτυχία στη Γαλλία, ότι εγώ έσκουζα πως ότι εδώ είναι Ελλάδα και όχι Γαλλία και ότι δεν τους χωνεύω τους κωλογάλλους που τους είχαμε κάνει ρόμπες στο Γιούρο, ότι…
Και ότι δεν είχε γίνει κουβέντα για ειδικό σχολείο παρά μόνο μια αόριστη υπόνοια στο τέλος. Αφού έκανα πρώτα τα τεστ και τις εξετάσεις των κωλογάλλων.
Όλ’ αυτά μου τα είπε ο μπαμπάς αρκετά αργότερα. Όμως εγώ δεν τα θυμάμαι. Και είμαι εδώ για να σας μιλήσω για τις δικές μου αναμνήσεις, όχι για όσα άκουσα από τρίτους -έστω κι αν ο τρίτος στην προκειμένη περίπτωση είναι ο μπαμπάς. Και οι αναμνήσεις οι δικές μου ξεκινούν και καταλήγουν στο ειδικό σχολείο. Αυτό μου έχει αποτυπωθεί στη μνήμη, αυτό και τίποτ’ άλλο! Και όχι άδικα, νομίζω.
Ειδικό σχολείο… Σχολείο, δηλαδή, για ειδικά παιδιά. Ή, για να το πω πιο συμβατικά, για παιδιά με ειδικές δυνατότητες. Και παιδιά με ειδικές δυνατότητες είναι η ωραιοποιημένη έκφραση για τους αργόστροφους, τους καθυστερημένους. Κοινώς τους ηλίθιους. Κι εγώ ήξερα καλά πως δεν ήμουν ηλίθιος.
Κι όμως, έτσι ακριβώς με αντιμετώπιζαν στο σχολείο. Σαν ηλίθιο. Σαν καθυστερημένο. Οι δάσκαλοι, οι συμμαθητές, οι συμμαθήτριες, όλοι. Και οι γονείς των συμμαθητών και των συμμαθητριών. Τους έβλεπα, την ώρα που έφερναν ή έπαιρναν τα παιδιά τους, να με κοιτάζουν με απροσποίητη περιέργεια, λες κι ήμουν ο Φόρεστ Γκαμπ αυτοπροσώπως. Τους είχα κατατάξει σε τέσσερις κατηγορίες: Τους χαμηλομάτηδες, τους λοξομάτηδες, τους ανοιχτομάτηδες και τους γουρλομάτηδες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν εκείνοι που απέστρεφαν ένοχα το βλέμμα τους όταν κάρφωνα πάνω τους το δικό μου΄ στη δεύτερη εκείνοι που, προσποιούμενοι ότι έχουν στρέψει όλη τους την προσοχή στα μούλικά τους, αλληθώριζαν τόσο που περίμενα από στιγμή σε στιγμή να δω τις ίριδες των ματιών τους να μετακομίζουν η μία στην κορφή της μύτης κι η άλλη στον κρόταφο. Η τρίτη και η τέταρτη ήταν παρεμφερείς, αλλά είχαν μια ουσιώδη διαφορά: όταν τους έπαιρνα χαμπάρι, οι ανοιχτομάτηδες συνέχιζαν να με καρφώνουν με διακριτική αδιακρισία, ενώ οι γουρλομάτηδες γουρλώνονταν με αδιάκριτη διακριτικότητα.
Και οι τέσσερις κατηγορίες, πάντως, είχαν έναν κοινό παρονομαστή: τη λύπηση. Ήξερα ακριβώς τι σκέφτονταν την ώρα που με κοιτούσαν, άκουγα επί λέξει τις φωνές που παρέμεναν εγκλωβισμένες ανάμεσα στα τοιχώματα των κούφιων κρανίων τους: «Βρε, το κακόμοιρο το παιδάκι! Ο μπαμπάς του ανάπηρος στο κορμί κι αυτό, το καημένο, ανάπηρο στο μυαλό…»
Τον κακό σας το φλάρο! Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα! Όλοι οι ηλίθιοι, όλοι οι αργόστροφοι μαζεμένοι σε τούτη δω την πλάση!
Όμως ο μπαμπάς δεν ήταν αργόστροφος. Ούτε η μαμά. Ασφαλώς και δεν έδωσαν τη συγκατάθεσή τους να συμμετάσχω στα διαστροφικά πειράματα του δόκτορα Γκέμπελς. Αν βέβαια τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι όπως μου τε περιέγραψε αργότερα ο μπαμπάς. Όπως και να εξελίχθηκαν, πάντως, η ουσία είναι ότι σε ειδικό σχολείο δεν πήγα. Πήγα σε ιδιωτικό.
Ο μπαμπάς αναγκάστηκε τελικά να καταπατήσει μία από τις βασικές του αρχές και να με γράψει σ’ αυτό που ο κόσμος έλεγε ότι ήταν το καλύτερο ιδιωτικό σχολείο της Βούλας. Όχι, δηλαδή, ότι εκεί δε βαριόμουν. Σκυλοβαριόμουν, για να πω την αλήθεια, ειδικά τις δύο πρώτες χρονιές. Με τη διαφορά ότι εκεί η αντιμετώπιση που είχα ήταν διαφορετική. Με πήραν με άλλο μάτι, σχεδόν από την αρχή.
Δε με αντιμετώπισαν ως παιδί με ειδικές δυνατότητες΄ με αντιμετώπισαν ως παιδί με ξεχωριστές δυνατότητες.


Ο μπαμπάς το είχε απαιτήσει, παρά τις ενστάσεις μου, από τη στιγμή που έκανε την εγγραφή μου στο σχολείο: να μου κάνουν τεστ νοημοσύνης. Ο διευθυντής του σχολείου, ένας καλοκάγαθος μεσήλικας με πεταχτά αυτιά και ένα γκρίζο μαλλιαρό στεφάνι γύρω από την ολοστρόγγυλη καράφλα του, τον διαβεβαίωσε ότι το τεστ IQ είναι περίπου υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές (το «περίπου» δεν το ’πιασα, αλλά δε σχολίασα). Οι ενστάσεις μου κάμφθηκαν όταν ο διευθυντής μας πληροφόρησε ότι το συγκεκριμένο σχολείο δεν εφάρμοζε το τεστ των κωλλογάλλων, αλλά το τεστ Βέσλερ, που θεωρείται η πιο αξιόπιστη και δοκιμασμένη παγκοσμίως νοητική δοκιμασία. Το είχε εφεύρει, λέει, ένας παγκοσμίου φήμης Αμερικανός παιδοψυχολόγος, κάποιος Ντέιβιντ Βέσλερ ή κάπως έτσι.
Μόνο που στην αρχή δεν τα πήγα καλά με τον κύριο Βέσλερ, δεν τα πήγα καθόλου καλά. Οι πρώτες ερωτήσεις ήταν τόσο γελοιωδώς απλές που δεν κρατήθηκα κι έβαλα τα γέλια. Ο διευθυντής του σχολείου -που είχε αναλάβει ο ίδιος το ρόλο του ιεροεξεταστή- με κοίταξε απορημένος σμίγοντας τα φρύδια του. Κι όσο εκείνος με κοίταζε, τόσο εγώ ξεκαρδιζόμουν στα γέλια. Κι όσο εγώ γελούσα, τόσο εκείνος έσμιγε τα φρύδια του. Κι όταν κάποια στιγμή άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, παρενέβη ο μπαμπάς, που μέχρι τότε παρακολουθούσε αμίλητος από μια γωνιά. Ζήτησε συγνώμη διακόπτοντας τη διαδικασία, με πήρε παράμερα και μου χαμογέλασε.
«Μαγκάκο, θέλω να μου κάνεις μια χάρη» είπε. Είχε αρχίσει να με λέει μαγκάκο από τη μέρα που αποφοίτησα από το νηπιαγωγείο.
«Δεν έρχεσαι να παίξουμε μαζί το παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων;» έκανα ανάμεσα στα γέλια μου. «Αποκλείεται να είναι τόσο χάλια όσο αυτό».
«Θέλω να μου κάνεις μια χάρη» επανέλαβε.
«Ξέρω». Το γέλιο μου είχε γίνει νευρικό, αλλά κατόρθωσα να το κοντρολάρω. «Να πάψω να γελάω και να απαντήσω στις ερωτήσεις. Όσο γελοίες κι αν είναι».
«Ακριβώς»
Είχαμε κάνει άπειρες φορές την παραπάνω συζήτηση τις τελευταίες μέρες, σε διάφορες παραλλαγές -λακωνικές και μακροσκελείς. Και μάλιστα παρουσία της μαμάς, η οποία ήταν πολύ πιο επίμονη και φορτική, σε σημείο που ώρες ώρες καταντούσε πιεστική. Και καταπιεστική. Μου είχαν ζητήσει και οι δύο (η μαμά δεν το είχε ζητήσει, το είχε απαιτήσει) να κάνω την καρδιά μου πέτρα και να πάρω κανονικά μέρος στο παιχνίδι, όσο βαρετό κι ανούσιο κι αν το θεωρούσα. Κι εγώ τους το είχα υποσχεθεί. Αλλά καταπάτησα την υπόσχεσή μου μερικές ώρες -και τρεις ερωτήσεις- αργότερα. Κρατήθηκα με το ζόρι στην πρώτη ερώτηση, δαγκώθηκα στη δεύτερη, αλλά στην τρίτη λύγισα. Και ξέσπασα…
«Ό,τι πεις, μπαμπά»
Αυτή τη φορά κράτησα την υπόσχεσή μου. Εξόρισα από το κεφάλι μου το διάολο που με γαργαλούσε, κάθισα απέναντι από τον καράφλα, τον κοίταξα βαθιά μες στα μάτια και είπα με πολύ σοβαρό ύφος:
«Λοιπόν, πού είχαμε μείνει;»


«Το παιδί είναι επιπέδου τετάρτης - πέμπτης δημοτικού. Τουλάχιστον»
«Δε με εκπλήσσει. Τίποτα δε με εκπλήσσει, Χάρη, σ’ αυτό το παιδί. Μη μου πεις ότι δεν το περίμενες».
«Για να είμαι ειλικρινής, όχι Αλίκη, δεν το περίμενα. Επίπεδο τετάρτης - πέμπτης δημοτικού μόνο
Γι’ αυτό τον γούσταρα τον μπαμπά. Μες στο μυαλό μου ήταν πάντα. Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ. Μόνο; Ο μπαμπάς μου ’χε φέρει στο σπίτι τη σχολική ύλη της τετάρτης και της πέμπτης. Παιχνιδάκι. Εντάξει, να μην τα παραλέμε, κάτι δεκαδικά και κάτι κλάσματα με δυσκόλευαν λιγουλάκι, αλλά την έβρισκα σιγά σιγά την άκρη. Γι’ αυτό και μια κάποια απογοήτευση την αισθάνθηκα με την ετυμηγορία του καράφλα. Βέβαια, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι αυτή ήταν η ετυμηγορία του τεστ, δεν ήταν δική του. Είχα πιάσει, λέει, 187 στην κλίμακα Βέσλερ, όταν ο μέσος όρος ήταν γύρω στο 100. Πρώτη φορά, λέει, του τύχαινε τέτοια περίπτωση. Μόνο ο Λυγερός, απ’ όσο ήξερε, είχε πιάσει μεγαλύτερο νούμερο. Και ο Λυγερός, λέει, ήταν ο εξυπνότερος Έλληνας. Είχε μάθε σκάκι από δύο χρονών. Σιγά τα ωά! Εγώ το σκάκι το βαριόμουν. Αλλά στο τάβλι ήμουν προφέσορας. Μαρς τα έχανε όλα τα παιχνίδια ο μπαμπάς. Και δεν καθόταν να χάσει, όπως κάθονται και χάνουν οι χαζομπαμπάδες από τα χαζοβιόλικά τους, να ’στε βέβαιοι γι' αυτό.
«Τώρα πλάκα μου κάνεις, έτσι;» Η μαμά κοιτούσε τον μπαμπά ερωτηματικά. Σπάνια μπορούσε να καταλάβει πότε μιλούσε σοβαρά και πότε αστειευόταν.
«Όχι ακριβώς». Προφανώς αυτή τη φορά ο μπαμπάς ήταν στο μεταίχμιο. Μεταξύ σοβαρού και αστείου που λένε.
«Τι εννοείς;»
«Μεταξύ σοβαρού και αστείου το είπα, βρε Αλίκη!» Έτσι γινόταν συνήθως. Οι νοητικοί χρησμοί μου προηγούνταν ένα κλικ από τα λόγια του μπαμπά.
«Δε νομίζω ότι χωράνε αστεία σ’ αυτό το θέμα, Χάρη».
Αυτή ήταν η πεθερά. Η πεθερά του μπαμπά, η μαμά της μαμάς, η γιαγιά η δικιά μου, διαλέξτε όποια εκδοχή προτιμάτε. Κι εγώ, φυσικά, κρυφάκουγα τη συζήτηση, αργά το βράδυ, λίγες ώρες ύστερα από την ιερά εξέταση. Αν και δεν ήταν συζήτηση αυτό το πράγμα, ήταν ολόκληρο οικογενειακό συμβούλιο. Η μαμά, ο μπαμπάς, οι παππούδες οι γιαγιάδες… Ασφαλώς και δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω αυτό το πανηγύρι. Γι’ αυτό και νωρίτερα είχα χασμουρηθεί καμιά δεκαριά φορές, είχα καληνυχτίσει, είχα ανέβει στο δωμάτιό μου και είχα μετρήσει εξακόσια προβατάκια. Όχι για να με πάρει ο ύπνος, αλλά για να περάσει ένας εύλογος χρόνος -ένα δεκάλεπτο, πάνω κάτω. Κι όταν έφτασα στο εξακόσια, βγήκα από το δωμάτιο, προχώρησα μπουσουλώντας ως την αρχή της κουπαστής της σκάλας και κρύφτηκα πίσω από ένα ξύλινο αλογάκι καρουσέλ που το είχα βάλει εκεί πάνω επί τούτου. Δεν ήταν δα και Δούρειος Ίππος, αλλά για κρυψώνα μια χαρά ήταν.

Σάββατο, Ιανουαρίου 06, 2007

Λογοτεχνικό deja vu!


Ο χρόνος μου στη διάρκεια των γιορτών που πέρασαν κατανεμήθηκε σε τρεις (όχι και τόσο ισομερείς) ασχολίες: γράψιμο, διάβασμα και ταινίες στο ντι-βι-ντι. Ταινίες που ήθελα οπωσδήποτε να δω και τις είχα χάσει στον κινηματογράφω, διάβασμα - περιπλάνηση (έπειτα από χρόνια ξανά) στο μαγικό κόσμο του Πολ Όστερ και γράψιμο...
Το γράψιμο το μαντεύετε. Άλλωστε το μοιράζομαι μαζί σας. Καιρός, λοιπόν, να μοιραστώ και δύο σημαντικές αναγνωστικές μου εμπειρίες στη διάρκεια του -αρκετά χαλαρωτικού, είναι αλήθεια- δεκαπενθήμερου των γιορτών. Δεν αναφέρομαι στον Όστερ (τον οποίο, ως γνωστόν, θεωρώ έναν από τους τρεις κορυφαίους σύγχρονους πεζογράφους -μαζί με τον Κόου και τον Ροθ) αλλά σε δύο ελληνικά μυθιστορήματα που διάβασα μέσα σε έξι μέρες. Ιστορικά και απολαυστικά. Συγγραφέας και των δύο η Λεία Βιτάλη.
Τη Λεία τη γνώρισα μέσα από το μπλογκ της. Μέχρι τότε απλώς είχα διαβάσει την Τρομοκρατία της Μνήμης (που μου έχει χαραχτεί στη μνήμη εδώ και χρόνια, χωρίς να με... τρομοκρατεί!), ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματα που έχουν γραφεί για τη γενιά του Πολυτεχνείου.
Η Ιερή Παγίδα -το τελευταίο της βιβλίο- και το Παραμύθι του Μεγάλου Φόβου -που έχει εκδοθεί το '99- εξελίσσονται περίπου την ίδια ιστορική περίοδο, λίγο πριν / λίγο μετά την άλωση της Κωνσταντινοπούλης. Σε μια σκοτεινή, δηλαδή, και αμφιλεγόμενη περίοδο της ελληνικής (και όχι μόνο) ιστορίας. Ο ρόλος των Παλαιολόγων, των Νοταράδων, του κλήρου, των Δυτικών, των Ενωτικών και Ανθενωτικών, των Αρχόντων του Μοριά περιγράφεται ανάγλυφα, χωρίς περιστροφές και μασημένα λόγια, με την απαράμιλλη γλαφυρότητα και καυστικότητα που η Λεία ξέρει καλά να προσφέρει στους αναγνώστες της.
Δεν είμαι κριτικός, ούτε και μ΄αρέσει να γράφω κριτικές. Έτσι, το μόνο που θέλω να πω είναι ότι και τα δύο βιβλία τα απόλαυσα εξίσου. Πολύ περισσότερα: τα έζησα. Γιατί, πέρα από όλα τ' άλλα, η πένα της Λείας έχει τον τρόπο της να σε μεταφέρει πίσω στο χρόνο. Κάτι σαν... λογοτεχνικό deja vu. Χωρίς υπερβολή...

Τετάρτη, Ιανουαρίου 03, 2007

(Β' ΜΕΡΟΣ) Κεφάλαιο 7ο: ΣΧΟΛΕΙΟ

Καλή χρονιά σε όλους! :)

Τό 'φερε έτσι η συγκυρία, ώστε το δεύτερο μέρος του 7ου κεφαλαίουνα εξελίσσεται στις αρχές του 2007! Τώρα βέβαια θα με ρωτήσετε "καλά, ρε φίλε, δε θα μεγαλώσει άλλο ο μικρός;". Φυσικά και θα μεγαλώσει. Μόνο που το μυθιστόρημα θα έχει και φουτουριστικά στοιχεία. Και ενδεχομένως εκεί ακριβώς να βρίσκεται και το επιμύθιο...


To σκεπτικό του εγχειρήματος θα το βρείτε εδώ, ενώ στα παρακάτω λινκ μπορείτε να διαβάσετε:

* την εισαγωγή
* το 1ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 2ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 3ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 4ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 5ο κεφάλαιο (αποσπάσματα)
* το 6ο κεφάλαιο (Α' μέρος)
* το 6ο κεφάλαιο (Β' μέρος)
* το 7ο κεφάλαιο (Α΄μέρος)



Πάντως η ζωή μου δεν ήταν μόνο σχολείο και Άννα. Για την ακρίβεια, δεν ήταν καθόλου σχολείο και Άννα. Το σχολείο το βαριόμουν. Την Άννα δεν τη βαριόμουν, αλλά με βαριόταν εκείνη. Σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους που δε με βαριόντουσαν καθόλου. Για την ακρίβεια, όλοι ασχολούνταν μαζί μου εκείνη τη χρονιά, την πρώτη μου χρονιά στο σχολείο. Κι όταν λέω όλοι εννοώ όλοι. Χωρίς καμιά εξαίρεση. Ο μπαμπάς, η μαμά, ο δάσκαλος, οι συμμαθητές, οι θείοι, οι θείες, οι παππούδες, οι γιαγιάδες, οι…
Είπα χωρίς καμιά εξαίρεση; Γράψε λάθος. Η γιαγιά Μαρίνα, η μαμά του μπαμπά, ήταν η μόνη που δεν ασχολιόταν καθόλου μαζί μου. Με κανέναν δεν ασχολιόταν, παρά μόνο με τα κουζινικά της σκεύη. Είχε πια ξεκουτιάνει τελείως. Το ταψί εξακολουθούσε καθημερινά να εμπλουτίζει το ποιητικό της ρεπερτόριο με καινούριους στίχους, μόνο που στο κόλπο είχαν μπει πλέον και τα κατσαρολικά και τα τηγάνια και τα πιάτα και τα μαχαιροπήρουνα και τα κουτάλια (της σούπας και του τσαγιού) και τα ποτήρια… Ακόμα και το γυάλινο πυρέξ, που της είχε χαρίσει η νύφη της -η μαμά, δηλαδή- στα εβδομηκοστά της γενέθλια, της απάγγελνε στιχάκια. Όλη μέρα ήταν στην κουζίνα και συνομιλούσε με τα περιεχόμενα των ντουλαπιών. Είχε εγκατασταθεί σπίτι μας μαζί με τον παππού Κώστα από τις αρχές του 2006, μια και ο μπαμπάς ανησυχούσε πολύ για την κάτω βόλτα που είχε πάρει η μάνα του ώστε να τους αφήσει να συνεχίσουν να μένουν στο χωριό.
Σε αντίθεση με τη γιαγιά Μαρίνα, η γιαγιά Κατίνα -η μαμά της μαμάς- ήταν μια χαρά. Τουλάχιστον έτσι άκουγα τους άλλους να λένε. Αλλά εμένα μου φαινόταν ότι το μυαλό της είχε φυράνει ακόμα περισσότερο κι απ’ αυτό της γιαγιάς Μαρίνας. Τι να σκεφτώ, δηλαδή, όταν έβλεπα διαρκώς μπροστά μου μια γριά κοντά στα εβδομήντα μπογιατισμένη σαν συνταξιούχος κλόουν, με κατάξανθο καρέ μαλλί και ντυμένη με ξώπλατα συνολάκια Σανέλ; Γι’ αυτό και συνεχώς της χωνόμουν άσχημα -το ’χα πάρει απ’ τον μπαμπά, φαίνεται. Κι εκείνη συνεχώς επαναλάμβανε με την εκνευριστικά σνομπ φωνή της την ίδια ατάκα: «Καίτη με λένε! Καί-τη!». Κι όταν εγώ συνέχιζα να την αποκαλώ «γιαγιά Κατίνα» για να της τη σπάω, εκείνη κουνούσε το φρεσκοβαμμένο κεφάλι της και έλεγε: «Τς, τς, τς… Τι να πω! Πού έμπλεξα, η χριστιανή; Πού πήγα και τους βρήκα γαμπρό και εγγονό; Ο ένας με φωνάζει κυρά τέτοια κι ο άλλος γιαγιά Κατίνα…». Κατά βάθος, ωστόσο, μας αγαπούσε, το ήξερα. Και, ποιος ξέρει, μπορεί κάπου στο βάθος να την αγαπούσα κι εγώ.
Και εγώ δεν ήμουν απ’ αυτούς που αγαπούσαν πολύ κόσμο. Τα παιδιά της ηλικίας μου συνήθως δένονται εύκολα με τους ανθρώπους που γνωρίζουν. Και κάνουν εύκολα φίλους. Όμως εγώ, σας το ξανάπα νομίζω αυτό, δεν ήμουν σαν τα παιδιά της ηλικίας μου. Κι όχι μόνο δεν ήμουν, αλλά τα παιδιά της ηλικίας μου μού την έσπαγαν κι από πάνω. Στο σχολείο, για παράδειγμα, δεν έκανα φίλους. Ούτε έναν. Με πλησίαζαν διάφοροι -και διάφορες- στα διαλείμματα, με ρωτούσαν αν θέλω να κάνουμε παρέα ή έστω να παίξουμε, αλλά εγώ τους (τις) αγνοούσα. Όπως αγνοούσα και τον διπλανό μου στο θρανίο, που τον είχε διαλέξει ο δάσκαλος χωρίς να με ρωτήσει. Όπως αγνοούσα και τον ίδιο το δάσκαλο, ένα νεαρό βλογιοκομμένο με ύφος ξερόλα. Και μακάρι να με αγνοούσε κι εκείνος. Στην αρχή, βέβαια, που του έκανα τη χάρη και απαντούσα στις γελοίες ερωτήσεις του («ποιο είναι το ‘‘ι’’ μπαστουνάκι» «ποιο είναι το ‘‘η’’ του ήλιου» «πόσο κάνουν δύο και δύο» και άλλα τέτοια φαιδρά) με άφηνε στην ησυχία μου. Από ένα σημείο κι έπειτα, όμως, όταν άρχισα να βαριέμαι αφόρητα, κάθε φορά που με ρωτούσε, εγώ απλώς τον κοιτούσα. Εδώ το είχα ν’ αρχίσω να του αραδιάζω εδάφια από τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι που είχα αποστηθίσει, αλλά συγκρατιόμουν την τελευταία στιγμή γιατί έβλεπα ότι εκείνος ήταν ακόμα πιο ηλίθιος και δεν θα τα καταλάβαινε -εδώ εγώ και δεν τα καταλάβαινα καλά καλά. Κι έτσι απλώς τον κοιτούσα με οίκτο και συμπάθεια για τη διανοητική του κατάσταση που τον ωθούσε να διδάσκει με τόση έπαρση τέτοιες σαχλαμάρες.
Όμως εκείνος παρερμήνευσε το νόημα του βλέμματός μου. Κι έτσι, μια μέρα μου ζήτησε να παρουσιαστώ την επόμενη με τον κηδεμόνα μου. «Με τον μπαμπά σου ή τη μαμά σου, εννοώ», διευκρίνισε, με κείνο το σπαστικό, συγκαταβατικό του ύφος που μου έκανε τα νεύρα τσατάλια. Το θεωρούσε δεδομένο, ο μάπας, ότι δεν ήξερα τι σημαίνει κηδεμόνας.
Την άλλη μέρα, με συνόδεψαν στο σχολείο και ο μπαμπάς και η μαμά. Συνήθως με συνόδευε ο ένας από τους δυο, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, και με άφηνε έξω από την καγκελόπορτα της εισόδου. Αυτή τη φορά ήρθαν μαζί μου και οι δύο. Και περάσαμε παρέα την καγκελόπορτα. Ο μπαμπάς χαμογελαστός στο αναπηρικό του καροτσάκι, δίπλα του η μαμά συνοφρυωμένη και εκπληκτικά όμορφη όπως πάντα και παραδίπλα εγώ με ύφος παγερό, αδιάφορο. Ένιωθα τα βλέμματα, μικρών και μεγάλων, καρφωμένα αδιάκριτα πάνω μας. Πάνω σ’ ένα παράταιρο, ασυνήθιστο τρίο, που περνούσε την εξώπορτα του σχολίου μια παράταιρη, ασυνήθιστη μέρα. Μια καλοκαιρινή μέρα του Φλεβάρη του 2007, που η θερμοκρασία κόντευε ν’ αγγίξει τους τριάντα βαθμούς υπό σκιά και οι Αθηναίοι είχαν βγάλει πανικόβλητοι τα κοντομάνικα από το πατάρι κι έτρεχαν να κάνουν σέρβις στα κλιματιστικά χειμωνιάτικα.
Ο δάσκαλος φαίνεται ότι δε χαμπάριαζε από ζέστη. Ήταν ντυμένος όπως το απαιτούσε η εποχή και όχι ο καιρός. Μας περίμενε στο γραφείο της διευθύντριας φορώντας μάλλινο παντελόνι και μάλλινο πουλόβερ. Άλλος στη θέση μου θα απορούσε πώς και δεν είχε βγάλει ακόμα την μπέμπελη, όμως εγώ ήξερα πόσο χοντρόπετσος ήταν. Αντίθετα, η διευθύντρια -μια βουβαλοειδής, αντιπαθητική μεσόκοπη με γυαλιά στραβισμού και γεροντοκορίστικο κότσο στα μαλλιά- φορούσε ένα αμάνικο λουλουδάτο φόρεμα κι έκανε συνεχώς αέρα με ένα κίτρινο τετράδιο που ανήκε, προφανώς, σε κάποιον από τους ατυχείς μαθητές της.
Η ζέστη ήταν αφόρητη μέσα στο γραφείο. Το σχολείο ήταν δημόσιο -ο μπαμπάς, παρά την οικονομική του άνεση, δεν ήθελε ν’ ακούσει για ιδιωτικό- και δεν ήταν, ασφαλώς, εφοδιασμένο με κλιματιστικά. Περιττό έξοδο για το δημόσιο η εγκατάσταση κλιματισμού σ’ ένα σχολείο που είναι κλειστό τους καλοκαιρινούς μήνες, σ’ ένα σχολείο που έχει κατασκευαστεί πριν από τριάντα τόσα χρόνια. Μόνο που πριν από τριάντα τόσα χρόνια το φαινόμενο του θερμοκηπίου ήταν ακόμα στα σπάργανα.
Ο δάσκαλος σηκώθηκε χαμογελώντας υποκριτικά από την καρέκλα, αντάλλαξε χειραψία με τον μπαμπά και τη μαμά υποκλινόμενος δουλοπρεπώς και τους τάραξε στα κομπλιμέντα και στις γαλιφιές. Ύστερα τους κάλεσε να καθίσουν, δείχνοντάς τους δυο άδειες ξεχαρβαλωμένες καρέκλες. Και στη στιγμή κατάλαβε την γκάφα του, καθότι ο μπαμπάς ήταν ήδη καθισμένος -ήταν μόνιμα καθισμένος. Προτού, όμως, προλάβει να δαγκωθεί, με είδε να θρονιάζομαι σε μία από τις δύο άδειες καρέκλες και με κοίταξε ερωτηματικά. Και επικριτικά.
«Νομίζω ότι ο μικρός πρέπει…»
«Δεν είμαι μικρός!» κραύγασα και του ’κοψα τη φόρα.
«Ο Χάρης θα μείνει μαζί μας» είπε ο μπαμπάς με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις. Είχε πάψει να με λέει Χαρούλη. Το ίδιο και η μαμά. Εγώ τους το είχα ζητήσει και δε μου χάλασαν το χατίρι.
«Δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα» παρενέβη η διευθύντρια. «Το θέμα που σας καλέσαμε για να συζητήσουμε μαζί σας δεν θα ήταν καλό για το παιδί να συζητηθεί παρουσία του».
Φοβερό συντακτικό. Κι ήταν και διευθύντρια…
«Δεν υπάρχει πρόβλημα» είπε ήρεμα ο μπαμπάς. «Άλλωστε το θέμα αφορά τον ίδιο, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, αλλά…»
«Έτσι κι αλλιώς, ό,τι κι αν συζητήσουμε, ο Χάρης θα το μάθει αργά ή γρήγορα»
«Θα το μάθει;» ρώτησε ηλίθια ο δάσκαλος.
«Φυσικά»
«Συζητάμε τα πάντα με το γιο μας» πρόσθεσε η μαμά.
«Τα πάντα;» ρώτησε ακόμα πιο ηλίθια ο δάσκαλος.
«Τα πάντα»
«Και τα καταλαβαίνει;»
Ο μπαμπάς τον κάρφωσε με το βλέμμα του. «Υπονοείτε κάτι;».
«Εεε, να… θέλω να πω…»
Η διευθύντρια φρόντισε να βγάλει τον υφιστάμενό της από τη δύσκολη θέση. «Θέλει να πει… κοιτάξτε… θέλει να πει… πώς είναι δυνατόν να καταλαβαίνει τα πάντα ένα παιδί που δεν είναι καλά καλά εφτά χρονών»
«Έκλεισα τα εφτά πριν από δέκα μέρες!» πετάχτηκα.
«Τα καταλαβαίνει. Και μάλιστα πολύ καλά
«Μα τι λέτε, τώρα!» πετάχτηκε ο δάσκαλος. «Εδώ δεν καταλαβαίνει τα πιο απλά μαθ…»
«Ακούστε με, σας παρακαλώ» πήρε ξανά το λόγο η διευθύντρια. «Ο λόγος που σας καλέσαμε εδώ… Δε θα ήθελα αυτή η κουβέντα να γίνει μπροστά στο παιδί, αλλά μια και επιμένετε…» Έριξε μια ερωτηματική ματιά στον μπαμπά μπας και είχε αλλάξει γνώμη κι όταν διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση συνέχισε να μιλάει. Κομπιάζοντας. «Κοιτάξτε, το παιδί… ο Χάρης… δεν… ο Χάρης έχει πρόβλημα με τα μαθήματα».
«Δηλαδή; Τι πρόβλημα έχει με τα μαθήματα;» ρώτησε η μαμά.
«Δεν τα καταλαβαίνει» είπε ο δάσκαλος. «Όταν τον ρωτάω κάτι, με κοιτάει σαν καθ…»
Η διευθύντρια τον διέκοψε για πολλοστή φορά. Χωρίς να κομπιάζει πλέον
«Θα σας πρότεινα να πάτε το γιο σας σε άλλο σχολείο. Ειδικό»