Κυριακή, Ιουλίου 30, 2006

Ο συγγραφέας, ο ήρωας και ο... αφηγητής


Η αποκαλούμενη «μπλογκόσφαιρα» προσφέρεται για τα πάντα. Ακόμα και για συγγραφικούς πειραματισμούς΄ ακόμα και για λογοτεχνικές καινοτομίες.
Εδώ και μερικές μέρες, η εξαιρετική συγγραφέας Λεία Βιτάλη καταπιάνεται στο μπλογκ της μ’ ένα «καυτό» θέμα κοινωνικής -και όχι μόνο- κριτικής. Και δε μιλάμε για ένα απλό θέμα που της κατέβηκε μια ωραία πρωία στην γκλάβα κι άρχισε να το ανεβάζει σε διάφορα συνεχόμενα ποστ. Πρόκειται για το θέμα του επόμενου βιβλίου της.
Τι κάνει η κυρία Βιτάλη; Τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι γίνεται κατά κόρον στο εξωτερικό: μοιράζεται με τους -κατά βάση άγνωστους- επισκέπτες του μπλογκ τις σκέψεις, τους προβληματισμούς της και, πάνω απ’ όλα, τις σημειώσεις της έρευνάς της που βρίσκεται σε εξέλιξη. Και λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν τις απόψεις και τις εκτιμήσεις όλων όσοι επισκέπτονται τα συγκεκριμένα ποστ.
Στο εξωτερικό η τακτική αυτή έχει καταντήσει ρουτίνα΄ στην Ελλάδα δε βρίσκεται καν σε νηπιακό στάδιο. Δεν πρόκειται να πρωτοτυπήσω, βέβαια, χαρακτηρίζοντας το εγχείρημα ως «τόλμημα που σπάει τα στεγανά, τους ιερούς και όσιους κλειστοφοβικούς κανόνες που διέπουν το λογοτεχνικό χώρο στην Ελλάδα». Αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.
Άλλο πράγμα θέλω να θίξω, έναν απλό και συνηθισμένο -αλλά και πολύπλοκο, κατά μία έννοια- προβληματισμό της κυρίας Βιτάλη: τον τρόπο με τον οποίο ένας συγγραφέας θα πρέπει να προσεγγίζει το θέμα του βιβλίου του. Και ειδικά ένα θέμα που είναι από τη φύση του εξοργιστικά… εξοργιστικό!
Τι πρέπει, λοιπόν, να κάνει ο συγγραφέας; Πρέπει να τηρεί κάποια προσχήματα αμεροληψίας; Ή οφείλει να βουτάει και ο ίδιος την πένα του στην οργή; Είναι καθήκον του να τηρεί αποστάσεις από τα γεγονότα και τις καταστάσεις που αφηγείται, αφήνοντας τον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματα (και το φίδι απ’ την τρύπα, ενδεχομένως); Ή μήπως οφείλει να παίρνει ξεκάθαρη και «μαχητική» θέση, βγάζοντας ταυτόχρονα και το δικό του άχτι;
Έχω την αίσθηση ότι το ζητούμενο είναι κάπου στη μέση. Σαφώς και ο συγγραφέας οφείλει να παίρνει θέση, σαφώς και δεν πρέπει να είναι ουδέτερος περιοριζόμενος σε μια απλή αφηγηματική παράθεση των γεγονότων του στιλ «κοιτάξτε, μάγκες, εγώ σας διηγήθηκα το στόρι, τώρα εσείς κόφτε το λαιμό σας και κάντε ταμείο…».
Είναι καθαρά θέμα επιλογής, θα μου πείτε. Σωστά. Δεν υπάρχουν αφηγηματικοί κανόνες. Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς των άκρων, υπάρχουν κι άλλοι που προσεγγίζουν το θέμα τους κριτικά μεν (ακόμα και δηκτικά), αλλά χωρίς να παραβιάζουν κάποια «λεπτή, κόκκινη γραμμή» λογοτεχνικής αμεροληψίας.
Πολλά (αν όχι όλα) εξαρτώνται, βέβαια, και από την επιλογή του «αφηγητή». Το τρίτο πρόσωπο εξασφαλίζει κατά κανόνα περισσότερες ισορροπίες και, άρα, μια αντικειμενικότερη ματιά. Αν, όμως, επιλέξεις πρώτο πρόσωπο, μάλλον είσαι υποχρεωμένος να «δεις» τα πράγματα μέσα από το μυαλό του αφηγητή σου -ο οποίος συνήθως είναι ο κεντρικός χαρακτήρας, χωρίς αυτό να αποτελεί θέσφατο.
Ο «αφηγητής», λοιπόν, είναι ένας από τους βασικότερους προβληματισμός και της κυρίας Βιτάλη (όπως και των περισσοτέρων συγγραφέων που σκοπεύουν ν’ αγγίξουν ένα σοβαρό κοινωνικό -συνήθως- θέμα). Κατανοώ το δίλημμά της, μια και το πρώτο αφηγηματικό πρόσωπο μπορεί εύκολα να σε ρίξει σε λούμπα, να σε παρασύρει κάποιες φορές σε ένα οργισμένο «παραλήρημα» που θα μπορούσες ν’ αποφύγεις. Εκτός, βέβαια, αν κατά βάση, δε θέλεις να το αποφύγεις. Οπότε βρίσκεις το τέλειο λογοτεχνικό άλλοθι: το πρώτο αφηγηματικό πρόσωπο. Βάζεις, δηλαδή, έναν από τους χαρακτήρες να αφηγείται τα καθέκαστα (να αγωνιά, να χαίρεται, να λυπάται, να κρίνει, να επικρίνει, να κατακρίνει, να εξοργίζεται) και… καθάρισες!
Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Ή, εν πάση περιπτώσει, είναι έτσι τα πράγματα πάντα; Η αλήθεια είναι ότι κάπως έτσι αισθανόμουν κι εγώ μόλις ολοκλήρωσα το πρώτο μου βιβλίο, το οποίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο (με αφηγητή τον κεντρικό ήρωα). Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το κείμενο, διαπίστωνα ότι, σε κάποιες φορτισμένες αφηγηματικά στιγμές, η οργή του ήρωα ξεχείλιζε απ’ τα μπατζάκια του! Κι όμως, στις τελικές διορθώσεις, καμία απολύτως προσπάθεια δεν έκανα για να ελέγξω αυτήν την οργή, να την καταστείλω ή έστω να την περιορίσω. Γιατί -θεωρούσα ότι- αν το έκανα, το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν μια χλιαρή αρλούμπα. Μπορεί και να ’κανα λάθος. Κι αν όντως πρόκειται για λάθος, είναι… επαναλαμβανόμενο! Διότι την ίδια ακριβώς συνταγή ακολούθησα και στο δεύτερο βιβλίο που θα εκδοθεί του χρόνου. Και την ίδια ακολουθώ στο τρίτο που ξεκίνησα πρόσφατα…
Εύκολη λύση; Μμμ… μπορεί. Μπορεί και όχι. Εξαρτάται. Γεγονός είναι ότι μερικές φορές η ίδια η ιστορία που θέλεις να διηγηθείς σε υποχρεώνει να επιλέξεις πρώτο αφηγηματικό πρόσωπο. Στο κάτω κάτω, ποιος είναι ο ήρωας - αφηγητής; Κάνας ξέμπαρκος που έκανε αναγκαστική προσγείωση πάνω στο χειρόγραφο από το υπερπέραν; Δημιούργημα του συγγραφέα είναι κι αυτός. Ο συγγραφέας τον φαντάζεται, ο συγγραφέας τον πλάθει, ο συγγραφέας τον σκιαγραφεί, ο συγγραφέας τον καθοδηγεί. Αρκεί, βέβαια, να μην πέσει στην παγίδα΄ σε μια λογοτεχνική παγίδα που δεν είναι και τόσο σπάνια. Να παρασυρθεί, δηλαδή, τόσο πολύ από το «πάθος» του ήρωά του ώστε να φτάσει στο σημείο να γίνει υποχείριό του. Και αυτό μπορεί να συμβεί. Αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο. Ή μάλλον άλλο… ποστ!

Πέμπτη, Ιουλίου 27, 2006

Ο Έρωτας είναι ψύχωση, η Γυναίκα εμμονή...


Με τσίγκλησε η Καπετάνισσα με τις μοναδικές, γλαφυρές ωδές της στον Έρωτα, με τσίγκλησε και η Εργατώ με τις μπηχτές της περί μισογυνισμού, ε, δεν ήθελα και πολύ…
Να πω ότι ο Έρωτας είναι συνώνυμο της ζωής; Θα με φάνε ζωντανό οι ψευτορεαλιστές. Να πω ότι είναι το Α και το Ω; Θα τον αδικήσω, γιατί υπάρχουν ακόμα 22 γράμματα…
Να πω ότι αγαπάω τις γυναίκες; Μπορεί να παρεξηγηθώ (και όχι μόνο από τη… γυναίκα μου, υποθέτω). Να πω ότι τις θαυμάζω; Μπορεί να θεωρηθώ κόλακας…
Γι’ αυτό δε θα πω τίποτα. Διάλεξα τέσσερα αποσπάσματα κειμένων μου, ώστε να μιλήσουν αυτά για λογαριασμό μου. Γιατί, όπως λένε οι συγγραφείς που 'χουν πολύ μεγαλύτερη πείρα από μένα, ένας συγγραφέας -ακόμα και εκκολαπτόμενος, όπως του λόγου μου- δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά να βγάζει στο χαρτί τις ψυχώσεις και τις εμμονές του.
Και για μένα ο Έρωτας είναι ψύχωση. Και η Γυναίκα εμμονή. Με την καλή έννοια (ελπίζω…).

(Από τα τέσσερα αποσπάσματα, το τελευταίο είναι ακόμα ανέκδοτο).

Άλογο

"Το παιχνίδι αυτό παίζεται μόνο με δύο"...
Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχα πρωτοανακαλύψει ότι το παιχνίδι που παίζεται μόνο με δύο παίζεται και με περισσότερους από δύο΄ ότι όλα τα παιχνίδια παίζονται με περισσότερους από δύο, εκτός από το τάβλι. Κι η Λίνα ήταν ένας από τους ανθρώπους που είχαν βάλει το χεράκι τους –και όχι μόνο– για να με βοηθήσουν να το ανακαλύψω. Και τώρα, πολλά χρόνια αργότερα, ανακάλυπτα αίφνης και κάτι άλλο: Στο παιχνίδι αυτό, σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα, δεν υπάρχουν νικητές και χαμένοι. Ακριβώς επειδή είναι ένα παιχνίδι που δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Σαν την προαιώνια πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, σαν μια αέναη παρτίδα σκάκι ανάμεσα σε δυο προικισμένους με υπερφυσικές δυνάμεις σκακιστές, που έκαναν την πρώτη τους κίνηση από την πρώτη κιόλας μέρα της ανθρώπινης ύπαρξης και που δε σκοπεύουν να πετύχουν ματ στον αιώνα τον άπαντα... Κι όλοι εμείς οι υπόλοιποι, οι αδαείς και υπερφίαλοι θνητοί, βαυκαλιζόμαστε με την ψευδαίσθηση ότι συμμετέχουμε σ’ αυτό το ατέλειωτο νταραβέρι, ενώ δεν είμαστε παρά μόνο τα πιόνια΄ πιόνια που κινούνται αδιάκοπα, αλλά δε βγαίνουν ποτέ έξω απ’ την παρτίδα. Κι εγώ εξακολουθούσα να συμμετέχω με όλο μου το είναι, παρόλο που, μετά τη βασίλισσα, είδα να μου παίρνουν και το άλογο...
Όχι ότι η Λίνα υπήρξε ποτέ το άλογό μου. Απλώς, κάποια στιγμή παρείχε υπηρεσίες φοράδας στα πρώτα βήματα ενός αχόρταγου επιβήτορα. Κι ύστερα, ως γνήσιο άτι της στέπας, κάλπασε απετάλωτο κι ασέλωτο, με τον άνεμο της ελευθερίας να του ανεμίζει τη μαύρη χαίτη. Να όμως που κάποια στιγμή κουράστηκε και αποφάσισε να βάλει χαλινάρι...
Οι αχαλίνωτες σκέψεις μου έτρεχαν με ταχύτητα εκατοντάδων ίππων τη στιγμή που σήκωσα το ακουστικό και τηλεφώνησα στη Λίνα. (…)

Σκυλάκι

Σαν να μην πέρασε μια μέρα…
Ήταν η μόνη σκέψη που κλωθογύριζε μες στο μυαλό μου βλέποντάς τη να προχωράει με διστακτικό βήμα προς το μέρος μου… Η προσμονή της στιγμής αυτής μού είχε γίνει ψύχωση για μια ζωή ολόκληρη. Δεκατέσσερα χρόνια… Όσα χρόνια διαρκεί η ζωή ενός σκύλου. Όσα χρόνια είχε διαρκέσει και η δική μου σκυλίσια ζωή…
Πάντα αναρωτιόμουν ποια θα ήταν η αντίδρασή μου έτσι και την έβλεπα ξαφνικά μπροστά μου. Δεν περίμενα, βέβαια, ότι θ’ άρχιζα να κουνάω την ουρά μου, ούτε όμως ότι θ’ αντιδρούσα όπως αντέδρασα εκείνη τη στιγμή. Δεν κούνησα την ουρά μου, ούτε γάβγισα, ούτε καν της έγλειψα τα πόδια. Απλώς πήρα στάση αμυντική, επιφυλακτική, λες και μύριζα τον εισβολέα για να βεβαιωθώ αν ήταν διαρρήκτης ή απλώς κάποιος παλιός γνωστός που δεν μπορούσα να θυμηθώ τη μυρουδιά του. Κι όταν βεβαιώθηκα ότι ναι μεν η μυρουδιά ήταν γνώριμη αλλά ο εισβολέας είχε μπει με σκοπό να διαρρήξει εκ νέου τα σπλάχνα μου και να πάρει την καρδιά μου για σουβενίρ, η στάση μου έγινε επιθετική.
Πρώτα γρύλισα. «Στέλλα; Τι έκανες, Στέλλα;». Ύστερα γάβγισα. «Είσαι σοβαρή, ρε Στέλλα; Μα είσαι σοβαρή, γαμώ το κέρατό μου;» Και τελικά όρμησα΄ προς την πόρτα.
«Χάρη;».
Ο εισβολέας είχε προφέρει τ’ όνομά μου... Προσπάθησα να τον αγνοήσω και να κάνω το τελικό σάλτο προς την έξοδο, αλλά σκέφτηκα ότι ένας καλός φύλακας δεν το βάζει ποτέ στα πόδια. Έμεινα ακίνητος τεντώνοντας τ’ αυτιά μου. Όλες οι αισθήσεις μου ήταν σε εγρήγορση, μην τυχόν κι ο διαρρήκτης κάνει κάποια αιφνιδιαστική κίνηση και εξουδετερώσει τις άμυνές μου.
«Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, Χάρη… Πραγματικά χαίρομαι που σε βλέπω…»
Ο μπουκαδόρος αποφάσισε να μου πετάξει το κοκαλάκι. Η μυρουδιά του ήταν γαργαλιστική, αλλά εγώ ήμουν καλά εκπαιδευμένος κι ήξερα να αποφεύγω τις παγίδες. Κατάλαβα ότι δεν ήταν ένα αγνό, τραγανό κοκαλάκι με ακαταμάχητη γεύση. Κατάλαβα ότι ήταν φόλα...
Τελικά, το πήρα απόφαση. Χαλάρωσα, έγλειψα τις πληγές μου κι αποφάσισα να αντιμετωπίσω τον εισβολέα στα ίσια. Έκανα μεταβολή και τον αντίκρισα κατάματα. Με το βλέμμα του λαμπραντόρ και την αποφασιστικότητα του τσιουάουα.
«Γεια σου, Αλίκη, τι κάνεις, καλά είσαι, τι κάνει ο Σούλης, πότε παντρεύεστε;».
Κι ύστερα τα μάτια μου κατακεραύνωσαν εκ νέου την κουμπάρα. Με την οργή του λυκόσκυλου και τη λύσσα του κοπρόσκυλου.
… … … … …
Την κοίταξα. Αφού πρώτα δέχτηκα τα βολτ από τα γκριζοπράσινα μάτια της, άρχισα να παρατηρώ τα σημάδια που είχε αφήσει πάνω της ο χρόνος. Και δεν παρατήρησα ούτε ένα...
Σαν να μην πέρασε μια μέρα… Λες κι ο χρόνος είχε σταματήσει τη βραδιά που την ξαπόστειλα. Λες κι οι δείχτες του ρολογιού ξανάρχισαν να κινούνται τούτη εδώ τη στιγμή… Θα πατούσε τα τριάντα τέσσερα σ’ ένα εξάμηνο, αλλά το πρόσωπό της παρέμενε κοριτσίστικο, τα ολόξανθα μαλλιά της φωτεινά, το κορμί της στιλάτο. Κοίταζα τον αλήστου μνήμης μπούστο της και τα σφιχτά της πόδια που ξεχύνονταν κάτω από την τζιν φούστα κι ένιωθα γέρος μπροστά της, και μάλιστα πορνόγερος με τον τρόπο που κοίταζα. Το μόνο που είχε αλλάξει πάνω της ήταν το δεξί της γόνατο. Η άλλοτε ανατριχιαστική ουλή ήταν πια ένα ξεθωριασμένο σημάδι. Κατά τ’ άλλα, δεν είχε αλλάξει καθόλου.
«Δεν έχεις αλλάξει καθόλου». Δεν το είπα εγώ αυτό, εκείνη το είπε. Ούτε ανταπέδωσα το κομπλιμέντο. Περίμενα κι άλλα. Κι η αναμονή μου δικαιώθηκε. «Μόνο το μούσι δηλαδή, που ξύρισες. Και πολύ καλά έκανες. Δε σου πήγαινε καθόλου. Και τα μαλλιά που άφησες να μακρύνουν. Σου πάνε πολύ».
Όφειλα να ανταποδώσω. Αλλά τι να της έλεγα; Ούτε είχε ποτέ μούσι για να το ξυρίσει ούτε είχε αφήσει τα μαλλιά της να μακρύνουν. Τελικά αποφάσισα να παραμερίσουμε τις σάλτσες και να μπούμε στο κυρίως θέμα. Αυτοσυγκεντρώθηκα κι έκανα δυναμικό μπάσιμο.
«Αλίκη, θέλω να μ’ ακούσεις προσεκτικά. Όλα αυτά τα χρόνια ζούσα γι’ αυτή τη στιγμή. Αλλά τελευταία έχω συνειδητοποιήσει ότι ζούσα μέσα σε μια ψευδαίσθηση, σ’ έναν κόσμο φανταστικό. Και περίμενα την Αλίκη να εμφανιστεί επιτέλους στον κόσμο των θαυμάτων…»
Έβαλα το ένα χέρι μέσα στο άλλο και τα έσφιξα μεταξύ τους με δύναμη. Δεν το έκανα επειδή αισθανόμουν νευρικότητα. Απλώς αντάλλαξα θερμή χειραψία με τον εαυτό μου. Για εντελώς απροετοίμαστος, τα πήγαινα μια χαρά. Η Αλίκη πήγε κάτι να πει, αλλά σιγά μην την άφηνα. Είχα πάρει φόρα και δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσω να μου την κόψει.
«Κάποια στιγμή, λοιπόν, κουράστηκα να ζω μέσα σ’ ένα όνειρο, που ώρες ώρες γινόταν εφιάλτης. Κι αποφάσισα απλώς να ζήσω τη ζωή μου…»
Είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή. Η Αλίκη είχε έρθει να με συναντήσει πιστεύοντας ότι θα έχει το πάνω χέρι. Όλα αυτά τα χρόνια άκουγε από την κολλητή της και την ξαδέρφη της διάφορα μελοδραματικά για τον καημένο το Χάρη. Καιρός, λοιπόν, να μάθει ότι ο καημένος ο Χάρης είχε πάψει πια να είναι καημένος. Καιρός να της ρίξω την κατραπακιά.
«Ξέρεις, Αλίκη, δεν παντρεύεσαι μόνο εσύ. Παντρεύομαι κι εγώ...»
Την κάρφωσα με βλέμμα σουβλερό, περιμένοντας να τη δω να πλαντάζει στο κλάμα. Και το βλέμμα μου έγινε θριαμβευτικό, παρατηρώντας την αντίδρασή της. Τα μάτια της πρώτα άνοιξαν διάπλατα και μετά υγράνθηκαν. Έπειτα άρχισε να ρουφάει τη μύτη της. Κι ύστερα φτερνίστηκε.
… … … … …
Δεν είχε σταματήσει να με κοιτάζει. Όμως για πρώτη φορά με κοίταξε όπως με κοίταζε τότε... Έσπρωξα τα χέρια της μακριά. Άπλωσα τα δικά μου, τη βούτηξα από το σβέρκο και την έχωσα στην αγκαλιά μου. Δεν αντιστάθηκε. Το μουτράκι χώθηκε στο στήθος μου και τα μπράτσα της τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση μου. Περίμενα να κλάψει, μα δεν έκλαψε. Περίμενα να κλάψω, μα, όσο κι αν το ήθελα, δεν το κατόρθωσα. Απλώς σφάλισα τα μάτια και φυλάκισα βαθιά μες στο μυαλό μου την ανάμνηση. Διπλοκλείδωσα μες στο πετσί μου, διπλαμπάρωσα μες στην καρδιά μου την αίσθηση της τελευταίας μας αγκαλιάς… (…)

Λύκαινα

Η δεξίωση προς τιμήν της καλλιτέχνιδος ήταν στο φόρτε της όταν πάρκαρα κάτω από ένα αρμυρίκι. Βγήκα από το αυτοκίνητο κι έριξα μια ματιά στον υπαίθριο χώρο του παραθαλάσσιου καφέ μπαρ. Οι καλεσμένοι ήταν αρκετοί κι η τζαζ μουσική έπαιζε σε χαμηλή ένταση. Γύρισα ν’ αντικρίσω την παραλία του Αϊ-Γιώργη και αντίκρισα μαύρο σκοτάδι. Το φεγγάρι είχε κρυφτεί πια για τα καλά πίσω από ένα γκρίζο σύννεφο και το γκρίζο σύννεφο είχε κρυφτεί πίσω από ένα μαύρο σύννεφο που σκέπαζε τον ουρανό. Υπέθεσα δηλαδή ότι ήταν μαύρο, αφού όταν σήκωσα το κεφάλι τα είδα όλα μαύρα. Έτσι κι αλλιώς, όμως, όλα μαύρα τα έβλεπα εκείνη τη στιγμή. Ακόμα κι ο πορτιέρης, που τσέκαρε τις προσκλήσεις στην είσοδο, μαύρος ήταν.
Μαύρη ήταν κι η τουαλέτα της Αλίκης. Την είδα να στέκεται κοντά στο μπαρ, χαζολογώντας με δυο καλεσμένους και μια καλεσμένη. Τον κοκκινοτρίχη δεν τον πήρε το μάτι μου. Έριξα μια τελευταία ματιά στη μαύρη τουαλέτα της Αλίκης και μετά χώθηκα στο διπλανό ταβερνείο. Βγήκα ύστερα από τρία λεπτά, κρατώντας μια μαύρη σακούλα γεμάτη μπίρες. Προχώρησα προς την παραλία. Περπάτησα πάνω στη μαύρη άμμο για αρκετή ώρα, μέχρι που το σκοτάδι έγινε πίσσα και δεν ακουγόταν πια ο παραμικρός ήχος από το καφέ της χαράς. Ξάπλωσα στην αμμουδιά και κατέβασα την πρώτη μπίρα μονορούφι. Κι ύστερα τη δεύτερη. Τη στιγμή που άνοιγα την τρίτη το φεγγάρι τρύπησε τα σύννεφα κι έκανε τη νύχτα μέρα. Σήκωσα το κεφάλι, κάρφωσα το βλέμμα πάνω του κι ένιωσα όλες τις τρίχες του κορμιού μου να σηκώνονται και να βαράνε προσοχή. Ο λύκος είχε ξυπνήσει για τα καλά μέσα μου…
Και τότε ούρλιαξα μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου... Ήταν ένα ουρλιαχτό παρατεταμένο, ένα ουρλιαχτό παραπονεμένο, ένα ουρλιαχτό που έφτασε μέχρι το φεγγάρι και το έκανε να δακρύσει. Αισθάνθηκα τα πρώτα δάκρυα πάνω στα μαλλιά μου. Και τα επόμενα πάνω στα ρούχα μου, πάνω σ’ όλο μου το σώμα. Η μπόρα είχε ξεσπάσει για τα καλά...
Έγινα μούσκεμα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, αλλά δεν έκανα την παραμικρή κίνηση για να προστατευτώ. Ο λύκος άνοιξε το στόμα του για να ουρλιάξει και πάλι, αλλά τον πρόλαβε ένα άλλο ουρλιαχτό΄ το ουρλιαχτό της λύκαινας...
«Χάρη; Χάρη!»
Είδα τη μαύρη σιλουέτα να τρέχει καταπάνω μου. Ανασηκώθηκα και προσπάθησα ν’ ανασυντάξω τις δυνάμεις μου. Σκέφτηκα να της δείξω τα νύχια μου, αλλά τα είχα κόψει. Τελικά αποφάσισα να μην προβάλω την παραμικρή αντίσταση.
Η μαύρη σιλουέτα χίμηξε πάνω μου και με ξάπλωσε στην άμμο. Το φεγγάρι κρύφτηκε για τα καλά πίσω από το μαύρο σύννεφο την ώρα ακριβώς που η μαύρη σιλουέτα άνοιγε το στόμα της για να με κατασπαράξει.
Τελικά, το στόμα της μαύρης σιλουέτας παρέμεινε μισάνοιχτο. Και την επόμενη στιγμή κόλλησε πάνω στο δικό μου...
... ... ... ... ... ...
Μείναμε ξαπλωμένοι στην ακροθαλασσιά, αδιαφορώντας για την καταιγίδα. Οι αστραπές πλησίαζαν όλο και περισσότερο, όμως εμείς δεν τις λογαριάζαμε. Παραμέναμε σφιχταγκαλιασμένοι, χωρίς να μιλάμε, με το αφρισμένο κύμα να μας γαργαλάει τις πατούσες. Λίγο νωρίτερα, για να προστατευτούμε από τη βροχή, είχαμε μπει στη θάλασσα. Δεν κολυμπήσαμε, γιατί ήμασταν φαγωμένοι και χορτασμένοι. Από φαΐ κι από κολύμπι είχαμε μπουχτίσει όλα αυτά τα χρόνια. Τα κορμιά μας είχαν άλλου είδους ανάγκες. Λαχταρούσαν να γευτούν ξανά τη γλύκα από το νέκταρ που κυλούσε πάνω τους τη στιγμή που έσμιγαν, που έτρεμαν, που σπαρταρούσαν.
Ο ιδρώτας ανακατεύτηκε με το στυφό νερό της βροχής και το αλμυρό της θάλασσας. Κάναμε έρωτα εκεί που έσπαγε το κύμα, κόντρα σ’ όλα τα στοιχειά της φύσης. Ακόμα κι η θάλασσα ήταν εναντίον μας. Συνεχώς μούγκριζε, άφριζε, φούσκωνε, απειλούσε να μας καταπιεί. Ήταν φανερό ότι δυσφορούσε για τη βεβήλωση που είχε υποστεί από δυο παράνομους εραστές. Τελικά η απόλυτη δύναμη της φύσης γονάτισε μπρος στο λυσσαλέο πάθος του έρωτα. Η θάλασσα σίγησε, τραβήχτηκε τρομαγμένη προς τα μέσα. Οι αστραπές χάθηκαν ξαφνικά, σαν να μην είχαν εμφανιστεί ποτέ. Η μπόρα κόπασε απότομα, όπως ακριβώς είχε αρχίσει. Και το φεγγάρι ξεπρόβαλε λαμπρό, διαλύοντας τα σύννεφα εν ριπή οφθαλμού. Όλα αυτά μπορεί να κράτησαν δευτερόλεπτα, μπορεί και ώρες. Ο χρόνος ήταν το τελευταίο που μ’ απασχολούσε εκείνη τη στιγμή. (...)

Εξουσία

Χαιρετίσματα, λοιπόν, στην εξουσία, εγώ κρατάω την ουσία κι ονειρεύομαι…
Κι εγώ κρατούσα την ουσία. Και ονειρευόμουν΄ στον ξύπνο μου. Ονειρευόμουν την ουσία, την εξουσία, την πεμπτουσία της ύπαρξής μου. Και οι εφιαλτικές φωνές για επικείμενους κινδύνους και κουραφέξαλα είχαν πάει πια για τα καλά στα τσακίδια.
Οι ονειροπολήσεις δεν κράτησαν παραπάνω από ένα τριήμερο. Δε διακόπηκαν μόνες τους, εγώ τις διέκοψα. Δε βαυκαλιζόμουν με τις φαντασιώσεις, δε μου αρκούσαν τα όνειρα. Ήθελα να τα ζήσω. Ήθελα να ζήσω όλα όσα δεν έζησα τα τελευταία δεκαοχτώ χρόνια, να βιώσω το σκίρτημα του αληθινού έρωτα, να ρουφήξω μέχρι την τελευταία σταλιά το νέκταρ που κάποτε απλώς μου είχε βρέξει τα χείλια -κι εγώ το είχα φτύσει λες κι ήταν φαρμάκι…
Βγήκα από το σπίτι παρορμητικά και χώθηκα στη διπλανή πολυκατοικία με μια πρωτοφανή έξαψη ενθουσιασμού να μου τσουρουφλίζει το στέρνο. Καθώς χτυπούσα το κουδούνι του διαμερίσματος, αγνόησα για πολλοστή φορά μια αδύναμη φωνούλα που με ρωτούσε ξέπνοα «Και αν…;» «Και αν εκείνη σε απορρίψει;» ήθελε να με ρωτήσει, αλλά εγώ δεν την άφηνα να ολοκληρώσει τη φράση. Δεν υπήρχαν «Και αν…;» σ’ αυτή την ιστορία. Και η ξέπνοη φωνούλα χάθηκε, εξανεμίστηκε, ξεψύχησε τη στιγμή που τα μάτια της Λουίζας άστραψαν αντικρίζοντάς με στο κατώφλι της πόρτας.
«Σταύρο…»
Λουίζα… Δεν το πρόφερα, δεν είχε κανένα νόημα ν’ ανταλλάξουμε στοιχεία ταυτότητας. Ούτε σάλεψα από τη θέση μου. Περίμενα να κάνει εκείνη το πρώτο βήμα. Και το έκανε, με τα χέρια. Τα δάχτυλά της πλέχτηκαν ανάμεσα στα δικά μου, τραβώντας με απαλά προς το μέρος της.
«Ήμουν σίγουρη ότι θα ’ρθεις»
Κι εγώ ήμουν σίγουρος ότι ήταν σίγουρη. Τα καστανοπράσινα μάτια της δεν είχαν φανερώσει το παραμικρό σημάδι έκπληξης, παρά μόνον προσμονής. Και αναμονής, ενδεχομένως. Ίσως περίμενε τις απαντήσεις στα ερωτήματα που έπρεπε να είχαν απαντηθεί εδώ και χρόνια. Όμως εγώ δεν της έδωσα καμία απάντηση, καμία εξήγηση. Το θεωρούσα άσκοπο, χάσιμο χρόνου, τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Κι έτσι δεν είπα τίποτ’ άλλο παρά μόνον πέντε σταράτες κουβέντες:
«Λοιπόν, Λουίζα; Πού είχαμε μείνει;»
Η Λουίζα θυμόταν καλά πού είχαμε μείνει -για μένα δε γεννάται λόγος. Λες και δεν είχαν περάσει παρά μόνο λίγα λεπτά, λες και συνεχίσαμε απλώς κάτι που είχαμε αφήσει ανολοκλήρωτο, το πιάσαμε από κει που το είχαμε αφήσει τη νύχτα εκείνη. Και η αίσθηση, η τέρψη, η ηδονή ήταν ίδιες κι απαράλλαχτες, όπως ακριβώς τις θυμόμουν, λες και εκείνη η νύχτα απλώς συνεχιζόταν, λες και ο θεός Ήλιος είχε λιώσει με τις πυρωμένες ακτίνες του μια ανούσια παρένθεση δεκαοχτώ χρόνων… (...)

Τετάρτη, Ιουλίου 26, 2006

Ένα τραμ και ένας... μαλάκας!

Κοίτα, ρε, ένα μαλάκα...


Λοιπόν, κάτι τα «μεταφεμινιστικά» της Εργατώς κάτι η διάθεση της στιγμής, έδωσαν άλλη διάσταση στο περιστατικό του οποίου έγινα μάρτυρας αργά το απόγευμα…

Ένα ζευγάρι -για τριανταπεντάρηδες τους κόβω- με ένα παιδάκι -το πολύ έξι χρονών- διασχίζουν βαριεστημένα τις γραμμές του τραμ. Αριστερά ο μπαμπάς, δεξιά η μαμά και στη μέση το παιδάκι. Το κρατάνε και οι δύο απ’ το χέρι. Το κακό είναι ότι, ως γνήσιοι νοέλληνες, δε διασχίζουν κάθετα τις ράγες, αλλά διαγώνια. Για να γλιτώσουν τρία βήματα δρόμο και να βγουν κατευθείαν στο φανάρι χωρίς να κάνουν «γωνία» στην πορεία τους (καθότι, σύμφωνα με το θεώρημα, η ευθεία γραμμή είναι συντομότερη της τεθλασμένης).
Δε φτάνει, όμως, που διασχίζουν διαγώνια τις ράγες, δε φτάνει που πάνε με το πάσο τους λες και κόβουν βόλτες στο πάρκο, χαζεύουν κι από πάνω. Κι όταν το τραμ τους κορνάρει από απόσταση πέντε μέτρων (άλλος κοιμίσης ο οδηγός…), ξαφνικά τσιτώνονται, σηκώνουν το παιδί στον αέρα, κάνουν ένα εντυπωσιακό άλμα εις τριπλούν (εις τριπλούν επειδή ήταν τρεις, όχι ότι ζήλεψαν τη δόξα του Έντουαρντς) και προσγειώνονται στο πεζοδρόμιο, πάνω στη στιγμή που το τραμ περνάει αγκομαχώντας και σφυρίζοντας δαιμονισμένα πλάι τους.
Θεατές στο περιστατικό, εκτός από μένα, ήταν και δυο γυναίκες. Η δε αντίδρασή τους με άφησε πραγματικά άφωνο. Αφού έμειναν για μια στιγμή με το στόμα ανοιχτό, αφού συνήλθαν από το -παρ’ ολίγον- σοκ, αφού κοιτάχτηκαν στα μάτια και κούνησαν αποδοκιμαστικά το κεφάλι τους, αναφώνησαν με μια φωνή: «Ρε, το μαλάκα!».
Ρε, το μαλάκα… Αυτό ακριβώς είπαν, αν τα παραλέω να με πατήσει το τραμ! Ρε, το μαλάκα… Συμφωνώ ότι υπήρχε ένας μαλάκας στην υπόθεση, αλλά, εκτός από ένα μαλάκα, υπήρχε και μια μαλάκω. Επαναλαμβάνω, για όσους τυχόν ξεπέταξαν στα γρήγορα τις πρώτες αράδες, το παιδάκι το κρατούσαν από το χέρι ΚΑΙ ο άντρας ΚΑΙ η γυναίκα. Και ο μαλάκας και η μαλάκω, δηλαδή. Αλλά οι δύο γυναίκες αγνόησαν τη μαλάκω και εστίασαν το σύνολο της καυστικής κοινωνικής κριτικής τους αποκλειστικά στο μαλάκα…
Επειδή, λοιπόν, εγώ ο αδαής (ίσως και ο πραγματικός μαλάκας της υπόθεσης, στην τελική) δεν μπόρεσα να βρω ικανοποιητική εξήγηση στη συγκεκριμένη αντίδραση των δύο γυναικών, ζητώ τη συμπαράστασή σας. Και την περιμένω υπό τη μορφή απαντήσεων στο παρακάτω γκάλοπ:

Γιατί οι δύο γυναίκες χαρακτήρισαν μαλάκα μόνο το μαλάκα;
Επειδή:
α) Ήταν φανατικές φεμινίστριες
β) Ήταν φανατικές μεταφεμινίστριες (Εργατώ, εσύ δεν ψηφίζεις εδώ, βρες άλλη απάντηση…)
γ) Ήταν φανατικές ξανθιές
δ) Είχαν κριθαράκι στο μάτι
ε) Τους τύφλωσε η λάμψη από την παρακείμενη γιγαντοαφίσα της Άντζελας
στ) Είχαν μόλις βγει από το αμφιθέατρο όπου έδινε διάλεξη ο Βέλτσος
στ) Όλα τα παραπάνω
ζ) Κανένα από τα παραπάνω (όπερ μεταφράζεται «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο»)
η) Δεν ξέρω - δεν απαντώ

Οι απαντήσεις θα αποσταλούν με τη διαδικασία του κατεπείγοντος στον Νικολακόπουλο για εμβριθή ανάλυση σε τηλεοπτικό πάνελ.


ΥΓ: Όχι, τα βιβλία δεν τα πάτησε το τραμ. Θα επανέλθουμε στη συζήτηση λίαν συντόμως.

Τρίτη, Ιουλίου 25, 2006

To βιβλίο, η Ελληνίδα και η... παραλία

Λοιπόν, φαίνεται ότι ακόμα και το μυαλό λειτουργεί κάπου κάπου με βάση τη στατιστική. Και μάλλον εκεί ακριβώς βασίζεται η μία και μοναδική φαντασίωση που έχω τον τελευταίο καιρό: να δω κάποια άγνωστη να διαβάζει το βιβλίο μου σε κάποια παραλία. Όχι σε οποιονδήποτε δημόσιο χώρο΄ αυστηρά στην παραλία, έχει σημασία. Όπως έχει σημασία το «άγνωστη» και όχι το «άγνωστος». Γιατί ακόμα και οι φαντασιώσεις «παίζουν» συχνά με το νόμο των πιθανοτήτων. Και η πιθανότητα να μία γυναίκα να διαβάζει λογοτεχνία στην παραλία είναι στατιστικά πολύ μεγαλύτερη από το να τον δεις έναν άντρα να διαβάζει στο τραμ ή στο παγκάκι του πάρκου.
Αυτό είναι το «βίτσιο» του μέσου Έλληνα αναγνώστη (και κυρίως της μέσης Ελληνίδας αναγνώστριας, όπως θα δούμε παρακάτω). Ο Άγγλος διαβάζει στο μετρό, ο Γάλλος στο καφέ κι ο Έλληνας (κι η Ελληνίδα) στην παραλία. Ακριβώς επειδή ο Έλληνας διαβάζει, κατά μέσον όρο, περισσότερα λογοτεχνικά βιβλία στη διάρκεια των διακοπών του παρά στη διάρκεια ολόκληρου του υπόλοιπου χρόνου. Τώρα, βέβαια, θα μου πείτε «Για κάτσε, ρε φίλε, πόσα βιβλία μπορεί να διαβάσει κάποιος στη διάρκεια των διακοπών του; Ένα; Άντε δύο το πολύ…». Μα αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο. Όλο τον υπόλοιπο χρόνο, ο μέσος Έλληνας (ακόμα και η μέση Ελληνίδα, που είναι πιο… μελετηρή) δεν διαβάζει καν ένα βιβλίο, άντε δύο το πολύ…
Έριξα πρόσφατα μια ματιά στα αποτελέσματα εσωτερικής έρευνας αγοράς που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό γνωστού εκδοτικού οίκου. Ε, λοιπόν, σύμφωνα με την έρευνα, μόνο το 1,8% του ενήλικου πληθυσμού της χώρας είναι συνειδητοποιημένοι αναγνώστες (οι λεγόμενοι «βιβλιόφιλοι», για να το πω πιο απλά). Κι από το υπόλοιπο 98,2%, η συντριπτική πλειονότητα δηλώνει ότι διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία ΜΟΝΟ το καλοκαίρι… Ο δε μέσος όρος ανάγνωσης είναι πενιχρός: Κάτι παραπάνω από πέντε βιβλία το χρόνο αναλογούν σε κάθε ενήλικα κάτοικο τούτης της χώρας…
Το δε γεγονός ότι η Ελληνίδα διαβάζει περισσότερο από τον Έλληνα δεν είναι κάτι καινούργιο. Και το πολύ ενδιαφέρον άρθρο της κυριακάτικης «Καθημερινής» παραθέτει μερικά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία επ’ αυτού. Το κοπιάρω αυτούσιο:

«Οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο από τους άντρες. Και τον χειμώνα, αλλά και το καλοκαίρι, την κατεξοχήν εποχή της ανάγνωσης. Το αποδεικνύουν οι στατιστικές. Οι δύο πιο πρόσφατες πανελλήνιες έρευνες αναγνωστικής συμπεριφοράς (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, 1999 και 2004) επιβεβαιώνουν ότι, στο σύνολο των αναγνωστών, οι γυναίκες προηγούνται σταθερά των ανδρών κατά έξι έως επτά μονάδες. Στη Γαλλία, πάλι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία για το 2005, τις γυναίκες από τους άντρες τους χωρίζει επίσης μια διαφορά έξι μονάδων: 53% έναντι 47%. Στην Ελλάδα, το αναγνωστικό κοινό που διαβάζει πάνω από εννιά βιβλία τον χρόνο δεν ξεπερνά το 9%. Στη Γαλλία το αναγνωστικό κοινό μειώνεται σταθερά. Αλλά η υπεροχή των γυναικών παραμένει, παρότι προσήλθαν με καθυστέρηση στην ανάγνωση.
Οι γυναίκες διαβάζουν πιο συστηματικά εδώ και περίπου δύο αιώνες, και πραγματικά μαζικά από το 1950 και μετά. Από την εποχή δηλαδή που ο αναλφαβητισμός μειώθηκε αισθητά ακόμα και στα χαμηλότερα στρώματα του πληθυσμού και η θέση της γυναίκας στην κοινωνία, με την εξάπλωση του φεμινιστικού κινήματος και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, της χάρισε χειραφέτηση, χρόνο και το δικό της δωμάτιο, που τόσο καημό το είχε η Βιρτζίνια Γουλφ («Για ένα δικό σου δωμάτιο», εκδ. Οδυσσέας) – και το οποίο, σήμερα, συχνά δεν έχει χρόνο να το χαρεί. Οι γυναίκες που διαβάζουν, ωστόσο, ονομάζονται παραδοσιακά «γυναικείο κοινό». Αυτά που διαβάζουν αποκαλούνται συλλήβδην «γυναικεία λογοτεχνία» – την οποία επ’ ουδενί πρέπει να ταυτίζουμε με τη «γυναικεία γραφή», την περίφημη «Αcriture feminine» της Γαλλίδας φεμινίστριας Ελέν Σιξού, η οποία αναφέρεται στην έμφυλη διάσταση της συγγραφής και του λογοτεχνικού έργου και αποτελεί έναν από τους άξονες των γυναικείων φεμινιστικών σπουδών. Κι αυτή η γυναικεία λογοτεχνία ταυτίζεται με το μυθιστόρημα, και κατά κύριο λόγο το αισθηματικό, ροζ μυθιστόρημα σε όλες τις εκφάνσεις του. Ολα αυτά με την ίδια υποτιμητική διάθεση, σήμερα, με την οποία ο Χόλμπαχ έλεγε, στον 18ο αιώνα, ότι «οι γυναίκες, λόγω των οργάνων τους που είναι αδύναμα, δεν είναι ικανές για αφηρημένες γνώσεις ούτε για βαθυστόχαστες μελέτες». Τα έργα που διαβάζει το γυναικείο κοινό απαξιώνονται, έμμεσα ή ανοιχτά. Και οι γυναίκες που διαβάζουν φιλοσοφία, επιστήμη, δοκίμιο, ποίηση και θέατρο, αλλά και μυθιστόρημα εκτός του αισθηματικού, δεν ξέρουμε τελικά αν προσμετρώνται ή όχι στο γυναικείο κοινό. Ετσι, στη μεταφεμινστική εποχή την οποία διανύουμε, «η ανάγνωση έχει γίνει, όπως φαίνεται, ένας από τους κοινωνικά κατασκευασμένους τόπους, όπου επιβεβαιώνεται η οντολογική διαφορά των φύλων» (Ντανιέλ Φαμπρ).

Το ροζ ποτέ δεν πεθαίνει

Αυτές οι κατηγοριοποιήσεις όμως δεν είναι σύγχρονες. Ανάγονται στον 18ο αιώνα, στην εποχή που οι γυναίκες άρχισαν να διαβάζουν μετά μανίας. Αριστοκράτισες, φωτισμένες αστές, επαναστάτριες που γρήγορα θα καταλήξουν στην αγχόνη, διεκδικούσαν το δικαίωμα στην ανάγνωση με τέτοια παραφορά, που οι Γερμανοί μιλούσαν, με περιφρόνηση ανάμεικτη με φόβο, για γυναικεία «λύσσα για διάβασμα» (Lesewut). Την περίοδο εκείνη εμφανίζεται για πρώτη φορά η διάκριση ανάμεσα στον άντρα που διαβάζει εφημερίδες και τη γυναίκα που διαβάζει μυθιστορήματα. Τα μπεστ σέλερ της εποχής; «Νέα Ελοΐζα» (Ρουσσώ), «Βέρθερος» (Γκαίτε), «Πάμελα» (Ρίτσαρντσον), «Παύλος και Βιργινία» (Μπερναντέν ντε Σαιντ-Πιερ). Στον 19ο αιώνα, με την αστική οικογένεια, την τεχνολογία που της χαρίζει χρόνο, τα αφηγήματα σε συνέχειες, οι γυναίκες καθιερώνονται ως οι καλύτερες και πιο συνεπείς αναγνώστριες μυθιστορημάτων. Και το αισθηματικό μυθιστόρημα, με πρωτοπόρο την Τζέην Ωστεν και την υπονομευτική γραφή της, θριαμβεύει. Στον 20ο αιώνα, το αισθηματικό μυθιστόρημα θα μεταλλαχθεί επανειλημμένως, θα προσαρμοστεί στις τοπικές συνθήκες και ιδιαιτερότητες. Στην Ελλάδα, λόγου χάρη, η Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου θα αναθρέψει γενιές κοριτσιών με ιστορίες πάθους αλλά όχι και τρέλας, πολλές από τις οποίες είναι εξαιρετικά καλογραμμένες.
Μετά τον Μάη του ’68, που μεταξύ άλλων πολλών διακήρυξε και τον θάνατο του δημοφιλέστατου αισθηματικού μυθιστορήματος, το ροζ δεν πέθανε καθόλου, αλλά επέστρεψε δριμύτερο μέσω Αμερικής. Είναι η εποχή της κυριαρχίας των βίπερ Νόρα, Αρλεκιν, με στερεοτυπικά και πανομοιότυπα σενάρια και χωρίς καμία λογοτεχνική φιλοδοξία, σαν γραμμένα από υπολογιστή, όπως έχει παρατηρηθεί. Επέστρεψε λοιπόν το ροζ, ως οργανικό συστατικό της μαζικής, ποπ κουλτούρας, με τελευταία εκδοχή του τη chick lit, τη λογοτεχνία για κοριτσόπουλα, που σαρώνει την τελευταία δεκαετία ολόκληρο τον κόσμο, φτιάχνοντας και κατά τόπους εθνικές σχολές – της Ελλάδας μη εξαιρουμένης. Οπως την ορίζει η Κάντας Μπούσνελ, συγγραφέας του περίφημου «Sex and the City», η chick lit είναι «μια λογοτεχνία που προορίζεται κατά κύριο λόγο για τις γυναίκες, είναι γραμμένη από γυναίκες που μιλούν για γυναίκες που προσπαθούν να βρουν τα σημεία αναφοράς τους στη ζωή και τη μεγαλούπολη». Εχουμε λοιπόν δύο κρατούμενα. Πρώτον, την παγκοσμιοποίηση του ροζ, που αποκτά υποκατηγορίες. Και δεύτερον, την προβολή της συγκεκριμένης λογοτεχνίας ως αμιγούς γυναικείας, με την υπογράμμιση ότι η λογοτεχνία αυτή είναι γραμμένη από γυναίκες και απευθύνεται στις γυναίκες. Ολα αυτά μέσα σε συνθήκες μεταφεμινισμού, ο οποίος θεωρεί ότι οι φεμινιστικές διεκδικήσεις έχουν ικανοποιηθεί, ενώ πολλές φεμινίστριες, όπως η Τάνια Μοντλέσκι («Φεμινισμός χωρίς γυναίκες»), τον θεωρούν φαινόμενο βαθιά αντιδραστικό. Και πολλές γυναίκες τον βιώνουν ως μια τεράστια αντίφαση, συνδυάζοντας την άρνηση του φεμινισμού με τη σεξουαλική απελευθέρωση, την παρατεταμένη εφηβεία και τις βασικές αρχές του δεύτερου φεμινιστικού κύματος! Ενώ η παντοδύναμη ποπ κουλτούρα, ριζωμένη στα ΜΜΕ, το Διαδίκτυο, τα βιντεοπαιχνίδια, διαχειρίζεται το φύλο ερήμην της ανάγνωσης, διαμορφώνοντας γενιές κοριτσιών και αγοριών κατ’ εικόνα νέων, εικονικών προτύπων.
Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα των αλλαγών, μάλλον είναι αδύνατον σήμερα να μιλάμε για γυναικείο κοινό και γυναικεία λογοτεχνία με τους όρους του παρελθόντος. Η υποτίμηση των αισθηματικών μυθιστορημάτων, στο παρελθόν, είχε να κάνει με τον φόβο μιας ολόκληρης κοινωνίας για τα αποτελέσματα της ενδεχόμενης απελευθέρωσης, και συναισθηματικής, των γυναικών.
Η πολυγραφότατη Ιταλίδα μαρκησία Κολόμπι εκφράζει θαυμάσια το πνεύμα αυτό, μεταφέροντας τα λόγια του πατέρα της, ο οποίος τους απαγόρευε κάθε ανάγνωσμα πλην του Γκολντόνι: «Αν διαβάσουν τέτοια πράγματα, αντίο η μπουγάδα, αντίο ο κατάλογος με τα ψώνια, αντίο μυαλά: τους μπαίνει η ιδέα να παντρευτούν έναν ήρωα και δεν παντρεύονται ποτέ»! Ο αυστηρός αυτός μπαμπάς αναφερόταν όμως στον Αλφιέρι, ενώ οι αντίστοιχες, οι εγχώριες επικρίσεις αφορούσαν έργα της Γεωργίας Σάνδη ή του Ζωρζ Ονέ. Οι φεμινίστριες, από την άλλη, περιφρονούσαν τα αναγνώσματα αυτά, θεωρώντας τα το «όπιο» των γυναικών, για λόγους ιδεολογικούς δηλαδή, παρά τη δεδομένη λογοτεχνικότητά τους.

Τα ελληνιστικά μυθιστορήματα

Οι γυναίκες ανέκαθεν διάβαζαν μυθιστορήματα. Και αισθηματικά. Αλλά και θρίλερ, και αστυνομικά, και περιπετειώδη – επειδή όμως αναφερόμαστε, εν προκειμένω, στα ελληνιστικά μυθιστορήματα, των οποίων οι γυναίκες ήταν μανιώδεις αναγνώστες, οι όροι αυτοί δεν μπορεί παρά να είναι καταχρηστικοί. Τα ελληνιστικά μυθιστορήματα είχαν μεγάλη απήχηση τόσο στις εύπορες γυναίκες που ήξεραν να διαβάζουν, όσο και στις φτωχές, αμόρφωτες γυναίκες, που τα άκουγαν να τους τα διαβάζουν άλλοι, καθώς η μεγαλόφωνη ανάγνωση αποτελούσε, φυσικά, τον κανόνα. Ο Tomas HŠgg, στο εμβληματικό βιβλίο του «Το αρχαίο μυθιστόρημα» προχωράει ακόμα περισσότερο και καταλήγει στο, υποθετικό είν’ αλήθεια, συμπέρασμα ότι «το μυθιστόρημα ήταν το πρώτο μείζον λογοτεχνικό είδος που υποστηρίχθηκε κυρίως από τις γυναίκες», σε αντιδιαστολή με το ηρωικό έπος, που ήταν αντρικό είδος. Αλλά και ότι «πίσω από τα ψευδώνυμα –αν είναι ψευδώνυμα τα ονόματα κάποιων συγγραφέων– κρύβονται γυναίκες». Από τότε…

Μπρίτζετ Τζόουνς και Εγγονόπουλος

Σήμερα, δεν έχει αλλάξει απλώς, έστω και επιφανειακά, η αισθηματική λογοτεχνία, με αιχμή τη chick lit, που παρουσιάζει επί σκηνής επιτυχημένες γυναίκες ηλικίας 20+ έως 30+, οι οποίες δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους άντρες, μοιράζονται μαζί τους τις ίδιες ανταγωνιστικές εργασιακές συνθήκες και νοιάζονται, συνήθως, για το κρεβάτι τους, και ενίοτε για στεφάνι. Σε μια εποχή που η γυναίκα παραμένει δέσμια πολύ πιο υπόγειων καταναγκασμών, ενώ τη διαμόρφωση των προτύπων της θηλυκότητας και του ανδρισμού την έχουν αναλάβει τα ΜΜΕ, η ανάγνωση της ροζ λογοτεχνίας έχει φτάσει να θεωρείται ως πράξη απελευθερωτική, ενάντια στην πατριαρχική τάξη που συνεχίζει να κυριαρχεί, μια οιονεί «μυθοπλαστική ψυχοθεραπεία», όπως τη χαρακτηρίζουν, Αμερικανίδες κυρίως, ερευνήτριες, οι οποίες κάνουν επίσης λόγο για την «ανατρεπτική ενέργεια του ρομάντζου».
Οπως και να έχει, το σημαντικότερο είναι ότι το γυναικείο κοινό έχει πάψει προ πολλού να υπάρχει, ει μη μόνο ως φάντασμα. Κάποιες γυναίκες που διαβάζουν chick lit, «Το ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς» ή το «Ο διάβολος φορούσε Πράντα», διαβάζουν και Νικ Χόρνμπι, εκπρόσωπο της αντίστοιχης αντρικής τάσης, της lad lit, διαβάζουν και «Κώδικα Ντα Βίντσι», αλλά και Τόμας Μαν και ενδεχομένως και Αστροφυσική, Σύλβια Πλαθ και Νίκο Εγγονόπουλο. Νέοι καιροί, νέα ήθη. Ενα μεγάλο κομμάτι γυναικών διαβάζει, φυσικά, το παραδοσιακό ροζ, που συνήθως είναι κάκιστης ποιότητας, αλλά και μια «ψυχολογικού» τύπου γυναικεία λογοτεχνία που, τις περισσότερες φορές, υποτιμά τόσο τις γυναίκες όσο και τη λογοτεχνία. Αλλά εύκολα περνάει στην άλλη όχθη και διαβάζει και ένα καλό ιστορικό μυθιστόρημα ή και ποίηση. Και πολλές άλλες γυναίκες δεν διαβάζουν ποτέ ροζ, ούτε καμία παρεμφερή απόχρωση, ούτε τη «βαθυστόχαστη» ψυχολογική γυναικεία λογοτεχνία. Οι σχέσεις όλων αυτών των γυναικών με τον φεμινισμό είναι αρκετά συγκεχυμένες. Ο βαθμός συνειδητοποίησης της γυναικείας ταυτότητάς τους ποικίλλει. Η ατομικότητα και η προσωπική ιδιαιτερότητά τους, όμως, είναι υπαρκτή και καταρρίπτει τις εύκολες κατηγοριοποιήσεις. Στις αρχές του 21ου αιώνα, γυναικεία λογοτεχνία είναι μόνο αυτή που διεκδικεί το ανάλογο χρίσμα, και όχι ό,τι διαβάζουν οι γυναίκες, που δεν αποτελούν πλέον το συμπαγές γυναικείο κοινό του παρελθόντος.

Η γυναικεία λογοτεχνία στην Ελλάδα

Η γυναικεία λογοτεχνία στην Ελλάδα καλύπτει όλα τα γούστα. Εχουμε:
- Τα Αρλεκιν.
- Τα αισθηματικά μυθιστορήματα - ανεπτυγμένα άρλεκιν, τα οποία εκδίδουν μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι, ειδικευμένοι τρόπον τινά στη λογοτεχνία αυτή, όπως Εμπειρία Εκδοτική, Νέα Σύνορα, Modern Times, Ψυχογιός κ.λπ.
- Τα αισθηματικά μυθιστορήματα τύπου chick lit, αντεστραμμένα ρομάντζα, πιο μοντέρνα και σπινταριστά.
- Τα ψυχολογικά γυναικεία μυθιστορήματα, που ανατέμνουν, υποτίθεται, την ιδιαίτερη γυναικεία ψυχολογία και δεν ασχολούνται απλώς με τον έρωτα και το σεξ. Οι γυναίκες συγγραφείς τους δεν θέλουν να εντάσσονται στη γυναικεία λογοτεχνία, αλλά διεκδικούν το χρίσμα της γυναικείας γραφής (κακώς φυσικά).
- Τέλος, υπάρχει μια ιδιαίτερη κατηγορία, ιστορικού - αισθηματικού μυθιστορήματος, καρικατούρα αμφοτέρων. Είναι κάποια έργα τύπου ο Αλή Πασάς και η κυρά Φροσύνη, που έχουν κι αυτά το κοινό τους.
Καθώς τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα δεν χαρακτηρίζονται από λογοτεχνικότητα, αλλά μάλλον από μια τηλεοπτική αντίληψη, εύκολα έχει κανείς μια εποπτεία του είδους παρακολουθώντας απλώς τα σίριαλ στην τηλεόραση».

Τα στοιχεία που παρέθεσα και το πολύ ενδιαφέρον κομμάτι της «Καθημερινής» είναι η αρχή μιας σειράς προβληματισμών που σκοπεύω να εκφράσω -ναι να συζητήσω- σχετικά με το κεφάλαιο «Έλληνας και λογοτεχνία». Και ελπίζω τα σχόλια να μην προέρχονται μόνο από κυρίες!

Τρίτη, Ιουλίου 18, 2006

Ο μαγικά απατηλός (ή απατηλά μαγικός) κόσμος των media...

ΥΓ.
Σχήμα πρωθύστερον είν΄ αυτό, αλλά το θεώρησα απαραίτητο να το βάλω στην αρχή, επειδή το παρακάτω ποστ θα παραμείνει στην κορφή για μερικές μέρες ακόμα. Φεύγω για ένα τετραήμερο, το δε λάπτοπ που διαθέτω είναι αρχαϊκής τεχνολογίας και μου βγάζει την πίστη. Ωστόσο, το γνωστό μικρόβιο -ξέρω ότι- δεν πρόκειται να σταματήσει να με τσιγκλάει. Θα διαδικτυώνομαι απλώς και μόνο για να ελέγχω το μηνύματα (αν και φοβάμαι ότι μάλλον θα με ελέγχουν εκείνα, γιατί εμφανίζονται στο λάπτοπ όποτε γουστάρουν). Είστε πάντα ευπρόσδεκτοι, αλλά μη μου κρατήσετε μούτρα αν δεν -κατορθώσω να- σας απαντήσω.
Τα ξαναλέμε σε νορμάλ κατάσταση -και ταχύτητα- από Τρίτη.


Ουστ, από 'κει, βρωμοσκίουρε, θέλω να δω Χατζηνικολάου!


Κάποιος ανώνυμος φίλος (φίλος με ψευδώνυμο για την ακρίβεια), με ένα σχολιάκι του στο παρθενικό μου ποστ, μου ζήτησε να του πω την άποψή μου για το χώρο της δημοσιογραφίας και των μίντια. Επειδή έχω ένα κεφάλι καζάνι και δεν είμαι σε θέση να γράψω ούτε τ' όνομά μου (δε νομίζω να το 'χω γράψει πουθενά παραπάνω, έτσι;) σκέφτηκα να πω τις απόψεις μου για τον μαγικά απατηλό -ή απατηλά μαγικό- αυτόν χώρο μέσα από ορισμένα αποσπάσματα (σατυρικά, κατά βάση, αλλά όχι μόνο) του βιβλίου μου "Ο Έρωτας δεν κάνει για πιλότος".
Περιμένω και τα δικά σας σχόλια επί του θέματος -και επί των αποσπασμάτων...

Ρουφιανιά

(...) Ο διευθυντής μού πρότεινε να εγκαταλείψω το ρεπορτάζ –άρα και το τρέξιμο– και ν’ ασχοληθώ με την αρθρογραφία, και μάλιστα διπλασιάζοντας το μισθό μου. Κι ύστερα με πλάκωσε στα εγκώμια και στις γαλιφιές. Δήλωσε ένθερμος αναγνώστης των κειμένων μου και θαυμαστής του στιλ γραφής μου. Μου έδωσε απεριόριστο χρονικό περιθώριο να το σκεφτώ και μου είπε ότι για μένα θα ήταν πάντοτε ανοιχτή η πόρτα της εφημερίδας. Εγώ, βέβαια, την έκλεισα φεύγοντας. Δεν έβαλα καν το χαλάκι για να την κρατήσει ανοιχτή…
Από τη μέρα εκείνη άλλαζα συνεχώς αποφάσεις. Καθόμουν κάτω από τα σεντόνια της κυρα-Μαριώς από τον πέμπτο και σκεφτόμουν με τις ώρες… Κακά τα ψέματα, την πονούσα αυτή την εφημερίδα. Όταν είχα πρωτοπιάσει δουλειά πριν από εφτά χρόνια, ήταν μια κουτσομπολίστικη κωλοφυλλάδα, αλλά σύντομα έγινε εφημερίδα με κύρος. Ο ιδιοκτήτης της, από απλός δημοσιογραφάκος της σειράς, είχε εξελιχθεί σε βαρόνο των media. Από ένα σημείο και μετά η εφημερίδα άρχισε να πουλάει σαν τρελή και το αφεντικό τρελάθηκε. Επένδυσε ένα μερίδιο από τα κέρδη σ’ έναν από τους πρώτους σταθμούς της ελεύθερης ραδιοφωνίας. Και το επόμενο βήμα του ήταν η τηλεόραση.
Είχα βάλει κι εγώ ένα χεράκι σ’ αυτή τη μεταμόρφωση. Ειδικά τον πρώτο, δύσκολο καιρό, ξημεροβραδιαζόμουν στα γραφεία μαζί με πέντ’ έξι ακόμα συναδέλφους, κάνοντας σχέδια για την ανανέωση της εφημερίδας. Ώσπου ένας από τους συναδέλφους αποφάσισε κάποια στιγμή να παρουσιάσει τα σχέδια στον μπος. Κι εκείνος τα έθεσε σε εφαρμογή από την επόμενη κιόλας μέρα. Από τότε το νερό μπήκε στο αυλάκι΄ κι εγώ στο λούκι. Το αφεντικό ήξερε ποιοι ήταν οι σχεδιαστές κι αποφάσισε να τους ανταμείψει. Όχι όλους βέβαια, κάνα δυο απ’ αυτούς. Εκείνους δηλαδή που ήξεραν να του λένε συνεχώς πόσο συγκλονιστικό ήταν το τελευταίο πρωτοσέλιδο άρθρο του –κι όλα τα προηγούμενα, φυσικά–, πόσο ωραία τα είχε πει στην τελευταία του τηλεοπτική συνέντευξη, τι καταπληκτικό άρωμα ανέδιναν το άφτερ σέιβ που φορούσε και το κουβανέζικο πούρο που κάπνιζε... Και, κυρίως, να του υπενθυμίζουν κάθε τόσο και λιγάκι ότι ο τάδε συνάδελφος είχε πάει για κατούρημα εν ώρα εργασίας…
Είχα σιχαθεί τη ρουφιανιά. Είχα αηδιάσει με το γλείψιμο. Κι επειδή δεν είχα καταφέρει να προσβληθώ από τον ιό της αναισθησίας που κατάπινε με ταχείς ρυθμούς το χώρο, έγερνα όλο και περισσότερο προς την απόφαση να τα βροντήξω χάμω και να φύγω. Όμως εκεί ακριβώς έμπαινε η άλλη όψη του διλήμματος, η όψη της κοινής λογικής. Κι αν τα παρατήσω, τι θα κάνω; Να τελειώσω επιτέλους το στοιχειωμένο μυθιστόρημα; Να θυμηθώ τα νιάτα μου και να πουλάω πορτοκαλάδες; Πορτοκαλάδες; Μα εγώ είχα βγάλει κοτζάμ Πάντειο, έστω κι αν είχε χρειαστεί να λιποθυμήσει ο πατέρας μου για να με πείσει να πάρω το πτυχίο όταν απολύθηκα από φαντάρος. Ακούς εκεί πορτοκαλάδες... (...)

Πόρτες

(...) Η Χριστίνα δεν γκρίνιαξε για την κουτσουρεμένη άδεια που πήρα τον Αύγουστο. Ο όγκος της δουλειάς αυξανόταν με μαθηματική πρόοδο, αλλά εκείνη εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει την κατάσταση στωικά. Παρ’ όλα αυτά, εγώ τη φλόμωνα κάθε τόσο στο παραμύθι. Της έλεγα ότι θα έπιανα το διευθυντή, θα του ζητούσα να δουλεύω λιγότερο κι άλλα τέτοια ιλαροτραγικά. Κατά βάθος ήξερα πολύ καλά ότι δεν ήθελα να δουλεύω λιγότερο.
Με τον καιρό η γλύκα μεγάλωνε. Κι όσο μεγάλωνε η γλύκα διαφοροποιούνταν και οι μέχρι πρότινος ανώριμες απόψεις μου. Η προοπτική της καριέρας είχε αρχίσει να μου καλαρέσει. Κάθε βράδυ, προτού κοιμηθώ, έκλεινα τα μάτια και έβλεπα πόρτες. Πόρτες ν’ ανοίγονται διάπλατα μπροστά μου, η μία μετά την άλλη΄ και παράθυρα, πολλά παράθυρα, κάθε σχήματος και μεγέθους. Μεγάλα παράθυρα, μικρά παράθυρα, παράθυρα ορθογώνια, παράθυρα τετράγωνα το ένα δίπλα στο άλλο, παράθυρα που έχασκαν απειλητικά πάνω από το χάος... Μόνο που τα παράθυρα δεν τα έβλεπα στον ξύπνο μου αλλά στον ύπνο μου. Κι όταν ξυπνούσα, έπαυα να τους δίνω σημασία. Μου αρκούσαν οι πόρτες που διάβαινα αδιάκοπα με τα μάτια της οργιώδους φαντασίας μου. Και, μολονότι οι πόρτες αυτές δεν έβλεπα να οδηγούν πουθενά, εξακολουθούσα να τις διαβαίνω, κάθε βράδυ, κάθε ώρα, κάθε στιγμή... (...)

Μαρκούτσι

(...) Ο γάμος του Ηλία και της Λίνας αποτέλεσε μέγα κοσμικό γεγονός όχι μόνο για την κλειστή κοινωνία του χωριού αλλά και γι’ αυτήν ακόμα την κοινωνία του Βόλου. Τη στιγμή που τελείωσαν οι χαιρετούρες, είδα τον προβολέα μιας κάμερας ν’ ανάβει και μια παρδαλή να πλησιάζει τον Ηλία με το μαρκούτσι στο χέρι.
«Πώς νιώθεις;» τον ρώτησε, χώνοντας το μαρκούτσι στο στόμα του.
Ο μπαρμπα-Λιας κοίταξε πρώτα το μαρκούτσι και μετά την κάμερα. «Κοιτάξτε… Βασικά… λίγο κουρασμένος. Από την ορθοστασία».
Βαθιά ικανοποιημένη από το δημοσιογραφικό της επίτευγμα, η παρδαλή πήρε το μαρκούτσι και το έχωσε στα μούτρα της Λίνας.
«Πώς νιώθεις;»
Η Λίνα χαμογέλασε. Πήρε πόζα. «Αισθάνομαι θαυμάσια!»
Η δαιμόνια ρεπόρτερ φάνηκε να μπερδεύεται, αφού είχε ρωτήσει τη νύφη πώς νιώθει κι εκείνη της απάντησε πώς αισθάνεται. Όμως δεν το έβαλε κάτω: «Αισθάνεστε πλέον μεγαλύτερη ασφάλεια γι’ αυτό το παιδί που έχετε μέσα σας;»
Η Λίνα σκυθρώπιασε. Ξέχασε και τις πόζες και τα χαμόγελα και τους τρόπους της και το χώρο όπου βρισκόταν. «Βρε, άι στο διάολο από δω, μαλακισμένο!»
Το μαλακισμένο μάζεψε το μαρκούτσι του και το έβαλε εκεί που ήξερε: στο σακίδιο του εικονολήπτη, μαζί με τα υπόλοιπα συμπράγκαλα. Για πότε μάζεψαν και τις κάμερες και τα τρίποδα ούτε που καταλάβαμε. Τη στιγμή που το βαν του συνεργείου έστριβε στη γωνία γύρισα και κοίταξα τη Χριστίνα. Είχε ξεραθεί στα γέλια. Το ίδιο κι εγώ.
«Ποια ήταν αυτή, ρε;» ρώτησα τον Ηλία μόλις σταμάτησα να γελάω.
Ήμασταν ακόμα στο προαύλιο του παραπήγματος, περιμένοντας να φύγουν και οι τελευταίοι καλεσμένοι που έδιναν ομηρικές μάχες μπροστά στον γκισέ για να εξασφαλίσουν τις τελευταίες μπομπονιέρες.
«Μια δημοσιογράφος από το τοπικό κανάλι» απάντησε αδιάφορα ο μπαρμπα-Λιας.
«Και πώς τέτοια κάλυψη; Μπας και μεγαλοπιάστηκες ξαφνικά;»
«Όχι εγώ. Η Λίνα. Πριν από κάνα μήνα ανέλαβε νομική σύμβουλος του καναλάρχη».
Το γέλιο μου είχε γίνει πια νευρικό και αδυνατούσα να το ελέγξω. Έσπρωξα πέρα το γαμπρό κι έπιασα τη νύφη από το μπράτσο. Με προσοχή, για να μην τσαλακώσω τον ταφτά.
«Συγχαρητήρια, μαντάμ!» κάγχασα. «Καλώς ήρθατε στο χώρο της διαπλοκής!»
Έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Καλώς σας βρήκαμε! Σε ποιο πράγμα ακριβώς αναφέρεσαι;». Της είπα αυτό που μου είχε αποκαλύψει ο καλός της. «Καμία σχέση» είπε. «Απλά ο ιδιοκτήτης τού καναλιού ήταν πελάτης μου σε μια υπόθεση με κάτι κτήματα. Κι όταν κέρδισα τη δίκη μου πρότεινε να αναλάβω νομικός σύμβουλος στις επιχειρήσεις του. Όχι όμως στο κανάλι. Το κανάλι το έχει ανοίξει για να παίζει». (...)

Σφιχτό χειρόγραφο

(...) Τα πρώτα προβλήματα της Χριστίνας με τη δουλειά τής παρουσιάστηκαν το Μάρτη του ’93. Κάποιοι καλοί συνάδελφοι την είχαν βάλει στο μάτι. Κι όσο περνούσε ο καιρός η κατάσταση χειροτέρευε. Ζύγωνε καλοκαίρι, όταν μου μετέφερε κάτι κουβέντες που είχε πάρει τυχαία τ’ αυτί της στο κυλικείο.
«Λένε ότι κοιμάμαι με τον αρχισυντάκτη…»
«Δεν έχουν κι άδικο» χαμογέλασα πονηρά. «Αρχισυντάκτης δεν είμαι;»
Χε, χε… Κρυάδες! Το χιούμορ μου ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Η Χριστίνα δεν το εκτίμησε. Δε μου έκανε εντύπωση, πάντως, αυτό που μου είπε. Η άποψη που κυριαρχούσε στο χώρο ήταν απολύτως τεκμηριωμένη: Οι νεαρές και ωραίες γυναίκες –οι αποκαλούμενες από τους παλιούς «σφιχτά χειρόγραφα»– ποτέ δεν ήταν άξιες ν’ αναδειχτούν χάρη στις ικανότητές τους. Κατά κανόνα αναδεικνύονταν επειδή κοιμόντουσαν με τον αρχισυντάκτη. Κι όσες δεν κοιμόντουσαν με τον αρχισυντάκτη, κοιμόντουσαν με το διευθυντή. (...)

Κώλοι

(...) Δε δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα. Απλώς τα βρήκα μπαστούνια. Ο σκηνοθέτης γάβγιζε συνεχώς διαταγές μες στο ακουστικό μου –να χαμογελάω, να συνοφρυώνομαι, να κοιτάζω το auto que και όχι το ταβάνι–, αλλά εγώ είχα μονίμως το ίδιο αποχαυνωμένο ύφος και εκφωνούσα τις ειδήσεις πιο μακρόσυρτα κι απ’ το Χατζηνικολάου.
Τον πρώτο καιρό, πάντως, η βασική μου προτεραιότητα ήταν η άρτια οργάνωση του ειδησεογραφικού τμήματος, που ήταν ξέφραγο αμπέλι. Είχα δεκάδες υφισταμένους που δεν ήξεραν πού τους παν τα τέσσερα. Όχι ότι εγώ ήξερα, αλλά προσπαθούσα να μάθω. Προϊσταμένους δεν είχα. Λογοδοτούσα κατευθείαν στο αφεντικό, που δεν έκανε τίποτ’ άλλο στη ζωή του παρά ν’ ασχολείται μέρα νύχτα με το κανάλι.
Μου πήρε κοντά δύο μήνες για ν’ αρχίσω να βάζω τα πράγματα σε κάποια τάξη και να καλέσω την πρώτη ουσιαστική σύσκεψη με όλους τους επικεφαλής των τμημάτων. Από εκεί και πέρα πήρα τα πάνω μου, καθότι στη σύσκεψη έδειξα πυγμή. Έδωσα σε όλους να καταλάβουν ποιος έκανε κουμάντο εκεί μέσα. Το έδειξα με τρόπο μοναδικό, ανεπανάληπτο: ξεφτιλίζοντας ένα και μοναδικό άτομο...
Ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι έπρεπε να κάνω ένα συμβιβασμό: να συνεργαστώ με τον προαιώνιο εχθρό μου, το Λάκη τον κεκέ. Δε δυσκολεύτηκα καθόλου, αφού αυτή τη φορά ήμουν εγώ σε θέση ισχύος…
Του έκανα την πρώτη παρατήρηση μισή ώρα αφότου εγκαταστάθηκα στο γραφείο μου και τη δεύτερη μια ώρα αργότερα. Την άλλη μέρα του έβαλα τις φωνές επειδή την προηγούμενη την είχε κοπανήσει νωρίς. Μου απάντησε ότι είχε φύγει μετά το τέλος της βάρδιας του. Κι εγώ του υπενθύμισα ότι η δημοσιογραφία δεν έχει βάρδιες και πως, αν ήθελε να χτυπάει κάρτα, να πήγαινε να κάνει αίτηση στο δημόσιο. Σίγουρα εκεί θα τον προσλάμβαναν με δόξα και τιμή. Το δημόσιο προσφέρει απλόχερα την ευκαιρία σε άχρηστους ανθρώπους να γίνουν ακόμα πιο άχρηστοι.

Η σύσκεψη έγινε στις αρχές του Μάρτη. Είχα δουλέψει πολύ την αγόρευσή μου και τους εντυπωσίασα όλους με τη ρητορική μου δεινότητα. Η δε κατάληξή μου ήταν μνημειώδης.
«Από σήμερα κιόλας το δελτίο ειδήσεων αλλάζει ύφος και ήθος. Οι κατινιές κόβονται με το μαχαίρι. Άλλωστε, εγώ κρατάω το μαχαίρι, εγώ και το καρπούζι. Και είμαι αποφασισμένος να φτάσω το μαχαίρι μέχρι το κόκαλο». Κάρφωσα με το βλέμμα μου τον κεκέ. «Αντιλαβού;» τον ρώτησα.
«Κι… κι… μάλιστα» βιάστηκε ν’ απαντήσει. «Α… αντιλαβού».
«Σώσον ελέησον, συνάδελφε Λάκη!» τον ευλόγησα. «Αφού αντιλαβού, λοιπόν, κύριε αρχισυντάκτα του καλλιτεχνικού, πες μας τι θέμα έχετε ετοιμάσει για το δελτίο».
«Κι… κι... ένα πολύ π… πιασάρικο θέμα! Κι… κι… έχουμε αποκλειστικές π… πληροφορίες ότι η Κ… Καιτούλα τα ’χει φτιάξει μ’ ένα τ… τεκνό».
«Σώπα! Η Καιτούλα και το τεκνό… Φοβερός τίτλος για μότο! Όπως λέμε η Πεντάμορφη και το Τέρας, ε; Η Καιτούλα τα ’φτιαξε με το τεκνό… Αλλά, για να ’χουμε καλό ρώτημα, ποια είναι αυτή η Καιτούλα, ρε συνάδελφε; Και ποιο είναι το τεκνό;»
«Κι… κι… η Κ…Καιτούλα είναι…»
Η γροθιά μου προσγειώθηκε με δύναμη πάνω στο μακρόστενο τραπέζι της μακρόστενης αίθουσας συσκέψεων. «Είσαι ντιπ για ντιπ μαλάκας;» γκάριξα. «Τόση ώρα τι έλεγα, ρε ηλίθιε; Αυτό είναι το νέο ήθος και ύφος που θα δώσουμε στο δελτίο; Η Καιτούλα και το τεκνό; Αυτές τις αηδίες κράτα τες γι’ αυτή τη μαλακία που επιμελείσαι και την αποκαλείς εκπομπή. Στο δελτίο δε μ’ ενδιαφέρουν ούτε οι Καιτούλες ούτε τα τεκνά. Ούτε…»
«Με συγχωρείτε, μπορώ να σας διακόψω;» με διέκοψε ο επικεφαλής του ελεύθερου.
Τον επέπληξα με το βλέμμα μου. «Γιατί με ρωτάς αν μπορείς να με διακόψεις, ενώ με έχεις ήδη διακόψει;». Ο τύπος με κοιτούσε αμήχανα. «Άντε, πες το» τον ενθάρρυνα.
«Είπατε πως δε σας ενδιαφέρουν όλα αυτά. Οι κώλοι σάς ενδιαφέρουν;»
Δεν το πίστευα αυτό που άκουγα. «Οι ποιοι;»
«Οι κώλοι. Ετοιμάζουμε ένα ρεπορτάζ για την ανακαίνιση μιας πλαζ του ΕΟΤ και βρήκαμε στο αρχείο φοβερά πλάνα με κάτι κωλαράκια που λένε…»
Αδυνατούσα να τον παρακολουθήσω. «Με συγχωρείς, καλέ συνάδελφε, αλλά σε χάνω. Μιλάνε οι κώλοι;»
«Μιλάνε όλοι, μιλάν κι οι κώλοι» παρενέβη ο επικεφαλής του αθλητικού.
Αυτόν τον είχα σε εκτίμηση. Ο Γιώργος ήταν έξυπνος τύπος, πνευματώδης και καλός στη δουλειά του. Γέλασα με το αστείο του. Κι ύστερα γύρισα στον υπεύθυνο του ελεύθερου.«Οι κώλοι κομμένοι» του ανακοίνωσα. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Εκτός κι αν είναι ωραίοι κώλοι» συμπλήρωσα. (...)

Δελτίο ειδήσεων

(...) Η επόμενη φορά που ξανασυζητήσαμε το ίδιο θέμα άργησε να ’ρθει. Αντίθετα, δεν άργησε καθόλου να φτάσει η μέρα που η φάτσα μου μπούκαρε απρόσκλητη σε κάθε ελληνικό νοικοκυριό – για την ακρίβεια, σε κάθε ελληνικό νοικοκυριό που είχε την τηλεόραση ανοιχτή και δεν έβλεπε άλλο κανάλι.
Η μέρα ήταν σημαδιακή: Μεγάλη Παρασκευή ανήμερα. Πρώτο μου θέμα, φυσικά, η ακολουθία του Επιταφίου και δεύτερο η περιφορά του Επιταφίου. Ο δαιμόνιος ρεπόρτερ –ο οποίος, ασφαλώς, ήταν επιτόπου– μας είχε ενημερώσει εγκαίρως ότι ο Επιτάφιος πήγαινε μονόπατα, κοινώς έγερνε επικίνδυνα προς τ’ αριστερά. Κι εγώ έκρινα σκόπιμο ότι το γεγονός έπρεπε να καλυφθεί με αλλεπάλληλες ζωντανές συνδέσεις και συνεντεύξεις με κάθε άνεργο παπά που θα μπορούσαμε να ξετρυπώσουμε εκείνη τη στιγμή. Ούρλιαζα συνεχώς μες στο ακουστικό του σκηνοθέτη ότι δεν πρέπει να χάσει το πλάνο τη στιγμή που ο Επιτάφιος θα έπεφτε και θα πλάκωνε τους πιστούς. Όμως ο Επιτάφιος δεν έπεσε και δεν πλάκωσε κανέναν. Απλώς συνέχισε να γέρνει, μια και αυτοί που τον κρατούσαν εξ αριστερών ήταν κοντύτεροι από εκείνους που τον βαστούσαν εκ δεξιών.
Μόλις έπεσε το σήμα του καιρού, μπήκα στο γραφείο μου κι άρχισα ν’ απαντάω στα τηλέφωνα. Μου τηλεφώνησαν όλοι οι φίλοι, οι γνωστοί, παλιές γκόμενες, παλιοί και νέοι συνάδελφοι, οι διευθυντής της εφημερίδας, η γυναίκα μου, οι κουμπάροι μου και όλο μου το σόι. Εγώ, από την πλευρά μου, έκανα ένα και μοναδικό τηλεφώνημα: αυτό που έκανα πάντα μετά το τέλος του δελτίου. Είχα δημιουργήσει μια μικρή παράδοση. Κάθε φορά που ο προκάτοχός μου παρουσιαστής του δελτίου καληνύχτιζε τους τηλεθεατές τηλεφωνούσα στον κεκέ και του τα ’χωνα για το απαράδεκτο ρεπορτάζ του καλλιτεχνικού. Βέβαια, Μεγάλη Παρασκευή ανήμερα δεν θα ήταν πρέπον να παίξουμε καλλιτεχνικό ρεπορτάζ λόγω της ημέρας. Αυτό όμως μικρή σημασία είχε. Άλλωστε, κι εγώ αυτή τη φορά, αντί να του τα χώσω, απλώς του τα ’ψαλα. Λόγω της ημέρας. (...)

Παραμύθι...

(...) Άλλο πράγμα το γυαλί... Κάθε φορά που έμπαινα στο στούντιο αισθανόμουν άλλος άνθρωπος. Από τη στιγμή δε που εξοικειώθηκα πλήρως με τα ακουστικά και τις κάμερες, δε χαμπάριαζα Χριστό. Χαντάκωνα συνεχώς τους καλεσμένους στα παράθυρα και δεν το είχα σε τίποτα να τους προκαλώ και να τους ειρωνεύομαι. Ειδικά από τη στιγμή που είδα τα νούμερα της τηλεθέασης να εκτοξεύονται στα ύψη, έγινα ο απόλυτος δικτάτωρ του δελτίου μου.
Κατά βάθος, το ’ξερα... Ήξερα ότι το κανάλι είχε αρχίσει πράγματι να αποκτά νέο ήθος και ύφος... Αυτό το ήθος και ύφος που κατευθύνεται από τα ποσοστά της τηλεθέασης και κατευθύνει με τη σειρά του τους εκκολαπτόμενους τηλεοπτικούς αστέρες.
Αστέρες... Μια φωνή μέσα μου κάτι προσπαθούσε να μου πει... «Τι είναι οι αστέρες;» με ρωτούσε η φωνή. «Τι είναι;» τη ρωτούσα κι εγώ. «Τι είναι... Μικρά ανθρωπάκια που ’χουν πάψει πια να πατούν στη γη, να τι είναι» μου ’λεγε. «Φαντασμένα μικρά ανθρωπάκια που νιώθουν σαν να απέδρασαν ξάφνου από τον πεζό κόσμο της σκληρής πραγματικότητας και να εισέβαλαν στο μαγικό κόσμο του παραμυθιού»...
Πώς το ’λεγε η γιαγιά μου; «Δώσε κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει...»

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα που τη λέγανε Γερμανία ζούσε ένα καλό παιδάκι. Κάποια μέρα το παιδάκι βρήκε μπροστά του ένα μαγικό κουτί που έβγαζε κάτι περίεργες, λαμπερές εικόνες από μέσα του. «Πώς σε λένε;» το ρώτησε. «Με λένε τηλεόραση» αποκρίθηκε το κουτί. «Εσένα πώς σε λένε;» «Εμένα με λένε Χάρη» απάντησε το παιδάκι. «Και τι θες να γίνεις άμα μεγαλώσεις, Χάρη;» ρώτησε το κουτί. «Θέλω να γίνω τηλεόραση» αποκρίθηκε το παιδάκι. «Μα δεν μπορείς να γίνεις τηλεόραση, Χάρη!» απάντησε το κουτί. «Οι άνθρωποι δε γίνονται τηλεόραση». «Μα εγώ θέλω!» έσκουξε το παιδάκι. «Καλά, θα δω τι μπορώ να κάνω» είπε η τηλεόραση κι έσβησε... Τα χρόνια περάσανε. Το παιδάκι μεγάλωσε, έγινε κοτζάμ άντρας και κάποια μέρα είδε μπροστά του ξανά το μαγικό κουτί. «Πώς σε λένε;» το ρώτησε. Και το κουτί τού αποκρίθηκε: «Με λένε Χάρη»...

Το μόνο κακό ήταν ότι η φωνή που μου τα ’λεγε όλα αυτά μιλούσε τόσο σιγά, που δεν μπορούσα να την ακούσω... (...)

Παρασκευή, Ιουλίου 14, 2006

Το μικρό όνομα του Γιανακισάβα και άλλες απορίες
(Ή όταν η γυναίκα σου ανακαλύπτει ξαφνικά το Μουντιάλ)


Κάτσε καλά, Κακά, σε γυρεύει ο Κλύσμα...


Λοιπόν, καιρός ν' αφήσουμε τον Ζιντάν στην ησυχία του (και τους... παντογνώστες πολιτικούς ν' αποφασίσουν αν είχε δίκιο ή όχι) και να προχωρήσουμε σε μια αποτίμηση του Μουντιάλ. Μια αποτίμηση, όμως, διαφορετική από τις άλλες.Η παρακάτω ιστορία μπορεί και να εκφράζει το πώς παρακολούθησε το Μουντιάλ ο μέσος Έλληνας. Αλλά και η μέση Ελληνίδα...

Μουντιαλικές Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας!

Ζω με δυο γυναίκες. Και πες ότι την κόρη μου την κουλαντρίζω, ούτε έξι χρονών δεν είναι καλά καλά, ένα παγωτό πύραυλος εμφανίζεται ως διά μαγείας την κρίσιμη στιγμή και το πρόβλημα λύνεται. Κι αν, όταν πια χωνέψει το παγωτό, αρχίζει να γκρινιάζει ότι θέλει να δει το Κωλοκοτρονίτσι στην Plasma, της γκρινιάζω κι εγώ ότι η δεκατεσσάρα που της πήρα πρόσφατα και που καμαρώνει στο δωμάτιό της σε περίοπτη θέση πλάι στην Μπάρμπι Μερμέντια, μπορεί να μην είναι Plasma, αλλά μου κόστισε μια περιουσία. Και για ένα παιδί που ξέρει να μετράει ως το σαράντα, τριάντα ευρώ είναι πράγματι μια περιουσία.
Τόσα έσκασα στον κουνιάδο μου τον Αντώνη για να μου δώσει την παλιά του εφεδρική τηλεόραση, όταν εκείνος έσκασε πολύ περισσότερα για ν’ αγοράσει καινούργια. Plasma, φυσικά, Μουντιάλ χωρίς Plasma είναι Ψινάκης χωρίς μπινελίκι. Κι έτσι -πίστεψα ότι- έλυσα όλα μου τα προβλήματα. Τη γυναίκα μου -πίστευα ότι- την είχα ξεφορτωθεί από καιρό, καθότι, αν είσαι παντρεμένος, οι Plasma πάνε δυο δυο. Τρεις ίντσες μεγαλύτερη, μάλιστα, η δικιά της, για να βλέπει τη Βέρα στο Δεξί σε μεγέθυνση και τον Μικρούτσικο μεγαλούτσικο.
Ξεκίνησε, λοιπόν, το Μουντιάλ. Το μπαλκόνι στο ρετιρέ τεράστιο -εξήντα τετραγωνικά, σχεδόν όσο όλο το υπόλοιπο διαμέρισμα, η ματαιοδοξία ενός μουντιαλόπληκτου νεοέλληνα σ’ όλο της το μεγαλείο- το ψυγείο πήχτρα στις πράσινες -και η κατάψυξη στα παγωτά πύραυλους- τα φυλλάδια από τα ντελιβερατζίδικα και το ασύρματο τηλέφωνο ακριβώς πλάι στο τηλεκοντρόλ σε απόσταση μιας χεριάς από την κουνιστή πολυθρόνα που μου κληρονόμησε η συχωρεμένη η γιαγιά μου –αδιανόητο να χαθεί μια καλή φάση λάιβ- η αντροπαρέα διαλεχτή και η γυναίκα στην κουζίνα να μου φτιάχνει τούρκικο. Ή έστω στην κρεβατοκάμαρα να βλέπει το τούρκικο.
Μόνο που τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι. Καθότι η γυναίκα μου αποφάσισε ξαφνικά ότι είναι ποδοσφαιρόφιλη. Ανακάλυψε, βλέπεις, το ποδόσφαιρο στο Γιούρο της Πορτογαλίας. Όπως επίσης και τα «μανάρια» που παίζουν ποδόσφαιρο. Τον Ζαγοράκη και τον Νικοπολίδη και δεν ξέρω ’γω ποιον άλλον. Γλυκάθηκε η γριά απ’ τα σύκα, ήθελε και τα συκόπουλα. Σου λέει, αφού η δική μας εθνική έχει τέτοια «μανάρια», φαντάσου τι θα ’χουν οι ξένες. Αντρική πασαρέλα, κανονική.
Στην αρχή τα πράγματα ήταν ήσυχα. Ας είναι καλά τα τηλεοπτικά πλάνα των Γερμανών. Τα κοντινά τους ήταν μακρινά. Και τα μακρινά πανοραμικά. Οι φίλοι μου βρίζανε στην πρεμιέρα το σκηνοθέτη μια και ψάχνανε κιάλια για να δουν πού ’ναι η μπάλα, οέο, αλλά εγώ ομολογώ την αμαρτία μου: το καταχάρηκα. Κοιτούσα λοξά τη γυναίκα μου μ’ ένα μάτι κι έλεγα μέσα μου «πού θα πάει, θα βαρεθεί που δεν δείχνει κοντινό τον Μπάλακ και θα πάει στα τσακίδια». Τόσο πολύ είχα απορροφηθεί από τις χαιρέκακες σκέψεις μου που δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι ο Μπάλακ δεν έπαιζε καν. Σαν να τον πήρε το μάτι μου (το άλλο, όχι εκείνο που λοξοκοιτούσε) σ’ ένα κοντινό πανοραμικό πλάνο της γερμανικής τηλεόρασης στον γερμανικό πάγκο, αλλά η γυναίκα μου τον είδε καλύτερα.
«Μμμ, σιγά!», έκανε περιφρονητικά. «Απορώ τι του βρίσκουν».
«Ποιανού;», τινάχτηκα.
«Του Μπάλακ. Χάλια είναι. Δεν βλέπεται».
«Μα ο Μπάλακ δεν παίζει» είπε κάποιος από την παρέα –ανύπαντρος, οπότε δεν το ’χε πιάσει το νόημα.
«Τον φυλάει ο Κλίνσμαν για το επόμενο ματς. Είναι παιχταράς ο Μπάλακ».
Πού να πάει του φουκαρά ο νους του ότι η γυναίκα μου δεν γουστάρει να βλέπει παιχταράδες παρά μόνον παιδαράδες. Εκείνη τη στιγμή, πάντως, οι Μπαλακ-ίες της γυναίκας μου μ’ έκαναν να πιστέψω ότι τελικά θα μας έκανε τη χάρη να μας αδειάσει τη γωνιά. Εξάλλου γενικά δεν τους πάει τους Γερμαναράδες, ενώ οι αντίπαλοί τους στην πρεμιέρα ήταν οι Κοσταρικανοί, άρα κατά κανόνα μαύροι. Και οι μαύροι για τη γυναίκα μου αξίζουν μόνο από τη μέση και κάτω. Εκεί, λέει, διαθέτουν το ταλέντο. Όχι στα δυο τους πόδια, αλλά στο τρίτο (και μακρύτερο, κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες).
Έλα όμως που ο ανύπαντρος φίλος μου, με τη διεξοδική του τοποθέτηση πάνω στη μη χρησιμοποίηση του Μπάλακ από τον Κλίνσμαν, της είχε δημιουργήσει απορίες.
«Ποιος είναι ο Κλύσμα;», ρώτησε. «Έχει καμία σχέση μ’ εκείνον τον Κακά;»
Ο –μυρουδιάς- φίλος μου πήρε ύφος παντογνώστη. «Καμία σχέση. Ο ένας είναι προπονητής της Γερμανίας...»
«...ο Κλύσμα...»
«...ο Κλίνσμαν, ναι, ο άλλος είναι παίχτης της Βραζιλίας...»
«...ο Κακά...»
«...ο Κακά, σωστά» συνέχισε ακάθεκτος –και πάντα βαθιά νυχτωμένος- ο φίλος μου.
«Και μου λες, ρε συ, ότι δεν έχουν καμιά σχέση; Αφού Κλύσμα και Κακά πάνε πακέτο».
Ο εξυπνάκιας το βούλωσε. Εγώ, ξέροντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τα βγάλω πέρα, το είχα βουλώσει ήδη. Όμως η γυναίκα μου δεν το βούλωσε. Ούτε εκείνη τη μέρα ούτε τις επόμενες. Και σαν να μην της έφταναν οι κρίσεις, άρχισε και τις ερωτήσεις (που απευθύνονταν πια αποκλειστικά σ’ εμένα, μια και οι άλλοι, μην αντέχοντας τέτοιου είδους λεκτικά κλύσματα, την είχαν κάνει με ελαφρά πηδηματάκια).
Άρχισε, λοιπόν, να με ρωτάει ποιο είναι το μικρό όνομα του Γιαπωνέζου Γιανακισάβα, το Γιαννάκης ή το Σάββας. Προσπαθούσε με τις ώρες να αντιληφθεί πώς γίνεται η Αργεντινή να παίζει «με Μέση στα άκρα». Αναρωτιόταν αν οι οσμές των αποδυτηρίων του Ολυμπιακού θα επιβαρυνθούν από την απόκτηση ενός παίκτη που τον λένε Μπόχα (όποιος δεν ακούει, ξέρει να τα ταιριάζει, που ’λεγαν και στον χωριό μου).
Και, τέλος, το θεμελιακό ερώτημα: Γιατί οι σπορτκάστερ αναφέρουν πάντα το Μουνίτις αόριστα, χωρίς ποτέ να διευκρινίζουν σε ποιαν επιτέλους ανήκει.
Απ' όλα αυτά τα ερωτήματα, εγώ απάντησα μόνο στο τελευταίο:«Της μάνας σου!».
Κι ύστερα ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη. Κι ακολούθησε το τρίτο ημίχρονο…

ΥΓ: Ο σέρβερ του μπλογκ φαίνεται ότι μίσησε σφόδρα το παραπάνω πόστ, με αποτέλεσμα να το στέλνει στον αγύριστο (ίσως σε καμιά μαύρη τρύπα του διαδικτύου) κάθε φορά που το ανέβαζα. Και το 'χω ανεβάσει καμιά δεκαριά φορά -άλλες τόσες την έχει κοπανήσει. Γι' αυτό έκανα κι εγώ κάτι αλχημείες κι αυτή τη φορά ελπίζω να πετύχει το κόλπο. Αν, πάντως, δείτε ξαφνικά το συγκεκριμένο ποστ σε καμιά δεκαριά εκδοχές, μην τα χάσετε. Απλώς αγνοήστε τα υπόλοιπα, που προφανώς θα τα 'χει ξεβράσει ο σέρβερ όταν του περάσει το γινάτι. Αν, τώρα, δεν μπορείτε να στείλετε σχόλιο γι' αυτό το ποστ -καθότι, συν τοις άλλοις, υπήρχε και αυτό το πρόβλημα- αν δε βαριέστε, πηγαίνετε στο αμέσως παρακάτω ποστ και αφήστε το σχόλιό σας εκεί. Το παρακάτω ποστ το κράτησα, όχι μόνο για χρηστικούς, αλλά και για... ιστορικούς λόγους!

Πέμπτη, Ιουλίου 13, 2006

$$ Reward $$

Έχει κανείς καμιά ιδέα τι διάολο γίνεται και εξαφανίζεται συνέχεια ένα ποστ; Το εντόπισε κανείς; Ο ευρών αμειφθήσεται...
Αυτό το ρημάδι το ποστ εννοώ, με τον Κακά και τον Γιανακισάβα. Το'χω περάσει πέντ' έξι φορές και άλλες τόσες την έχει κοπανήσει. Κι ούτε μέσα στα -υποτίθεται- "αποθηκευμένα" δεν το βρίσκω...

Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006

Ο Ζιντάν, η κουτουλιά, το σταρ σίστεμ και οι αλάνες


Kάποιος φίλος, θέλοντας να με πικάρει, με ρώτησε τι εννοώ με την πρώτη φράση του υπότιτλου του blog ("Ψάχνοντας τον Ζιντάν της λογοτεχνίας"). "Τι θες να πεις;", μου είπε. "Ότι ψάχνεις να βρεις κάποιο συγγραφέα που να ρίχνει κουτουλιές;".
Θα μπορούσα ν' απαντήσω "Ναι, ρε εξυπνάκια, ψάχνω για έναν συγγραφέα που να ρίχνει κουτουλιές. Στο κατεστημένο". Θα μπορούσα να του απαντήσω. Αλλά δεν του απάντησα. Επειδή δε γουστάρω τις κοινοτοπίες. Και γι' αυτό ακριβώς γουστάρω τον Ζιντάν.
Και δεν τον γουστάρω μόνο ως ποδοσφαιριστή. Έχοντας παρακολουθήσει την πορεία του μέσα και έξω από τα γήπεδα, έχω πειστεί (όχι τώρα, εδώ και χρόνια) ότι ο Ζιζού είναι ο ορισμός του αντιστάρ, ο "αποδιοπομπαίος τράγος" του σταρ σίστεμ. Και επομένως δεν έχει τίποτα το συμβατικό πάνω του, τίποτα το κοινότοπο, τίποτα το ψεύτικο. Ίσως, μάλιστα, ακριβώς μια τέτοια σκέψη να πρόσταξε υποσυνείδητα τον Ματεράτσι να του βρίσει το σόι και δεν ξέρω 'γω τι άλλο.
Και για να σας προλάβω: Όχι, δεν δικαιολογώ την κουτουλιά. Αλλά την κατανοώ. Για χίλιους δυο λόγους που χρειάζεται ολόκληρο βιβλίο για να τους αναλύσω. Εξάλλου, όσοι έχουν παίξει μπάλα, έστω και στις αλάνες, τους ξέρουν αυτούς τους λόγους -και τους χίλους δύο. Και μη μου πει κανείς ότι άλλο είναι να παίζεις μπάλα στην αλάνα και άλλο σε τόσο υψηλό επίπεδο. Ή μάλλον μπορεί να το πει κάποιος αυτό. Κάποιος που δεν έχει παίξει μπάλα ούτε στις αλάνες. Κάποιος, δηλαδή, που δεν έχει ιδέα από τόπι...

Πέμπτη, Ιουλίου 06, 2006

Μουντιαλικά... μαργαριτάρια




< Κορίτσια, κορίτσια, ο... Νίνο Βαλέντε! Ή μήπως ο Φερνάντο Μέιρα;




Η καθημερινή μου ζωή (γράψιμο, δουλειά, ελεύθερες ώρες) βασίζεται αυστηρά στον προγραμματισμό. Εννοώ ότι συνήθως προγραμματίζω ότι δεν πρόκειται να προγραμματίσω απολύτως τίποτα. Όπως μου κάτσει, δηλαδή, ο προγραμματισμός. Από τις 9 Ιουνίου, πάντως, η συγγραφική μου δραστηριότητα έχει στριμωχτεί χρονικά στα στενά όρια του Σαββατοκύριακου. Και μόνο τις πρωινές ώρες. Και μόνο αν δε με έχει εκνευρίσει αφόρητα το ματς της προηγούμενης βραδιάς.
Περίμενα, πάντως, να έχω εκνευριστεί περισσότερο με την πρόκριση των "αχώνευτων" Ιταλών και Γάλλων στον τελικό. Τους Ιταλούς δεν τους γουστάρω από εποχής Χερέρα (τους θεωρώ υπεύθυνους για το γεγονός ότι πλέον ανάμεσα σε δύο "γραμμές Μαζινό" παίζεται και λίγη μπαλίτσα) ενώ από τους Γάλλους, ως λαό, έχω απαίσιες προσωπικές εμπειρίες. Είμαι λάτρης, βέβαια, του Ζιντάν, αλλά αυτός είναι Αλγερινός -σιγά μην ήταν Γάλλος- και μεγαλωμένος στη σκληρή Μασσαλία (άλλη χώρα εκεί). Βασικά υποστήριζα τους Γερμανούς -εκεί πρωτοανακάλυψα το ποδόσφαιρο στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 και τα ιερά τέρατα τύπου Νέτσερ, Μπεκενμπάουερ, Μίλερ, Ζέελερ, Χένες, Γκραμπόβσκι και δε συμμαζεύεται. Και κατά δεύτερο λόγο τους Πορτογάλους -καθότι τους πελάτες οφείλουμε να τους σεβόμαστε και να τους αγαπάμε.
Παρ' όλα αυτά, δεν με πείραξε και πολύ η διπλή σφαλιάρα. Και φρόντισα να το διασκεδάσω ακούγοντας την κασέτα που μόνταρα με τα μαργαριτάρια των σπορτάστερ.
Πάρτε μια μικρή -ελάχιστη- γεύση. Σε μορφή κουίζ:
ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι σχέση έχει το Μεξικό με το Ισραήλ;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Είναι η ίδια και η αυτή χώρα. Σύμφωνα με τον τηλεσχολιαστή, για τη φάση των "16" η Αργεντινή αντιμετώπισε το Ισραήλ. Την Παλαιστίνη θα την αντιμετωπίσει στο επόμενο Μουντιάλ.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πού έγινε το ματς Αργεντινής - Μεξικού (ή Ισραήλ;)
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Στη Σεβίλλη, κατά τον ίδιο σπορτκάστερ. Δεν άντεχε ο Σαβιόλα μακριά από την αγαπημένη του πόλη και την πήρε μαζί του στη Γερμανία.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιο είναι το μικρό όνομα του Πορτογάλου Βαλέντε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Νούνο τον ξέραμε μέχρι τώρα, Νίνο μας προέκυψε. Και ετοιμάζεται να διασκευάσει το "Ήθελα τόσα να σου πω" στα πορτογαλέζικα.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς μπορεί κάποιος να μπερδεύει τον Φερνάντο Μέιρα με τον Κριστιάνο Ρονάλντο; Τόσο πολύ μοιάζουν;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ναι, αμέ! Μπορεί ο ένας να είναι αμυντικός και ο άλλος επιθετικός (δηλαδή ο ένας παίζει στη μια άκρη του γηπέδου κι ο άλλος στην άλλη )μπορεί ο ένας να είναι μακρυμάλλης και ο άλλος σγουρομάλλης και κοντοκουρεμένος, αλλά και οι δύο είναι κλαψιάρηδες.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι γένος είναι η λέξη "ψήφος";
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όταν λες "τους πολλούς ψήφους" και γεμίζει το στόμα σου, τι να σου πει ο Μπαμπινιώτης... Γένος ερμαφρόδιτο και καθάρισες...

Και στον τελικό θα γίνει της... !

Τετάρτη, Ιουλίου 05, 2006

Το ταψί, η γιαγιά, ο Ρήγας Φεραίος και άλλοι… τρομοκράτες!

Αναγκάζομαι, λόγω δουλειάς, να διαβάζω καθημερινά εφημερίδες. Με πόνο ψυχής. Δεν είναι να διαβάζεις εφημερίδες τη σήμερον ημέρα. Και καλά οι αθλητικές, λίγο - πολύ είναι προβλέψιμες. Αυτές που σε κάνουν να τρελαίνεσαι είναι οι πολιτικές ειδήσεις. Νιώθεις μια ζαλάδα -στην καλύτερη περίπτωση- έστω και μια ματιά να ρίξεις στους τίτλους και τις λεζάντες. Βλέπεις, π.χ., έναν «πραιτοριανό» του Πολύδωρα να κλοτσάει λυσσασμένα ένα φοιτητή και διαβάζεις τη δήλωση του «δεν ξέρω - δεν απαντώ» Αντώναρου ότι «οι φοιτητές επιτέθηκαν στα ακίνητα ΜΑΤ»… Κοιτάς να δεις τι εξέλιξη υπάρχει στις τηλεφωνικές υποκλοπές και διαπιστώνεις ότι ο Τόνι Μπλερ και οι αυλικοί του λεχρίτες επιμένουν στην παρακολούθηση ΟΛΩΝ των κινητών τηλεφώνων.
Δεν ξέρω πώς, αλλά αυτό το τελευταίο μου έφερε στο νου τον Ρήγα Φεραίο. Και τη μακαρίτισσα τη γιαγιά μου. Κι από εκεί και πέρα, δεν ήθελε και πολύ για να σκαρώσω μια μικρή ιστοριούλα…


Καλύτερα μιας ώρας...


Η γιαγιά μου, η κακομοίρα, μετά τα εξήντα της τα ’παιξε. Σαράντα τόσα χρόνια την κεράτωνε ο παππούς με οτιδήποτε φόραγε μαντίλα και κορσέ σ’ όλα τα περιστοιχίζοντα τον Βόλο χωριά, ε, κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο η γριούλα κι άρχισε να βλέπει την πούλια και τον αυγερινό μεσημεριάτικα. Και ταψιά΄ πολλά ταψιά. Με μπακλαβά ή άνευ. Αλλά ένα ταψί ειδικά, το είχε ξεχωρίσει. Καθότι αυτό το ξεχωριστό ταψί πότε της τραγούδαγε και πότε τής μίλαγε και της έλεγε σοφές κουβέντες. Συνήθως της επαναλάμβανε τις δέκα εντολές, με σπέσιαλ αναφορά στο «ου μοιχεύσεις». Ώσπου κάποια στιγμή της είπε και το άλλο.
«Ξέρεις τι μου ’πε σήμερα το ταψί;», με ρώτησε συνωμοτικά τη μέρα που ’κλεινα τα δώδεκα.
«Τι σου ’πε γιαγιά;».
«Μου’ πε ‘Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή - παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή’».
Έβαλα τα γέλια. «Βρε γιαγιά, αυτό το είχε πει ο Ρήγας Φεραίος!», την ενημέρωσα.
Η γιαγιά ανασήκωσε τους ώμους. «Μπορεί, γιόκα μου. Ο παππούς σου αγόρασε το ταψί από ένα πανηγύρι στο Βελεστίνο».
Έπειτα περάσανε τα χρόνια, η γιαγιά πέθανε -Θεός σχωρέσ’ την- αλλά το ταψί ζει και βασιλεύει. Και τα ρητά του το ίδιο. Όχι ότι έχω κληρονομήσει το χάρισμα της γιαγιάς και ακούω το ταψί να μου τραγουδάει τους σκοπούς του τόπου μας, αλλά οι σοφίες που αράδιαζε στη γιαγιά δε λένε να μου φύγουν απ’ το μυαλό. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά επειδή οι ιερές μνήμες κι οι παραδόσεις πρέπει να κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά, έχω πασάρει τα ρητά και στην κόρη μου. Κι αυτή με τη σειρά της, απ’ τη στιγμή που μεγάλωσε, άρχισε να τα πασάρει στις κολλητές της. Με sms.
Προχθές, λοιπόν, η μικρή -που δεν γουστάρει πλέον να τη λένε μικρή καθότι έχει μεγαλώσει- την είχε αράξει στο μπαλκόνι και υπερχρέωνε το αλά καρτ της -και την πιστωτική μου κάρτα- όταν ξαφνικά άκουσα έναν τρομακτικό κρότο. Προτού προλάβω να συνειδητοποιήσω ότι ο κρότος δεν οφειλόταν στις κροτίδες του μπασμένου τού από κάτω που γιορτάζει τη Λαμπρή καλοκαιριάτικα αλλά στη σπασμένη πόρτα του σπιτιού μου, μας την είχαν πέσει οι μπάτσοι. Ξαφνικά βρέθηκα ξαπλωμένος με τη μούρη στο μωσαϊκό, με τα χέρια πισθάγκωνα και μ’ ένα ανατριχιαστικά ψυχρό μεταλλικό μαρκούτσι να πιέζει τη βάση του αυχένα μου.
«Ακίνητος! Ακίνητος! Μην κουνηθείς, στην άναψα!».
Και να ήθελα να κουνηθώ, ήταν φύσει αδύνατον, αφού με είχε καβαλήσει ένα ζώο βάρους ενάμιση τόνου και κόντευε να μου σπάσει τη σπονδυλική στήλη.
«Πού είναι η γιάφκα με τα εκρηκτικά;».
Άκουγα τη στριγκιά φωνή του αρχιμπάτσου, αλλά δεν μπορούσα να τον δω (το μόνο που μπορούσα να δω σε πανοραμικό πλάνο ήταν ένα κομματάκι μωσαϊκού αδιευκρινίστου χρώματος που ’θελε γυάλισμα).
«Π… ποια γιάφκα;», κατάφερα να ψελλίσω.
«Σκάσε! Εγώ κάνω τις ερωτήσεις!», βρυχήθηκε ο αρχιμπάτσος.
Και τότε άκουσα το ουρλιαχτό της κόρης μου. «Μπαμπά! Βοήθεια μπαμπά! Μου περνάνε χειροπέδες!».
Σκατά! Έβαλα τα δυνατά μου να κουνήσω οποιοδήποτε μέλος του κορμιού μου. Και οι προσπάθειές μου δεν πήγαν χαράμι: κούνησα τα φρύδια μου.
«Αφήστε ήσυχη την Αννούλα, γαμώ το κέρατό σας! Είναι…».
«Αννούλα; Α-χα!». Ο αρχιμπάτσος αλυχτούσε θριαμβευτικά. «Μήτσο σημείωνε! Πέσαμε διάνα. Άννα δε λέγανε αυτή τη μυστήρια της 17 Νοέμβρη;».
«Ποια 17 Νοέμβρη, μωρέ, τι μαλακίες είναι αυτές που…».
«Σκασμός! Πού είναι το Ταψί;».
Άλλο και τούτο πάλι… «Ποιο ταψί;».
«Εγώ κάτω τις ερωτήσεις είπαμε! Ποιος κρύβεται πίσω απ’ την κωδική ονομασία Ταψί;»
Ξαφνικά η Αννούλα άρχισε να κλαίει. «Μπαμπά, εγώ φταίω», κλαψούρισε. «Εγώ έστειλα στην Οριάνα sms…»
«Οριάνα; Α-χα!», χλιμίντρισε ο αρχιμπάτσος. «Όπως λέμε Οριάνα Φαλάτσι, ε; Μήτσο σημείωνε!».
«…της έστειλα sms με το τελευταίο ρητό που μου είπες».
«Ποιο ρητό;».
«Αυτό, καλέ, το ‘καλύτερα μιας ώρας…’. Αυτό που έλεγε το ταψί στη γιαγιά».
«Γιαγιά; Α-χα!» ξαναγκάριξε ο αρχιμπάτσος. «Μήτσο, σημείωνε! Κι άλλο κωδικό όνομα. Για-για! Και σημείωσε επίσης ότι η ύποπτη ομολόγησε. Οικειοθελώς». Έσφιξε ακόμα πιο σφιχτά το μπράτσο πίσω από την πλάτη μου: «Ποιος είναι αυτός ο Για-για; Λέγε!».
«Ο Τουρέ!», του πέταξα στα μούτρα. Κι αμέσως τον αγνόησα και μίλησα στην κόρη μου. «Δεν φταις εσύ, μωρό μου, μην κλαις. Πού να φανταστείς ότι ένα απλό ρητό του Ρήγα Φεραίου…».
«Ρήγα Φεραίου; Α-χα! Ώστε Ρήγας Φεραίος, ε; Μήτσο, σημείωνε! Οι ύποπτοι έχουν χρηματίσει και μέλη του Ρήγα Φεραίου. Μιλάμε τώρα ότι πέσαμε στη φωλιά του λύκου». Μου ξανάσφιξε το μπράτσο. «Λέγε ρε παλιόπουστα! Πού είναι το Ταψί; Και ο Για-για;».
Επειδή όπου να ’ναι θ’ άκουγα το κρακ από τα κόκαλα που σπάνε, αποφάσισα να πάω με τα νερά του. «Εντάξει, εντάξει θα μιλήσω! Πρώτα όμως πρέπει να μ’ αφήσεις. Πρέπει να πάω μέσα για να σου το φέρω».
«Ποιο να μου φέρεις;».
«Το ταψί».
«Μόνο το Ταψί; Ο Για-για πού είναι;».
«Η γιαγιά δεν είναι εδώ».
«Πού είναι;».
«Στο νεκροταφείο».
«Α-χα! Μήτσο σημείωνε. Ο Για-για ετοιμάζει χτύπημα στο νεκροταφείο. Θα…».
«Δεν κατάλαβες. Έχει πεθάνει».
«Έχει πεθάνει; Δεν αφήνεις τα σάπια λέω ’γω, ρε μπινέ; Και γιατί λες ‘Η Για-για’; Είναι θηλυκού γένους;».
«Η γιαγιά μου; Φυσικά».
Ο αρχιμπάτσος τα ’χασε, αλλά μόνο για λίγο. «Κόφ’ το δούλεμα, ρε ανάρχα! Με ποιον νομίζεις πως έχεις να κάνεις; Θα συνεργαστείς, ρε ρεμάλι, ή δεν θα συνεργαστείς; Ξέρεις τι θα πάθεις αν δεν συνεργαστείς; Ξέρεις τι κατηγορίες σας βαραίνουν και σένα και την κόρη σου; Μήτσο σημείωνε! Σύσταση συμμορίας τρομοκρατικής δράσης, αντίσταση κατά της αρχής, ανταλλαγή τηλεφωνικών μηνυμάτων ανατρεπτικού περιεχομένου, συμμετοχή…».
«Το ‘καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή’ είναι μήνυμα ανατρεπτικού περιεχομένου;», τόλμησα να ρωτήσω.
«Το ρωτάς κιόλας; Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή…», απήγγειλε ο αρχιμπάτσος. «Το πράμα μιλάει από μόνο του! Σκλαβιά και φυλακή είχαμε τα τελευταία σαράντα χρόνια, βρε ανάρχα του κερατά;».
«Μα αυτός είναι στίχος του Ρήγα Φεραίου που τον έγραψε επί τουρκοκρατίας!».
«Τουρκοκρατία, δημοκρατία, πλουτοκρατία, αριστοκρατία, όλα αυτά είναι τα άλλοθι της τρομοκρατίας!».
«Δεν μπορώ να καταλάβω πώς βγάλατε το συμπέρασμα ότι εγώ κι η κόρη μου είμαστε τρομοκράτες», είπα όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα.
«Φως φανάρι! Το sms που έστειλε ήτο εξόχως αποκαλυπτικό. Μήτσο, σημείωνε!».
«Τι να σημειώσω κύριε διοικητικά;». Ο Μήτσος, εκτός από ταλέντο στις σημειώσεις, απέδειξε ότι διαθέτει και φωνή.
«Αυτό το τελευταίο, ρε ζώον, το ‘εξόχως αποκαλυπτικό’. Για να μην το ξεχάσω στην επόμενη σύλληψη».
«Και με ποιο δικαίωμα παρακολουθείτε το κινητό της Αννούλας;», έκανα οργισμένος. «Τα τηλεφωνήματα και τα μηνύματα είναι προσωπική υπόθεση!».
«Ήταν προσωπική υπόθεση θες να πεις», χασκογέλασε ο αρχιμπάτσος. «Δεν είναι πια».
«Μπα; Και ποιος το λέει;».
«Εγώ το λέω! Ο Βουλγαράκης το λέει! Ο Τόνι Μπλερ το λέει! Όλη η υγιώς σκεπτόμενη παγκοσμιοποιημένη διεθνής κοινότητα της ανά γη υφηλίου -Μήτσο σημείωνε!- το λέει!».
«Εεε, συγνώμη, κύριε διοικητά…». Η Μήτσος έσπασε κάθε ρεκόρ, καθότι ξαναμίλησε.
«Τι συμβαίνει, Μήτσο;».
«Η δεσποινίς από ’δω λέει πως δεν έχει ταυτότητα».
«Α-χα! Και τρομοκράτισσα και χωρίς ταυτότητα. Μήτσο, θύμισέ μου μόλις χώσουμε αυτά τα σκουλήκια στο μπουντρούμι, να ρίξω μια ματιά στα κιτάπια μου, να δω ποιο από τα δύο αδικήματα είναι πιο σοβαρό».
«Δεν καταλάβατε, κύριε διοικητά», επέμεινε ο Μήτσος. «Λέει πως δεν έχει ταυτότητα επειδή είναι μικρή ακόμα για να βγάλει ταυτότητα».
«Μπα; Και πόσο μικρή είναι δηλαδή;».
«Εννιά χρονών».
Ο αρχιμπάτσος χαλάρωσε τη λαβή στο μπράτσο μου. Μπόρεσα και σήκωσα το κεφάλι και τον παρατήρησα να παρατηρεί την κόρη μου με ύφος ντετέκτιβ Ουζούνη και βάλε.
«Μμμ», μουγκάνισε τελικά. «Εννιά χρονών ε; Φαίνεσαι μεγαλύτερη…».

Μήτσο σημείωνε…
Και μόλις τελειώσεις με τις σημειώσεις, δώσ’ τες στον αρχιμπάτσο για να τις στείλει με sms στον Βουλγαράκη, στον Τόνι Μπλερ και δεν ξέρω ’γω σε ποιον άλλον. Κι αν δε λάβουν το μήνυμα, ας του το στείλει και με email. Ή να τους πάρει ένα τηλέφωνο, βρε αδερφέ! Από ασφαλή γραμμή…

Τρίτη, Ιουλίου 04, 2006

Σκέψεις και... υποδείξεις!

Η αλήθεια είναι ότι το σκέφτηκα πολύ προτού το αποφασίσω. Και όταν το αποφάσισα, δεν είχα χρόνο για να το κάνω πράξη. Θα με ρωτήσετε, βέβαια, αν τώρα έχω χρόνο. Όχι ακριβώς, αλλά θα προσπαθώ να ξεκλέβω λίγο από δω και λίγο από κει. Για να τα λέμε γύρω από τα τυχόν κοινά ενδιαφέροντά μας, άγνωστε/η -και επομένως γοητευτικέ/ή- φίλε/η του διαδικτύου. Γύρω από το βιβλίο, τον κινηματογράφο, τα στραβά κι ανάποδα των media, τα λογικά και παράλογα της καθημερινότητάς μας και, φυσικά, το ποδόσφαιρο!
Α, μια και είπα ποδόσφαιρο. Θα 'θελα να πάρω μια γνώμη για κάποια πράγματα που με απασχολούν σχετικά με το Μουντιάλ. Δείτε το σαν γκάλοπ (καθότι τα γκάλοπ, ως γνωστόν, εξιτάρουν τον νεοέλληνα).
Λοιπόν, τι είναι αυτό που σας έχει απογοητεύσει περισσότερο;
α) Ο αποκλεισμός όλων των Λατίνων (και, άρα, του θεάματος);
β) Το "μισό-μηδέν" μέσο όρο στα νοκ άουτ ματς και τα παιχνίδια τακτικής των προπονητών;
γ) Τα... μαργαριτάρια ορισμένων σπορτκάστερ;
Σχετικά με το τελευταίο, ώρες ώρες το διασκεδάζω. Αλλά εκείνο που δεν μπορώ ν' αντέξω με τίποτα είναι η δολοφονία της γλώσσας. Κλασικό πράδειγμα (αργότερα, καλά να 'μαστε, θα επανέλθουμε και με άλλα) η περιβόητη "υπόδειξη" του διαιτητή.
"Ο διαιτητής υπέδειξε το φάουλ", σου λέει ο άλλος. Σε ποιον το υπέδειξε, ρε μεγάλε; Στον παίχτη; Λέει, δηλαδή, ο ρέφερι στον ποδοσφαιριστή "Κύριέ μου, σας υποδεινύω ότι κάνατε φάουλ και, εφόσον το επιθυμείτε, μπορείτε να δεχτείτε την υπόδειξή μου...".
Χρόνια τώρα κρατάει αυτή η ζημιά. Και μιλάμε τώρα για μια λέξη απλούστατη! Μια λέξη που στο ποδόσφαιρο ισχύει, φυσικά, μόνο για τους επόπτες (βοηθούς τους έχουν βαφτίσει τώρα...). Οι επόπτες είναι εκείνοι οι οποίοι υποδεικνύουν στους διαιτητές. Και οι διαιτητές συνήθως δέχονται τις υποδείξεις, αλλά είναι αυτοί και μόνον αυτοί που αποφασίζουν. Και διατάσσουν. Αλλά ποτέ δεν υποδεικνύουν...